παραφέρω

Revision as of 10:57, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

poet. παρφέρω, fut.

   A παροίσω S.OC1675(lyr.) :—Pass., aor. 1 παροισθέντι· παρενεχθέντι, Hsch. :—bring to one's side, esp. of meats, serve, set before one, Hdt.1.119, X.Cyr.1.3.6, etc. ; π. ποτήρια Ar.Fr.466 ; πάρφερε τὸν σκύφον Sophr.15 ; τὰς κεφαλὰς π. exhibit them, Hdt.4.65 ; μάστιγάς τε καὶ κέντρα π. ἐς μέσον Id.3.130 :—Pass., to be set on table, served, Id.1.133 ; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται Pl.R.354b ; τὰ π. Luc.Merc.Cond.26.    2 bring forward, allege, cite, νόμον Antipho 3.4.8, cf. PFlor.48.8 (iii A.D.) ; π. καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Hdt.9.26; λόγους E.IA981, cf. S.OC1675 (lyr.); π. αὑτὸν ἐν σκώμματος μέρει Aeschin.1.126, cf. 132 ; πίστεις π. τοῦ μὴD.H.7.27 ; μάρτυρα Eust.ad D.P.306, cf. PAmh.2.81.12 (iii A.D.), etc.    3 hand over, ξύνθημα παρφέροντι ποιμέσιν λόχων E.Ph.1140.    4Pass., come up, hasten along, Arist.HA534a3.    II carry beside, [λαμπάδας] ἵπποις E.Hel.724.    III carry past or beyond, Pl.R.515a, etc. ; π. τὴν χεῖρα wave the hand, of gesture in speaking, D.18.232 ; π. τὸν βραχίονα παρὰ τὰς πλευράς swing it in a vertical plane parallel to the sides, opp. lifting the elbow outwards, Hp.Art.12 :—Pass., to be carried past or beyond, Th.4.135 ; δρόμῳ παρενεχθέντας Plu.Mar.35, cf.Sull.29 ; πρὸς κοντὸν π. Id.Dio 25 ; τοῦ χειμῶνος παραφερομένου while it was passing, Id.Pel.10.    2 turn aside or away, ἑκάστου π. τὴν ὄψιν X.Cyn.5.27 ; π. τοὺς ὑσσούς put them aside, Plu.Cam.41 ; put away, avert, ποτήριον ἀπό τινος Ev.Marc.14.36 ; but also, turn towards an object, κάτω ὁρᾶν καὶ μηκέτι παρενεγκεῖν τὸν ὀφθαλμόν Luc.DMeretr. 10.2 ; τὴν αὐτὴν αἴσθησιν παραφέρω πρὸς ἑκάτερον Dam.Pr.414.    3 Pass., move in a wrong direction, of paralysed limbs, τὸ παραφερόμενον Arist. EN1102b22 ; π. ἐν ταῖς χερσίν, of feigned madness, LXX 1 Ki. 21.13 ; π. τοῖς σκέλεσι, of a drunken man, D.L.7.183 ; τὸ βλέμμα παρενήνεκται is distorted, Phryn.PSp.112B.    4 mislead, lead astray, Plu.2.41d :—Pass., παραφέρεσθαι τῷ τέρποντι πρὸς τὸ βλάπτον ib.15d ; err, go wrong, Pl.Phlb.38d, 60d ; ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε -φερόμενοι Id.Phdr.265b ; παρενεχθείς (sc. τῆς γνώμης) mad, Hp.Prorrh.1.21.    5 change, γνώμην alter the text of a decree, App.BC3.61 ; παρενεχθέντος τοῦ ὀνόματος ib.2.68 ; π. τὸ πεπρωμένον Id.Syr.58.    IV sweep away, of a river, Plu.Tim. 28, cf. D.S.18.35 (Pass.) ; τοῦ χρόνου καθάπερ ῥεύματος ἕκαστα π. Plu. 2.432b :—Pass., to be carried away, σέ, Βάκχε, φέρων ὑπὸ σοῦ τἄμπαλι παρφέρομαι AP11.26 (Marc.Arg.).    V let pass, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας Orac. ap. D.21.53 ; let slip, τὸ ῥηθέν Plu.Arat.43 :— Pass., slip away, escape, X.Cyn.6.24.    VI overcome, excel, τινά τινι Luc. Charid.19.    B intr., to be beyond or over, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, a few days over, more or less, Th.5.20, 26.    2 differ, vary, as dialects, Xanth.1 ; to be altered, παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος Conon46.4 ; παραφέροντα ἢ κατ' ἄλλον τρόπον διαλλάττοντα Phld.Sign.20 ; π. παρά τι differ from... D.C.59.5 ; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Eun.Hist.p.237 D.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φέρω), 1) daneben, hinzubringen; ξύνθημά τινι, überbringen, Eur. Phoen. 