αἴτιος
English (LSJ)
αἰτία, αἴτιον, more rarely ος, ον Ar.Pl.547: (v. αἰτία):—
A culpable, responsible, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν Il.1.153, cf. B.10.34, Hdt.7.214: Comp. αἰτιώτερος Th.4.20: Sup., τοὺς αἰτιωτάτους the most guilty, Hdt.6.50; αἰ. τινος Id.3.52.
2 Subst., αἴτιος, ὁ, the accused, the culprit, A.Ch.70, etc.; οἱ αἴ. τοῦ πατρός they who have sinned against my father, ib.273:—c. gen. rei, οἱ αἴ. τοῦ φόνου ib.117, cf. S.Ph.590, Hdt.4.200.
II responsible for, c. gen. rei, Hdt.1.1, etc.; αἴτιός τινός τινι being the cause of a thing to a person, Lys.13.57, cf. D.23.54, Isoc.8.100: c. inf., αἴ. τὸν ἠέρα ξηρὸν εἶναι Hdt.2.26; τοῦ μὴ φαλακροῦσθαι Id.3.12, etc.; αἴ. θανεῖν S.Ant.1173; αἰ. πεμφθῆναι ἄγγελον Antipho 5.23, cf. Lys.13.82; αἴτιος τὸ σὲ ἀποκρίνασθαι Pl.La.190e: Comp., τοῦ… ἐλευθέραν εἶναι… αἰτιώτερον D.24.5, cf. 51.21: Sup. αἰτιώτατος, ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι mainly instrumental in causing the sea-fight, Th.1.74; αἰ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν D.20.42; αἰτιώτατόν τι καὶ τελέως δραστικόν Phld.D.1.23.
2 αἴτιον, τό, cause, Hp.VM6 (pl.), 21, Hdt.7.125, E.IA939, Th.4.26, etc.; τί ποτ' οὖν ἐστι τὸ αἴτιον τό… μηδένα εἰπεῖν; D.8.56; freq. in Philos., τὸ δ' αἴ. τούτου εἶναι ὅτι… Pl.Phd. 11oe, etc.
Spanish (DGE)
αἰτία, αἴτιον
• Morfología: [-ος, -ον Ar.Pl.547]
I 1en cont. desfavorables responsable, culpable ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν Il.1.153, οὐδέ τοι ἡμεῖς αἴτιοι (de la muerte de Patroclo) ἀλλὰ θεός τε μέγας καὶ Μοῖρα Il.19.410, cf. 86, οὔ ... ἀοιδοὶ αἴ. (de las desgracias que cantan) ἀλλά ποθι Ζεύς Od.1.348, θεός B.11.34, τοὺς μὲν αἰτίους σήμαινε Archil.117.1, cf. Hdt.7.214
•c. gen. obj. αἴτιος ἔπλετο πάντων Od.22.48, ὀργῆς ματαίας εἰσὶν αἴτιοι λόγοι A.Fr.472, τῆς διαφορᾶς Hdt.1.1
•c. gen. obj. y dat. de pers. αἴτιος ἐκείνῳ ἐστὶ τοῦ θανάτου Lys.13.57, ἑαυτῷ τοῦ πάθους αἴτιον ἡγήσατο D.23.54, πολλῶν δὲ χρήματ' αἴτι' ἀνθρώποις κακῶν E.Fr.632, cf. Plb.9.37.10
•c. inf. οἱ ζῶντες αἴ. θανεῖν S.Ant.1173
•subst. ὁ αἴτιος el culpable c. gen. obj. οἱ αἴ. τοῦ πατρός los culpables de la muerte de mi padre A.Ch.273, cf. 68, Plb.3.21.7, τοῦ φόνου A.Ch.117, cf. S.Ph.590, Hdt.4.200, PLugd.Bat.22.10.13 (II a.C.).
2 en cont. favorables responsable, causante c. gen. τοῦ μὴ φαλακροῦσθαι Hdt.3.12, σωτηρίας Plb.1.43.2, de los dioses αἴτιοι πολλῶν ἀγαθῶν Epicur.Fr.[86] 29, πάντων τῶν ἀγαθῶν SIG 611.25 (Delfos II a.C.)
•c. gen. obj. y dat. de pers. τῶν ἀγαθῶν ὢν ὁ θεὸς αὐτοῖς αἴτιος Pl.Smp.194e, μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίαν γενέσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις D.S.1.27, πολλοῖς ... ἐν τῷ πολέμῳ γέγονεν αἴτιος τῆς σωτηρίας SIG 485.69 (Eleusis III a.C.)
•c. inf. αἴ. πεμφθῆναι ἄγγελον Antipho 5.23, αἴ. ... τὸ σὲ ἀποκρίνασθαι Pl.La.190e, cf. IG 22.682.36 (III a.C.)
•abs. ὀρθῶς κείμενοι νόμοι αἴτιοι Arist.Pol.1262b5
•para expresar la causa o razón científica αἴ. τὸν ἠέρα ξηρὸν εἶναι Hdt.2.26, τοῦ μὴ γίγνεσθαι πολλοὺς ... αἴτιος ἡ ... κίνησις Arist.Mete.345a6, (τὸ πνεῦμα) αἴτιον ὄντα τοῦ ψυχικοῦ τοῖς ζῴοις D.S.1.12.
II subst. τὸ αἴ.
1 la causa, la razón τὸ δ' αἴτιον οὐτ Sapph.67(a).6, cf. Hp.VM 6, 21, Hdt.7.125, E.IA 939, D.8.56, Philostr.VA 2.29
•en sent. cien. esp. como pred. nom. más gen. (la) causa de τούτου δὲ αἴτιόν ἐστι τοῦ σώματος ἡ ἔντασις Hp.Aër.4, Pl.Phd.110e
•fil. causa τὸ ποιοῦν δέ γ' ἐστὶν οὐκ ἄλλο τι ἢ αἴ. lo que produce no es otra cosa que la causa Pl.Hp.Ma.296e, cf. Grg.520e, Prt.352d, Arist.Metaph.982b2, τῆς μονῆς, τοῦ μένειν Epicur.Fr.[24] 43.16, 44.6, κινήσεως Ptol.Iudic.11.12, cf. Epicur.[3] 99.1
•en Arist. identificado con las ἀρχαί Arist.Metaph.1013a17, cf. 994a1, Ph.195a27-28, 257a30-31
•distinct de σημεῖα, συμπτώματα Arist.Diu.Som.462b27, τὰ αἴτια γνωρίσωμεν τὰ πρῶτα Arist.Ph.185a13, cf. 195b22
•principio causal, principio, motivo κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δήποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι (el derecho representa el bien común) pero en cuanto se refiere a la particularidad de una región y de motivos diferentes no conviene a todos el mismo derecho Epicur.[5] 36.10
•entre los estoicos lo causante identif. c. la divinidad y otros principios, Chrysipp.Stoic.2.120, cf. 2.119.
2 τὰ Αἴτια Las Causas, Los Orígenes o Los Principios poemas etiológicos, explicaciones de mitos, obra de Calímaco, A.R.Fr.13.
• Etimología: Cf. αἰτέω, αἴνυμαι.
French (Bailly abrégé)
α, poét. ος, ον :
1 qui est la cause, l'auteur, le responsable de : τινος de qch ; τινός τινι ISOCR de qch pour qqn ; αἴτιος θανεῖν SOPH qui est cause que qqn est mort ; subst. τὸ αἴτιον la cause;
2 coupable, accusé : τινος coupable ou accusé de qch ; τοῦ πατρὸς αἴτιοι ESCHL coupables au sujet de leur père, responsables du meurtre de leur père ; subst. ὁ αἴτιος l'accusé;
NT: qui est la cause de toute chose, auteur ; origine, source.
Étymologie: DELG αἴνυμαι.
German (Pape)
2 End. Ar. Plut. 547; wer Ursache von etwas ist, Schuld an etwas hat, bei Hom. oft im bösen Sinne; Od. 1.348 τί τ' ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται; οὔ νύ τ' ἀοιδοὶ αἴτιοι, ἀλλά ποθι Ζεὺς αἴτιος, ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – mit gen. 22.48 κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων; – mit dat. der Person 2.87 σοὶ δ' οὔ τι μνηστῆρες Ἀχαιῶν αἴτιοί εἰσιν, vgl. 8.311, Il. 1.153, 3.164; ἄλλος δ' οὔ τις μοι τόσον αἴτιος Οὐρανιώνων, ἀλλὰ φίλη μήτηρ Il. 21.275; οὐ μέν τοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι ὅσσον οἱ ἄλλοι πάντες 370; – τίνος οὐ σύ μοι τῶνδε αἴτιος Her. 1.45, 76; Xen. An. 6.6.15; τοῦ πατρὸς αἴτιοι, die Mörder des Vaters, Aesch. Ch. 271. Ganz allgemein auch im guten Sinne Pind. P. 5.25 θεὸν παντὶ αἴτιον ὑπερτιθέμεν, Gott als den Urheber von Allem ansehen; πάντων αἴτιος καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν. Ar. Plut. 182; τοῦτο τὸ ἀγαθὸν αἴτιον ἐλευθερίας Plat. Gorg. 452d. Häufig bei Plat. dat. der Person: τούτου ὑμῖν αἴτιός ἐστι Γοργίας Plat. Men. 70b; Soph. οὐ σύ μοι τούτων αἰτία El. 295; vgl. Ar. Ach. 616. Mit folgendem ὅτι Plat. Gorg. 520b und öfter; mit dem bloßen inf. Soph. Ant. 1173 οἱ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν; vgl. Her. 2.20, 26; Xen. 7.5.17; häufiger τοῦ mit inf., Her. 3.12 und Attiker; ὁ αἴτιος, der Schuldige, Aesch. Ch. 66. Kompar. οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι, meinst du, daß etwas mehr der Grund sei, Xen. Mem. 1.6.8; αἰτιώτατος ἐγένετο, er war die Hauptveranlassung, Thuc. 1.74; Lys. 12.65.
Russian (Dvoretsky)
αἴτιος: II ὁ виновник, преступник: τοῦ πατρὸς οἱ αἴτιοι Aesch. убийцы отца.
3, редко 2 являющийся причиной, виновный (τινος Hom., Her.): αἴ. τινί τινος Lys., Isocr., виновный перед кем-л. в чем-л.; αἴ. θανεῖν Soph. повинный в (чьей-л.) смерти; οὐ σὑ μοι τοῦδε τοῦ κακοῦ αἴ. Her. не ты виновник этого моего несчастья; τινὰ παντὶ αἴτιον ὑπερτιθέμεν Pind. считать кого-л. первопричиной всего; αἰτ ώτατος ἐ γένετο Thuc., Lys.: он оказался главным виновником.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτιος: -α, -ον, σπανιώτερον ος, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 547: (ἴδε αἰτία). Ἄξιος μομφῆς, ἔνοχός τινος, ἐπεὶ οὔ τι μοι αἴτιοί εἰσιν, Ἰλ. Α. 153, πρβλ. Γ. 164, Ἡρόδ. 7. 214: συγκρ. αἰτιώτερος, μᾶλλον ἔνοχος, Θουκ. 4. 70: - ὑπερθ. τοὺς αἰτιωτάτους, τοὺς μάλιστα ἐνόχους, Ἡρόδ. 6. 50· αἴτ. τινος, ὁ πρὸ πάντων ἄξιος μομφῆς διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 52. 2) ὡς ουσιαστ. αἴτιος, ὁ, ὁ κατηγορούμενος, ὁ ὑπόδικος, Λατ. reus, Αἰσχύλ. Χ. 68, κτλ., οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός, οἱ ἁμαρτάνοντες ἐναντίον τοῦ πατρός μου, αὐτοθι 273: - μ. γεν. πράγματος, οἱ αἴτ. τοῦ φόνου, Αἰσχ. Χο. 117· πρβλ. Σοφ. Φ. 590, Ἡρόδ. 4. 200, καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. ΙΙ. ὁ ὑπεύθυνος διά τι, ἡ πηγή, ἀρχή, αἰτία τινός, μετὰ γεν. πράγματος, Ἡρόδ. 1. 1, κτλ· αἴτιός τινός τινι, ὁ ὢν ἡ πηγὴ καὶ αἰτία πράγματός τινος εἴς τινα, Λυσ. 135. 10, Ἰσοκρ. 179C. μετ’ ἀπαρεμ. μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, αἴτιος τοῦ ποιεῖν, Ἡρόδ. 2. 26., 3. 12, κτλ., αἴτιος θανεῖν, Σοφ. Ἀντ. 1173· αἴτ. πεμφθῆναι ἄγγελον, Ἀντιφῶν 132. 14: - συγκρ., τοῦ ἐλευθέραν εἶναι ... αἰτιώτερον, Δημ. 701, 11· πρβλ. 1234. 8: ὑπερθ. αἰτιώτατος ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι, ὁ κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν αἴτιος τοῦ νὰ γείνῃ ἡ ναυμαχία ἐν τῷ στενῷ, Θουκ. 1. 74· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 52· αἴτ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, Δημ. 469, 25. 2) αἴτιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν. Συχνὸν παρὰ Πλάτ. κτλ., τί ποτ’ οὖν ἐστι τὸ αἴτιον τοῦ ... μηδένα εἰπεῖν; τίς εἶναι ἡ αἰτία νὰ ...; Δημ. 103. 17, ἔνθα ἴδε Δινδ., τοῦτο αἴτιον ὅτι ..., Πλάτ. Φαίδων 110E, κτλ.: εἶναι ἐν χρήσει, ὡς τὸ αἰτία, ΙΙ. ὅρα τοὺς Πίνακας (indices,) Πλάτ. καὶ Ἀριστοτέλους.
