γραμμή

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμή Medium diacritics: γραμμή Low diacritics: γραμμή Capitals: ΓΡΑΜΜΗ
Transliteration A: grammḗ Transliteration B: grammē Transliteration C: grammi Beta Code: grammh/

English (LSJ)

ἡ, (γράφω) A stroke or line of a pen, line, as in mathematical figures, γραμμῆς λόγος ὁ τῶν δύο Pythagorei ap.Arist. Metaph. 1036b12, cf. Pl.Men.82c, R.509d, etc.; περὶ ἀλόγων γραμμῶν = on incommensurable lines, περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν = on incommensurable lines and solids title of work by Democritus, περὶ ἀτόμων γραμμῶν = οn indivisible lines, de lineis insecabilibus, title of work ascribed to Arist.: hence γραμμαί, αἱ, astronomy, AP9.344 (Leon.); also in forming letters, line traced by teacher, Pl.Prt.326d; outline, opp. σκιά, Metop. ap. Stob.3.1.116, cf. Plb.2.14.8; ἡ ἐκτὸς γ. Hero Aut.27.2. II = βαλβίς, line across the course, starting-point or winning-point, Pi.P.9.118, cf. Ar.Ach.483; εὐθὺς ἀπὸ γ. Lib.Or.59.13: metaph. of life, πέλας γραμμῆς ἱκέσθαι E.El.956; ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γ. κακῶν Id.Fr.169; ἡ ἐσχάτη τοῦ βίου γ. D.S.17.118: hence, boundary-line, edge, dub. l. in Hp.Art.80; cutting edge of a knife, Gal.2.673. III line or square on a chequer-board: hence prov., τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον = to move a piece from this line, i. e. try one's last chance, make a last ditch effort Theoc. 6.18 (usu. called ἡ ἱερά (sc. γραμμή), cf. ἱερός) αἱ γραμμαί = the board itself, Poll.9.99. 2 διὰ γραμμῆς παίζειν = to play at tug-of-war (διελκυστίνδα), Pl.Com.153.1, Pl.Tht.181a. IV ἡ μακρά (sc. γραμμή), v. τιμάω 111.1. V Medic., linea alba, Gal.2.514. 2 = ζέα, Hippiatr.1.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. γραμμά Pi.P.9.118, Theoc.6.18, Archim.Spir.8, Metopus p.121
• Morfología: [jón. plu. dat. γραμμαῖσι Call.Fr.110.1, AP 9.344 (Leon.Alex.), γραμμῇσι D.P.236]
A trazo, línea
I geom. figura de una sola dimensión
1 gener. línea τὰς μὲν γραμμὰς ἀσφαλεστέρας, τὰς δὲ πράξεις λαμπροτέρας ἔχειν δεῖ Ps.Democr.B 302, καλλίστη τῶν γραμμῶν ἡ εὐθεῖα Arist.APo.75b18, ἐπεί φασι κινηθεῖσαν γραμμὴν ἐπίπεδον ποιεῖν Arist.de An.409a4, cf. GC 323b25, Plu.2.719d, Plot.1.1.4, ὥσπερ καὶ τὰν σκιὰν καὶ τὰν γραμμὰν ἐπὶ τᾶς γραφᾶς Metopus l.c., καμπύλαι γραμμαί Archim.Sph.Cyl.1 Def.1, ἐὰν δὲ ἐπί τινος γραμμῆς φερόμενόν τι σημεῖον ὁμαλῶς δύο γραμμὰς διεξέλθῃ Autol.Sphaer.1.1, γ. δὲ μῆκος ἀπλατές Euc.1 Def.2, γραμμῆς δὲ πέρατα σημεῖα Euc.1 Def.3, cf. Archim.Sph.Cyl.1 Post. 1, διανοίας ... τὰς γραμμὰς ἠσκημένης Plu.2.579c
