3,244,152
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἐξαπατῶ, ἀποθ.: [[ψεύδομαι]] = λέω ψέματα). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἡ ρίζα νά εἶναι ψυδ- ἤ ψυθ- (ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: [[ψυδρός]] = ψεύτικος, [[ψύθος]] = ψέμα) καί ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦταν [[ἴσως]] [[ψιθυρίζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψευδαλέος]], [[ψευδής]], [[ἀψευδής]], [[ψεῦδος]], [[ψεῦμα]] καί [[ψεῦσμα]], [[ψευστήρ]], [[ψεύστης]] (=ψεύτης), [[ψεύστειρα]], [[ἀδιάψευστος]] καί τά σύνθετα: [[ψευδομάρτυς]], [[ψευδομαρτυρία]], ψευδομαρυρῶ, [[ψευδολόγος]], [[ψευδώνυμος]] –ον, [[ψευδορρημοσύνη]] (=ψέμα). | |mantxt=(=ἐξαπατῶ, ἀποθ.: [[ψεύδομαι]] = λέω ψέματα). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἡ ρίζα νά εἶναι ψυδ- ἤ ψυθ- (ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: [[ψυδρός]] = ψεύτικος, [[ψύθος]] = ψέμα) καί ἡ πρώτη [[σημασία]] ἦταν [[ἴσως]] [[ψιθυρίζω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ψευδαλέος]], [[ψευδής]], [[ἀψευδής]], [[ψεῦδος]], [[ψεῦμα]] καί [[ψεῦσμα]], [[ψευστήρ]], [[ψεύστης]] (=[[ψεύτης]]), [[ψεύστειρα]], [[ἀδιάψευστος]] καί τά σύνθετα: [[ψευδομάρτυς]], [[ψευδομαρτυρία]], ψευδομαρυρῶ, [[ψευδολόγος]], [[ψευδώνυμος]] –ον, [[ψευδορρημοσύνη]] (=[[ψέμα]]). | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |