φύλακας

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 February 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " old use]]" to "]]")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

French (Bailly abrégé)

acc. pl. de φύλαξ.

Greek Monolingual

ο / φύλαξ -ακος, ΝΜΑ
αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους» β. «τοὺς τοῦ Θεοῦ ἱερέας ἐπήγετο... ὥσπερ τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς φύλακας», Ευσ.
γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔ
δ. «φύλακας τοῦ ἡμίσεος τείχους», Θουκ.
ε. «νεὼς... φύλαξ», Σοφ.
στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φύλαξ», Αισχύλ.
ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «φύλακας τών παραδεδομένων ὑπ' αὐτοῦ διδαγμάτων», Ιουστίν.
γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», Ξεν.
δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», Πλάτ.)
3. προστάτης, υπερασπιστής (α. «ο άγιος, ο φύλακας του νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ φύλακας», Θεοδώρ.
γ. «ἄγαλμα Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.
δ. «λοχαγέτας πύλας ἐφ' ἑπτά, φύλακας Ἀργείου δορός», Ευρ.)
4. στον πληθ. οι φύλακες
το σύνολο τών φυλάκων, η φρουρά
νεοελλ.
φρ. α) «φύλακας άγγελος»
μτφ. συμπαραστάτης, βοηθός σε δύσκολες στιγμές
β) «φύλακες γρηγορείτε» — προτροπή, που αντάλλασσαν με δυνατή φωνή μεταξύ τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή βάρδια
γ) «έχουν γνώση οι φύλακες» — διαβεβαίωση ότι για κάτι υπάρχει η απαιτούμενη προσοχή και προστασία
νεοελλ.-μσν.
φρ. «φύλακας άγγελος» και «φύλαξ ἄγγελος»
εκκλ. ο άγγελος που προστατεύει κάθε χριστιανό
μσν.
αντιπρόσωπος, τοποτηρητής («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου», Σωφρ.)
αρχ.
1. αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί κάτι («φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)
2. κρίκος αλυσίδας
3. ονομασία επιδέσμου
4. φρ. α) «φύλακες τοῦ σώματος» — σωματοφυλακή (Πλάτ.)
β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι (Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους συχνά τ. του καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς (πρβλ. κόλ-αξ, μεῖρ-αξ). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να συνδεθεί με το β' συνθετικό (πιθ. -fulcus) τών λατ. bu-bulcus «βουκόλος» και su-bulcus «χοιροβοσκός». Η άποψη, ωστόσο, αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφ' ενός λόγω του ότι το αμάρτυρο -fulcus θα οδηγούσε στην αποδοχή ως αρχικού του θεματικού τ. φυλακός, ο οποίος όμως είναι υστερογενής, και αφ' ετέρου λόγω του ότι η λ. φύλαξ, σε αντιδιαστολή προς τους λατ. τ., δεν χρησιμοποιήθηκε κατά κανόνα για να δηλώσει τον φρουρό ζώων. Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και άλλες, ελάχιστα πιθανές, απόψεις για σύνδεση της λ. με τις λ. πύλη και φωλεός, καθώς και για αναγωγή στην ΙΕ ρίζα bheudh- «επαγρυπνώ, παρατηρώ, προσέχω» του ρ. πυνθάνομαι (πρβλ. πευθήν «κατάσκοπος»).
ΠΑΡ. φυλακή, φυλακίζω, φυλάκιο(ν), φύλακτρο(ν), φυλάσσω / φυλάω
αρχ.
φυλακεία, φυλακεύς, φυλακία, φυλακικός, φυλακιστής
αρχ.-μσν.
φυλακείον, φυλακίτης
μσν.
φυλακώ
νεοελλ.
φυλακάτορας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. φυλακάρχης
(Β' συνθετικό) αγροφύλακας(-αξ), αμπελοφύλακας(-αξ), αρχειοφύλακας(-αξ), αρχιφύλακας(-αξ), βιβλιοφύλακας(-αξ), δεσμοφύλακας(-αξ), εθνοφύλακας(-αξ), θαλαμοφύλακας(-αξ), θεσμοφύλακας(-αξ), θησαυροφύλακας(-αξ), ιματιοφύλακας(-αξ), κλειδοφύλακας(-αξ), κτηματοφύλακας(-αξ), λίμενοφύλακας(-αξ), νεκροφύλακας(-αξ), νομοφύλακας(-αξ), νυκτοφύλακας(-αξ), οδοφύλακας(-αξ), οπισθοφύλακας(-αξ), οπλοφύλακας(-αξ), οροφύλακας(-αξ), πολιτοφύλακας(-αξ), σκευοφύλακας(-αξ), σκηνοφύλακας(-αξ), σφραγιδοφύλακας(-αξ), σωματοφύλακας(-αξ), χαρτοφύλακας(-αξ), χωροφύλακας(-αξ)
αρχ.
αιγιαλοφύλαξ, ακροφύλαξ, αλωνοφύλαξ, αντροφύλαξ, αργυροφύλαξ, αρκτοφύλαξ, αρχιδεσμοφύλαξ, αρχιναυφύλαξ, αρχινυκτοφύλαξ, αρχιπαραφύλαξ, αρχιπεδιοφύλαξ, αρχισωματοφύλαξ, βουβωνοφύλαξ, γαζοφύλαξ, γενηματοφύλαξ, γερροφύλαξ, γεωφύλαξ, γραμματοφύλαξ, δαμοσιοφύλαξ, δεξιοφύλαξ, δρυμοφύλαξ, ειματοφύλαξ, ειργμοφύλαξ, ειρηνοφύλαξ, ειρκτοφύλαξ, Ελληνοσποντοφύλαξ, εντεροφύλαξ, επιφύλαξ, ερημοφύλαξ, εσμοφύλαξ, εφηβοφύλαξ, ημεροφύλαξ, θεοφύλαξ, θερμοφύλαξ, θηροφύλαξ, θυροφύλαξ, ιεροφύλαξ, καρδιοφύλαξ, καρποφύλαξ, κεστροφύλαξ, κνωδακοφύλαξ, κοιτωνοφύλαξ, κρηνοφύλαξ, κωμοφύλαξ, μαγδωλοφύλαξ, μετοικοφύλαξ, μηλοφύλαξ, μηνιγγοφύλαξ, μοτοφύλαξ, ναοφύλαξ, ναυφύλαξ, νεωριοφύλαξ, νεωφύλαξ, νησοφύλαξ, νηττοφύλαξ, ξενοφύλαξ, ξυστροφύλαξ, οικοφύλαξ, οινοφύλαξ, οπωροφύλαξ, ορεοφύλαξ, ορμοφύλαξ, οροφύλαξ (II), ορφανοφύλαξ, οχθοφύλαξ, παιδοφύλαξ, παλαιστροφύλαξ, παραφύλαξ, πεδιοφύλαξ, πεντηκοντοφύλαξ, πινοφύλαξ, πιστοφύλαξ, πλαγιοφύλαξ, πλαγυφύλαξ, ποδοφύλαξ, προφύλαξ, πρωτοφύλαξ, πυλωνοφύλαξ, πυργοφύλαξ, ρητροφύλαξ, ρισκοφύλαξ, σιτοφύλαξ, σπειροφύλαξ, στρατοφύλαξ, στρωματοφύλαξ, συγγραφοφύλαξ, συμβολοφύλαξ, συμφύλαξ, συνθηκοφύλαξ, ταγματοφύλαξ, τειχοφύλαξ, τομαροφύλαξ, υδροφύλαξ, υποβιβλιοθηκοφύλαξ, υποβιβλιοφύλαξ, υπομνηματοφύλαξ, υποστρατοφύλαξ, υποφύλαξ, φυτοφύλαξ, χαλαζοφύλαξ, χαλκιοφύλαξ, χειλοφύλαξ, χιμαιροφύλαξ, χορτοφύλαξ, χρεωφύλαξ, χρηματοφύλαξ, χρησμοφύλαξ, χρυσοφύλαξ, χωματοφύλαξ, ωνοφύλαξ
νεοελλ.
ακτοφύλακας, αλατοφύλακας, αλσοφύλακας, αρχαιοφύλακας, αρχιλιμενοφύλακας, αστυφύλακας, δακτυλοφύλακας, δασοφύλακας, εμπροσθοφύλακας, θεματοφύλακας, καστροφύλακας, σταβλοφύλακας, τελωνοφύλακας, τερματοφύλακας, υποθηκοφύλακας, φαροφύλακας].

Translations

guard

Albanian: rojë, resë, mbrojtës; Arabic: حَارِس‎; Egyptian Arabic: غفير‎; Armenian: պահակ, պահապան; Bashkir: һаҡсы; Belarusian: вартавы, ахоўнік, ахова; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: стража, охрана; Burmese: ကင်း, အစောင့်, အထိန်း; Catalan: guarda, guardià; Chamorro: a'adahi; Cherokee: ᎠᎦᏘᏱ; Chinese Mandarin: 衛兵/卫兵, 衛士/卫士; Czech: stráž; Danish: vagt, livvagt; Dutch: wacht, bewaker, lijfwacht; Esperanto: gardisto; Estonian: valvur; Finnish: vartija, suojus; French: garde; Galician: garda, gardián, gardiá; German: Wächter; Gothic: 𐍅𐌰𐍂𐌳𐌾𐌰; Greek: φύλακας, φρουρός, σκοπός; Ancient Greek: σκοπός, φύλαξ, τηρός; Haitian Creole: gad; Hebrew: מִשְׁמָר‎, שׁוֹמֵר‎; Hindi: रक्षक, पासबान, मुहाफ़िज़, संरक्षक, रखवाला; Hungarian: őr; Icelandic: vörður; Ilocano: bantayan; Indonesian: pengawal, garda; Irish: garda; Italian: guardia, piantone, custode; Japanese: 監視者, 衛兵, ガード; Khmer: ឆ្មាំ, គង្វាល; Korean: 가드, 위병; Lao: ຍາມ; Latgalian: sorgs; Latin: custos, praeses; Latvian: sargs; Macedonian: чувар; Maori: kaitiaki; Navajo: haʼasídí; Norwegian Bokmål: vakt; Nynorsk: vakt; Old English: weard; Persian: پاسبان‎, نگهبان‎, پاسدار‎; Polish: strażnik; Portuguese: guarda; Romanian: gardă, paznic, gardian, păzitor; Russian: стражник, страж, охранник, сторож, конвоир, часовой, караульный; Scottish Gaelic: freiceadan, geàrd; Serbo-Croatian: čuvar, stražar; Sicilian: guardia, vardia; Slovak: stráž, strážnik; Slovene: stražar anim, straža; Spanish: guarda, guardia, guardés; Swahili: askari, mlinzi, walinzi; Swedish: väktare, vakt, gard; Tagalog: guwardiya, bantay; Thai: ยาม, บริบาล; Turkish: bekçi; Ugaritic: 𐎐𐎙𐎗; Ukrainian: охоронець, захисник, охорона, варта; Vietnamese: vệ sĩ