línea irregular εἰ μὲν οὖν ἐπιφάνεια ἐπίπεδός ἐστιν, ἡ δὲ περιέχουσα αὐτὴν γ. ἄτακτος ὑπάρχει Hero Metr.1.39.
2 recta γραμμῆς τὸν λόγον τὸν τῶν δύο εἶναι φάσιν dicen que la fórmula de la recta es la del dos Pythag.B 25, cf. Theol.Ar.62 (= Philol.A 13), ἔστιν οὖν τετράγωνον χωρίον ἴσας ἔχον τὰς γραμμὰς ταύτας πάσας; Pl.Men.82c, cf. Tht.148a, op. ἐπίπεδον Arist.Metaph.1001b7 (= Zeno Eleat.A 21), περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν D.L.9.47 (= Democr.A 33), ἣ παρὰ τὴν πλευρὰν τέμνουσα τὸ ἐπίπεδον ὁμοίως διαιρεῖ τὴν γραμμὴν καὶ τὸ χωρίον Arist.Top.158b32, cf. 34, tb. εὐθεῖα γ. Aristox.Harm.42.15, Euc.1 Def.4, 9, infinita εἶναι γάρ τινας ἀτόμους γραμμάς Simp.in Ph.138.15 (= Zeno Eleat.A 22), ἄπειρον λέγομεν γραμμήν Plot.6.6.17
cuerda κύκλου δοθέντος καὶ ἐν τῷ κύκλῳ γραμμᾶς ἐλάσσονος τᾶς διαμέτρου Archim.Spir.8, διὰ τῆς τῶν γραμμῶν καταγραφῆς Papp.174.23
perpendicular πρὸς ὀρθὰς γωνίας εὐθεῖαν γραμμὴν ἀγαγεῖν Euc.1.11
radio δεῖ οὖν μένειν αὐτὸ ... ὥσπερ κύκλον πρὸς κέντρον ἀφ' οὖ πᾶσαι γραμμαί Plot.1.7.1, 3.8.8, 4.2.1.
3 circunferencia κύκλος ἐστὶ σχῆμα ἐπίπεδον ὑπὸ μιᾶς γραμμῆς περιεχόμενον Euc.1 Def.15, ἡ γ. ἡ γινομένη ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς σφαίρας Papp.524.31
sección cónica ἀπ' αὐτῶν (δύο σημείων) ἀχθῶσιν ἐν τῇ τομῇ παρὰ τὰς ἐφαπτομένας τέμνουσαι ἀλλήλας τε καὶ τὴν γραμμήν Apollon.Perg.Con.3.17, ἐν ἑκάστῳ τῶν τριῶν τούτων κώνων διαφόρως τεμνομένων αἱ γ' γίνονται γραμμαί Papp.672.25
espiral τῆς ἕλικος ... ἔχει δὲ γένεσιν ἡ γ. τοιαύτην Papp.234.4.
II en la escritura trazo, palote αἱ γραμμαί de las letras escritas por el maestro para que sobre ellas escribiesen los niños, Pl.Prt.326d, en un mensaje cifrado γραμμαῖς παραμήκεσιν Aen.Tact.31.3
γ. μακρά línea larga que los heliastas trazaban cuando imponían la pena máxima, Hsch.
III 1raya de salida o meta en la carrera ποτὶ γραμμᾷ ... μὲν αὐτὰν στᾶσε como premio para el ganador, Pi.l.c., χωρεῖ 'πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς <εἰς> ἐμβολήν Ar.Fr.630, cf. Ach.483, Poll.3.147, Hsch.
fig. de la vida πρὶν ἂν πέρας γραμμῆς ἵκηται E.El.956, ἐπ' ἄκραν ἥκομεν γραμμὴν κακῶν E.Fr.169, ἐπὶ τῆς ἐσχάτης τοῦ βίου γραμμῆς D.S.17.118, εὐθὺς ἀπὸ γραμμῆς desde el principio Lib.Or.18.40, 59.18.
