πάλλω: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f. inus., ao.</i> [[ἔπηλα]], <i>pf.</i> [[πέπηλα]], <i>pf. Pass.</i> [[πέπαλμαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> agiter vivement, brandir ; lancer, jeter : λίθον IL une pierre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> mouvoir légèrement, faire sauter doucement (un enfant) dans ses bras;<br /><b>3</b> κλήρους πάλλειν [[ἐν]] κυνέῃ IL remuer les sorts jetés dans un casque, jusqu’à ce que | |btext=<i>f. inus., ao.</i> [[ἔπηλα]], <i>pf.</i> [[πέπηλα]], <i>pf. Pass.</i> [[πέπαλμαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> agiter vivement, brandir ; lancer, jeter : λίθον IL une pierre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> mouvoir légèrement, faire sauter doucement (un enfant) dans ses bras;<br /><b>3</b> κλήρους πάλλειν [[ἐν]] κυνέῃ IL remuer les sorts jetés dans un casque, jusqu’à ce que l'un d'eux s'en échappe, désignant ainsi son possesseur ; <i>abs.</i> πάλλειν agiter les sorts, tirer au sort;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> s'agiter vivement, bondir;<br /><i><b>Moy.</b></i> πάλλομαι (<i>ao.</i> ἐπηλάμην, <i>pf.</i> [[πέπαλμαι]]);<br /><b>1</b> s'élancer, sauter, bondir ; <i>particul.</i> sauter <i>ou</i> bondir de joie, trembler de crainte;<br /><b>2</b> se heurter : [[ἐν]] ἄντυγι [[πάλτο]] IL il se heurta violemment contre le bord du bouclier.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ, agiter. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 10:20, 5 September 2022
English (LSJ)
impf. A ἔπαλλον E.Hec.1158; Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): aor. 1 ἔπηλα S.El.710; Ep. πῆλα Il.6.474: Ep. aor. 2 part. πεπᾰλών Hom. only in compd. ἀμπεπαλών:—Med., aor. 1 πήλασθαι Call.Jov.64: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—Pass., pf. πέπαλμαι A.Ch.410(lyr.): aor. 2 ἐπάλην (ἀν-) Str.8.6.21: Ep. aor. πάλτο Il.15.645 (in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown, τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142; [αἰχμήν], ἣν… πάλλεν δεξιτερῇ 22.320; δοῦρε δύω… πάλλων 3.19; χερμάδιον… ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν... ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT824; κεραυνόν Ar.Av.1714. 2 generally, sway, brandish, (σάκος) Hes.Sc.321; ἰτύν, πέλτας, E.Ion 210 (lyr.), Ba.783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec.1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id.Ion 1151. 3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ… βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El.710:—Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι 24.400, cf. Hdt.3.128:—Pass., κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant.396. II Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, especially in fear, ἐν δ' ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ 22.452; πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch.410; of the person, παλλομένη κραδίην Il. 22.461; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.; γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra.345; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd.94c (ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a. III intr., leap, bound, E.El.435, Ar.Lys.1304 (lyr.); quiver, quake, φρένα δείματι πάλλων S.OT153 (lyr.); dash along, of horses, E.El.477 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 452] (verwandt mit βάλλ), aor. ἔπηλα, ep. auch aor. II. πεπαλών (s. ἀναπάλλω), u. in syncopirter Form πάλτο, Il. 15, 645 (vgl. die compp. u. ἐπᾶλτο unter ἐφάλλομαι); – 1) schwingen; Hom. bes. von Waffen, δοῦρε Il. 3, 19, ἔγχος, αἰχμήν u. ä.; σάκος Hes. Sc. 321; λίθον, schleudern, Il. 5, 304; ἄκοντα, Pind. N. 3, 43; δόρυ, λόγχην, Eur. Rhes. 374 I. T. 824 u. oft; übh. leicht und schnell mit den Händen bewegen, so von Hektor, der seinen Sohn emporhebt, πῆλε χερσίν, Il. 6, 474; νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν, Eur. Ion 1151; κεραυνόν, Ar. Av. 1714; Plat. Crat. 407 a erkl. τὸ αὑτὸν ἤ τι ἄλλο μετεωρίζειν πάλλειν τε καὶ πάλλεσθαι καλοῦμεν. – Med. sich schwingen, sich lebhaft, schnell bewegen; ἐν ἄντυγι πάλτο, Il. 15, 645, er prallte heftig an den Rand an; στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα, das Herz schlägt oder springt vor Furcht, 22, 452; παλλομένη κραδίην, ib. 461; bes. vor Furcht, δείματι πάλλεσθαι, H. h. Cer. 294, wie or. Her. 7, 140; χλωρῷ δείματι θυμὸν πάλλοντο, sie wurden geschüttelt, bebten vor Furcht, Aesch. Suppl. 562, vgl. 766; πέπαλται δ' αὖτέ μοι φίλον κέαρ, Ch. 404, vgl. 517; γόνυ πάλλεται γερόντων, schlottert, Ar. Ran. 345; χαρὰν φλεγμονῆς δίκην παλλομένην, Plat. Ax. 368 c; Sp., μόλις ἐπαύετο παλλόμενος καὶ τρέμων ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων, Plut. Cic. 35. – Vom Zappeln der Fische, Her. 1, 141; mit ἀσπαίρω verbunden, 9, 120. – In besonderer Vrbdg κλήρους πάλλειν ἐν κυνέῃ, die Loose im Helme schütteln, bis daß eins herausfliegt, dessen Besitzer dann das Loos trifft, Il. 3, 316 Od. 10, 206; u. so allein πάλλειν, die Loose schwingen, loofen, Il. 3, 324. 7, 181. 23, 353; κλήροις ἔπηλαν αὐτούς, sie ordneten sie nach den geschwungenen Loosen, Soph. El. 710. – Med. od. pass., ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων, Il. 15, 191, als geloos't ward, wo man am einfachsten κλήρων ergänzt, als die Loose geschüttelt wurden; vgl. Her. 3, 128. – 2) intr. πάλλω, wie das med. schwingen, sich heftig bewegen, zittern, beben; ἵν' ὁ φίλαυλος πάλλε δελφίς, Eur. El. 435; von Pferden, 477; von Tanzenden, Ar. Lys. 1304; vgl. Soph. O. R. 153.
Greek (Liddell-Scott)
πάλλω: παρατ. ἔπαλλον Εὐριπ.· Ἐπικ. πάλλον ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: ἀόρ. α΄ ἔπηλα Σοφ., Ἐπικ. πῆλα Ὅμ.: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ μετοχ. πεπᾰλὼν ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀμπεπαλών. - Μέσ., ἀόρ. α’ πήλασθαι Καλλ. εἰς Δία 64· - Παθ., πρκμ. πέπαλμαι Αἰσχύλ.: ἀόρ. β΄ ἐπάλην (ἀν-) Στράβ. 379· Ἐπικ. ἀόρ. ἐν τῷ ὑπερσ. τύπῳ πάλτο Ἰλ. Ο. 645· διότι ἐν Ν. 643, Φ. 140, τὸ ἐπᾶλτο ἐκ τοῦ ῥήμ. ἐφάλλομαι ἐγένετο δεκτὸν ὡς ἡ ὀρθὴ γραφή· (ἴδε ἐν τέλ.). Κραδαίνω, σείω τὸ ἔγχος πρὶν ῥίψω αὐτὸ κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, τὸ μὲν (ἔγχος) οὐ δύνατ’ ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἷος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Π. 142· [αἰχμήν], ἣν πάλλεν ... δεξιτερῇ φρονέων κακὸν Χ. 320· δοῦρε δύω ... πάλλων γ. 19· ἐπὶ λίθου, ὃ οὐ δύο γ’ ἄνδρε φέροιεν ... ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἷος Ε. 304· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. λόγχην Εὐρ. Ι. Τ. 824· κεραυνὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1714. 2) καὶ ἐπὶ ἄλλων ὅπλων, σάκος Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρακλ. 321· ἴτυν Εὐρ. Ἴων. 210, πέλτας Βάκχ. 782· - ἀκολούθως καθόλου, «χορεύω παιδὶ εἰς τὰ χέρια», πῆλε χερσίν, ὁ Ἕκτωρ τὸν Ἀστυάνακτα, Ἰλ. Ζ. 474, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1158· Νὺξ ὄχημ’ ἔπαλλεν, ἤλαυνεν αὐτὸ μεθ’ ὁρμῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1151. 3) κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον, ἔσειον τοὺς κλήρους ἐντὸς περικεφαλαίας, ἕως ὅτου τιναχθῇ τις ἐξ αὐτῶν ἔξω, Ἰλ. Γ. 316, Ὀδ. Κ. 206· ἀπολ., ῥίπτω κλῆρον, Ἰλ. Γ. 324, Η. 181· ἀλλά, στάντες δ’ ὅθ’ αὐτοὺς οἱ ... βραβῆς κλήρους ἔπηλαν, ὅπου διὰ κλήρου ἐτοποθέτησαν αὐτοὺς, (κλήρους ἔπηλαν = ἐκλήρωσαν), Σοφ. Ἠλ. 710· πρβλ. διαπάλλω ΙΙ· - Μέσ., λαμβάνω τι διὰ κλήρου, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων, «κλήρῳ μεριζομένων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 191· οὕτω, παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ω. 200· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 128, Σοφοκλ. Ἀντ. 396 (ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνήθως κληροῦν, κληροῦσθαι)· πρβλ. παλάσσω ΙΙ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σελ. 124. ΙΙ. Παθητ. πάλλω ἐμαυτόν, ὁρμῶ, κτυπῶ κατά τινος, ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, ἐκτύπησε (στρεφόμενος) ἐπὶ τῆς περιφερείας τῆς ἀσπίδος, Ἰλ. Ο. 645· ἐπὶ τῆς καρδίας, πάλλω, κτυπῶ δυνατά, ἀναπηδῶ, ἀγωνιῶ, μάλιστα ἐκ φόβου μὴ συμβῇ μέγα τι κακόν, ἐν δ’ ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ Χ. 452· πέπαλταί μοι φίλον κέαρ Αἰσχύλ. Χο. 410· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπου, παλλομένη κραδίην Ἰλ. Χ. 461· δείματι πάλλεσθαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 294, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ.· γόνυ πάλλεται γερόντων, τρέμει, Ἀριστοφ. Βάτρ. 345· ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἰχθύος, ἀσπαίρω, «σπαρταρῶ», Ἡρόδ. 1. 141, πρβλ. 9. 140· πέραν πόντοιο πάλλοντ’ αἰετοί, καὶ πέραν τῆς θαλάσσης πέτονται κινοῦντες τὰς πτέρυγας οἱ ἀετοί, Πίνδ. Ν. 5. 39. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ παθ., πηδῶ, τινάσσομαι, Εὐριπ. Ἠλ. ἔνθα ἴδε Seidl., Ἀριστοφ. Λυσ. 1304, Πλάτ, Κρατ. 407Α· τρέμω, σείομαι, φρένα δείματι πάλλων Σοφ. Ο. Τ. 153, ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἐν δὲ δόρει φονίῳ τετραβάμονες ἵπποι ἔπαλλον Εὐρ. Ἠλ. 477. (Ἐκ τῆς √ΠΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. πάλη, pol-len, παλύνω, παλάσσω· ὡσαύτως παλμός, πρὸς τὰ Λατ. pal-pare, pal-pitare· - αἱ τελευταῖαι αὗται λέξεις δεικνύουσι τὴν στενὴν συγγένειαν τῆς ῥίζης ταύτης πρὸς τὴν √ΣΠΑΡ, ἀσπαίρω, ἴδε σπαίρω· ὥστε πιθανῶς ἔχει ἐκπέσει ἀρκτικὸν σ, ὡς δεικνύει ὁ διπλοῦς τύπος παιπάλη, πασπάλη).
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔπηλα, pf. πέπηλα, pf. Pass. πέπαλμαι;
I. tr. 1 agiter vivement, brandir ; lancer, jeter : λίθον IL une pierre;
2 en gén. mouvoir légèrement, faire sauter doucement (un enfant) dans ses bras;
3 κλήρους πάλλειν ἐν κυνέῃ IL remuer les sorts jetés dans un casque, jusqu’à ce que l'un d'eux s'en échappe, désignant ainsi son possesseur ; abs. πάλλειν agiter les sorts, tirer au sort;
II. intr. s'agiter vivement, bondir;
Moy. πάλλομαι (ao. ἐπηλάμην, pf. πέπαλμαι);
1 s'élancer, sauter, bondir ; particul. sauter ou bondir de joie, trembler de crainte;
2 se heurter : ἐν ἄντυγι πάλτο IL il se heurta violemment contre le bord du bouclier.
Étymologie: R. Παλ, agiter.
English (Autenrieth)
aor. 1 πῆλε, inf. πῆλαι, mid. aor. 2 πάλτο, pass. pres. πάλλεται, part. παλλόμενος: act. brandish, swing, shake lots (κλήρους), Il. 3.316, 324, and without κλήρους, Η 1, Il. 23.353; mid., brandish or hurl for oneself, cast lot for oneself (or, of several, among one another), Il. 15.191, Il. 24.400 ; ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, ‘struck,’ ‘stumbled' against the rim, Il. 15.645; fig., of the heart, ‘throb,’ ‘palpitate,’ Il. 22.452, 461.
