σύγχυσις: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
|||
(36 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchysis | |Transliteration C=sygchysis | ||
|Beta Code=su/gxusis | |Beta Code=su/gxusis | ||
|Definition=εως, ἡ, (συγχέω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[συγχέω]])<br><span class="bld">A</span> [[mixture]], [[confusion]], [[confounding]], <b class="b3">ἡ τῶν ἄλλων</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὅλων]]) <b class="b3"> σ.</b> Hp.''Epid.''6.3.1; of Babel, [[LXX]] ''Ge.'' 11.9; σύγχυσιν ποιήσασθαι Plb.30.22.7; <b class="b3">σύγχυσιν λαβεῖν</b> to [[be commingled]], Plu.2.990a; <b class="b3">σύγχυσις ὅρων</b> ib.122c; ς. [[litterula|litterularum]], Cic.''Att.''6.9.1; [[political confusion]], <b class="b3">σύγχυσις τῆς πολιτείας</b> ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.<br><span class="bld">b</span> [[formation of a compound]], Chrysipp.Stoic.2.153, al.<br><span class="bld">2</span> [[confusion]], [[ruin]], βίου, δόμων, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]'' 291 (lyr.), 959; σύγχυσις τοῦ κατὰ φύσιν ἡ [[νόσος]] Thphr.''CP''5.8.1; <b class="b3">σύγχυσις θανάτου μεγάλη</b> '[[indiscriminate]] [[mortality]]' [[LXX]] ''1 Ki.''5.6; σ. λήψεται Epicur. ''Fr.''300.<br><span class="bld">3</span> Gramm., of [[composition]], [[confusion]], [[indistinctness]], A.D.''Pron.''12.15, ''Synt.''24.18; opp. [[εὐκρίνεια]], Hermog.''Id.''1.4.<br><span class="bld">4</span> an [[injury]] to the [[eye]], [[synchysis]], Dsc.4.12, ''Eup.''1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[confusion]], Luc.''Nigr.''35; <b class="b3">σύγχυσιν ἔχοντες</b> [[confounded]], E.''IA''1128; σύγχυσις ὀμματίων ''AP''5.129 (Maec.).<br><span class="bld">III</span> of contracts and the like, [[violation]], τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; σύγχυσις νόμων Isoc.4.114 (pl.); σύγχυσις ὁρκίων Plu.''Alc.''14; <b class="b3">τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν</b> Pl.''R.''379e.<br><span class="bld">2</span> [[confusion]], ''SIG''684.7 (Dyme, ii B.C.), ''Act.Ap.''19.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων [[σύγχυσις]] hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben [[ἴλιγγος]], Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ [[ταραχή]], Pol. 14, 5, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] εως, ἡ, [[Vermischung]], [[Verwirrung]], [[Vernichtung]], [[Vereitlung]]; ὁρκίων [[σύγχυσις]] hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; ''Verwirrung'', neben [[ἴλιγγος]], Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ [[ταραχή]], Pol. 14, 5, 8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[confusion]], [[mélange]];<br /><b>2</b> [[bouleversement]], [[ruine]] ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> [[trouble de l'esprit]], [[confusion]], [[stupeur]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook [[ξύγχυσις]] [συγχέω] het door elkaar gooien, [[vermenging]], [[verwarring]]. [[het overhoop gooien]], [[verwoesting]], [[vernietiging]]. overdr. [[verwarring]], [[onrust]]:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, [[schending]], [[verbreking]]:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σύγχῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[слияние]], [[смешение]] (''[[sc.]]'' τῶν χυμῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[стирание]], [[сглаживание]] ([[ὅρων]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δόμων Eur.; ''[[sc.]]'' κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;<br /><b class="num">4</b> [[смущение]], [[смятение]] (ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;<br /><b class="num">5</b> [[нарушение]] (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[συγχέω]]; commixture, i.e. ([[figuratively]]) [[riotous]] [[disturbance]]: [[confusion]]. | |strgr=from [[συγχέω]]; [[commixture]], i.e. ([[figuratively]]) [[riotous]] [[disturbance]]: [[confusion]]. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συγχύσεως, ἡ ([[συγχέω]]) (from [[Euripides]], [[Thucydides]], [[Plato]] | |txtha=συγχύσεως, ἡ ([[συγχέω]]) (from [[Euripides]], [[Thucydides]], [[Plato]] down), [[confusion]], [[disturbance]]: of [[riotous]] persons, 1 Samuel 5:11). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[σύγχυσις]], -ύσεως. ΝΜΑ, και [[σύχυση]] Ν [[συγχέω]]<br /><b>1.</b> [[ανακάτεμα]], [[μπέρδεμα]] (α. «[[σύγχυση]] γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ' ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», <b>Ευστ.</b><br />γ. [για τον πύργο της Βαβέλ] «διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ [[ὄνομα]] αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε [[κύριος]] τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς», ΠΔ<br />δ. «σύγχυσιν ὅρων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατάραξη]] της ψυχικής ηρεμίας και της πνευματικής γαλήνης, ψυχική [[ταραχή]]<br /><b>3.</b> [[ταραχή]], [[θόρυβος]] («καὶ ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] ὅλη τῆς συγχύσεως», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λόγο) [[έλλειψη]] σαφήνειας, [[ασάφεια]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ευκρίνεια]] («[[σύγχυση]] εννοιών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[συσκοτισμός]] της διάνοιας ή της συνείδησης που αίρει ή ελαφρύνει τον καταλογισμό ευθυνών («διέπραξε το [[έγκλημα]] [[καθώς]] βρισκόταν σε πλήρη [[σύγχυση]]»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[σύμπτωση]] στο ίδιο [[πρόσωπο]] τών ιδιοτήτων του δανειστή και του οφειλέτη<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> η [[ένωση]] κινητών πραγμάτων [[κατά]] τρόπο οριστικό και παράγωγο νέου πράγματος του οποίου τα ενωθέντα αποτελούν συστατικά, αλλ. [[σύμμιξη]]<br /><b>4.</b> [[ανάμιξη]] υγρών ή αεριωδών σωμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμμιξη]], [[δηλαδή]] την [[μίξη]] στερεών σωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «διανοητική [[σύγχυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνδρομο]] οξείας, [[συνήθως]] παροδικής, μορφής που χαρακτηρίζεται από [[διαταραχή]] τών ψυχικών λειτουργιών στο σύνολό τους και [[ιδίως]] του προσανατολισμού ως [[προς]] τον χώρο και τον χρόνο και της μνήμης σε ό,τι αφορά πρόσφατα γεγονότα, από έναν βαθμό αγχώδους αμηχανίας και από καταστάσεις ονειρισμού με οπτικές ψευδαισθήσεις<br />β) «[[σύγχυση]] ειρήνης»<br /><b>(νομ.)</b> [[διατάραξη]] της κοινής ησυχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δημιουργία]] μίγματος, [[σύμμιξη]], [[ιδίως]] υγρών («ἡ τῶν ἄλλων [[σύγχυσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματισμός]] ένωσης<br /><b>3.</b> [[ανατροπή]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος (α. «καὶ ἐγένετο [[σύγχυσις]] θανάτου... ἐν τῇ πόλει», ΠΔ<br />β. «ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίου σύγχυσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πολιτική]] [[ταραχή]] και [[ακαταστασία]], [[στάση]] (α. «[[σύγχυσις]] πολιτείας», Κικ.<br />β. «τοιαύτης... συγχύσεως ἐπεχούσης τὰ πλήθη», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[συνθήκη]] ή [[συμφωνία]]) [[αναιρώ]], [[παραβιάζω]] ή [[ματαιώνω]] (α. «τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νόμων συγχύσεις καὶ πολιτειῶν μεταβολάς», Ισοκρ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 39: | Line 42: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sÚgcusij 尋格-虛西士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-流(著)<br />'''字義溯源''':雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自([[συγχέω]] / [[συγχύνω]])=雜亂地摻合),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=共同)與([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 混亂(1) 徒19:29 | |sngr='''原文音譯''':sÚgcusij 尋格-虛西士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-流(著)<br />'''字義溯源''':雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自([[συγχέω]] / [[συγχύνω]])=雜亂地摻合),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=共同)與([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 混亂(1) 徒19:29 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[confusion]], [[infringement]], [[transgression]], [[breach of peace]], [[confusion of face]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ταραχή]], [[καταστροφή]]). Ἀπό τό [[συγχέω]] (=[[ἀνακατώνω]], [[καταστρέφω]], [[ταράζω]]) → σύν + [[χέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[confusio]]'', [[confusion]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.146.1/ 1.146.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.26.6/ 5.26.6]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[confusion]]=== | |||
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: [[verwarring]], [[war]]; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: [[confusion]], [[désordre]]; German: [[Verwirrung]], [[Durcheinander]], [[Konfusion]], [[Verwechslung]]; Greek: [[σύγχυση]], [[μπέρδεμα]]; Ancient Greek: [[ἀδιαληψία]], [[ἀκαταστασία]], [[ἀκοσμία]], [[ἀκρισία]], [[ἀλαλία]], [[ἀλλοδοξία]], [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀνακύκλησις]], [[ἀναστροφή]], [[ἀναφυρμός]], [[ἀνάχυσις]], [[ἀντεμπλοκή]], [[ἄνω ποταμῶν]], [[ἀσάφεια]], [[ἀσυστασία]], [[ἀταξία]], [[ἀταξίη]], [[Βαβέλ]], [[διασκορπισμός]], [[διαστροφή]], [[διατροπή]], [[δίνη]], [[δυσωπία]], [[ἐκβρασμός]], [[ἔκπληξις]], [[ἐξαπόρησις]], [[ἐπάλλαξις]], [[ἐπιπλοκή]], [[ἐπιτάραξις]], [[θόρυβος]], [[καταφθορά]], [[κλόνος]], [[κυκηθμός]], [[ξύγχυσις]], [[ὄμιλλος]], [[ὅμιλος]], [[πολυμιγία]], [[ῥόθος]], [[σύγχυσις]], [[σύμφυρσις]], [[τάραγμα]], [[ταραγμός]], [[τάραξις]], [[ταραχή]], [[τύρβα]], [[τύρβασμα]], [[τύρβη]], [[φυρμός]]; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: [[confusione]], [[disordine]]; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: [[tumultus]]; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: [[confusão]]; Romanian: confuzie; Russian: [[путаница]], [[неразбериха]], [[беспорядок]]; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: [[confusión]]; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:30, 16 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (συγχέω)
A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) σ. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9; σύγχυσιν ποιήσασθαι Plb.30.22.7; σύγχυσιν λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σύγχυσις ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σύγχυσις τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.
b formation of a compound, Chrysipp.Stoic.2.153, al.
2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959; σύγχυσις τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1; σύγχυσις θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6; σ. λήψεται Epicur. Fr.300.
3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4.
4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.
II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σύγχυσιν ἔχοντες confounded, E.IA1128; σύγχυσις ὀμματίων AP5.129 (Maec.).
III of contracts and the like, violation, τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; σύγχυσις νόμων Isoc.4.114 (pl.); σύγχυσις ὁρκίων Plu.Alc.14; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν Pl.R.379e.
2 confusion, SIG684.7 (Dyme, ii B.C.), Act.Ap.19.29.
German (Pape)
[Seite 972] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων σύγχυσις hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben ἴλιγγος, Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ ταραχή, Pol. 14, 5, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 confusion, mélange;
2 bouleversement, ruine ; violation de lois, de traités, de serments;
3 trouble de l'esprit, confusion, stupeur.
Étymologie: συγχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook ξύγχυσις [συγχέω] het door elkaar gooien, vermenging, verwarring. het overhoop gooien, verwoesting, vernietiging. overdr. verwarring, onrust:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, schending, verbreking:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e.
Russian (Dvoretsky)
σύγχῠσις: εως ἡ
1 слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.);
2 стирание, сглаживание (ὅρων Plut.);
3 разрушение, уничтожение (δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;
4 смущение, смятение (ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;
5 нарушение (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.).
English (Strong)
from συγχέω; commixture, i.e. (figuratively) riotous disturbance: confusion.
English (Thayer)
συγχύσεως, ἡ (συγχέω) (from Euripides, Thucydides, Plato down), confusion, disturbance: of riotous persons, 1 Samuel 5:11).
Greek Monotonic
σύγχῡσις: -εως, ἡ (συγχέω),
I. ανάμειξη, ανακάτεμα, σύγχυση, ανακατωσούρα, μπέρδεμα, σε Ευρ.· σύγχυσιν ἔχειν, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.
II. λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, παραβίαση, αθέτηση, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγχῠσις: -εως, ἡ, (συγχέω) τὸ συγχέειν, σύμμιξις, ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων αὐτόθι 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ ἀκαταστασία, τῆς σ. πολιτείας αὐτόθι 7. 8, 4. 2) σύγχυσις, ὄλεθρος, καταστροφή, βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, σύγχυσις, ἀσάφεια. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ταραχή, σύγχυσις, Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, παράβασις, τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, ὄλεθρος, καταστροφή, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543.
Greek Monolingual
η / σύγχυσις, -ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν συγχέω
1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ' ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ.
γ. [για τον πύργο της Βαβέλ] «διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς», ΠΔ
δ. «σύγχυσιν ὅρων», Πλούτ.)
2. διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας και της πνευματικής γαλήνης, ψυχική ταραχή
3. ταραχή, θόρυβος («καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις ὅλη τῆς συγχύσεως», επιγρ.)
4. (σχετικά με λόγο) έλλειψη σαφήνειας, ασάφεια, σε αντιδιαστολή με την ευκρίνεια («σύγχυση εννοιών»)
νεοελλ.
1. (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας ή της συνείδησης που αίρει ή ελαφρύνει τον καταλογισμό ευθυνών («διέπραξε το έγκλημα καθώς βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση»)
2. (νομ.) η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο τών ιδιοτήτων του δανειστή και του οφειλέτη
3. (νομ.) η ένωση κινητών πραγμάτων κατά τρόπο οριστικό και παράγωγο νέου πράγματος του οποίου τα ενωθέντα αποτελούν συστατικά, αλλ. σύμμιξη
4. ανάμιξη υγρών ή αεριωδών σωμάτων, σε αντιδιαστολή προς τη σύμμιξη, δηλαδή την μίξη στερεών σωμάτων
5. φρ. α) «διανοητική σύγχυση»
ιατρ. σύνδρομο οξείας, συνήθως παροδικής, μορφής που χαρακτηρίζεται από διαταραχή τών ψυχικών λειτουργιών στο σύνολό τους και ιδίως του προσανατολισμού ως προς τον χώρο και τον χρόνο και της μνήμης σε ό,τι αφορά πρόσφατα γεγονότα, από έναν βαθμό αγχώδους αμηχανίας και από καταστάσεις ονειρισμού με οπτικές ψευδαισθήσεις
β) «σύγχυση ειρήνης»
(νομ.) διατάραξη της κοινής ησυχίας
αρχ.
1. δημιουργία μίγματος, σύμμιξη, ιδίως υγρών («ἡ τῶν ἄλλων σύγχυσις», Ιπποκρ.)
2. σχηματισμός ένωσης
3. ανατροπή
4. καταστροφή, όλεθρος (α. «καὶ ἐγένετο σύγχυσις θανάτου... ἐν τῇ πόλει», ΠΔ
β. «ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίου σύγχυσιν», Διόδ.)
5. πολιτική ταραχή και ακαταστασία, στάση (α. «σύγχυσις πολιτείας», Κικ.
β. «τοιαύτης... συγχύσεως ἐπεχούσης τὰ πλήθη», Διόδ.)
6. (σχετικά με συνθήκη ή συμφωνία) αναιρώ, παραβιάζω ή ματαιώνω (α. «τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν», Πλάτ.
β. «νόμων συγχύσεις καὶ πολιτειῶν μεταβολάς», Ισοκρ.).
Middle Liddell
σύγχῠσις, εως, συγχέω
I. a commixture, confusion, Eur.; ς. ἔχειν to be confounded, Eur.
II. of contracts and treaties, a violation, Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:sÚgcusij 尋格-虛西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-流(著)
字義溯源:雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自(συγχέω / συγχύνω)=雜亂地摻合),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 混亂(1) 徒19:29
English (Woodhouse)
confusion, infringement, transgression, breach of peace, confusion of face
Mantoulidis Etymological
(=ταραχή, καταστροφή). Ἀπό τό συγχέω (=ἀνακατώνω, καταστρέφω, ταράζω) → σύν + χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
confusio, confusion, 1.146.1, 5.26.6.
Translations
confusion
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