2 raya trazada en el suelo entre dos equipos que tiran de una cuerda εἴξασιν γὰρ τοῖς παιδαρίοις, οἳ γραμμὴν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς διαγράψαντες Pl.Com.168, διὰ γραμμῆς παίζοντες jugando al marro Pl.Tht.181a
sobre un tablero de juego, Poll.9.97
esp. línea central de las cinco que componían la parte de cada jugador en un juego parecido a las damas τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον mover la ficha de esta línea, e.d. intentar la última oportunidad Theoc.l.c., tb. llamada ἱερὰ γ. Poll.9.98, cf. Eust.633.59
plu. αἱ γραμμαί el tablero Poll.9.99
tablas como n. de un juego τὸ δὲ αὐτὸ καὶ γραμμὰς ἐκάλει Hsch.s.u. διαγραμμισμός.
3 plu. rayas o líneas en la orquestra para la alineación del coro, Hsch.
IV plu. astr. líneas imaginarias que unen los astros πάντα τὸν ἐν γραμμαῖσιν ἰδὼν ὅρον ᾗ τε φέρονται ... cuando miraba la región celeste toda, entre las líneas dibujadas, por donde se deslizan ... Call.l.c., ἦν ὁπότε γραμμαῖσιν ἐμὴν φρένα μοῦνον ἔτερπον AP l.c., (Αἰγύπτιοι) πρῶτοι δὲ γραμμῇσι πόλον διεμετρήσαντο D.P.l.c., cf. Par.ad loc., οἴεσθαι τὰς ἑλικοειδεῖς γραμμὰς ὡς προηγουμένας τάς τε ἱππικῇ παραπλησίας Theo Sm.200, οἱ ἑπτὰ πλάνητες ἐπὶ τριῶν γραμμῶν Ach.Tat.Intr.Arat.23, διὰ μὲν οὖν τῶν αἰθερίων ἰοῦσα κύκλων ... καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς γραμμῶν Aristid.Quint.87.15
tb. sg. línea de la constelación de Casiopea ἡ μὲν πρώτη γ. ἐστι τὸ σῶμα, ἡ δὲ πλαγία τὰ γόνατα Sch.Arat.190.
B ref. a la forma de las cosas
I anat.
1 punto de coincidencia o alineamiento de una articulación ὑπερβεβηκέναι τὴν γραμμήν Hp.Art.80
línea que forma la unión de las ancas de un caballo μηρούς γε μὴν τοὺς ὑπὸ τῇ οὐρᾷ ἢν ἅμα πλατείᾳ τῇ γραμμῇ διωρισμένους ἔχῃ X.Eq.1.14.
2 línea alba Gal.2.514.
3 iris ὀμμάτων ... κόρη ... καὶ ὁ περιθέων αὐτὴν κύκλος γ. κυκλοτερής Poll.2.70.
4 paladar del caballo ἡ ζέα (ἤτοι γ.) Hippiatr.1.21.
II contorno εἶδος τῆς ταῦτα τὰ πεδία περιγραφούσης γραμμῆς τριγωνοειδές Plb.2.14.8
borde περιέτεμον ... τὴν ἐκτὸς γραμμήν Hero Aut.27.2
en un cuadro op. σκιά dibujo περὶ γραμμῆς τι καὶ σκιᾶς ... λαλεῖν Plu.2.58d
filo de un escalpelo ὥστε ἀμφικύρτους ἔχειν ἀμφοτέρας τὰς τεμνούσας γραμμάς Gal.2.673.
III dud., lat. groma instrumento de agrimensor, escuadra o cordel ἀγροὺς ... μετρηθῆνε ἐκέλευσε σὺν τῇ εἱερᾷ γραμῇ (sic) Latomus 30.1971.353 (Pesinunte III d.C.), aunque quizá por γράμμαdecreto’, cf. γράμμα II 3.

German (Pape)

[Seite 504] ἡ, 1) Linie, Strich, Plat. Prot. 326 d; bes. im mathemat. Sinne, z. B. Meno, Euclid.; Umriß einer Zeichnung, Pol. 2, 14, 8; Luc. Imag. 3; πάσαις ταῖς γραμμαῖς ἀπηκριβωμένη εἰκών 16; vgl. Plut. aud. poet. 2. – 2) der Strich, der den Anfang u. das Ende der Rennbahn bezeichnete, Schol. Pind. P. 9, 122, der das Sprichwort μὴ κίνει γραμμήν darauf zurückführt; also die Schranken, Ar. Ach. 483; das Ziel, das Ende, Pind. P. 9, 122; πρὶν ἂν πέλας γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψῃ βίου Eur. El. 955; ἀπὸ γραμμῆς, = ἀπ' ἀρχῆς, B. A. 426. – 3) αἱ γραμμαί, das mit Linien bezeichnete Spielbrett, πεσσός Poll. 9, 98; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theocr. 6, 18 bezieht sich auf das unter ἱερός aufgeführte Sprichwort; s. auch διαγραμμίζω; – διὰ γραμμῆς παίζειν Plat. Theaet. 181 a, = διελκυστίνδα, Poll. 9, 112. – 4) γραμμὴ μακρά, der lange Strich, den die Richter auf den Stimmtäfelchen als Zeichen der Verurtheilung zogen, Poll. 8, 16; vgl. Schol. Ar. Vesp. 106.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
trait, ligne ; au jeu de dames ou de trictrac, αἱ γραμμαί, les lignes marquant les étapes progressives des pions ; abs.γραμμή ouἱερά (γραμμή) la ligne ou ligne sacrée, càd la ligne médiale entre les deux camps ; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς (dor.) κινεῖν λίθον THCR pousser son pion hors de la ligne (médiale), càd risquer sa dernière chance.
Étymologie: γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμμή -ῆς, ἡ γράφω Dor. γραμμά
1. streep, lijn:; γραμματισταί... ἀναγκάζουσι γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν onderwijzers dwingen (de leerlingen) te schrijven tussen de uitgetekende lijnen Plat. Prot. 326d; wisk. lijn:; γραμμὴ δίχα τετμημένη een lijn die in tweeën is gedeeld Plat. Resp. 509d; zijde:. τετράγωνον χωρίον ἴσας ἔχον τὰς γραμμὰς ταύτας πάντας een vierhoek die al die zijden gelijk heeft Plat. Men. 82c; ὅπως ἄν τῆς γραμμῆς ἔχῃ (laat je tekening zien) hoe schetsmatig die ook is Luc. 43.3.
2. startlijn, finishlijn; overdr.: πέρας γραμμῆς ἱκέσθαι de finishlijn (van het leven) bereiken Eur. El. 956; διὰ γραμμῆς παίζοντες (bij touwtrekken) over de lijn proberen te trekken Plat. Tht. 181a.
3. laatste linie op dambord (meestal = ἡ ἱερὰ γραμμή); spreekw.: τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖ λίθον hij doet zijn uiterste zet Theocr. 6.18.

Russian (Dvoretsky)

γραμμή: дор. γραμμά
1 черта, линия (ὑφήγησις τῶν γραμμῶν Plat.; ἡ γ. στιγμὴ κινηθεῖσά, sc. ἐστιν Arst.; τῇ γραμμῇ τὸ τεῖχος ἀφορίζειν Plut.): ἡ μακρὰ (sc. γ.) Arph. длинная черта (которая проводилась на вотивной табличке судьей, голосовавшим за вынесение обвинительного приговора);
2 очертания, контур (ἡ περιγράφουσα γ. Polyb.; sc. τῆς εἰκόνος Luc.);
3 крайняя черта, мета (в начале или в конце ристалища), старт или финиш Pind., Arph.;
4 перен. предел, цель (γ. καὶ τέλος βίου Eur.);
5 средняя линия (в игре в перетяжки - поздн. διελκυστίνδα - которая велась двумя рядами детей, обращенными друг к другу лицом и разделенными чертой; игра состояла в том, что каждый из участников старался перетянуть на свою сторону того из противников, который приближался к черте): διὰ γραμμῆς παίζειν Plat. играть в перетяжки;
6 (в игре на разграфленной доске, тж. ἱερὰ γ.) «священная» (магистральная) линия (фигуры которой приберегались к концу партии): τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον погов. Theocr. вводить в игру последние резервы, т. е. рисковать последним.

Middle Liddell

γράφω
I. the stroke of a pen, a line, Plat.
II. = βαλβίς, the line across the course, to mark the starting or winning post, Ar.: metaph. of life, Horace's ultima linea rerum, Eur.
III. the middle line on a board (like our draught-board), also called ἡ ἱερά, proverb., τὸν ἀπὸ γραμμῆς or ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον to move one's man from this line, i. e. try one's last chance, Theocr.
IV.μακρά (sc. γραμμή), the long line, i. e. the line of condemnation drawn by the dicast, Ar.