English (Slater)
πάλλω
a shake χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.45)
b med. & pass., leap, swoop (cf. (O. 13.72); Leumann, Hom. Wörter, 60f.) καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί (N. 5.21) met., καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν: ἔπαλτο e Σ ἐπάλθη Schneidewin: ἐπᾶλτο ab ἐφάλλομαι ductum codd.) (N. 6.50)
c in tmesis. ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί (v. ἀναπάλλω) (O. 13.72)
Greek Monolingual
(ΑΜ πάλλω)
1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.)
2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι
3. μέσ. πάλλομαι
κινούμαι ρυθμικά και ομοιόμορφα (α. «πάλλεται το δόρυ» β. «πέπαλταί μοι φίλον κέαρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. (για την καρδιά) κινούμαι ρυθμικά, χτυπώ παλμικά
2. φρ. «παλλόμενος αστέρας» — το πάλσαρ
αρχ.
1. (σχετικά με παιδί) χορεύω στα χέρια
2. κινώ κάτι δυνατά, τραντάζω («Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν», Ευρ.)
3. ρίχνω κλήρο
4. (για ψάρι) σπαρταρώ
5. αναπηδώ, ανατινάσσομαι, ασπαίρω, χοροπηδώ
6. τρέμω, φρικιώ, σείομαι
7. μέσ. α) λαμβάνω κάτι με κλήρο ή ρίχνω κλήρο για κάτι
β) ταλαντεύομαι
γ) τρέμω («γόνυ πάλλεται γερόντων», Αριστοφ.)
δ) (για πτηνά) κινώ τις πτέρυγες, πετώ («καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί», Πίνδ.)
8. φρ. α) «πάλλω κλήρους» ή, απλώς, «πάλλω» — κουνώ τους κλήρους έως ότου εκτιναχθεί ένας από αυτούς
β) «πάλλω τινὰ κλήρῳ» — αποφασίζω με κλήρο κάτι για κάποιον
γ) «πάλλομαι καρδίαν» ή, απλώς, «πάλλομαι» — καρδιοχτυπώ, τρέμω, φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επίθημα -jω, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του πέλας (πρβλ. πελάζω, πελεμίζω, πόλεμος) και αντιστοιχεί με λατ. pel-lο «σπρώχνω, κινούμαι». Η αναγωγή του ρήματος σε ρίζα pel- «ρέω, κολυμπώ» (πρβλ. πολύς, πίμπλημι) δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
πάλλω: παρατ. ἔπαλλον, Επικ. πάλλον, αόρ. αʹ ἔπηλα· Επικ. μτχ. αορ. βʹ πεπᾰλών — Παθ., παρακ. πέπαλμαι· γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ πάλτο·
I. 1. ζυγιάζω ή κουνώ ένα βλήμα πριν το ρίξω, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. πάλλω άλλα όπλα, όχι βλήματα, σάκος, σε Ησίοδ. πέλτας, σε Ευρ.· έπειτα, «χορεύω» στα χέρια ένα παιδί, σε Ομήρ. Ιλ.· Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν, το οδηγούσε με ορμή, σε Ευρ.
3. κλήρους ἐν κυνέῃ πάλλον, ανακινούσαν τους κλήρους μέσα στην περικεφαλαία, έως ότου πεταχτεί ένας έξω, σε Όμηρ.· απόλ., ρίχνω κλήρο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅθ' αὐτοὺς οἱ βραβεῖς κλήρας ἔπηλαν, το μέρος όπου οι οργανωτές τοποθέτησαν αυτούς με κλήρωση, σε Σοφ. — Μέσ., παίρνω κάτι με κλήρο, ἔλαχον ἅλα παλλομένων, όταν ρίχναμε τους κλήρους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ηρόδ., Σοφ.
II. Παθ., ορμώ ή χτυπώ κάποιον, ἐνἄντυγι πάλτο, τον χτύπησε στην περιφέρεια της ασπίδας, σε Ομήρ. Ιλ.· πάλλω, υπερπηδώ, ιδίως από φόβο, πάλλεται ἦτορ, στο ίδ.· επίσης λέγεται για άνθρωπο, παλλομένη κραδίην, στο ίδ.· λέγεται για ψάρι που πεθαίνει, πάλλομαι, σπαρταρώ, σε Ηρόδ.
III. αμτβ. λέγεται όπως το Παθ., πηδώ, τινάσσομαι, σε Ευρ.· τρέμω, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πάλλω: πάλη, πάλος и παλτόν (impf. ἔπαλλον - эп. πάλλον, aor. 1 ἔπηλα - эп. πῆλα, эп. aor. 2 πέπαλον, pf. πέπηλα; med.: 3 л. sing. aor. ἔπαλτο и πάλτο, pf. πέπαλμαι; aor. pass. ἐπάλην)
1) размахивать, потрясать, раскачивать (αἰχμήν, δοῦρε, λίθον Hom.; σάκος Hes.; ἄκοντα Pind.; λόγχην Eur.): φίλον υἱὸν πῆλε χερσίν Hom. (прощаясь, Гектор) качал на руках милого сына; Νὺξ ὄχημ᾽ ἔπαλλεν Eur. Ночь подняла (на небосвод свою) колесницу; ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο Hom. (Перифет) тряхнулся (т. е. сильно ударился) о край щита; στήθεσι πάλλεται ἦτορ Hom. (учащенно) бьется сердце в груди; πέπαλταί μοι φίλον κέαρ Aesch. сердце мое затрепетало; πάλλεσθαι δείματι HH дрожать от страха; ὁ παλλόμενος ἰχθύς Hom. бьющаяся (в неводе) рыба; γόνυ πάλλεται Arph. колени трясутся; κλήρους ἐν κυνέῃ π. Hom. встряхивать жребий в шлеме; κλῆρος ἐπάλλετο Soph. был брошен жребий;
2) прыгать, скакать (κοῦφα π. Arph.): δελφὶς ἔπαλλε Eur. дельфин резвился;
3) трястись, дрожать: δείματι πάλλων Soph. дрожа от страха.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάλλω, poët. imperf. πάλλον, med.-pass. παλλόμην; aor. ἔπηλα, ep. act. 3 sing. πῆλε, ep. med. 3 sing. πάλτο, inf. act. πῆλαι; let op: voor ep. aor. ἐπᾶλτο (ἀνεπᾶλτο, κατεπᾶλτο), zie ἐφάλλομαι (ἀνεφάλλομαι, κατεφάλλομαι); perf. med.-pass. πέπαλμαι; schudden, zwaaien, snel heen en weer bewegen act. met acc. zwaaien (met), schudden (met) ( alg. van projectielen):; δοῦρε πάλλων met twee speren zwaaiend Il. 3.19; πέλτας … πάλλουσι zij zwaaien met hun schilden Eur. Ba. 783; π. κεραυνόν de bliksem slingeren Aristoph. Av. 1714; ὄχημα π. haar wagen voortjagen Eur. Ion 1151; spec. van loten schudden:; κλήρους ἐν κυνέῃ π. loten in een helm schudden Il. 3.316; poët., met acc. v. pers.:; αὐτούς... κλήροις ἔπηλαν zij hadden hen door het lot (een plaats) toegewezen Soph. El. 710; uitbr. wiegen:. ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν nadat hij zijn zoon gekust had en in zijn armen gewiegd Il. 6.474. intrans., meestal med. snel bewegen, schudden (van een kloppend hart):; πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα het hart klopt in mijn keel Il. 22.452; δείματι θυμὸν πάλλοντ ( ο ) zij hadden hartkloppingen van angst Aeschl. Suppl. 567; ook act.:; ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα δείματι πάλλων ik lig hier voor u met hartkloppingen van schrik in mijn angstige hart Soph. OT 153; van de knie bij het dansen:; γόνυ πάλλεται γερόντων de oude mannen swingen Aristoph. Ran. 345; bij het vallen:; ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο hij struikelde over de rand van zijn schild Il. 15.645; van vissen:; ἰδόντα... παλλομένους toen hij ze zag spartelen Hdt. 1.141.2; act. springen:. ἵπποι ἔπαλλον de paarden maakten sprongen Eur. El. 477; κοῦφα πᾶλον dans lichtvoetig Aristoph. Lys. 1303.
Middle Liddell
I. to poise or sway a missile before it is thrown, Eur., Ar.
2. to sway other arms, not missiles, σάκος Hes.; πέλτας Eur.:—then, to toss a child, Il.; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drave it furiously, Eur.
3. κλήρους ἐν κυνέηι πάλλον they shook the lots together in a helmet, till one leapt forth, Hom.: absol. to cast lots, Il.; ὅθ' αὐτοὺς οἱ βραβεῖς κλήροις ἔπηλαν where the stewards ranged them by casting lots, Soph.:—Mid. to draw lots, ἔλαχον ἅλα παλλομένων I obtained the sea when we cast lots, Il.; so in Hdt., Soph.
II. Pass. to swing or dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο he dashed himself upon the shield-rim, Il.: to quiver, leap, especially in fear, πάλλεται ἦτορ Il.; also of the person, παλλομένη κραδίην Il.; of dying fish, to quiver, leap, Hdt.
III. intr., like the Pass., to leap, bound, Eur.: to quiver, Soph., Eur.