παρατείνω: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εκτείνω]], [[επεκτείνω]] [[πέρα]] από το ορισμένο όριο, [[αυξάνω]], [[επιμηκύνω]] τη χρονική [[διάρκεια]] μιας πράξεως ή ενέργειας («[[παρατείνω]] την [[προθεσμία]]»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]], [[διαρκώ]], [[κρατώ]] πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς παρατείνοιτο», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>παρατείνομαι</i><br />απλώνομαι [[κοντά]] και [[κατά]] [[μήκος]] ή [[μπροστά]] σε [[κάτι]] («χεῑρες παρατεταμέναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. αμτβ.) (για [[τείχος]], ποταμό, [[γραμμή]] <b>κ.λπ.</b>) εκτείνομαι [[κατά]] [[μήκος]], [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε [[κάτι]] («παρὰ χεῑλος ἑκάτερον τοῦ ποταμοῡ αἱμασιή πλίνθων ὀπτέων παρατείνει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εξαπλώνομαι σε όλες τις κατευθύνσεις, [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] [[ολόκληρο]] («ψυχὴ μικρῷ σώματι παρατείνουσα», Δημήτρ. Λάκ.)<br /><b>4.</b> [[αναπτύσσω]] [[κάτι]] σε [[έκταση]] («Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν [[φάλαγγα]] παρὰ τὰς κώμας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) απλώνομαι και τεντώνομαι [[κάτω]], όπως τα δέρματα από τους βυρσοδέψες<br />β) <b>συνεκδ.</b> ταπεινώνομαι, εξευτελίζομαι («ὑπό γὰρ ἡμῶν παρετάθη καὶ Περικλέους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[παρατείνω]] τη ζωή μου, [[εξακολουθώ]] να ζω («Ἀντιφῶν παρατέτακεν ἕως καταλύσεως δημοκρατίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[προφέρω]] μια [[λέξη]] ως μακρά, [[μηκύνω]] μια [[λέξη]] [[κατά]] την [[προφορά]] («παρατείνων ἕκαστον τῶν ονομάτων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> (για την ηχώ) [[επιμηκύνω]] τον ήχο της φωνής («[[ὥσπερ]] τὰ ἄντρα συνεπηχῶν καὶ παρατείνων τὰ τελευταία τῆς φωνῆς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> [[επιβραδύνω]], [[αναβάλλω]]<br /><b>10.</b> [[καταπονώ]], [[κουράζω]], [[βασανίζω]], [[κατατρύχω]] («παρετέθη μακρὰν ὁδόν πορευθείς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[τοποθετώ]], [[εφαρμόζω]] ένα [[σχήμα]] [[πάνω]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («παρὰ τὴν | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[εκτείνω]], [[επεκτείνω]] [[πέρα]] από το ορισμένο όριο, [[αυξάνω]], [[επιμηκύνω]] τη χρονική [[διάρκεια]] μιας πράξεως ή ενέργειας («[[παρατείνω]] την [[προθεσμία]]»)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]], [[διαρκώ]], [[κρατώ]] πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς παρατείνοιτο», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>παρατείνομαι</i><br />απλώνομαι [[κοντά]] και [[κατά]] [[μήκος]] ή [[μπροστά]] σε [[κάτι]] («χεῑρες παρατεταμέναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. αμτβ.) (για [[τείχος]], ποταμό, [[γραμμή]] <b>κ.λπ.</b>) εκτείνομαι [[κατά]] [[μήκος]], [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε [[κάτι]] («παρὰ χεῑλος ἑκάτερον τοῦ ποταμοῡ αἱμασιή πλίνθων ὀπτέων παρατείνει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εξαπλώνομαι σε όλες τις κατευθύνσεις, [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] [[ολόκληρο]] («ψυχὴ μικρῷ σώματι παρατείνουσα», Δημήτρ. Λάκ.)<br /><b>4.</b> [[αναπτύσσω]] [[κάτι]] σε [[έκταση]] («Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν [[φάλαγγα]] παρὰ τὰς κώμας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) απλώνομαι και τεντώνομαι [[κάτω]], όπως τα δέρματα από τους βυρσοδέψες<br />β) <b>συνεκδ.</b> ταπεινώνομαι, εξευτελίζομαι («ὑπό γὰρ ἡμῶν παρετάθη καὶ Περικλέους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[παρατείνω]] τη ζωή μου, [[εξακολουθώ]] να ζω («Ἀντιφῶν παρατέτακεν ἕως καταλύσεως δημοκρατίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[προφέρω]] μια [[λέξη]] ως μακρά, [[μηκύνω]] μια [[λέξη]] [[κατά]] την [[προφορά]] («παρατείνων ἕκαστον τῶν ονομάτων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>8.</b> (για την ηχώ) [[επιμηκύνω]] τον ήχο της φωνής («[[ὥσπερ]] τὰ ἄντρα συνεπηχῶν καὶ παρατείνων τὰ τελευταία τῆς φωνῆς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>9.</b> [[επιβραδύνω]], [[αναβάλλω]]<br /><b>10.</b> [[καταπονώ]], [[κουράζω]], [[βασανίζω]], [[κατατρύχω]] («παρετέθη μακρὰν ὁδόν πορευθείς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[τοποθετώ]], [[εφαρμόζω]] ένα [[σχήμα]] [[πάνω]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]] («παρὰ τὴν δοθεῖσαν αυτοῦ γραμμήν παρατείναντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> (ως βοηθ. ρ. με κατηγ. μτχ.) εξακοκουθώ να... («ποῑ παρατενεῑς δεδιὼς ταῡτα;» — ώς [[πότε]] θα εξακολουθείς να τά φοβάσαι αυτά; Φιλόστρ.)<br /><b>13.</b> [[φουσκώνω]], [[σκάζω]] («παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων» — [[σχεδόν]] έσκασε τρώγοντας λιπαρά φαγητά, Αριοτοφ.)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «παρατείνομαι ἐς τοὔσχατον» — [[εντείνω]] ώς το έσχατο όριο τις δυνάμεις μου, [[αγωνίζομαι]] μέχρις εσχάτων (<b>Θουκ.</b>)<br />β. «κοιλίαν [[παρατείνω]]» — [[κάνω]] κάποιον ευκοίλιο <b>Αθήν.</b><br /><b>15.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παρατείνει<br />παρέλκει, πλατύνει» και «παρατενεῑς<br />ἀπολεῑς». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
fut. A -τενῶ Hsch.: pf. -τέτᾰκα Plu.2.832f :—stretch out along, beside, or near, χεῖρες παρατεταμέναι Hp.Fract. 13 ; βραχίων παρὰ τὰς πλευρὰς παρατεταμένος Id.Art. 1 ; extend, deploy, τὴν φάλαγγα X. An.7.3.48 ; π. ἔλυτρον Hdt.1.185 ; παρετέτατο ἡ τάφρος X.An. 1.7.15 : —Pass., extend along (v. infr. 11.1) ; to be stretched at length, laid low, Ar.Nu. 213. 2. stretch on the rack, torture, Plu.2.135d : metaph., X. Cyr.1.3.11 :—Pass., to be tortured, λιμῷ Pl.Smp. 207b ; to be worn out, c. part., παρετάθη μακρὰν σδὸν πορευθείς X.Mem.3.13.6 ; παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων I am nigh dead with eating dainties, Ar.Fr.506.1 ; γελῶντες… ὀλίγου παρετάθησαν Pl.Euthd.303b ; παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ… θαμὰ λέγοντος Id.Ly.204c ; but πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι ἐς τοὔσχατον will strain themselves to the uttermost, hold out to the last, Th.3.46. 3. prolong, protract, τοὺς λόγους Arist.Po. 1455b2 ; μῦθον ib.1451b38 ; ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Luc.Icar.29, cf. DMort.4.2 ; τὴν ἀκρόασιν Id.Im. 13 :—Pass., Id.Am.4, etc.; ἐνεστῶτος τοῦ παρατεινομένου A.D.Synt. 253.3. b. delay, τὴν ἀπόδοσιν POxy. 237 viii 10 (ii A. D.). 4. apply a figure to a straight line, Pl.Men.87a : abs., Id.R.527a. 5. κοιλίαν π. relax the bowels, Philistio ap. Ath.3.115e. 6. lengthen in pronunciation, ὄνομα Luc.Luct.13 ; prolong a sound, of echo, Id.Dom.3. II. intr., stretch or lie beside or along, of a wall, a line of country, etc., Hdt.1.180 : c. acc. loci, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει ib. 203, cf. Th.4.8 :—Pass., παρατέταται ὄρος Hdt.2.8, cf. 4.38 ; ἡ δέ γ' Εὔβοια. . ἡδὶ παρατέταται (with a pun on signf. 1.1 in next line), Ar.Nu.212 ; also παρατείνειν παρὰ τὰ μέρη Plb.6.31.5 : c. dat., π. τῷ κόλπῳ Str.8.2.2 : so metaph., ψυχὴ μικρῷ σώματι -τείνουσα Demetr. Lac.Herc.1055.10. 2. extend, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου κάτω π. Arist.HA529a22 ; extend over, πάντας χρόνους καὶ τόπους Aristid.1.11 J. 3. of Time, extend, ἐνιαυτοῦ μῆκος π. J.AJ 15.7.4 ; παρατείνοντος τοῦ πότου Parth.8.5 ; πόλεμος π. εἰς ἔτη μ App. Syr.48 ; continue one's life, live, ἕως... μέχρι... Plu.2.832f, 839e ; ἐπὶ τρεῖς γενεάς Luc. Macr.3. 4. as aux. Verb, c. part., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα ; how long will you go on fearing this ? Philostr. VA7.22, cf. 5.26.
German (Pape)
[Seite 502] (s. τείνω), 1) daneben, dabei ausspannen, ausstrecken; ξόανον ἔχον τὰς χεῖρας παρατεταμένας D. Sic. 1, 98, u. a. Sp.; ὀπίσω τὸ ἱμάτιον, ausbreiten, Plut. Camill. 33; – μῦθον, ausdehnen, Arist. poet. 9. – Geometrisch eine Figur an einer Linie entlang, über der Linie beschreiben, τετραγωνίζειν τε καὶ παρατείνειν, Plat. Rep. VII, 527 a, vgl. Men. 87 a. – Mit Beziehung auf die Zeit, hinhalten, in die Länge ziehen, aufhalten u. dadurch ermüden, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plut. u. A.; u. ähnlich, τίνα πόλιν οἴεσθε πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι εἰς τοὔσχατον, Thuc. 3, 46, sich bis aufs Aeußerste halten. – 2) intrans., sich daneben, davor erstrecken, ausdehnen, quer davor liegen, von einen Landstrich, der sich neben dem andern hinzieht, c. accus., τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει, Her. 1, 203, wie Thuc. 4, 8, παρατείνουσα τὸν λιμένα, sich vor dem Hafen hinerstreckend; u. Sp., δίοδος παρατείνουσα παρὰ πάντα τὰ μέρη, Pol. 6, 31, 5. So auch das pass., τῇ ὄρος παρατέταται, Her. 2, 8; ἡ δέ γ' Εὔβοια, ἣ παρατέταται μακρὰ πόῤῥω πάνυ, Ar. Nubb. 212, wo ein Wortspiel gemacht wird, οἶδ', ὑπὸ γὰρ ἡμῶν παρετάθη, Schol. ἐξετρυχώθη, κατεπονήθη; auch von Todten, lang ausgestreckt daliegen, s. Valck. Phoen. 1591; τῷ λιμῷ παρατεινόμενα, von Hunger hingestreckt, Plat. Conv. 207 b, vgl. παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ἀκούων θαμὰ λέγοντος, Lys. 204 c; παρετάθη μακρὰν ὁδὸν πορευθείς, Xen. Mem. 3, 13, 6; Sp.; vgl. unser abspannen; die VLL. erkl. dah. παρατενεῖς durch ἀπολεῖς; auch act. hieß es »die Glieder auf der Folter ausrecken«, u. dah. foltern, martern, übertr., παρατεινόμενος πόθῳ, Plut. Sol. 7. – Von der Zeit, sich hinziehen, in die Länge ziehen, Τειρεσίαν μέχρις ἓξ γενεῶν παρατεῖναι λέγει, Luc. Macrob. 3; ὁ πόλεμος παρατείνας εἰς ἔτη τεσσαράκοντα, App. Syr. 48, u. a. Sp., bei denen es förmlich zu einem Hülfsverbum wird, ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα; wie lange wirst du dies fürchten? Philostr. p. 302. – Bei Ath. III, 115 e, κοιλίαν παρατείνειν, Ggstz von ἱστάνειν, Leibesöffnung befördern.
Greek (Liddell-Scott)
παρατείνω: ἐκτείνω κατὰ μῆκος, παρατεταμέναι χεῖρες Ἱππ. π. Ἀγμῶν 761, 12· παρά τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780· ἀναπτύσσω τὴν φάλαγγα, Λατιν. ordines explicare, Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας Ξεν. Ἀν. 7. 3, 48· παρετέτατο δὲ ἡ τάφρος ἄνω διὰ τοῦ πεδίου ἐπὶ δώδεκα παρασάγγας, ἐξετείνετο δέ, κλ., αὐτόθι 1. 7, 15, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 185. - Παθ., ἐκτείνομαι κατὰ μῆκος (ἴδε κατωτ. ΙΙ. Ι)· ἁπλώνομαι καὶ τανύομαι κάτω ὡς τὰ δέρματα ὑπὸ τῶν βυρσοδεψῶν, ταπεινοῦμαι, ὑπὸ γὰρ αὐτῶν παρετάθη καὶ Περικλέους, περὶ τῆς Εὐβοίας, ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον, διότι ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ὑπάρχει: παρατέταμαι μακρὰ πόρρω πάνυ, Ἀριστοφ. Νεφ. 213, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· πρβλ. ἐκτάδην. 2) καταπονῶ, κατακουράζω, Πλούτ. 2. 135D· μεταφορ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11. - Παθ., βασανίζομαι, λιμῷ Πλάτ. Συμπ. 207Β· κατακουράζομαι, μετὰ μετοχ., παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθεὶς Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 13, 6· παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων, σχεδὸν ἔσκασα τρώγων παχέα φαγητά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· γελῶντε ... ὀλίγου παρετάθησαν (διάφ. γραφ. παρείθησαν) Πλάτ. Εὐθύδ. 303Β παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ... θαμὰ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204C· - ἀλλά, πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον, ἐκτείνω τὰς δυνάμεις μου μέχρις ἐσχάτων, ἀγωνίζομαι μέχρις ἐσχάτων, Θουκ. 3. 46. 3) ἐπιμηκύνω, ἐκτείνω, τοὺς λόγους Ἀριστ. Ποιητ. 17, 5, πρβλ. 9, 11· ἐπὶ πλεῖον τὴν διάσκεψιν Λουκ. Ἰκαρομ. 29, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 4. 2· τὴν ἀκρόασιν ὁ αὐτ. ἐν Εἰκόσι 13· - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 4, κτλ. 4) ὡς τὸ παραβάλλω VIII, ἐφαρμόζω σχῆμά τι εἰς εὐθεῖαν γραμμήν, Πλάτ. Μένων 87Α, πρβλ. Πολ. 527Α. 5) κοιλίαν π., ποιῶ εὐκοίλιον, Φιλιστίων παρ’ Ἀθην. 115Ε. 6) μηκύνω λέξιν τινὰ ἐν τῇ προφορᾷ, προφέρω αὐτὴν μακρῶς, Λατιν. producere, γοερόν τι φθεγγόμενος καὶ παρατείνων ἕκαστον τῶν ὀνομάτων Λουκ. π. Πένθους 13· ἐπιμηκύνω τὸν ἦχον τῆς φωνῆς, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, ἠρέμα καὶ αὐτὸς ὥσπερ τὰ ἄντρα συνεπηχῶν .. καὶ παρατείνων τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς ὁ αὐτ. π. Οἴκου 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνομαι ἢ κεῖμαι πλησίον ἢ κατὰ μῆκος ἐπὶ τείχους, ἐπὶ τῆς γραμμῆς χώρας, κτλ., Ἡρόδ. 1. 180· μετ’ αἰτ. τόπου, τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην φέροντα ὁ Καύκασος παρατείνει αὐτόθι 203, πρβλ. Θουκ. 4. 8. - Παθ., παρατέταται τὸ ὄρος Ἡρόδ. 2. 8, πρβλ. 4. 38· ἡ δέ γε Εὔβοια ... ἡδὶ παρατέταται (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας, Ι. 1 ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ) Ἀριστοφ. Νεφέλ. 212· - ὡσαύτως, παρατείνειν παρά τι Πολύβ. 6. 31, 5· καὶ μετὰ δοτ., π. τῷ κόλπῳ Στράβ. 335. 2) ἐκτείνομαι, ἀπὸ τοῦ ἐντέρου κάτω π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4 4, 20· ἐκτείνομαι εἰς, πάντας χρόνους καὶ τόπους Ἀριστείδ. 1, σ. 11. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐξακολουθῶ, πόλεμος π. εἰς ἔτη μ’ Ἀππ. Συρ. 48· - ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ, ἕως ..., μέχρις ..., Πλούτ. 2. 832F, πρβλ. Λουκ. Μακροβ. 3. 4) ὡς βοηθητ. ῥῆμ., μετὰ μετοχ., ποῖ παρατενεῖς δεδιὼς ταῦτα; ἕως πότε θὰ ἐξακολουθῇς νὰ φοβῆσαι ταῦτα; Λατιν. quousque tendes ἢ perges haec timere? Φιλόστρ. 302, πρβλ. 208. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παρατείνει· παρέλκει. πλατύνει», καὶ «παρατενεῖς· ἀπολεῖς».
French (Bailly abrégé)
f. παρατενῶ, ao. παρέτεινα, pf. παρατέτακα;
A. tr. I. étendre à côté, développer, acc. ; tirer en longueur : παρατείνειν ὀνόματα LUC prononcer lentement les mots ; παρατείνειν τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς LUC prolonger les derniers sons de la voix;
II. tendre le long de, particul. étendre sur le chevalet ; torturer ; p. suite, au Pass. périr, mourir : πόθῳ PLUT de désir;
III. traîner en longueur, d’où
1 amuser, retenir, faire attendre τινά, qqn;
2 prolonger : βίον ἕως, gén. PLUT prolonger sa vie jusqu’à, etc.
3 ajourner, différer, acc.;
B. intr. s’étendre en parl. d’un lieu avec l’acc. du lieu jusqu’où s’étend une région;
Moy. παρατείνομαι s’étendre le long de en parl. de lieux, de pays, etc. τινι.
Étymologie: παρά, τείνω.
English (Strong)
from παρά and teino (to stretch); to extend along, i.e. prolong (in point of time): continue.
English (Thayer)
1st aorist παρετεινα; from Herodotus down; to extend beside, to stretch out lengthwise, to extend; to prolong: τόν λόγον, his discourse, λόγους, Aristotle, poet. 17; 5, p. 1455b, 2; μυθον, 9,4, p. 1451b, 38).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία»)
νεοελλ.-αρχ.
1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς παρατείνοιτο», Συνέσ.)
αρχ.
1. (το μέσ.) παρατείνομαι
απλώνομαι κοντά και κατά μήκος ή μπροστά σε κάτι («χεῑρες παρατεταμέναι», Ιπποκρ.)
2. (το ενεργ. αμτβ.) (για τείχος, ποταμό, γραμμή κ.λπ.) εκτείνομαι κατά μήκος, κοντά ή μπροστά σε κάτι («παρὰ χεῑλος ἑκάτερον τοῦ ποταμοῡ αἱμασιή πλίνθων ὀπτέων παρατείνει», Ηρόδ.)
3. (αμτβ.) εξαπλώνομαι σε όλες τις κατευθύνσεις, καταλαμβάνω κάτι ολόκληρο («ψυχὴ μικρῷ σώματι παρατείνουσα», Δημήτρ. Λάκ.)
4. αναπτύσσω κάτι σε έκταση («Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας», Ξεν.)
5. παθ. α) απλώνομαι και τεντώνομαι κάτω, όπως τα δέρματα από τους βυρσοδέψες
β) συνεκδ. ταπεινώνομαι, εξευτελίζομαι («ὑπό γὰρ ἡμῶν παρετάθη καὶ Περικλέους», Αριστοφ.)
6. μτφ. παρατείνω τη ζωή μου, εξακολουθώ να ζω («Ἀντιφῶν παρατέτακεν ἕως καταλύσεως δημοκρατίας», Πλούτ.)
7. προφέρω μια λέξη ως μακρά, μηκύνω μια λέξη κατά την προφορά («παρατείνων ἕκαστον τῶν ονομάτων», Λουκιαν.)
8. (για την ηχώ) επιμηκύνω τον ήχο της φωνής («ὥσπερ τὰ ἄντρα συνεπηχῶν καὶ παρατείνων τὰ τελευταία τῆς φωνῆς», Λουκιαν.)
9. επιβραδύνω, αναβάλλω
10. καταπονώ, κουράζω, βασανίζω, κατατρύχω («παρετέθη μακρὰν ὁδόν πορευθείς», Ξεν.)
11. (γεωμ.) τοποθετώ, εφαρμόζω ένα σχήμα πάνω σε ευθεία γραμμή («παρὰ τὴν δοθεῖσαν αυτοῦ γραμμήν παρατείναντα», Πλάτ.)
12. (ως βοηθ. ρ. με κατηγ. μτχ.) εξακοκουθώ να... («ποῑ παρατενεῑς δεδιὼς ταῡτα;» — ώς πότε θα εξακολουθείς να τά φοβάσαι αυτά; Φιλόστρ.)
13. φουσκώνω, σκάζω («παρατέταμαι λιπαρὰ κάπτων» — σχεδόν έσκασε τρώγοντας λιπαρά φαγητά, Αριοτοφ.)
14. φρ. α) «παρατείνομαι ἐς τοὔσχατον» — εντείνω ώς το έσχατο όριο τις δυνάμεις μου, αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων (Θουκ.)
β. «κοιλίαν παρατείνω» — κάνω κάποιον ευκοίλιο Αθήν.
15. (κατά τον Ησύχ.) «παρατείνει
παρέλκει, πλατύνει» και «παρατενεῑς
ἀπολεῑς».
Greek Monotonic
παρατείνω: μέλ. -τενῶ, αόρ. αʹ -έτεινα, παρακ. -τέτᾰκα·
I. 1. εκτείνω κατά μήκος ή δίπλα, επεκτείνω τη γραμμή της μάχης, Λατ. ordines explicare, σε Ξεν.· παρατείνω τάφρον, εκτείνω κατά μήκος την τάφρο (χαντάκι), στον ίδ. — Παθ., είμαι τεντωμένος κατά μήκος (βλ. κατωτ. II. 1)· είμαι τεντωμένος στο μήκος, σε Αριστοφ.
2. καταπονώ, βασανίζω, σε Ξεν. — Παθ., είμαι κουρασμένος, φθαρμένος, εξαντλημένος, σε Πλάτ.
3. Παθ., παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον, αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων, κρατώ μέχρι το τέλος, σε Θουκ.
4. προεκτείνω, παρατείνω, σε Αριστ., Λουκ.
5. βάζω κάποιο σχήμα σε ευθεία γραμμή, σε Πλάτ.
6. λέγεται για προφορά, επιμηκύνω στην προφορά, Λατ. producere, σε Λουκ.
II. 1. αμτβ., τεντώνω κατά μήκος, λέγεται για τείχος ή για τη συνοριογραμμή χώρας, σε Ηρόδ.· ομοίως επίσης λέγεται στην Παθ.· παρατέταται τὸ ὄρος, στον ίδ. κ.λπ.
2. λέγεται για χρόνο, συνεχίζω, εξακολουθώ την ζωή μου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρατείνω: (fut. παρατενῶ, aor. παρέτεινα, pf. παρατέτᾰκα)
1) растягивать, распростирать (ἱμάτιον Plut.; χεῖρας Diod.); med.-pass. тянуться, простираться τῇ τῆς Ἀραβίης οὖρος παρατέταται Her.; παρετέτατο ἡ τάφρος (μέχρι τοῦ Μηδίας τείχους Xen.);
2) распространять, расширять, продолжать (τοὺς λόγους Arst.; τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου NT): ἐπὶ πλεῖον π. τὴν διάσκεψιν Luc. продолжать рассмотрение;
3) мат. (о геом. фигуре) развертывать, строить на данной прямой линии Plat.;
4) (об эхо) растягивать, удлинять (τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς Luc.);
5) протяжно произносить, растягивать (ὀνόματα Luc.);
6) затягивать, откладывать, задерживать (τὸ ὄφλημα παρατείνεται ὑπό τινος Luc.);
7) валить с ног, терзать, мучить (παρατείνεσθαι λιμῷ Plat.): παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθείς Xen. я совершенно измучен долгим переходом; γελῶντε ὀλίγου παρετάθησαν Plat. оба они чуть не умерли со смеху; πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον Thuc. выдерживать осаду до конца;
