ἐπιεικής

English (LSJ)

ἐπιεικές,
A fitting, meet, suitable, τύμβον οὐ μάλα πολλὸν... ἀλλ' ἐπιεικέα τοῖον = not very large but meet in size, Il.23.246; τείσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀμοιβήν = a fair recompense for them, Od.12.382.—Elsewh. Hom. has only the neut. ἐπιεικές, either in the phrase ὡς ἐπιεικές = as is meet, Il.19.147, 23.537, Od.8.389: or c.inf., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκουέμεν = whom it may be meet for you to hear, Il.1.547; τὰ μὲν ὅπλα θεὸς πόρεν οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτω = the arms that the god has given are such as the works of immortals should fitly be / such as is meet they should be, 19.21, cf. 23.50, Od.2.207.
II. after Hom.,
1. of statements, rights, etc.,
a. reasonable, specious, ἡ δὲ τρίτη τῶν ὁδῶν πολλὸν ἐπιεικεστάτη ἐοῦσα μάλιστα ἔψευσται Hdt.2.22; ἐπιεικὴς πρόφασις Th.3.9; λόγος Pl.Ti.67d; ἐπιεικῆ λέγειν Id.Ap.34d; ἐπιεικὴς ὁδός = a tolerable road, Plu.Crass.22.
b. opp. δίκαιος, fair, equitable, not according to the letter of the law, ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου Arist.EN1137b11, cf. Rh.1374a26; τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθεῖσι Hdt.3.53; οὔτε τοὐπ. οὔτε τὴν χάριν οἶδεν, μόνην δ' ἔστερξε τὴν ἁπλῶς δίκην S.Fr.770, cf. E.Fr.645; συγχωρεῖν τἀπιεικῆ τινι Ar.Nu.1438; ἐπιεικέστερον ἢ δικαιότερον Antipho 2.2.13; ἐπιεικὴς ὁμολογία Th.3.4; γνώμη Ar.V.1027; τὸ ἐπιεικὲς καὶ σύγγνωμον Pl.Lg. 757e; πρὸς τὸ ἐπιεικές = ἐπιεικῶς 3, Th.4.19.
2. of persons, able, capable, παῖς τὰ μὲν ἄλλα ἐ., ἄφωνος δέ Hdt.1.85; οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν τριηράρχων X.HG1.1.30; τίνες . . τῶν νέων ἐπίδοξοι γενέσθαι ἐπιεικεῖς = may be expected to turn out well, Pl.Tht.143d, cf. Lg.957a; τοὺς ἐπιεικεῖς καὶ τοῦ δήμου καὶ τῶν εὐπόρων Arist.Ath.26.1.
b. in moral sense, reasonable, fair, good, ἐπιεικὴς τὴν ψυχήν, φύσει, Pl.Smp.210b, R.538c: abs., Th.8.93, Isoc.1.48, Ep.Jac.3.17, etc.; ἐ. ἄνδρες, opp. μοχθηροί, Arist.Po. 1452b34; ἐπιεικὴς περὶ τὰ συμβόλαια D.34.30; τοὐπιεικές = fairness, goodness, honesty, impartiality, S.OC1127.
c. with social or political connotation, the upper or educated classes, λέγω ἀντικεῖσθαι τοὺς ἐπιεικεῖς τῷ πλήθει Arist.Pol. 1308b27, cf. Ath.28.1.
III. Adv. ἐπιεικῶς, Ion. ἐπιεικέως, fairly, tolerably, moderately, ἐγγλύσσει ἐπιεικῶς Hdt.2.92; ἐπιεικῶς δάκνειν, παρρησίαν ἄγειν, Phld.Lib.pp.13,45 O.; ἐπιεικῶς ἔχειν = to be pretty well, be kind Hp.Coac.368; ἐπιεικῶς ἐξεπίστασθαι Ar.V.1249; ἔστι τὸ χωρίον ἐπιεικῶς ἰσχυρόν Hell.Oxy.13.5; ἐπιεικῶς ἀναίσθητον Arist.GC319b20; ἐπιεικῶς πλατύ Id.HA495b27, cf. 497a23; οἱ πυρετοὶ ἐς τεταρταῖον ἐπιεικῶς μεθίστανται about the fourth day, Hp.Coac. 140, cf. Alex.281; ἐπιεικῶς τὸ τρίτον μέρος = pretty nearly / about / approximately the third part Plb.6.26.8; ἐπιεικῶς οἷοί τε ἦσαν κατέχειν = were fairly well able... Pl.Phd.117c; ἐπιεικῶς μὲν . . perhaps, Id.Grg.493c.
2. probably, reasonably, Id.R.431e, etc.: Sup. ἐπιεικέστατα, γενέσθαι = most suitably, Id.Lg.753b.
3. with moderation, mildly, kindly, οὐκ ἐπιεικῶς ἐντυγχάνων οὐδὲ πρᾴως Plu.Pyrrh.23; ἐπιεικῶς ἔχειν πρός τινα Isoc.15.4: Comp. ἐπιεικέστερον, διακείμενοι Id.8.61.
4. generally, usually, Plu.Pel.18, Jul.Mis.348c, Lib.Or.11.19, al.