English (Autenrieth)
(αἰτίᾶ): to blame, guilty; οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν, ‘I have no fault to find with them,’ Il. 1.153, so Od. 2.87.
English (Slater)
αἴτιος
1 responsible παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν pr. (P. 5.25)
English (Abbott-Smith)
αἴτιος, -α, ὁ (< αἰτία), [in LXX: I Ki 22:22 (סבב) Da LXX Bel 41, TH ib. 42, Su 53, II Mac 4:47 13:4, IV Mac 1:11 *;]
1.causative of, responsiblefor; as subst., ὁ αἰ., the cause, author: He 5:9; τὸ αἰ., the cause, Ac 19:40.
2.blameworthy, culpable; as subst., ὁ αἰ., the culprit, the accused (Lat. reus); τὸ αἰ. (= αἰτία, 3), the crime, Lk 23:4,14,22. †
English (Strong)
from the same as αἰτέω; causative, i.e. (concretely) a causer: author.
English (Thayer)
, that in which the cause of anything resides, causative, causing. Hence,
1. ὁ αἴτιος the author: σωτηρίας, αἴτιος τῆς ἀπωλείας in Bel and the Dragon, verse τῶν κακῶν, Lucian, Tim. 36, Lipsius edition; τῶν ἀγαθῶν, Isocr. ad Philippians 49, p. 106a.; cf. Bleek on Heb. vol. 2:2, p. 94f.).
2. τό αἴτιον equivalent to ἡ αἰτία; cause: Buttmann, 400 (342) n.).
b. crime, offence: αἴτιος culprit.) (See αἰτία, 3.)
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM αἴτιος, -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)
1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος
2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο
(μσν. -αρχ.)
1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος, κατηγορούμενος
αρχ.
(στον υπερθ.) αἰτιώτατος, -η, -ον ο κυρίως, ο κατ’ εξοχήν αίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αἶτος «μέρος, κομμάτι» (διασώζεται στο σύνθετο ἔξαιτος «περιζήτητος, επίλεκτος») < ρ. αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση, το αἴτιος αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει μερίδιο από κάτι», άρα «ο υπεύθυνος για κάτι, ο αίτιος» — πρβλ. και τις λ. αἶσα, αἰτία, αἰτῶ. Κατά τον Schwyzer, η διατήρηση του -τ-προ του -ι- (αντί της κανονικής τροπής του σε -σ-) οφείλεται σε προφύλαξη, δηλ. στην αποφυγή συγχύσεως του επιθέτου αἴτιος με το αἴσιος.
ΣΥΝΘ. ἀναίτιος, ὑπαίτιος
αρχ.
ἐπαίτιος, μεταίτιος, συμμεταίτιος, παναίτιος, παραίτιος, συναίτιος, φιλαίτιος.
Greek Monotonic
αἴτιος: -α, -ον, σπανιότερα -ος, -ον (αἰτέω),
I. 1. αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, ένοχος για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συγκρ. αἰτιώτερος, περισσότερο ένοχος, σε Θουκ.· υπερθ. τοὺς αἰτιωτάτους, τους πιο ενόχους από όλους, τους κατεξοχήν ενόχους, σε Ηρόδ.· τινος, για κάτι, στον ίδ.
2. ως ουσ., αἴτιος, ὁ, κατηγορούμενος, υπόδικος, Λατ. reus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός, αυτοί που διέπραξαν το κακό εναντίον του πατέρα μου, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., οἱ αἴτιοι τοῦ φόνου, οι ένοχοι για φόνο, στον ίδ.
II. 1. υπαίτιος, πηγή, αρχή κάποιου πράγματος, ο υπεύθυνος για κάτι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Σοφ.· υπερθ., αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι, ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ναυμαχίας, σε Θουκ.