8) тянуться, простираться (πρὸς τὴν ἑσπέρην Her.): π. τὸν λιμένα Thuc. тянуться вдоль порта, т. е. быть расположенным у входа в порт (см. тж. 1).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τείνω en παρατανύω met acc. ruimtelijk ernaast uitstrekken, uitrekken, uitbreiden:; π. τὴν φάλαγγα de slaglinie laten uitwaaieren Xen. An. 7.3.48; ὀλίγον τι παρατείνουσα ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ (een waterbekken) dat zij op heel korte afstand langs de rivier liet aanleggen Hdt. 1.185.4; τοὺς λόγους... παρατείνειν de verhalen verder uitwerken Aristot. Poët. 1455b2; pass..; αἱ δὲ χείρες παρατεταμέναι φυλάσσονται de armen worden uitgestrekt langs het lichaam gehouden Hp. Fract. 13; aanreiken:; μύρον ἐν φιάλῃ παρατείνει hij reikt olie in een schaal aan Xenoph. B 1.3; meetk. construeren:. παρὰ τὴν δοθεῖσαν γραμμήν π. op basis van de gegeven lijn (een driehoek) construeren Plat. Men. 87a. van tijd rekken, de duur verlengen:; παρέτεινεν... τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου hij zette zijn rede voort tot middernacht NT Act. Ap. 20.7; π. ἕκαστον τῶν ὀνομάτων elk woord langzaam uitspreken Luc. 40.13; π. τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς de laatste klanken van de stem voort laten klinken Luc. 10.3; καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν als een echo die het horen verlengt Luc. 43.13; εἰ καὶ ἡμῖν παρατείνοιτο ὑπὸ σοῦ τὸ ὄφλημα ook al wordt door jou de betaling van de schuld aan ons getraineerd Luc. 77.14.2; abs..; Νέστορα... ἐπὶ τρεῖς παρατεῖναι γενεάς Ὅμηρος λέγει ( sc. τὸν βίον ) Homerus zegt dat het leven van Nestor zich over drie generaties uitstrekte [Luc.] 12.3; pass.. διηγήσεις ἐξ ἑωθινοῦ παραταθεῖσαι omdat de verhalen vanaf de vroege ochtend gerekt zijn [Luc.] 49.4. overdr. folteren (eig. door uitrekking), uitputten; alg. pijnigen: pass..; λιμῷ door honger gekweld worden Plat. Smp. 207b; met ptc..; γελῶντες... ὀλίγου παρετάθησαν zij bestierven het bijna van het lachen Plat. Euthyd. 303b; παρετάθη μακρὰν ὁδόν πορευθείς hij was afgepeigerd door zijn lange reis Xen. Mem. 3.13.6; overdr.. πολιορκίᾳ παρατενεῖσθαι ἐς τοὔσχατον zich door het beleg tot het uiterste te zullen laten uitputten Thuc. 3.46.2; οὗτος ἐμὲ παρατείνει ἀπὸ σοῦ κωλύων hij pest mij door mij van jou verwijderd te houden Xen. Cyr. 1.3.11. intrans. zich (ernaast) uitstrekken:; ὁ Καύκασος παρατείνει de Kaukasus strekt zich uit Hdt. 1.203.1; ook med.-pass.. ἡ δέ γ ’ Εὔβοια... ἡδὶ παρατέταται μακρά en hier ligt Euboia, uitgestrekt over grote afstand (langs het vasteland) Aristoph. Nub. 213.
Middle Liddell
fut. -τενῶ aor1 -έτεινα perf. -τέτᾰκα
I. to stretch out along or beside, to extend the line of battle, Lat. ordines explicare, Xen.; π. τάφρον to draw a long trench, Xen.:—Pass. to be stretched along (v. infr. II. 1): to be stretched at length, laid low, Ar.
2. to stretch on the rack, torture, Xen.: —Pass. to be half-dead, worn out, Plat.
3. Pass., παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον to strain themselves to the uttermost, hold out to the last, Thuc.
4. to prolong, protract, Arist., Luc.
5. to apply a figure to a right line, Plat.
6. of pronunciation, to lengthen in pronunciation, Lat. producere, Luc.
II. intr. to stretch along, of a wall, a tract of country, Hdt.:— so also in Pass., παρατέταται τὸ ὄρος Hdt., etc.
2. of Time, to continue one's life, Luc.
Chinese
原文音譯:parate⋯nw 爬拉-帖挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-伸展
字義溯源:伸延,伸出,伸展,延長,直(到),延續;由(παρά)*=旁,出於)與(τέ)Y*=伸展)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 直(1) 徒20:7