German (Pape)

[Seite 940] ές (ἔοικα, εἰκός), geziemend, passend, anständig; τύμβον οὐ μάλα πολλόν, ἀλλ' ἐπιεικέα τοῖον, nicht gar groß, aber wie sich's eben gebührt, Il. 23, 246; τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀμοιβήν, die angemessene Buße für die geraubten Stiere, Od. 12, 382; öfter das neutrum allein, ὡς ἐπιεικές, wie sich's gehört, wie sich's schickt, Il. 19, 147. 23, 537 Od. 8, 389; auch mit dem infin., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκούειν, den zu hören sich geziemt, Il. 1, 547; οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, wie Werke der Götter beschaffen sein müssen, 19, 21, vgl. 23, 50 Od. 2, 207; – tüchtig (wie sich's gehört), παῖς τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ Her. 1, 85; ἐπιεικὴς λόγος, angemessene Rede, Plat. Apol. 34 d u. öfter; ἐπιεικέστερα λέγειν Prot. 336 d. – Bei den Attikern herrscht der Begriff des Billigen vor (vgl. ἐπιείκεια) es bildet oft den Gegensatz gegen das strenge Recht des Gesetzes, u. heißt Arist. Eth. 5, 10 geradezu ἐπανόρθωμα νομίμου δικαίου, nämlich durch Berücksichtigung der einzelnen Umstände u. Anpassung des allgemeinen Gesetzes auf den einzelnen Fall, wie ἔστιν ἐπ. τὸ παρὰ τὸν γεγραμμένον νόμον δίκαιον rhet. 11, 13; τοὐπιεικές, die Billigkeit, Soph. O. C. 1129; vgl. τὸ ἐπιεικὲς καὶ σύγγνωμον Plat. Legg. VI, 757 d; τἀπιεικῆ συγχωρεῖν τινι, einräumen, was recht u. billig ist, Ar. Nub. 1438; τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέναι Her. 3, 53; bes. von Menschen, gute, vernünftige, ordentliche Menschen, die in den Schranken der Ordnung u. Mäßigkeit bleiben, Thuc. 8, 93; Xen. Hell. 1, 1, 30; ἵν' ἐπιεικεῖς δοκῶσι εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια Dem. 34, 30; ἐπιεικὴς ὢν τὴν ψυχήν Plat. Conv. 210 b; ἐπιεικέστεροι ἄνδρες πρὸς τὸ φρονίμως ἔχειν Apol. 22 a; vgl. noch Isocr. 7, 49 ἐν καπηλείῳ φαγεῖνπιεῖν οὐδεὶς οὐδ' ἂν οἰκέτης ἐπιεικὴς ἐτόλμησε. Auch ἁπλῆ καὶ ἐπιεικὴς γυμναστική, Plat. Rep. III, 404 b; γνώμη Ar. Vesp. 1027; πρόφασις, billig, Thuc. 3, 9; ὁμολογία, glimpflich, 3, 4; πρὸς τὸ ἐπιεικές, mit Milde, 4, 19; – ἡ τρίτη ὁδῶν πολλὸν ἐπιεικεστάτη οὖσα, hat die meiste Wahrscheinlichkeit für sich, Her. 2, 22, wie λόγος ἐπ. dem παράδοξος entggstzt Pol. 10, 48, 3, vgl. 3, 91, 7; – ὁδὸς ἐπ., der gut aussieht, Plut. Crass. 22. – Adv. ἐπιεικῶς, geziemend, λέγεις Plat. Conv. 201 a u. öfter; – hinreichend, genügend, Her. 2, 92; δεδήλωται Plat. Phileb. 31 a; ἐπ. παραπλησία ἀλλήλοις ἐστίν, ziemlich, sehr ähnlich, Prot. 349 d; ταῦτ' ἐπ. μέν ἐστιν ὑπό τι ἄτοπα, ist freilich einigermaßen sonderbar, Gorg. 493 b, vgl. Phaed. 117 c; ungefähr, fast, Pol. 6, 26, 8; Plut. u. a. Sp.; – ἐπιεικῶς ἔχειν πρός τινα, mild sein, Isocr. 15, 4; neben πρᾴως Plut. Pyrrh. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 d'une juste mesure : τύμβον οὐ μάλα πολλὸν ἀλλ' ἐπιεικέα IL tombeau non trop grand, mais de proportions mesurées ; fig. ἐπιεικὴς ἀμοιβή OD dédommagement suffisant ; en gén. convenable : ἐπιεικές (s.e. ἐστι) il est convenable ; ὡς ἐπιεικές (s.e. ἐστι) IL, OD comme il est convenable ; ἐπιεικὴς πρόφασις THC prétexte spécieux ; ἐπιεικὴς ὁδός PLUT chemin praticable, convenable ; ὁδὸς ἐπιεικής HDT moyen convenable ; παῖς τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ HDT enfant doué de toutes les qualités, mais muet;
2 équitable;
3 d'un caractère doux, indulgent, bon ; τὸ ἐπιεικές THC, τοὐπιεικές SOPH la bonté;
Cp. ἐπιεικέστερος, Sp. ἐπιεικέστατος.
Étymologie: ἐπί, *εἴκω.