2. αἴτιον, τό, λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
-α, -ον
Grammatical information: adj.
Meaning: guilty, responsible (Il.)
Derivatives: αἰτία responsibility, guilt, cause; accusation (or direct from *αἶτος, s. below); denominative αἰτιάομαι accuse, charge.
Origin: GR [a formation built with Greek elements].
Etymology: αἴτιος, αἰτία and αἰτέω will have been derived from *αἶτος share (s. αἴνυμαι, αἰτέω), which is semantically also understandable; cf. Av. aēta- punishment. - On retained -τι- s. Schwyzer 270.
Middle Liddell
αἰτέω
I. to blame, blameworthy, culpable, Il., etc.: comp., αἰτιώτερος more culpable, Thuc.; Sup., τοὺς αἰτιωτάτους the most guilty, Hdt.; τινος for a thing, Hdt.
2. as substantive, αἴτιος, ὁ, the accused, culprit, Lat. reus, Aesch., etc.; οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός they who have sinned against my father, Aesch.:—c. gen. rei, οἱ αἴτ. τοῦ φόνου those guilty of murder, Aesch.
II. being the cause, responsible for, c. gen. rei, Hdt., etc.; c. inf., Soph.: Sup., αἰτιώτατος ναυμαχῆσαι mainly instrumental in causing the seafight, Thuc.
2. αἴτιον, τό, a cause, Plat., etc.
Frisk Etymology German
αἴτιος: -α, -ον
{aítios}
Meaning: schuldig, verantwortlich, Urheber (ion. att.);
Derivative: davon (oder direkt von *αἶτος, s. unten) αἰτία Schuld, Verantwortlichkeit, Anklage, Ursache; auch Krankheit (Bickel Glotta 23, 213ff., Björck Glotta 24, 251ff.). Von αἰτία (oder allenfalls von αἴτιος) das denominative αἰτιάομαι beschuldigen, anklagen, sekundär umgebildet αἰτιάζομαι (X., D. C. u. a.). — Weitere Ableitungen: Von αἰτιάομαι: αἰτίασις (Antipho, Arist. u. a.) und αἰτίαμα (A., Th.) Beschuldigung, Anklage; dagegen αἰτιατός (Arist., Plot.) Ursache habend, bewirkt (τὸ αἰτιατόν Wirkung, Bewirktes im Gegensatz zu τὸ αἴτιον Ursache) wegen der Bedeutung eher direkt von αἰτία; von τὸ αἰτιατόν geht aus ἡ αἰτιατικὴ πτῶσις eig. Kasus des Bewirkten (Wackernagel Syntax 1, 19).
Etymology: Von αἰτία (bzw. τὸ αἴτιον): αἰτιώδης ursächlich als philosophischer Terminus (hell. und spät), ebenso (Chantraine Formation 186f.) αἰτίωμα (Pap., Act. Ap.) = αἰτίαμα; mit demselben Vokalismus auch αἰτίωσις (Eust.) = αἰτίασις. Formal liegt es sehr nahe, in αἴτιος (und αἰτία) eine Ableitung des auch dem Verb αἰτέω zugrunde liegenden Nomens *αἶτος Anteil (s. αἴνυμαι, αἰτέω) zu sehen. Auch begrifflich ist diese Herleitung gut möglich; vgl. besonders, mit ähnlicher Übertragung auf das Rechtswesen, aw. aēta- Strafe. — Zur Erhaltung des -τι- s. Schwyzer 270: 3 m. Lit.
Page 1,47
Chinese
原文音譯:a‡tioj 埃提哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:請求(果效)
字義溯源:原因的,根源的;源自(αἰτέω)*=問)。註:聖經文庫將 (αἴτιος)出自 (αἴτιος)合併為一個編號
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 根源(1) 來5:9
原文音譯:a‡tion 埃提按
詞類次數:形,名(4)
原文字根:請求(果效)
字義溯源:理由,緣故,罪行,罪;源自(αἴτιος)=原因的);而 (αἴτιος)出自(αἰτέω)*=問)。路加福音的幾次使用,都是法律上的詞句
出現次數:總共(4);路(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 罪(2) 路23:14; 路23:22;
2) 緣故的(1) 徒19:40;
3) 有罪(1) 路23:4
English (Woodhouse)
accessory, cause of, causing a result, guilty of, one who causes, productive of, responsible for, the cause of
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd