στρώνω

Revision as of 10:34, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «το 'στρωσε» — ενν. το χιόνι
γ. «έστρωσαν το πεζοδρόμιο με πλάκες» δ. «μυρσίνῃσι στορνύντες τὴν ὁδόν», Ηρόδ.
ε. «τὸ γὰρ αἴθριον οὐκ εἰς ἔδαφος ἄγονον μάλιστα λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρωμένην», Λουκιαν.)
2. (με ή χωρίς τις λ. κρεβάτι ή κλίνη) τοποθετώ ή τακτοποιώ τα σκεπάσματα του κρεβατιού, ετοιμάζω το κρεβάτι (α. «στρώνω το κρεβάτι» β. «στρώσε το στρώμα σου για δυο» γ. «κλίνην στρώσαντες ὡς εἶχον κάλλιστα», Ηρόδ.
δ. «χαμάδις στορέσας», Ομ. Οδ.)
3. (το ενεργ. στη νεοελλ. και το παθ. στην αρχ.) (για δωμάτια) σκεπάζω το πάτωμα με στρωσίδια (α. «έστρωσα χθες το σπίτι» β. «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἔτοιμον», ΚΔ)
4. διασπείρω με αφθονία ένα υλικό σε μια επιφάνεια (α. «έστρωσαν τον δρόμο με λουλούδια» β. «πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. βελτιώνω, συμμορφώνω, διορθώνωείναι πολύ άτακτος αλλά θα τον στρώσω»)
2. (αμτβ.) α) (για ενδύματα) εφαρμόζω καλά πάνω σε κάτι, έχω τέλεια εφαρμογή («αυτό το φόρεμα στρώνει πολύ καλά πάνω σου»)
β) μτφ. αρχίζω να εισέρχομαι σε ομαλή, σε καλή λειτουργία, παύω να παρουσιάζω ανωμαλίες, ατέλειες ή, προκειμένου για πρόσ., αποβάλλω τις κακές συνήθειες που είχα (α. «από τότε που ήλθε έστρωσε η δουλειά» β. «έστρωσε πια το αυτοκίνητο» γ. «έστρωσε ο καιρός» — βελτιώθηκε ο καιρός
δ. «από τότε που γύρισε από τον στρατό, έστρωσε»)
3. μέσ. στρώνομαι
α) ξαπλώνω, κατακλίνομαι, πέφτω για ύπνο («στρώθηκε καταγής και το 'ρίξε στον ύπνο»)
β) επιδίδομαι με ζήλο σε κάτι, αφοσιώνομαι σε μια ασχολία (α. «όταν τέλειωσε το πανεπιστήμιο στρώθηκε στη δουλειά» β. «δεν πρόλαβε να έρθει και στρώθηκε στα χαρτιά»)
γ) εγκαθίσταμαι αυθαίρετα σε έναν τόπο («ήλθε και μού στρώθηκε στο σπίτι»)
4. φρ. α) «τον έστρωσε στο ξύλο» — τον έδειρε πολύ, τον ξυλοφόρτωσε
β) «τον έστρωσε στη δουλειά» — τον υποχρέωσε, τον ανάγκασε να δουλέψει
γ) «το 'στρωσαν στο φαΐ [ή στο κρασί ή στο τραγούδι]» — έστησαν μεγάλο, τρικούβερτο γλέντι
δ) «στρώνω το τραπέζι» — ετοιμάζω το τραπέζι για φαγητό βάζοντας το τραπεζομάντιλο και τα απαραίτητα σκεύη
ε) «στρώθηκε φαρδύς πλατύς» — γλίστρησε και έπεσε καταγής
στ) «δουλειά στρωμένη» — επαγγελματική απασχόληση, ιδίως επιχείρηση ήδη δημιουργημένη, που αποδίδει καλά
5. παροιμ. «όπως στρώσεις θα κοιμηθείς» — δηλώνει ότι ανάλογοι προς τους κόπους που καταβάλλει ο καθένας είναι και οι καρποί που θα δρέψει, ότι η επιτυχία ή η ευτυχία καθενός εξαρτάται από τις προσπάθειες που καταβάλλει ο ίδιος
αρχ.
1. εξομαλύνω, ισοπεδώνω («ἐστόρεσαν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.)
2. εξαπλώνω στο έδαφος, καταρρίπτω
3. (αμτβ.) εκτείνομαι ώς ένα ορισμένο σημείο
4. μτφ. καταβάλλω, υπερνικώ («χρυσοφόρων Μήδων στορέσας δύναμιν», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαιότεροι τ. του συστήματος του νεοελλ. ρ. στρώνω είναι, αναμφισβήτητα, ο ενεστ. στόρνυμι, ο αόρ. στορέσαι, ο παρακμ. ἔστρωμαι και το ρηματ. επίθ. στρωτός. Από το θ. του παρακμ. ἔστρωμαι σχηματίστηκαν δευτερογενώς ο ενεστ. στρώννυμι και ο αόρ. ἔστρωσα (από όπου ο νεοελλ. τ. στρώνω κατά το σχήμα ἔφθασα: φθάνω, ἔχυσα: χύνω), ενώ από τον αόρ. στορεσαι ο ενεστ. στορέννυμι. Το σύστημα του ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sterә- / strē- / ster- «απλώνω, εκτείνομαι, σκορπίζω, διασπείρω» (με δισύλλαβη και μονοσύλλαβη μορφή). Ο ενεστ. στόρ-ν-υμι, κατά την επικρατέστερη άποψη, εντάσσεται στην κατηγορία εκείνη των ενεστ. σε -νυ-μι, με έρρινο ένθημα -ν- και πρόσφυμα /υ (< IE -n-eu-mi / -n-u-mi) που παρουσιάζουν δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. ὄρνυμι, θόρνυμι). Η σύνδεση του ρήματος με το αρχ. ινδ. str-n-oti (με -ό- προερχόμενο από IE -eu-) οδηγεί στο να υποτεθεί ότι το -ορ- ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα, η αντιπροσώπευση όμως του φωνηεντικού -r- ως –ορ δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στον αναμενόμενο φωνηεντισμό της ρίζας, όπως στα ρ. ἄρ-νυμαι, πτάρ-νυμαι. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο φωνηεντισμόςορ έχει προέλθει από φωνητική ρύθμιση μακρού συλλαβικού ημιφώνου: r > ωρ > ορ (λόγω της παρουσίας λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα). Κατ' άλλη άποψη, το φωνήεν -ο- οφείλεται σε αναλογική επίδραση από τον φωνηεντισμό του αόρ. στορέσαι, ο οποίος με τη σειρά του εμφανίζει φωνήεν -ο- που παρατηρείται και σε άλλους αορίστους (πρβλ. ὀλέσαι, κορέσαι, μολεῖν), όχι απαραίτητα υστερογενείς. Στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ωστόσο, οι ενεστωτικοί τ. παρουσιάζουν τον αναμενόμενο φωνηεντισμό -e- ή -α- αναγόμενο στην απαθή ή συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας αντίστοιχα: λατ. sterno, αρχ. ιρλδ. sernim, γοτθ. straujan, γερμ. streuen. Ο φωνηεντισμός του αορ. στορέ-σαι θα μπορούσε να αναχθεί στη δισύλλαβη μορφή της ρίζας sterә-, με ετεροιωμένο το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν. Οι τ., εξάλλου, με φωνηεντισμό στρω- (πρβλ. στρωτός, ἔστρωμαι, στρώμα, στρωμνή, στρώση, στρωτήρ, στρώτης) ανάγονται επίσης στη δισύλλαβη μορφή της ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα, τέλος, της μονοσύλλαβης μορφής της ρίζας ανάγεται η λ. στόρ-νη, στην απαθή βαθμίδα η λ. στέρ-νο(ν) ενώ στη συνεσταλμένη η λ. στρă-τός].