τελευτάω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
fut. A τελευτήσω E.Tr.1029, etc.: pf. τετελεύτηκα Pl.Men.75e, al.:—Pass., fut. Med. τελευτήσομαι always in pass. sense, Il.13.100, Od.8.510, 9.511, E.Hipp.370 (lyr.): aor. ἐτελευτήθην Il.15.74:—bring to pass, accomplish, ὄφρα . . τελευτήσω τάδε ἔργα Il.8.9; τ. ἃ μενοινᾷς Od.2.275; ἐπὴν ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς 1.293, cf. 2.306; γάμον τ. 24.126; fulfil an oath or promise, wish or hope, τελευτάω ἐέλδωρ 21.200; τ. ὅσ' ὑπέστης Il.13.375; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ 18.328, cf. Od.3.56,62; ὅρκια Call.Aet.3.1.29; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ bring about an evil day for one, Od.15.524; τ. πόνους Δαναοῖς Pi.P.1.54, cf. E.Ph.1581 (lyr.); οἷ τ. λόγον Id.Tr.1029; τὸ δ' ἔνθεν ποῖ τελευτῆσαί με χρή; to what end must I bring it? S.OC476; Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ E.Alc.979 (lyr.), etc.:—Pass., to be fulfilled, come to pass, happen, ll. cc. sub init.; πρίν γε τὸ Πηλεΐδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Il.15.74; πρὶν τελευτηθῇ φόνος E.Or.1218. 2 finish, σχεδίην . . ἐπηγκενίδεσσι Od.5.253; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον had sworn and completed (made binding) the oath, 2.378, etc.; ἡσύχιμον ἁμέραν τ. close a peaceful day, Pi.O.2.33; ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον (sc. τὸ δεῖπνον) Pl.Com.173.6 (hex.). 3 esp. τ. τὸν αἰῶνα finish life, i.e. die, Hdt.1.32, 9.17, etc.; τ. βίον A.Ag.929, S.Fr.646 codd. (sed leg. δρόμον), E.Hec.419, Pl.Prt.351b; ὑπ' ἄλλου τ. τὸν βίον, i.e. to be killed, Id.Lg.870e: also (after the analogy of παύομαι) c. gen., τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου make an end of life, X.Cyr.8.7.17; so λόγου τ. Th.3.59; ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη ib.104. b freq. abs., end life, die, Hdt.1.66, 3.38, 40, al., Pl.R.614b, al.; πρὶν τελευτήσαντ' ἴδῃς before you see him dead, S.Fr.662; τ. μάχῃ A.Th.617; νούσῳ Hdt.1.161; γήραϊ Id.6.24; τ. ὑπό τινος die by another's hand or means, ib.92; δόλῳ ὑπό τινος Id.4.78; ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης Id.1.39; ὑπ' ἀλλαλοφόνοις χερσίν A.Th.930 (lyr.); ἐκ τῆς πληγῆς Pl.Lg.877b; of animals, Arist.PA667b11, PMich.Zen.67.25 (iii B.C.). II intr. (as always in Prose, except in signf. 1.3a): 1 to be accomplished, λόγων κορυφαί Pi.O.7.68 (as v.l. for τελεύταθεν); ἐλπίδες E.Ba.908 (lyr.). 2 come to an end, A.Ag.635, etc.: especially of time, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους, Th.2.4, 32, etc.: of actions, events, etc., τ. ἡ ναυμαχία ἐς νύκτα Id.1.51, etc. b with words indicating the kind of end or outcome, ἢν ὁ πόλεμος κατὰ νόον τ. Hdt. 9.45, cf. 7.47; εὖ τ. A.Supp.211; πτωχοὶ τ. end by being beggars, Pl. R.552c; οὕτως τ. Th.1.110, 138; τ. ἔς τι come to a certain end, issue in, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Hdt.3.125; τ. ἐς τὠυτὸ γράμμα end in the same letter, Id.1.139, cf. Th.2.51, 4.48, Pl.R.618a; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. Id.Tht.173b; ποῖ (ἐς τί) τελευτᾶν (φασι); came to what end? A.Pers.735 (troch.), cf. Ch.528, Pl.Lg.630b; also τ. ἐπί τι Id.R.510d, Smp.211c. 3 die, v. supr. 1.3b. 4 the part. τελευτῶν, τελευτῶσα, τελευτῶν, is used with Verbs like an Adv., to finish with, at the end, at last, as τελευτῶν ἔλεγε Hdt.3.75; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα there would have been a fray to finish with, S.Ant.261; τελευτῶν . . ἐξεβλήθη Ar.Eq.524 (anap.); τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον at last they got tired of mourning, Th.2.51, cf. 47; ἢν δέῃ τελευτῶντα τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Id.8.81; sometimes with another part., τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην having at last become... Th.6.53, cf. Pl.Phdr.228b; πόλεις ἐπάγοντες καὶ τελευτῶντες Λακεδαιμονίους Lys.12.60. 5 of local limits and the like, μέχρι Σολόεντος ἄκρης, ἣ τελευτᾷ τῆς Λιβύης Hdt.2.32; τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς ib.148; τῇ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τ. Id.1.174, cf. 2.33, 4.39, IG12.900, Pl. Men.75e.
German (Pape)
[Seite 1086] wie τελέω, 1) vollenden, vallbringen, ins Werk setzen, eine begonnene Arbeit vollenden; Od. 5, 253 u. oft; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, als er geschworen, d. i. die Eidesformel gesprochen und den Schwur vollzogen, durch die herkömmlichen Gebräuche so vollzogen hatte, daß er nun gültig war, Il. 14, 280 Od. 2, 378 u. sonst; ein Gebet, einen Wunsch erfüllen, ὡς ἄρ' ἔπειτ' ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα, 3, 62; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ, Il. 18, 328; ἐέλδωρ, den Wunsch gewähren, 21, 200; ein Versprechen, εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης, 13, 375; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ, Einem einen Unglückstag in Erfüllung gehen lassen, bereiten, Od. 15, 324; vgl. ἁσύχιμον ὰμέραν ὁπότε τελευτάσομεν, Pind. Ol. 2, 33; τελεύτασεν πόνους Δαναοῖς, P. 1, 54; ὃς τάδε τελευτᾷ, Eur. Phoen. 1575; ἵν' εἰδῇς, οἷ τελευτήσω λόγον, Troad. 1029. – Pass. vollendet werden, in Erfüllung gehen, Hom., bei dem auch τελευτήσομαι als fut. pass. gilt; ὃ οὐποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, Il. 13, 100; τῇπερ δὴ καὶ ἔπειτα τελευτήσεσθαι ἐμελλεν, Od. 8, 510; πρίν γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ, Il. 15, 74; τελευτήσεταί τι καινὸν δόμοις, Eur. Hipp. 370. – 2) bes. mit und ohne βίον = das Leben endigen, sterben, Her. oft u. Folgde; ὀλβίσαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα, Aesch. Ag. 903; Eur. Hec. 1682 u. öfter; auch in Prosa, wie Plat. Prot. 351 b; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα, Her. 1, 32. 9, 17. 27; auffallender τελευτᾶν τοῦ βίου, Xen. Cyr. 8, 7, 17; mit τελευτᾶν λόγου Thuc. 3, 56 zu vergleichen, wie sonst παύομαι u. λήγω construirt ist; τελευτᾶν ὑπό τινος, durch Einen sterben, von ihm getödtet werden, Her. 1, 39. 4, 78; τελευτῆσαι μάχῃ, Aesch. Spt. 599; ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν, Plat. Apol. 28 c; ζῶντι ἢ τετελευτηκότι, Theaet. 142 a, u. öfter. – 3) intr., zu Ende gehen, τελευτῶντος τοῦ χρόνου, Plat. Polit. 273 d; ein Ende nehmen, endigen, τελεύτασαν λόγων κορυφαί, sie haben ihre Erfüllung erreicht, Pind. Ol. 7, 68; Tragg.: πῶς οὖν τελευτᾷ βασιλέων νείκη τάδε, Aesch. Suppl. 294; κείνου θέλοντος εὖ τελευτήσει τάδε, 208 u. öfter; αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν, d. i. diesen Ausgang hatte das Glück, Her. 3, 125; ἐς τὴν Αἴγυπτον τελευτᾷ ἡ ἀκτή, nach Aegypten hin endigt die Küste, 4, 39, vgl. 2, 39; auch übertr., τὸ κεφάλαιον ἐς τοῦτο τελευτᾷ, läuft darauf hinaus, Plat. Gorg. 453 a; vgl. ποῖ δὴ τελευτᾷ νῦν ἡμῖν οὗτος ὁ πατήρ, Legg. I, 630 c; ἐκ τούτων ἀρχόμενοι τελευτῶσιν ἐπὶ τοῦτο, οὗ ἂν ἐπὶ σκέψιν ὁρμήσωσιν, Rep. VI, 501 d; u. so öfter im Gegensatz von ἄρχομαι; Folgde, εἰς τί ποτ' ἐλπὶς ταῦτα τελευτῆσαι, Dem. 1, 14. – Das partic. praes. bei einem andern verb. finit. kann durch »endlich«, »zuletzt«, »am Ende« übersetzt werden, τελευτῶν εἶπε, zuletzt sagte er, er endigte seine Rede damit, vgl. Her. 3, 38; Thuc. 2, 51. 8, 81; Xen. An. 4, 5, 16. 6, 1, 8; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, es wären am Ende Schläge erfolgt, Soph. Ant. 261; τελευτῶν ἐπεσκόπει, Plat. Phaedr. 228 b; τελευτῶντες αὑτοῖς τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοξαν ἀμαθεῖς εἶναι, Theaet. 150 e, zuletzt schienen sie sich und Andern unverständig.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐτελεύτων, f. τελευτήσω, ao. ἐτελεύτησα, pf. τετελεύτηκα, pqp. ἐτετελευτήκειν;
Pass. ao. ἐτελευτήθην, f. et pf. inus.
I. tr. 1 finir, achever : ὅρκον IL achever de prononcer un serment ; τὸν βίον HDT, τὸν αἰῶνα HDT terminer la vie, mourir ; avec un gén. : λόγου τελευτᾶν THC terminer, conclure un discours ; ἐτελεύτα τοῦ ἐπαῖνου ἐς τάδε τὰ ἔπη THC il termina son éloge par ces vers;
2 réaliser, exécuter, accomplir : τ. τάδε ἔργα IL achever cette œuvre ; γάμον OD conclure un mariage ; τ. τινι κακὸν ἦμαρ OD terminer la vie, faire mourir ; εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα OD accorder cela aux suppliants ; εἰ πάντα τελευτήσεις ἃ ὑπέστης IL si tu accomplis tout ce à quoi tu t’es engagé ; Pass. être accompli, survenir, arriver ; s'accomplir, se réaliser;
II. intr. finir, avoir une fin, prendre fin :
1 en parl. du temps finir son cours;
2 en parl. d'actions, de situations finir, s'achever, achever son cours, aboutir : εὖ τ. ESCHL bien finir ; οὕτως ἐτελεύτησε THC les affaires eurent une telle issue ; τελευτᾶν ἐπί τι, πρός τι aboutir à qch ; en parl. d'un songe s'accomplir;
3 en parl. de pers. mourir, périr, être tué : νούσῳ τ. HDT mourir d'une maladie ; τ. γήραϊ HDT mourir de caducité, dans un grand âge ; τ. μάχῃ ESCHL trouver la mort dans un combat ; τ. ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης HDT périr par un tranchant de fer;
4 cesser de parler : καλῶς τελευτᾷς SOPH tu parles bien, la conclusion de ton discours est bonne ; ἐς τὴν ἐτελεύτων καταλέγων τὰς πόλις HDT avec laquelle je terminai dans l'énumération des villes, càd que je nommai en dernier lieu dans l'énumération des villes;
5 en parl. des pers. ou des situations, on emploie le part. τελευτῶν, ῶσα, ῶν adv. au sens de « à la fin, enfin, en dernier lieu » : τελευτῶν ἔλεγε HDT à la fin il dit ; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα SOPH et l'on aurait fini par en venir aux coups;
6 en parl. de lieux, de pays, de fleuves se terminer, prendre fin, cesser : τῆς δὲ γωνίης τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς HDT au coin formé par l'angle du labyrinthe confine une pyramide ; de même en parl. de mots τελευτᾶν ἐς γράμμα HDT se terminer par une lettre.
Étymologie: τελευτή.
Russian (Dvoretsky)
τελευτάω: ион. тж. τελευτέω
1 приводить в исполнение, совершать (τὰ ἔργα Hom.): ἐπὴν ταῦτα τελευτήσῃς Hom. когда ты это устроишь; γάμον τ. Hom. вступать в брак;
2 кончать, заканчивать (λόγον Eur.; τὸν αἰῶνα Her.): τ. τὸν βίον ὑπό τινος Plat. быть убитым кем-л.; τελευτῶν ἔλεγε Her. наконец он сказал; τ. τὸν βίον Aesch. или βίου Xen. кончать жизнь, умирать; ἐτελεύτα τοῦ ἐπαίνου ἐς τάδε τὰ ἔπη Thuc. (свое) похвальное слово он закончил следующими стихами; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα Soph. дело чуть было не дошло до драки;
3 кончаться, оканчиваться: τ. ἐς τωὐτὸ γράμμα Her. оканчиваться на ту же самую букву; τελευτῶντος τοῦ θέρους Thuc. с окончанием лета; τὰ κατὰ τὴν στρατείαν ἐς Αἴγυπτον οὕτως ἐτελεύτησεν Thuc. таков был исход похода в Египет; τ. εἴς, ἐπί и πρός τι Plat. оканчиваться чем-л., переходить во что-л.; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. Plat. становиться из юношей мужами;
4 исполняться, осуществляться: ὄψις ἡ ἐπιφανεῖσα τοῦ ὀνείρου τελευτήσειε! Her. да исполнится явившееся во сне видение!;
5 (тж. θανάτῳ τ. NT) умирать, погибать (νούσῳ Her.; μάχῃ Aesch.; ἐν τῷ πολέμῳ Plat.): τ. ὑπό τινος Her., Xen. и ὑπό τινι Aesch. погибать от чьей-л. руки; τ. ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος Plat. скончаться от полученной раны; ζῶν ἢ τετελευτηκώς Plat. живой или мертвый;
6 доходить, граничить, простираться (ἐς τὴν Αἴγυπτον τ. Her.): τῆς γωνίης τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς Her. к углу Лабиринта непосредственно примыкает пирамида.
Greek (Liddell-Scott)
τελευτάω: Ἰων. -έω, μέλλ. -ήσω, κλπ. - Παθ., μέσ. μέλλ. τελευτήσομαι ἀεὶ ἐν παθ. σημασ., Ἰλ. Ν. 100, Ὀδ. Θ. 510., Ι. 511, Εὐρ. Ἱππ. 370 (Λυρ.)· ἀόρ. ἐτελευτήθην. Τελειώνω, ἐκτελῶ, Λατ. perficere, παρ’ Ὁμ., ὅστις μεταχειρίζεται αὐτὸ οὐ μόνον ἐπὶ τελειώσεως ἔργου ὅπερ ἤρξατό τις, τελευτῆσαι τάδε ἔργα Ἰλ. Θ. 9· τ. ἃ μενοινᾷς Ὀδ. Β. 275 ἐπὴν ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς Α. 293, πρβλ. Β. 306., Ε. 253· τ. γάμον Ω 126· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἐκπληρώσεως ὅρκου ἢ εὐχῆς, ἐπιθυμίας ἢ ἐλπίδος, ἐέλδωρ τ. Φ. 200, πρβλ. Ἰλ. Ο. 74· τ. ὅσ’ ὑπέστης Ν. 375· οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ Σ. 328· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκτελῶ ἀπειλήν, Ὀδ. Γ. 56, 62· ἀλλὰ τά γε Ζεὺς οἶδεν..., εἴ κέ σφι πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν ἦμαρ Ο. 524· οὕτω, τ. πόνους Δαναοῖς Πινδ. Π. Ι. 105, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1580· - οὕτω παρ’ Ἀττ., τ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1029· τὸ δ’ ἔνθεν ποῖ τελευτῆσαί με χρή; εἰς ποῖον τέλος πρέπει νὰ τὸ φέρω; Σοφ. Ο. Κ. 476· Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ Εὐρ. Ἄλκ. 979, κλπ. - Παθητ., ἐκπληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, γίνομαι, συμβαίνω, ὡς ἐν τοῖς ἐν ἀρχῇ μνημονευθεῖσι χωρίοις, πρίν γε τὸ Πηλείδαο τελευτηθῆναι ἐέλδωρ Ἰλ. Ο. 74, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1218. 2) φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, περαίνω, ἐπεί ῥ’ ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, ἀφοῦ δὲ ὤμοσε καὶ ἐτελείωσε τὸν ὅρκον, Ὀδ. Β. 378, κλπ.· τ. ἀσύμιχον ἀμέραν, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰρηνικὴν ἡμέραν, Πινδ. Ο. 2. 61 ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ’ ἐπὶ θύννον (ἐξυπακ. τὸ δεῖπνον) Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 6. 3) μάλιστα, τ. τὸν αἰῶνα, τελειώνω τὴν ζωήν, ἀποθνήσκω, Ἡρόδ. 1. 32., 7. 17, κλπ.· τ. βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 929, Σοφ. Ἀποσπ. 572, Εὐρ. Ἑκ. 419, Πλάτ.· τ. τὸν βίον ὑπό τινος, δηλ. φονεύομαι..., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - ὡσαύτως, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ παύομαι, μετὰ γεν., ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω Ξεν. Κύρ. 8. 7, 17· οὕτω, λόγου τ. Θουκ. 3. 59· ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη αὐτόθι 104. β) συχνάκις καὶ ἄνευ τοῦ βίον, τελειώνω τὴν ζωήν, ἀποθνήσκω, Ἡρόδ. 1. 66., 3. 38, 40, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., κλπ.· πρὶν τελευτήσαντ’ ἴδῃς, πρὶν ἴδῃς αὐτὸν νεκρόν, Σοφ. Ἀποσπ. 583b· τ. μάχῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 617, πρβλ. 931· νούσῳ Ἡρόδ. 1. 161, κλπ.· γήραῖ ὁ αὐτ. 6. 24, κλπ.· - ὡσαύτως ὡς τὸ θνήσκω, τ. ὑπό τινος, ἀποθνήσκω διὰ χειρὸς ἢ ἐνεργείας ἄλλου, ὁ αὐτ. 1. 39., 4. 78., 6. 92· δόλῳ ὑπό τινος ὁ αὐτ. 4. 78· ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης ὁ αὐτ. 1. 39· ὑπ’ ἀλληλοφόνοις χερσὶν Αἰσχύλ. Θήβ. 930· ἐκ τῆς πληγῆς Πλάτ. Νόμ. 877Β, ΙΙ. ἀμεταβ. (ὡς ἀεὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πλὴν ἐπὶ τῆς σημ. Ι. 3). 1) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληροῦμαι, τ. ὄψις τοῦ ὀνείρου Ἡρόδ. 7. 47. 2) φθάνω εἰς τέλος, τελειώνω, Λατ. finire, Πινδ. Ο. 7. 125, Αἰσχύλ. Ἀγ. 635, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ χρόνου, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους Θουκ. 2. 4, 32, κλπ.· ἐπὶ ἐνεργειῶν, γεγονότων, κλπ., τ. ἡ ναυμαχία ἐς νύκτα ὁ αὐτ. 1. 51, κλπ.· ἢν ὁ πόλεμος κατὰ νόον τ. Ἡρόδ. 9. 45· εὖ τ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 211· οὕτως τ. Θουκ. 1. 110, 138, κλπ. β) μετ’ ἐμπροθ. προσδιορ., τ. ἔς τι, φθάνω εἴς τι τέλος, καταλήγω εἴς τι, αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Ἡρόδ. 3. 125· τ. ἐς τωὐτὸ γράμμα, καταλήγω εἰς τὸ αὐτὸ γράμμα, στοιχεῖον, ὁ αὐτ. 1. 139, πρβλ. 2. 33., 4. 39, Θουκ. 2. 51., 4. 48, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173Β· ποῖ (= ἐς τί) τελευτᾶ; εἰς τί καταλήγει; ποῖον εἶναι τὸ τέλος του; Αἰσχύλ. Πέρσ. 735, πρβλ. Χο. 528, Πλάτ. Νόμ. 630C· ὡσαύτως, τ. ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 510D, Συμπ. 211C· πρός τι Πολ. 552C· ἔν τινι Εὐρ. Βάκχ. 908. 3) ἀποθνήσκω, ἴδε ἀνωτ. Ι. 3. β. 4) ἡ μετοχ. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, ἦν ἐν χρήσει μετὰ ῥημάτων ὡς Ἐπίρρ. = ἐπὶ τέλους, ἐν τέλει, οἷον τελευτῶν ἔλεγε Ἡρόδ. 3. 75· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, καὶ θὰ ἐτελείωνε τὸ πρᾶγμα εἰς συμπλοκήν, Σοφ. Ἀντ. 261· τελευτῶν ἐξεβλήθη Ἀριστοφ. Ἱππ. 524· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον, ἐπὶ τέλους ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51., πρβλ. 47· ἢν δέῃ τελευτῶντα καὶ τὴν στρωμνὴν ἐξαργυρῶσαι Θουκ. 8. 81· συχν. παρὰ Πλάτ., κλπ.· ἐνίοτε μάλιστα καὶ μετ’ ἄλλης μετοχῆς, τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην... Θουκ. 6. 23· τελευτῶν δήσας, ἐπὶ τέλους δέσας αὐτόν, Λυσί. 142, 13, πρβλ. 125. 35. 5) ἐπὶ τοπικῶν ὁρίων καὶ τῶν τοιούτων, ᾗ τ. τὰ τῆς Λιβύης Ἡρόδ. 2. 148· τῇ ἡ Κνιδία ἐς τὴν ἤπειρον τ. ὁ αὐτ., 1. 174, πρβλ. 4. 39. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 546, 560 κἑξ., 870 κἑξ.
English (Autenrieth)
ipf. τελεύτᾶ, fut. τελευτήσω, aor. τελεύτησα, mid. fut. τελευτήσεσθαι, pass. aor. inf. τελευτηθῆναι: complete, bring to pass, fulfil; νοήματα, ἐέλδωρ, Il. 18.328, Od. 21.200; ὅρκον, in due and solemn form, Il. 14.280; pass. and fut. mid., be fulfilled, come to pass, Il. 15.74, Od. 2.171, Od. 8.510.
English (Slater)
τελευτάω
a bring to an end ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ' ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (O. 2.33) τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς (P. 1.54)
b fulfil τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι (v.l. τελεύτασαν) (O. 7.68)
c in tmesis ἐκ δὲ τελευτάσει (v. ἐκτελευτάω) (P. 12.29)
English (Strong)
from a presumed derivative of τελέω; to finish life (by implication, of βίος), i.e. expire (demise): be dead, decease, die.
English (Thayer)
τελεύτω; 1st aorist ἐτελεύτησα; perfect participle τετελευτηκώς (L T Tr WH); (τελευτή; from Homer down;
1. transitive, to finish; to bring to an end or close: τόν βίον, to finish life, to die, often from Aesehyl. and Herodotus down.
2. intransitive (cf. Buttmann, § 130,4) to have an end or close, come to an end; hence, to die, very often so from Aeschylus and Herodotus down (the Sept. for מוּת), and always in the N. T.: T WH omit; Tr brackets)),48; L T Tr WH; θανάτῳ τελευτάτω (in imitation of the Hebrew יוּמָת מות, A. V. let him die the death i. e.) let him surely die (Winer's Grammar, 339 (319); Buttmann, § 133,22), Mark 7:10.
Greek Monotonic
τελευτάω: Ιων. τελευτέω, μέλ. τελευτήσω — Παθ., Μέσ. μέλ. τελευτήσομαι· αόρ. ἐτελευτήθην·
I. 1. τελειώνω, εκπληρώνω, Λατ. perficere, σε Όμηρ.· εκπληρώνω όρκο ή υπόσχεση, στον ίδ.· τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ, προκαλώ άσχημη μέρα για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στους Αττ., ποῖ τελευτῆσαί με χρή; = σε ποιο τέλος πρέπει να το φέρω; σε Σοφ.· Ζεὺςὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ, σε Ευρ. κ.λπ. — Παθ., εκπληρώνομαι, γίνομαι, συμβαίνω, σε Όμηρ., Ευρ.
2. φέρνω σε πέρας, τελειώνω, ιδίως τελευτάω τὸν αἰῶνα, τελειώνω την ζωή, δηλ. πεθαίνω, σε Ηρόδ.· τελευτάω βίον, σε Αισχύλ.· επίσης με γεν., τελευτᾶν βίου, τελειώνω την ζωή, σε Ξεν.· ομοίως, λόγου τελευτᾶν, σε Θουκ.· επίσης και χωρίς τον βίον, τελειώνω την ζωή, πεθαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· τελευτάω ὑπότινος, φονεύομαι, σε Ηρόδ.
II. αμτβ.,
1. εκπληρώνομαι, στον ίδ.
2. φτάνω σ' ένα τέλος, τελειώνω, Λατ. finire, στον ίδ., Αττ.· με εμπρόθ. προσδιορ., τελευτάω ἔς τι, φτάνω σ' ένα συγκεκριμένο τέλος, καταλήγω κάπου, σε Ηρόδ., Αττ.· ποῖ (ἐς τί) τελευτᾶ; σε τί καταλήγει; ποιο είναι το τέλος του; σε Αισχύλ.
3. πεθαίνω, βλ. ανωτ.
4. η μτχ. τελευτῶν, -ῶσα, -ῶν, χρησιμοποιείται ως επίρρ., επί τέλους, στο τέλος, τελευτᾶν ἔλεγε, σε Ηρόδ.· κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, και θα τελείωνε το πράγμα σε συμπλοκή, σε Σοφ.· τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον, στο τέλος κουράστηκαν από το πένθος, σε Θουκ.
5. λέγεται για χώρα, φτάνω σ' ένα τέλος, παρακμάζω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
I. to complete, finish, accomplish, Lat. perficere, Hom.: to fulfil an oath or promise, Hom.; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ to bring about an evil day for one, Od.:—so in attic, ποῖ τελευτῆσαί με χρή; to what end must I bring it? Soph.; Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ Eur., etc.:—Pass. to be fulfilled, to come to pass, happen, Hom., Eur.
2. to bring to an end, esp., τ. τὸν αἰῶνα to finish life, i. e. to die, Hdt.; τ. βίον Aesch.:—also, c. gen., τελευτᾶν βίου to make an end of life, Xen.; so, λόγου τ. Thuc.: —also without βίον, to end life, to die, Hdt., attic; τ. ὑπό τινος to die by another's hand or means, Hdt.
II. intr.
1. to be accomplished, Hdt.
2. to come to an end, to end, Lat. finire, Hdt., attic:— foll. by a prep., τ. ἔς τι to come to a certain end, issue in, Hdt., attic; ποῖ ( = ἐς τί) τελευτᾷ; in what does it end? Aesch.
3. to die, v. supr.
4. the part. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, was used as adv., at the end, at last, τελευτῶν ἔλεγε Hdt.; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα there would have been a fray to finish with, Soph.; τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον at last they got tired of mourning, Thuc.
5. of a country, to come to an end, Hdt.
Chinese
原文音譯:teleut£w 帖留他哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:完成 相當於: (מוּת)
字義溯源:命終,終結,結束,死了,死,臨終,臨終時,治;源自(τελέω)=完畢),而 (τελέω)出自(τέλος)=界限,結局), (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἀποθνῄσκω)同義字
出現次數:總共(12);太(4);可(4);路(1);徒(2);來(1)
譯字彙編:
1) 死(4) 太2:19; 可9:44; 可9:46; 可9:48;
2) 死了(3) 太9:18; 太22:25; 路7:2;
3) 必治⋯他(1) 太15:4;
4) 他⋯死了(1) 徒2:29;
5) 都死了(1) 徒7:15;
6) 當被治(1) 可7:10;
7) 臨終時(1) 來11:22
Translations
Abkhaz: аҧсра; Afrikaans: doodgaan, sterf, sterwe; Ainu: ライ; Aklanon: matay; Albanian: vdes; Amharic: መሞት; Andi: вучӏиду; Arabic: مَاتَ, تُوُفِّيَ; Egyptian Arabic: مات; Moroccan Arabic: مات; Aramaic Syriac: ܡܬ; Armenian: մեռնել, մահանալ; Aromanian: mor, moru; Ashkun: mře; Assamese: মৰ, ঢুকা; Asturian: morrer; Avar: хвезе; Azerbaijani: ölmək, dünyanı dəyişmək, keçinmək, rəhmətə getmək; Bahnar: lôch; Bakhtiari: مردن; Bashkir: үлеү; Belarusian: паміра́ць, паме́рці, гі́нуць, згі́нуць; Bengali: মরা; Borôro: bi; Breton: mervel; Bulgarian: уми́рам, умра́, издъ́хвам, издъ́хна; Burmese: သေ, ဆုံး, ကွယ်လွန်; Buryat: үхэхэ; Catalan: morir; Cebuano: matay; Chamorro: måtai; Chechen: делла, са дала; Chepang: सीसा; Cherokee: ᎠᏲᎱᏍᎦ, ᎦᎵᏬᎦ; Chichewa: -fa; Chinese Cantonese: 死, 過身, 过身, 瓜, 釘; Dungan: сы; Mandarin: 死, 亡, 去世, 往生; Chuukese: mano; Czech: umírat, umřít; Dalmatian: morer; Danish: dø, udånde, gå bort, gå al kødets gang, sove ind, stille træskoene, kradse af, omkomme, afgå ved døden, krepere; Dolgan: өл; Drung: shi; Dutch: doodgaan, sterven, overlijden; Dzongkha: ཤི; Esperanto: morti; Estonian: surema, koolema, kõngema, kärvama, hinge heitma, langema, lahkuma; Evenki: буми; Faroese: doyggja, andast; Finnish: kuolla, delata, heittää henkensä, kupsahtaa, kaatua, menehtyä, saada surmansa, edesmennä, nukkua pois, depata, vaihtaa hiippakuntaa, heittää lusikka nurkkaan, mennä manan majoille, siirtyä ajasta ikuisuuteen, heittää veivinsä, potkaista tyhjää, oikaista koipensa; French: mourir, expirer, trépasser, crever; Friulian: murî; Galician: morrer; Georgian: იღუპება, სიკვდილი, გარდაცვალება, დაღუპვა; German: sterben, umkommen, versterben; Alemannic German: steerbe; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐌰𐌿𐌸𐌽𐌰𐌽, 𐌳𐌹𐍅𐌰𐌽; Greek: πεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώνω; Ancient Greek: ἀποθνήσκω, ἀποθνῄσκω, θνῄσκω, τελευτάω, βαίνω; Guaraní: mano, e'õ; Gujarati: મરવું; Hawaiian: make, make loa; Hebrew: מֵת; Hiligaynon: matay; Hindi: मरना; Hungarian: meghal, hal, elhuny; Hunsrik: sterrve; Icelandic: deyja, drepast, andast, sálast, týna lífinu, skylja við, látast, láta lífið, lognast út af, falla frá, fara yfrum, verða bráðkvaddur, sofna svefninum langa, sofna hinsta svefni; Ido: mortar; Ilocano: matay; Indonesian: mati, meninggal; Interlingua: morir; Irish: faigh bás; Old Irish: at·baill, baïd; Isthmus Zapotec: rati; Italian: morire, crepare, cadere; Iu Mien: daic; Japanese: 死ぬ, 亡くなる, 死亡する; Jarai: djai; Javanese: mati; Jingpho: si; Kamkata-viri: mře; Kazakh: өлу; Khasi: iap, yap; Khmer: តាយ; Korean: 죽다, 돌아가시다, 숨지다, 사망하다; Kumyk: оьлмек; Kunigami: まーすん, 死ぬん; Kurdish Central Kurdish: مردن; Northern Kurdish: mirin; Kyrgyz: өлүү, каза болуу, жок болуу; Laboya: mate; Ladin: morir, morì; Lao: ຕາຍ; Latgalian: miert, nūmiert; Latin: morior, pereo, exspiro, decedo, intereo; Latvian: mirt, nomirt; Lithuanian: mirti, numirti; Livonian: kūolõ; Lombard: morì; Loxicha Macedonian: умира, умре, починува, почине, пцовисува, пцовиса; Malagasy: maty; Malay: mati, meninggal; Malayalam: മരിക്കുക, ചാകുക; Maltese: miet; Manchu: ᠪᡠᠴᡝᠮᠪᡳ; Maori: mate, hemo, mōnehu, mate hirinaki, mate tara-ā-whare, mate whawhati tata, mate kōngenge, hurumutu; Maranao: matay; Miyako: まーㇲ゙さまーㇲ゙, 死ん; Mizo: thi; Mon: ချိုတ်; Mongolian Cyrillic: өнгөрөх, үхэх, нас барах, мрѣти; Muong: chết; Nahuatl Classical Nahuatl: miqui; Mecayapan: miqui; Northern Puebla: miqui; Nanai: бурбури; Navajo: daatsaah, yę́ę ádin; Neapolitan: murì; Nepali: मर्नु; Nivkh: мудь; Norman: mouothi, trépâsser; North Frisian: sterew, stärwe; Northern Sami: jápmit; Norwegian: dø, døy, dævve; Occitan: morir; Ojibwe: nibo; Okinawan: まーすん, 死ぬん; Old Church Slavonic Cyrillic: оумирати, оумьрѣти; Old East Slavic: мерети; Old English: sweltan; Old Frisian: sterva; Old Prussian: aulaūtwei; Old Turkic: 𐰇𐰠, 𐰆𐰲𐰀 𐰉𐰺; Ossetian: амӕлын; Ottoman Turkish: اولمك; Pacoh: cuchet; Pashto: مړل, مړه کېدل; Pennsylvania German: schtaerewe, schtarewe; Persian: مردن; Pipil: miki, miqui; Polish: umierać, umrzeć, ginąć, zginąć, zdechnąć, zdychać, skonać, wykorkować, zemrzeć, zgasnąć, dogorywać, konać; Portuguese: morrer, falecer; Punjabi: ਮਰਗ; Purepecha: uarhini; Quechua: wañuy; Rapa Nui: mate; Romanian: muri; Romansch: murir, mureir; Russian: умира́ть, умере́ть, помира́ть, помере́ть, погиба́ть, поги́бнуть, сконча́ться, сдыха́ть, сдо́хнуть, дать дуба, приказать долго жить; Rusyn: умерати; Rwanda-Rundi: -pfa; Samoan: mate, oti, maliu; Samogitian: pasėmėrtė; Sanskrit: म्रियते, मरति; Sardinian: morre, morrire, morri, morriri; Scots: dee; Scottish Gaelic: bàsaich, caochail, eug; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀мирати, у̀мре̄ти, у̀мрије̄ти; Roman: ùmirati, ùmrēti, ùmrijēti; Seri: aaha; Sicilian: muriri, mòriri; Sinhalese: මැරෙනවා; Skolt Sami: jääʹmmed; Slovak: umierať, umrieť, zomrieť, skonať; Slovene: umirati, umreti; Sorbian Lower Sorbian: wumrěś, wuměraś; Sotho: -shwa; Spanish: morir, fallecer, diñar, diñarla, espichar, estirar la pata, fenecer, finar, irse al otro barrio, palmar, palmarla, pasar a mejor vida, perecer, sucumbir; Sundanese: pupus; Swahili: kufa; Swedish: dö, avlida, gå bort; Sylheti: ꠝꠞꠣ; Tagalog: matay; Tajik: мурдан; Tamil: இற; Tatar: үләргә; Telugu: చనిపోవు, మరణించు, పరమపదించు, కాలం చేయు, గతించు; Tetum: mate; Thai: ตาย; Tibetan: འཆི་བ; Tocharian B: naut-, sruk-; Tok Pisin: dai; Tswana: -swa; Tupinambá: manõ, e'õ; Turkish: ölmek; Turkmen: ölmek; Ukrainian: умира́ти, уме́рти, помира́ти, поме́рти, ги́нути, зги́нути; Urdu: مرنا; Uyghur: ئۆلمەك; Uzbek: oʻlmoq; Venda: -fa; Venetian: morir; Vietnamese: chết, mất, qua đời; Volapük: deadön; Võro: kuulma; Waigali: mře; Walloon: mori, crever, dihoter; Welsh: marw; West Frisian: deagean, ferstjerre, stjerre; Westrobothnian: krup a, döij; White Hmong: tuag; Wutunhua: se; Yaeyama: まーらしぃん, 死ぬん; Yagnobi: мирак; Yakkha: सिमा; Yakut: өл; Yiddish: שטאַרבן; Yámana: malaku; Zealandic: sterve; Zhuang: dai; Zulu: -fa; ǃXóõ: ǀʻâa, ʻǀnôo