1140; bes. Speisen auftragen, vorsetzen, Ar. Equ. 1220; πολλὰ αὐτῷ παραφέρειν θήρεια καὶ τῶν ἡμέρων, Xen. Cyr. 1, 3, 6, vgl. 2, 2, 4; Ath. IX, 380 d; u. pass. aufgetischt werden, Her. 1, 133; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται, Plat. Rep. I, 354 b; – vortragen, λαμπάδας, Eur. Hel. 727; – λόγους, Reden vorbringen, vortragen, Eur. I. A. 981; ἐν πυμάτῳ δ' ἀλόγιστα παροίσομεν, Soph. O. C. 1671; als Grund beibringen, anführen, Her. 9, 26; νόμον, Antiph. 3 δ 8; χαίρουσι τὴν Σιμωνίδου ξυνουσίαν παραφέροντες, Plat. Ep. VII, 311 a; πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αὐτοὺς διηλλάχθαι, D. Hal. 7, 27; a. Sp. – 2) vorübertragen, Plat. Rep. VII, 515 a, dem παραφέρειν παρὰ τὸ τειχίον entsprechend; u. pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen, Plut. Sull. 29, τοὺς διώκοντας ἔλαθε δρόμῳ παρενεχθέντας Mar. 35, ἔτι τοῦ πρώτου παραφερομένου δεύτερον ἐπῆγεν ἡ τύχη χειμῶνα Pelop. 10, vorübergehen; Sp.; – τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden, Xen. Cyn. 5, 27; παραφέρειν τὸν ὀφθαλμόν, Luc. D. Mer. 10, 2; von Etwas ab- und wo anders hinwenden, τὸν λόγον, Plut. Pelop. 9 u. a. Sp.; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen, M. Ant. 12, 14; Plut. Timol. 28, πολλοὺς ὁ ποταμὸς πα ραφέρων ἀπώλλυε, u. übertr.; vgl. noch Luc. Tim. 44; pass., Arist. H. A. 4, 8 u. Sp., οἱ πλεῖστοι παρενεχθέντες ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ποταμῷ θηρίων κατεβρώθησαν, D. Sic. 18, 35; – falsch vorbringen, δευρὶ τὴν χεῖρα ἀλλὰ μὴ δευρὶ παρήνεγκα, Dem. 18, 232; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, Plat. Phaedr. 265 b; τοιαύτῃ πάμπολυ παρηνέχθημεν, Polit. 275 a; Phil. 60 d u. Sp.; οἱ τῆς 'Αρισ τίππ ου παρενεχθέντες αἱρέσεως, Ath. XIII, 565 d. – In B. A. 65 wird τὸ βλέμμα παρενήνεκται erkl. ἐπὶ τῶν μὴ καθεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχθείς, sc. τῆς γνώμης, verrückt, Hipp. – 3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, verabsäumen, ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, Dem. 21, 53; τὸ ῥηθέν, Plut. Arat. 43; auch intrans. vorübergehen, παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων, Thuc. 5, 20, Schol. erkl. παρελθουσῶν, vgl. 5, 26; εὑρήσει τις τοσαῦτα ἔτη καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, wenige Tage darüber oder darunter. – Daher auch = sich unterscheiden, τούτων ἡ γλῶσσα ὀλίγον παραφέρει, D. Hal. 1, 28; τὰ Τιβερίου ἔργα τοσοῦτον παρὰ τὰ τοῦ Γαΐου παρενεγκεῖν, D. Cass. 59, 5; auch παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen, Conon. 26. – 4) übertreffen, Luc. Charid. 19 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παροίσω, ao. παρήνεγκα, etc.
A. tr. I. porter devant, d’où
1 mettre sur la table, servir : τί τινι qch à qqn ; τὸ παραφερόμενον ou τὰ παραφερόμενα LUC les mets qu’on sert;
2 produire, faire paraître τινά, qqn ; fig. λόγους EUR prononcer des paroles;
II. porter en passant devant, au delà de ; Pass. être porté ou se porter en passant devant, dépasser;
III. l’emporter sur, surpasser τινά τινι qqn en qch;
IV. porter de côté, mouvoir, mouvoir de côté, acc. ; p. suite :;
1 emmener, emporter, entraîner, acc.;
2 détourner, acc.;
3 interpréter faussement, détourner le sens d’une chose, acc.;
4 mettre de côté, écarter, négliger, dédaigner, acc.;
B. intr. passer outre, s’écouler en parl. du temps.
Étymologie: παρά, φέρω.

English (Strong)

from παρά and φέρω (including its alternate forms); to bear along or aside, i.e. carry off (literally or figuratively); by implication, to avert: remove, take away.

English (Thayer)

(1st aorist infinitive παρενεγκαι (Tdf., cf. Veitch, p. 669)); 2nd aorist infinitive παρενεγκεῖν (R G), imperative παρένεγκε (ibid. L Tr WH); present passive παραφέρομαι; see references under the word φέρω);
1. to bear (cf. παρά, IV:1), bring to, put before: of food (Herodotus, Xenophon, others).
2. to lead aside (cf. παρά, IV:2) from the right course or path, to carry away: R. V. carried along) (where περιφέρεσθε); from the truth, περιφερ. (Plato, Phaedr., p. 265b.; Plutarch, Timol. 6; Antoninus 4,43; Herodian, 8,4, 7 (4edition, Bekker)).
3. to carry past, lead past, i. e. to cause to pass by, to remove: τί ἀπό τίνος, Luke 22:42.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν
νεοελλ.
βλ. παραφέρνω
νεοελλ.-αρχ.
μέσ. παραφέρομαι
εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι
μσν.-αρχ.
επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ)
αρχ.
1. (σχετικά με φαγητά και επιτραπέζια σκεύη) παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω
2. προσκομίζω, φέρνω κοντά
3. εκθέτω, παρουσιάζω, επιδεικνύω
4. αναφέρω ως αιτία, προβάλλω ως επιχείρημα
5. μνημονεύω, αναφέρω κάτι
6. φέρνω κάτι πέρα ή μακριά, αποτραβώ
7. αποστρέφω την όψη, στρέφω προς το άλλο μέρος
8. παραμερίζω, θέτω κατά μέρος
9. αποτρέπω, απομακρύνω («παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ' ἐμοῡ τοῦτο», ΚΔ)
10. παραπλανώ, παροδηγώ, οδηγώ κακώς
11. (για ρεύμα ποταμού) παρασύρω
12. αλλάζω, παραλλάζω, μεταβάλλω
13. παραβλέπω, αντιπαρέρχομαι, αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ
14. αφήνω κάτι να διαφύγει
15. ξεφεύγω, διαφεύγω
16. υπερέχω, ξεπερνώ
17. (για διαλέκτους) μεταβάλλομαι, υφίσταμαι μεταβολή
18. μέσ. α) έρχομαι βιαστικά, σπεύδω
β) περνώ, διαβαίνω («ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν», Θουκ.)
19. παθ. α) (για παράλυτα μέρη) στρέφομαι ή κινούμαι προς αντίθετη κατεύθυνση
β) κάνω λάθος, πλανώμαι, σφάλλω
γ) στρέφω αλλού («τὸ βλέμμα παρενήνεκται», Φρύν.)
20. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρατιθέμενα
τα προσφερόμενα εδέσματα, τα σερβιριζόμενα φαγητά
21. (το αρσ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ παρενεχθείς
(ενν. της γνώμης) ο μανιακός, ο τρελός
22. φρ. α) «παραφέρω τὴν χεῑρα»
(για χειρονομία κατά την αγόρευση) κινώ ορμητικά το χέρι
β) «παραφέρω τὸν βραχίονα πρὸς τὰς πλευράς» — κινώ οριζόντια το χέρι
γ) «παραφέρω παρά τι» ή «παραφέρω πρὸς τι» — διαφέρω από κάτι.

Greek Monotonic

παραφέρω: ποιητ. παρ-φέρω, μέλ. -οίσω·
Α. I. 1. φέρνω στην πλευρά κάποιου, παραδίδω, παραθέτω μπροστά σε κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· παραφέρω τὰς κεφαλάς, εκθέτω, παρουσιάζω αυτές, σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι τοποθετημένος πάνω στο τραπέζι, στον ίδ.
2. φέρνω μπροστά ως επιχείρημα στη συζήτηση, παραφέρω ἐς μέσον, στον ίδ.· αναφέρω, ισχυρίζομαι, μνημονεύω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
3. παραδίδω, μεταβιβάζω, σε Ευρ.
II. φέρνω δίπλα, τί τινι, στον ίδ.
III. 1. φέρνω πέρα ή μακριά, σε Πλάτ.· παραφέρω τὴν χεῖρα, κουνώ το χέρι, γνέφω, σε Δημ. — Παθ., μεταφέρομαι πέρα ή μακριά, σε Θουκ.· τοῦ χειμῶνος παραφερομένου, καθώς ο χειμώνας περνούσε, σε Πλούτ.
2. αποστρέφω, τὴν ὄψιν παραφέρω τινός, σε Ξεν.· βάζω μακριά, παραμερίζω, σε Καινή Διαθήκη
3. στρέφω σε λάθος κατεύθυνση, σε Δημ. — Παθ., κινούμαι προς λάθος κατεύθυνση, λέγεται για παραλυμένα άκρα, σε Αριστ.
4. οδηγώ μακριά από, παροδηγώ, σε Πλάτ.
IV.παρασύρω, λέγεται για ποτάμι, σε Πλούτ. — Παθ., παρασύρομαι μακριά, σε Ανθ.
V. αφήνω να περάσει, Λατ. praetermittere, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, σε Χρησμ. παρά Δημ. — Παθ., παρασύρομαι, διαφεύγω, σε Ξεν. Β. αμτβ., πηγαίνω παραπέρα ή παρέρχομαι, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, λίγες μέρες πέρασαν, λίγο ή πολύ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραφέρω: поэт. παρφέρω
1) приносить, подавать (на стол) (πολλὰ θήρειά τινι Xen.): τὸ παραφερόμενον Plat. и τὰ παραφερόμενα Luc. поданные кушанья;
2) выставлять на вид, приводить (καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Her.);
3) произносить, высказывать (οἰκτροὺς λόγους Eur.); передавать (ξύνθημά τινι Eur.);
4) нести рядом: π. λαμπάδας τινί Eur. сопровождать кого-л. с факелами;
5) отводить в сторону (τὴν χεῖρα Dem.; τὸν ὀφθαλμόν Luc.; τὸ ποτήριον ἀπό τινος NT); отворачивать (τὴν ὄψιν τινός Xen.);
6) отбивать, отражать (τοὺς ὑσσούς Plut.);
7) нести мимо, проносить (sc. ἀνδριάντας Plat.); pass. проноситься, проходить, проезжать: τοῦ χειμῶνος παραφερομένου Plut. когда проносилась буря; δρόμῳ παρενεχθῆναι Plut. проследовать мимо;
8) (о реке и т. п.) уносить прочь, увлекать с собой (πολλοὺς συμπίπτοντας, ὑπὸ ῥεύματος παραφερόμενος Plut.; νεφέλαι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι NT);
9) отклонять, сбивать с пути: ταύτῃ πάμπολυ παρηνέχθημεν Plat. в этом мы сильно ошиблись;
10) пропускать мимо ушей, оставлять без внимания (τὸ ῥηθέν Plut.);
11) пропускать, упускать (τὰς ὥρας τῆς θυσίας Dem.);
12) проноситься, проходить (см. тж. pass. к 7): παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων Thuc. по прошествии немногих дней;
13) опережать, превосходить (τινά τινι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-φέρω met acc. aandragen, binnenbrengen, opdienen, serveren:; τὴν κεφαλήν het hoofd Hdt. 1.119.5; ptc. subst.:; τὰ παραφερόμενα het opgediende eten Luc. 36.26; overbrengen:; ξύνθημα het wachtwoord Eur. Phoen. 1140; overdr. naar voren brengen, aankomen met:. καινὰ καὶ παλαιὰ παραφέροντες ἔργα oude en nieuwe feiten naar voren brengend Hdt. 9.26.1. langs... dragen, langs... brengen; met dat.:; ἃς τετραόροις ἵπποις τροχάζων παρέφερον (de toortsen) die ik al rennend naast jouw vierspan meedroeg Eur. Hel. 724; met παρά + acc.:; παραφέροντας τὸν βραχίονα παρὰ τὰς πλευράς terwijl ze hun arm langs hun lichaam bewegen Hp. Art. 12; pass.: τοῦ γὰρ κώδωνος παρενεχθέντος toen de bel langs was gebracht Thuc. 4.135.1. opzij laten gaan, verwijderen:; παρένεγκε τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ ’ ἐμοῦ laat deze beker aan mij voorbijgaan NT Luc. 22.42; ἐπειρῶντο... τοὺς ὑσσοὺς παραφέρειν ze probeerden de spiesen opzij te duwen Plut. Cam. 41.6; μηκέτι παρενεγκεῖν τὸν ὀφθαλμόν dat hij zijn blik niet meer opzij liet gaan Luc. 80.10.2; overdr. voorbij laten gaan, veronachtzamen:. τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας jullie hebben de tijd van het offer voorbij laten gaan Dem. 21.53; παρήνεγκε τὸ ῥηθέν hij sloeg geen acht op de voorspelling Plut. Arat. 43.7. meevoeren, meeslepen:; πολλοὺς δ ’ ὁ ποταμὸς... παραφέρων ἀπώλλυε de rivier sleurde velen mee en deed hen verdrinken Plut. Tim. 28.9; overdr., pass.: διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε laat u niet meeslepen door allerlei vreemde leerstellingen NT Hebr. 13.9; αἱ κρίσεις... παραφέρονται ὑπὸ τῶν τυχόντων ἐπαίνων onze oordelen worden gemakkelijk aan het wankelen gebracht door toevallige lof Plut. Tim. 6.1. langs... gaan, overtreffen:; Δημάδην... παραφέρειν αὐτοσχεδιάζοντα τὰς τοῦ Δημοσθένους σκέψεις dat Demades improviserend de weldoordachte redevoeringen van Demosthenes overtrof Plut. Demosth. 10.1; τὰς ἄλλας ὁ πατὴρ οὐκ ὀλίγῳ τῷ μέσῳ παρενεγκοῦσαν ἑώρα haar vader zag dat zij in niet geringe mate de anderen overtrof (in schoonheid) [Luc.] 83.19; abs.: αὐτόδεκα ἐτῶν διελθόντων καὶ ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν toen precies tien jaar voorbij waren en nog enkele dagen eroverheen Thuc. 5.20.1. intrans., med.-pass. voorbijgaan, langsgaan, opzijgaan:. εἰς τὰ ἀριστερὰ παραφέρεται zij bewegen zich naar de linkerkant Aristot. EN 1102b20; ἐβιάζοντο πρὸς κοντὸν παραφερόμενοι μόλις zij hadden het zwaar te verduren, terwijl zij met behulp van de vaarboom met\n moeite erlangs voeren Plut. Dion 25.8; τοὺς μὲν διώκοντας ἔλαθε δρόμῳ παρενεχθέντας de achtervolgers merkten het niet, omdat ze er in volle vaart langs waren gerend Plut. Mar. 35.3; ἔτι δὲ τοῦ πρώτου ( χειμῶνος ) παραφερομένου terwijl de eerste storm nog aan het voorbijtrekken was Plut. Pel. 10.6. de verkeerde kant opgaan:; ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ ’ ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι misschien de waarheid enigszins beroerend, wellicht ook de verkeerde kant uitgaand Plat. Phaedr. 265b; εἰ... παρηνέχθημέν τι τότε, νῦν... ὀρθότερον εἰπάτω als wij toen ergens mis zaten, moet hij het nu corrigeren Plat. Phlb. 60d; geneesk.: παρεφέρετο hij geraakte buiten zinnen Hp. Epid. 3.17.13.

Middle Liddell

poet. παρ-φέρω fut. -οίσω
I. to bring to one's side, to hand to, set before one, Hdt., Xen.; π. τὰς κεφαλάς to exhibit them, Hdt.:—Pass. to be set on table, Hdt.
2. to bring forward, by way of argument, π. ἐς μέσον Hdt.: to bring forward, allege, cite, Hdt., Eur., etc.
3. to hand over, transmit, Eur.
II. to carry beside, τί τινι Eur.
III. to carry past or beyond, Plat.; π. τὴν χεῖρα to wave the hand, Dem.:—Pass. to be carried past or beyond, Thuc.; τοῦ χειμῶνος παραφερομένου while the winter was passing, Plut.
2. to turn aside or away, τὴν ὄψιν π. τινός Xen.: to put away, remove, NTest.
3. to turn in a wrong direction, Dem.:—Pass. to move in a wrong direction, of paralysed limbs, Arist.
4. to lead aside, mislead:—Pass. to be misled, err, go wrong, Plat.
IV. to sweep away, of a river, Plut.: —Pass. to be carried away, Anth.
V. to let pass, Lat. praetermittere, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας Orac. ap. Dem.:—Pass. to slip away, escape, Xen.
B. intr. to be beyond or over, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας a few days over, more or less, Thuc.

Chinese

原文音譯:parafšrw 爬拉-費羅
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在旁-攜帶
字義溯源:取去,撤去;由(παρά)*=旁,出於)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。參讀 (αἴρω)同義字參讀 (ἀπαίρω)同義字
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 撤去(1) 路22:42;
2) 撤去罷(1) 可14:36