Greek Monolingual

η (AM γραμμή)
Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι
νεοελλ.
1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά
2. κατεύθυνση, πορείαγραμμή της κυβερνήσεως»)
3. έσχατο όριο (πραγματικό ή ιδεατό) μεταξύ δύο εκτάσεων («γραμμή του ορίζοντα»)
4. αξία, ποιότηταεπιστήμονας πρώτης γραμμής»)
5. «σιδηροδρομική γραμμή» — διπλή σειρά ράβδων στις οποίες κινούνται τα οχήματα
6. «ατμοπλοϊκή γραμμή» — δρομολόγιο ατμόπλοιου
7. «τηλεγραφική ή τηλεφωνική γραμμή» — σύρμα μεταβιβάσεως ηλεκτρικού ρεύματος που ενώνει δύο τηλεγραφικούς ή τηλεφωνικούς σταθμούς
8. πληθ. οι γραμμές
χαρακτηριστικά μερών ενός όλου
9. επίρρ. γραμμή
κατά σειρά ή κατευθείαν ή συνεχώς
II. φρ. «σε γενικές γραμμές» — περιληπτικά
αρχ.-μσν.
φρ. «κινῶ τὸν ἀπὸ γραμμῆς λίθον» — δοκιμάζω την τελευταία ευκαιρία
μσν.
φρ. «ἀπὸ γραμμῆς πρώτης» — από την πρώτη στιγμή
αρχ.
1. περίγραμμα
2. άκρο
3. η βαλβίς, σημείο εκκινήσεως ή τέρματος του αγώνα
4. γραμμή ή τετράγωνο στη σανίδα παιχνιδιού με πεσσούς
5. «παίζω διὰ γραμμής» — παίζω διελκυστίνδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.
ΠΑΡ. γραμμικός
μσν.
γραμμιστός
μσν.- νεοελλ.
γραμμίζω
νεοελλ.
γραμμώνω, γραμμωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γραμμοειδής, γραμμοποίκιλτος
νεοελλ.
γραμμοάτομο, γραμμογράφος, γραμμοδεσία, γραμμόδεσμο, γραμμοδετώ, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο, γραμμοσκιά, γραμμοσύρτης, γραμμοσχεδίασμα, γραμμόφωνο
(Β' συνθετικό, -γραμμή) αρχ. αυτογραμμή, επιγραμμή
νεοελλ.
κορυφογραμμή, υπογραμμή
(Β συνθετικό, -γραμμος) εύγραμμος, ευθύγραμμος, λεπτόγραμμος, παραλληλόγραμμος, ποικιλόγραμμος, πολύγραμμος
αρχ.
επίγραμμος, ερυθρόγραμμος, ιθύγραμμος, μελανόγραμμος, μονόγραμμος, ομόγραμμος, πεντέγραμμος, περιφερόγραμμος, τετράγραμμος, χρυσόγραμμος
νεοελλ.
άγραμμος, απαλόγραμμος, δίγραμμος, καλλίγραμμος, καμπυλόγραμμος.

Greek Monotonic

γραμμή: ἡ (γράφω),
I. το γραπτό αποτύπωμα πέννας, γραμμή, μολυβιά, σε Πλάτ.
II. = βαλβίς, η γραμμή που τέμνει το δρόμο, σημειώνοντας το σημείο αναχωρήσεως (αφετηρίας) ή τερματισμού, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για την ανθρώπινη ζωή, όπως στο ρητό του Ορατ. ultima linea rerum, σε Ευρ.
III. η μεσαία γραμμή πάνω σε μια σανίδα παιχνιδιού (όπως στη δική μας σκακιέρα), αποκαλούμενη επίσης ἡ ἱερά· παροιμ., τὸν ἀπὸ γραμμῆςἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον, μετακινώ τον πεσσό που βρίσκεται στην κύρια γραμμή, δηλ. κάνω την ύστατη απόπειρα, σε Θεόκρ.
IV. ἡ μακρὰ (ενν. γραμμή), η μακριά γραμμή, δηλ. η γραμμή της καταδίκης, της καταδικαστικής απόφασης, που εξάγεται από το δικαστή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμή: ἡ, (γράφω) ἡ διὰ κονδυλίου γραφομένη συνεχὴς σειρὰ σημείων, οἷον ἐν τοῖς μαθηματικοῖς σχήμασι, Πλάτ. Μέν. 82C, Πολιτ. 509D, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ σχηματισμῷ τῶν γραμμάτων, Λατ. ductus literarum, ὁ αὐτ. Πρωτ. 326D·― περίγραμμα, Ἀρχύτ. 695Gal., Πολύβ. 2. 14, 8, κτλ. ΙΙ. = βαλβίς, ἡ διατέμνουσα τὸν δρόμον γραμμὴ δηλοῦσα τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως ἢ τὸ τέρμα τοῦ ἀγῶνος, Πίνδ. Π. 9. 208, ἴδε ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 483· μεταφ. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου ultima linea rerum, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 956, Ἀποσπ. 169·― ἐντεῦθεν, γραμμὴ μεθόριος, τὸ ἄκρον, χείλος, Ἱππ. Ἄρθρ. 839. ΙΙΙ. μεσαία γραμμὴ ἐπὶ σανίδος (παιγνιδίου, οἷον τῶν πεσσῶν), καλουμένη ὡσαύτωςἱερά· ἐντεῦθεν παροιμιωδῶς, τὸν ἀπὸ γραμμῆς ἢ ἀφ’ ἱερᾶς κινεῖν λίθον, κινῶ τὸν ἐπὶ τῆς κυρίας γραμμῆς εὐρισκόμενον πεσσόν, δηλ. κάμνω τὴν ὑστάτην ἀπόπειραν, Ἀλκαῖ. 77, Θεόκρ. 6. 18· πρβλ. Εὐστ. 633. 58., 1397. 31· αἱ γραμμαί, αὐτὴ ἡ σανὶς τοῦ παιγνιδίου (πρβλ. πεσσός), Πολυδ. Θ΄, 99. 2) διὰ γραμμῆς παίζειν, ἦτο παιγνίδιον καθ’ ὃ δύο ἐναντία μέρη προσεπάθουν νὰ σύρωσιν ἀλλήλους ἐντεῦθεν τῆς μεταξὺ γραμμῆς· τοῦτ’ αὐτὸ δὲ καλεῖται καὶ διελκυστίνδα, ἴδε Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2, Πλάτ. Θεαιτ. 181Α. IV. ἡ μακρὰ (ἐνν. γραμμὴ) ἴδε ἐν λ. τιμάω ΙΙΙ. 1.

English (Woodhouse)

line drawn at the winning-post, line to mark the winning point

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

line

Afrikaans: lyn; Albanian: linjë; Arabic: خَطّ‎; Egyptian Arabic: خَطّ‎; Armenian: գիծ; Azerbaijani: cızıq, cizgi, xətt; Bashkir: һыҙыҡ; Belarusian: лі́нія, рыса; Bengali: রেখা, লাইন; Bulgarian: линия; Burmese: လိုင်း; Catalan: línia; Chamicuro: yis̈hna; Chinese Mandarin: 直線, 直线, 線, 线; Czech: čára, lajna; Danish: linje; Dutch: rechte, lijn, streep; Esperanto: linio; Estonian: liin, joon; Ewe: fli; Farefare: foole; Finnish: viiva; French: ligne, trait; Galician: liña; Georgian: ხაზი; German: Linie; Gothic: 𐍃𐍄𐍂𐌹𐌺𐍃; Greek: γραμμή; Ancient Greek: γραμμή; Hebrew: קַו‎; Hindi: रेखा, लाइन; Hungarian: vonal; Icelandic: lína; Indonesian: baris, garis; Irish: líne; Istriot: reîga; Italian: linea, riga; Japanese: 線, ライン; Kazakh: сызық; Khmer: បន្ទាត់; Korean: 줄, 선, 라인; Kyrgyz: сызык; Lao: ເສັ້ນ, ເສັ້ນຊື່; Latvian: līnija; Lithuanian: linija; Luhya: elaini; Macedonian: линија; Malay: garisan; Manx: linney; Mongolian: шугам; Norman: lîngne; Norwegian: linje; Bokmål: linje; Persian: خط‎, کش‎; Polish: linia; Portuguese: linha, risco, traço; Russian: линия, черта, штрих; Sanskrit: रेखा; Scottish Gaelic: loidhne; Serbo-Croatian Cyrillic: линија, црта; Roman: linija, crta; Sindhi: ريکا‎; Slovak: čiara; Slovene: črta; Spanish: línea, rasgo, trazo; Sundanese: gurat; Swahili: mstari; Swedish: linje; Tajik: хат; Telugu: గీత; Thai: เส้น, เส้นตรง; Tocharian B: sälyiye; Turkish: çizgi; Turkmen: çyzyk; Udi: гицӏ; Ukrainian: лі́нія, риса; Urdu: خط‎, لائن‎; Uzbek: chiziq, xat; Venetian: lìnia, ligna, riga; Vietnamese: đường; Welsh: lein; Yiddish: ליניע‎, שטריך‎