ὕβρις: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὕβρις:''' <b class="num">I</b> εως и εος, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;<br /><b class="num">2)</b> бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; [[νόμος]] ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως [[γραφή]] или [[δίκη]] Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;<br /><b class="num">3)</b> (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;<br /><b class="num">4)</b> ущерб, вред NT.<br /><b class="num">II</b> ὁ Hes. = [[ὑβριστής]]. | |elrutext='''ὕβρις:'''<br /><b class="num">I</b> εως и εος, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;<br /><b class="num">2)</b> бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; [[νόμος]] ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως [[γραφή]] или [[δίκη]] Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;<br /><b class="num">3)</b> (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;<br /><b class="num">4)</b> ущерб, вред NT.<br /><b class="num">II</b> ὁ Hes. = [[ὑβριστής]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[wantonness]], [[wanton]] [[violence]] or [[insolence]], Od., Hdt., etc.; of actions, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ'; Soph.; ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]]; Ar.:—adv. usages, ὕβρει in [[wantonness]] or [[insolence]], Soph.; ἐφ' ὕβρει Eur.; δι' ὕβριν Dem.<br /><b class="num">2.</b> of [[lewdness]], opp. to [[σωφροσύνη]]. Theogn., Xen.<br /><b class="num">3.</b> of [[over]]-fed horses, riotousness, [[restiveness]], Hdt., Pind.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὕβρισμα]], Hom.; [[sometimes]] like [[ὑβρίζω]], foll. by a prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]] her [[outrage]] [[towards]] . . , Eur.; ἡ κατ' Ἀργείους ὕ. Soph.; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdt.; also c. gen. objecti, ὕ. τινός [[towards]] him, Hdt., etc.:—in pl. [[wanton]] acts, outrages, Hes., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> an [[outrage]] on the [[person]], [[violation]], Pind., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> in [[attic]] law, [[ὕβρις]] comprehended all the [[more]] [[serious]] injuries done to the [[person]], [[grievous]] [[assault]], the slighter [[kind]] [[being]] [[αἰκία]] [ῑ]: [[hence]] [[ὕβρις]] was remedied by [[public]] [[indictment]] ([[γραφή]]), [[αἰκία]] by [[private]] [[action]] (δίκἠ.<br /><b class="num">III.</b> a [[loss]], [[damage]], NTest.<br />B. as masc. = [[ὑβριστής]], a [[violent]], [[overbearing]] man, ὕβριν ἀνέρα Hes. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[wantonness]], [[wanton]] [[violence]] or [[insolence]], Od., Hdt., etc.; of actions, ἆρ' οὐχ [[ὕβρις]] τάδ'; Soph.; ταῦτ' οὐχ [[ὕβρις]] [[ἐστί]]; Ar.:—adv. usages, ὕβρει in [[wantonness]] or [[insolence]], Soph.; ἐφ' ὕβρει Eur.; δι' ὕβριν Dem.<br /><b class="num">2.</b> of [[lewdness]], opp. to [[σωφροσύνη]]. Theogn., Xen.<br /><b class="num">3.</b> of [[over]]-fed horses, riotousness, [[restiveness]], Hdt., Pind.<br /><b class="num">II.</b> = [[ὕβρισμα]], Hom.; [[sometimes]] like [[ὑβρίζω]], foll. by a prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν [[ὕβρις]] her [[outrage]] [[towards]] . . , Eur.; ἡ κατ' Ἀργείους ὕ. Soph.; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdt.; also c. gen. objecti, ὕ. τινός [[towards]] him, Hdt., etc.:—in pl. [[wanton]] acts, outrages, Hes., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> an [[outrage]] on the [[person]], [[violation]], Pind., [[attic]]<br /><b class="num">3.</b> in [[attic]] law, [[ὕβρις]] comprehended all the [[more]] [[serious]] injuries done to the [[person]], [[grievous]] [[assault]], the slighter [[kind]] [[being]] [[αἰκία]] [ῑ]: [[hence]] [[ὕβρις]] was remedied by [[public]] [[indictment]] ([[γραφή]]), [[αἰκία]] by [[private]] [[action]] (δίκἠ.<br /><b class="num">III.</b> a [[loss]], [[damage]], NTest.<br />B. as masc. = [[ὑβριστής]], a [[violent]], [[overbearing]] man, ὕβριν ἀνέρα Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 31 January 2019
English (LSJ)
[ῠ by nature, ῡ by position in Ep. etc.], ἡ, gen. εως Ar.Lys. 425, Th.465 (lyr.), εος Id.Pl.1044, Eub.67.9, Ep. and Ion. ιος Hes.Op. 217, Hdt.1.189:—
A wanton violence, arising from the pride of strength or from passion, insolence, freq. in Od., mostly of the suitors, μνηστήρων, τῶν ὕ. τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει 15.329, 17.565; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕ. ἔχοντες 1.368, 4.321; λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕ. ἔχουσι 16.86, cf.Alc.Supp.27.10; ὕβρει εἴξαντες Od.14.262, 17.431; θεοὶ . . ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες ib.487; δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει Hes. l.c., cf. Archil.88, IG12.394 (vi B. C.), 42(1).122.98 (Epid., iv B. C.); joined with ὀλιγωρίη, Hdt.1.106; δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος A.Eu.533 (lyr.); ἐπιθυμίας . . ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕ. ἐπωνομάσθη Pl.Phdr. 238a; in Poets freq. joined with κόρος (v. κόρος (A) 2): predicated of actions, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; S.OC883; ταῦτ' οὐχ ὕβρις δῆτ' ἐστίν; Ar.Nu.1299, cf. Ra.21, Pl.886; ὕβρις τάδ' ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν E.Hipp.474; ὕβρει in wantonness or insolence, S.El.881, Pl.Ap.26e; ἐφ' ὕβρει E.Or.1581, D.21.38, PCair.Zen.462.9 (iii B. C.), etc.; δι' ὕβριν D.21.42; διὰ τὴν ὕ. X.HG2.2.10; πρὸς ὕβριν Plu. Alc.37, etc. 2 lust, lewdness, opp. σωφροσύνη, Thgn.379, X.Cyr. 8.4.14. 3 of animals, violence, Hdt.1.189; ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Pi.P.10.36, cf. N.1.50 (v. ὑβρίζω 1.2); ἡ ἐκ τοῦ χαλινοῦ ὕ. D.Chr.63.5. II = ὕβρισμα, an outrage (though it is freq. difficult to separate this concrete sense from the abstract), Il.1.203, 214; ὕβριν τεῖσαι Od. 24.352; ὑπὸ γυναικὸς ἄρχεσθαι ὕ. ἐσχάτη Democr.111, cf. Xenoph.1.17: sts., like ὑβρίζω, folld. by a Prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις her outrage towards... E.Ba.9; ἡ κατ' Ἀργείων (-ους codd.Priscian.) ὕ. S.Fr.368; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdn.2.4.1: c. gen. objecti, ὕ. τινός towards him, Id.1.8.4, etc.: pl., wanton acts, outrages, Hes.Op.146, E.Ba.247, HF741, Pl.Lg.884a, etc.:—for ὕβριν ὑβρίζειν, cf. ὑβρίζω 11.2. 2 an outrage on the person, esp. violation, rape, Pi.P.2.28, Lys. 1.2, etc.; παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Isoc.4.114, cf. Plb.6.8.5; τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Aeschin.1.116; τὴν τοῦ σώματος ὕβριν πεπρακώς ib.188; so τὸ σῶμα ἐφ' ὕβρει πεπρακώς ib.29; γυναῖκας ἤγαγε δεῦρ' ἐφ' ὕβρει D.19.309; γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὑτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Arist.Rh.1373a35. 3 in Law, a term covering all the more serious injuries done to the person, Isoc.20.2, Aeschin. 1.15, D.37.33, 45.4; see esp. D.21 (against Meidias); ὁ τῆς ὕβρεως νόμος ib.35 (the text is given ib.47); δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115 (iii B. C.), cf. PHib.1.32.8 (iii B. C.), etc. III used of a loss by sea, Pi. (v. ναυσίστονος), Act.Ap.27.21. B as masc., = ὑβριστής, a violent, overbearing man, κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα Hes.Op.191.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβρις: [ῠ], ἡ, γεν. εως (Ἀριστοφ. Λυσ. 425), εος (ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 465, Πλ. 1044, Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1. 9), Ἐπικ. ιος. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ ἡ πρόθ. ὑπέρ, πρβλ. ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος· ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐν τούτῳ δυσχέρειαι, ἴδε Κούρτ. σ. 528). Αὐθάδης βία πηγάζουσα ἐξ ὑπερβολικῆς συναισθήσεως δυνάμεως ἢ ἐκ πάθους, αὐθάδεια, ἀλαζονεία αὐθάδης, προπέτεια, συχν. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν μνηστήρων, μνηστήρων, τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει Ο. 329., Ρ. 565· μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Α. 368., Δ. 321· λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσιν Π. 86· ὕβρει εἶξαι Ξ. 262., Ρ. 431· θεοί... ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Ρ. 487· δίκη ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει· Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 215, πρβλ. Ἀρχίλ. 79· συνημμένον μετὰ τοῦ ὀλιγωρίη, Ἡρόδ. 1. 106· δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος Αἰσχύλ. Εὐμ. 534· - κατὰ Πλάτωνα ὕβρις εἶναι ἐπιθυμίας ἀρξάσης ἐν ἡμῖν ἡ ἀρχή, Φαῖδρ. 238Α· ἐντεῦθεν οἱ ποιηταὶ συχνάκις συνάπτουσιν αὐτὴν μετὰ τοῦ κόρου (ἴδε κόρος Α. ἐν τέλει)· - ὡς κατηγορούμ. πράξεων, ἆρ’ οὐχ ὕβρις τάδ’; Σοφ. Ο. Κ. 883· ταῦτ’ οὐχ ὕβρις ἐστί; Ἀριστοφ. Νεφ. 1299, πρβλ. Βατρ. 21, Πλ. 886· ὕβρις τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν Εὐρ. Ἱππ. 474· - ὕβρει χλευαστικῶς, Σοφ. Ἠλέκ. 881· ἐφ’ ὕβρει Εὐρ. Ὀρ. 1581, Δημ. 526. 19, κλπ.· δι’ ὕβριν ὁ αὐτ. 527. 26 διὰ τὴν ὕβριν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 10· εἰς ὕβριν Πλουτ. Ἀλκιβ. 37, κλπ. 2) μάλιστα ἐπὶ σφοδρᾶς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἀσελγείας, ἀντίθετον τῷ σωφροσύνη, Θέογν. 379, Ξεν. 3) ἐπὶ σφριγώντων ἵππων, τὸ ἀτίθασον, τὸ ἀχαλίνωτον αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 189· ὕβρις ὀρθία κνωδάλων Πινδ. Π. 10. 55, πρβλ. Ν. 1. 75 (ἴδε ὑβρίζω Ι). 4) οἴνου ὕβρις, ἡ ζύμωσις, αὐτοῦ, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Αἰλ. ΙΙ. ὕβρισμα, τρόπος αὐθάδης, πρᾶξις αὐθάδης καὶ ἀκόλαστος, κακὴ μεταχείρισις, αὐθάδεια, ἀκολασία, προσβολὴ (ἂν καὶ πολλάκις εἶναι δυσχερές νὰ χωρίσῃ τις τὴν συγκεκριμένην ἔννοιαν ἀπὸ τῆς ἀφῃρημένης), Ἰλ. Α. 203, 214· ὕβριν τῖσαι Ὀδ. Ω. 352· ἐνίοτε ὡς τὸ ὑβρίζω, μετὰ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἀθάνατον Ἥρας μητέρ’ εἰς ἐμὴν ὕβριν Εὐρ. Βάκχ. 6· ἡ κατ’ Ἀργείους ὕ. Σοφ. Ἀποσ. 337· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ὡσαύτως μετὰ γεν. ἀντικειμενικῆς, ὕ. τινος, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 8, κλπ.· - ἐν τῷ πληθ. πράξεις ἀκόλαστοι καὶ αὐθάδεις, προσβολαί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 145, Ξενοφάν. 1. 1, Εὐριπ. Βάκχ. 247, Ἡρ. Μαιν. 741, Ξεν., κλπ.· - περὶ τοῦ ὕβριν ὑβρίζειν, πρβλ. ὑβρίζω ΙΙ. 2. 2) ἀσελγὴς ὑβριστικὴ πρᾶξις, Πινδ. Π. 2. 52· τὸ διαφθείρειν καὶ μοιχεύειν γυναῖκα ἔγγαμον καὶ οὕτως αἰσχύνειν μὲν τοὺς παῖδας ὑβρίζειν δὲ τὸν ἄνδρα τῆς γυναικός, Λυσί. 92. 4, κλπ.· τὸ φθείρειν ἀσελγῶς, παίδων ὕβρεις καὶ γυναικῶν αἰσχύνας Ἰσοκρ. 64D, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, πρβλ. δὲ καὶ 89Α· ἀσελγὴς πρᾶξις, ἀσέλγεια, τὴν ὕ. τὴν εἰς τὸ ἑαυτοῦ σῶμα Αἰσχίν. 16. 25· ὕβριν τοῦ σώματος πεπρακὼς ὁ αὐτ. 26. 41· οὕτω, πιπράσκειν τὸ σῶμα ἐφ’ ὕβρει ὁ αὐτ. 5. 5· γυναῖκας δεῦρ’ ἤγαγεν ἐφ’ ὕβρει Δημ. 440. 7· γυναικῶν ὕβρεις ἢ εἰς αὐτοὺς ἢ εἰς υἱεῖς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 12, 35. 3) ἐν Ἀθήναις ὁ νόμος ὕβρεως (Δημ. 525. 14) ἦτο λίαν σπουδαῖος καὶ περιελάμβανε πάσας τὰς μᾶλλον σοβαρὰς προσωπικὰς βλάβας: ἡ δημοσία γραφὴ ὕβρεως εἰσήγετο πρὸς τιμωρίαν πάσης βλάβης προερχομένης ἐξ ὑβριστικῆς ἐπιθέσεως (ὕβρις δι’ αἰσχρουργίας)· καὶ ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας ἀνεφέρετο εἰς τὰς αὐτὰς ὑποθέσεις εἰς ἃς καὶ ἡ δίκη αἰκίας (ἴδε αἰκία)· ὁ ἀγὼν ἦτο τιμητὸς (ἴδε ἐν λέξ.), καὶ ὡς ποινὴ ἠδύνατο νὰ ᾖ καὶ θάνατος· ἐξεδικάζετο δὲ ἐνώπιον τῶν Θεσμοθετῶν, Ἰσοκρ. 396Α, Αἰσχίν. 3. 14, Δημ. 970, 11., 1102. 18· μία τῶν ἐπισημοτάτων τούτων δικῶν γνωστὴ ἡμῖν εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους κινηθεῖσα κατὰ Μειδίου, ἔνθα ἴδε καὶ τὸν περὶ ὕβρεως Νόμον, 529. 15· πρβλ. Att. Process σ. 319 κἑξ., 548 κἑξ., Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὕβρις, ἡ μετὰ προπηλακισμοῦ καὶ ἐπηρείας, αἰκία δὲ πληγαὶ μόνον, κτλ.». ΙΙΙ. κεῖται ἐπὶ κινδύνου ἐν θαλάσσῃ ἕνεκα τρικυμίας, Πίνδ. (ἴδε ἐν λ. ναυσίστονος), Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21. Β. ὡς ἀρσ. = ὑβριστής, κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα, «κακοῦργον καὶ ὑβριστὴν ἄνθρωπον» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189. ΙΙ. ὄνομα Σατύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8398.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tout ce qui dépasse la mesure, excès, d’où
I. comme sentiment;
1 orgueil, insolence : ὕβριν τῖσαι OD expier son orgueil, sa témérité ; ὕβρει, ἐφ’ ὕβρει par orgueil ; αἱ ὕβρεις pensées ou actions orgueilleuses;
2 fougue, ardeur excessive, impétuosité, emportement : ὅθιπερ πάρος ὕβριν ἔχεσκον OD là où auparavant ils exerçaient leur insolence ; ὕβρει εἶξαι OD s’abandonner à sa violence ; ὕβρις οἴνου ÉL bouillonnement ou fermentation du vin ; en gén. tout excès ; acte de désespoir;
II. comme action mauvais traitement, outrage, insulte, injure, sévices ; particul. violence sur une femme ou sur un enfant : ὕβρεως δίκη ou γραφή procès pour sévices.
Étymologie: ὑπέρ.
English (Autenrieth)
ιος (cf. ὑπέρ): insolence, arrogance, wanton violence. (Od. and Il. 1.203, 214.)
English (Slater)
ὕβρις (-ις, -ιος, -ιν.)
a arrogance ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ (O. 7.90) ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (v. Fränkel, D & P, 520̆{24}) (P. 1.72) ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν (P. 2.28) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν (P. 4.112) τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) (P. 8.12) τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος (I. 4.9)
b violence καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων (of the snakes which attacked Herakles) (N. 1.50)
c offensiveness γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων (P. 10.36)
d pro pers. ἐθέλοντι δ' ἀλέξειν Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (O. 13.10)
English (Strong)
from ὑπέρ; insolence (as over-bearing), i.e. insult, injury: harm, hurt, reproach.
English (Thayer)
ὑβρισεως, ἡ (from ὑπέρ (see Curtius, p. 540); cf. Latin superbus, English 'uppishness')), from Homer down, the Sept. for גָּאון, גַּאֲוָה, זָדון, etc.;
a. insolence; impudence, pride, haughtiness.
b. a wrong springing from insolence, an injury, affront, insult (in Greek usage the mental injury and the wantonness of its infliction being prominent; cf. Cope on Aristotle, rhet. 1,12, 26; 2,2, 5; see ὑβριστής): properly, plural Hesychius ὕβρεις. τραύματα, ὀνείδη); tropically, injury inflicted by the violence of a tempest: τήν ἀπό τῶν ὀμβρων ὕβριν, Josephus, Antiquities 3,6, 4; δείσασα θαλαττης ὕβριν, Anthol. 7,291, 3; (cf. Pindar Pythagoras 1,140)).
Greek Monotonic
ὕβρις: [ῠ], γεν. -εως και -εος, Επικ. -ιος,
Α. I. 1. κακοβουλία, αυθάδεια, αυθάδεια από αίσθηση δύναμης ή αναίδεια, προπέτεια, θρασύτητα, ιταμότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί;, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, ὕβρει, με αυθάδεια ή αναίδεια, σε Σοφ.· ἐφ' ὕβρει, σε Ευρ.· δι' ὕβριν, σε Δημ.
2. λέγεται για λαγνεία, ασέλγεια, αντίθ. προς το σωφροσύνη, σε Θέογν., Ξεν.
3. λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο άλογο, ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ.
II. 1. = ὕβρισμα, σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το ὑβρίζω, ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις, η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις, σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., ὕβρις τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.
2. προσβολή, προσβλητική ενέργεια, παραβίαση, βεβήλωση, καταπάτηση, σε Πίνδ., Αττ.
3. στην Αττ. νομοθεσία, η ὕβριςπεριελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν εναντίον κάποιου, υβριστική, ελεεινή επίθεση, προσβολή· η πιο ελαφριά μορφή της είναι η αἰκία [ῑ]· γι' αυτό η ὕβρις, επανορθωνόταν με δημόσια έγκληση, μήνυση (γραφή), ενώ η αἰκία με ιδιωτική επενέργεια (δίκη).
III. απώλεια, ζημιά, βλάβη, φθορά, σε Καινή Διαθήκη Β. ως αρσ., = ὑβριστής, βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, ὕβριν ἀνέρα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὕβρις:
I εως и εος, ион. ιος ἡ
1) наглость, нахальство, дерзость, грубость, глумление: ὕβρει Soph., δι᾽ ὕβριν и διὰ τὴν ὕβριν Dem., Xen., ἐφ᾽ ὕβρει Eur., εἰς ὕβριν Arst. или πρὸς ὕβριν Plut. из дерзости или в насмешку;
2) бесчинство, насилие, оскорбление: ὕβριν ὑβρίζειν εἴς τινα Eur. наносить кому-л. обиду; ὕβρεις τινός и εἴς τινα Isocr., Arst. насилия над кем-л.; ὕ. τοῦ σώματος Isocr. физическое насилие; ὕ. τινὸς εἴς τινα Eur. оскорбление, нанесенное кем-л. кому-л.; νόμος ὕβρεως Dem. закон против насилий; ὕβρεως γραφή или δίκη Isocr., Aeschin., Dem. иск о причинении насилия;
3) (о животных) строптивость, горячность Pind., Her.;
4) ущерб, вред NT.
II ὁ Hes. = ὑβριστής.
Middle Liddell
I. wantonness, wanton violence or insolence, Od., Hdt., etc.; of actions, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; Soph.; ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί; Ar.:—adv. usages, ὕβρει in wantonness or insolence, Soph.; ἐφ' ὕβρει Eur.; δι' ὕβριν Dem.
2. of lewdness, opp. to σωφροσύνη. Theogn., Xen.
3. of over-fed horses, riotousness, restiveness, Hdt., Pind.
II. = ὕβρισμα, Hom.; sometimes like ὑβρίζω, foll. by a prep., Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις her outrage towards . . , Eur.; ἡ κατ' Ἀργείους ὕ. Soph.; ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕ. Hdt.; also c. gen. objecti, ὕ. τινός towards him, Hdt., etc.:—in pl. wanton acts, outrages, Hes., Eur., etc.
2. an outrage on the person, violation, Pind., attic
3. in attic law, ὕβρις comprehended all the more serious injuries done to the person, grievous assault, the slighter kind being αἰκία [ῑ]: hence ὕβρις was remedied by public indictment (γραφή), αἰκία by private action (δίκἠ.
III. a loss, damage, NTest.
B. as masc. = ὑβριστής, a violent, overbearing man, ὕβριν ἀνέρα Hes.