English (Autenrieth)

ές (ϝέϝοικα): suitable, becoming, Od. 9.382; (τύμβον) ἐπιεικέα τοῖον, ‘only just of suitable size,’ Il. 23.246; often ὡς ἐπιεικές (sc. ἐστιν).

English (Strong)

from ἐπί and εἴκω; appropriate, i.e. (by implication) mild: gentle, moderation, patient.

English (Thayer)

ἐπιεικές (εἰκός, what is reasonable);
1. seemly, suitable (from Homer down).
2. equitable, fair, mild, gentle: τό ἐπιεικές (as often in Greek writings from Thucydides down) ὑμῶν equivalent to ἡ ἐπιείκεια ὑμῶν, ἐπιείκεια, at the end.)

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιεικής, -ές)
συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής
αρχ.-μσν.
1. πράος, αγαθός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές
α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα
β) αγαθότητα
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα τοῖον», Ομ. Ιλ.)
2. λογικός, εύλογος («πρόφασίς τε επιεικής μηδεμία ὑπάρχοι τῆς ἀποστάσεως», Θουκ.)
3. αρτιμελής («παῖς τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ», Ηρόδ.)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιεικεῖς
η ανώτερη, η πιο μορφωμένη τάξη
5. φρ. α) ἐπιεικὲς ή «ὡς ἐπιεικές» — όπως πρέπει
β) «πρὸς τὸ ἐπιεικές» — με επιείκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -εικής, στο οποίο απαντά η ρίζα του έοικα (βλ. και εικόνα). Ο τ. επιεικής συνδέεται σημασιολογικά με το επέοικα «προσήκω, αρμόζω» και δηλώνει τη σημασία του πρέποντος (πρβλ. την απρόσ. έκφρ. εικός εστί «είναι φυσικό, είναι πρέπον»), μετριοπαθούς, λογικού, σημασία που έχει και το ουσιαστικό επιείκεια. Η λ. επιεικής αντιτίθεται στο επίθετο δίκαιος «αυτός που εφαρμόζει αυστηρά τον νόμο»].

Greek Monotonic

ἐπιεικής: -ές (εἰκός),·
I. κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων, αυτός που ταιριάζει, τύμβον ἐπιεικέα, αρμόζων στο μέγεθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπιεικέ' ἀμοιβήν, η προσήκουσα αποζημίωση, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἐπιεικές, όπως είναι αρμόζον, σε Όμηρ.· με απαρ., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκούειν, ο οποίος λόγος πρέπει να ακούγεται, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μετά τον Όμηρ.
1. λέγεται για δηλώσεις, δικαιώματα κ.λπ. α) λογικός, ευλογοφανής, αληθοφανής, παραπειστικός, σε Ηρόδ., Θουκ. β) δίκαιος, ορθός, τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέασι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὸ ἐπ. = ἐπιεικῶς 3, σε Θουκ. 2. α) λέγεται για πρόσωπα, άρτιος, τέλειος, σε Ηρόδ., Ξεν. β) με ηθική έννοια, λογικός, δίκαιος, ευγενικός, ευγενής, αγαθός, πράος, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· τοὐπιεικές, το πρέπον, το δίκαιο, σε Σοφ.
III. 1. επίρρ. -κῶς, Ιων. -κέως, αρκετά, αρκούντως, μέτρια, μετριοπαθώς, Λατ. satis, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τέως μὲν ἐπ., για μικρό χρονικό διάστημα, σε Πλάτ.
2. πιθανώς, λογικώς, στον ίδ.
3. με επιείκεια, με ευμένεια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιεικής:
1 надлежащий, умеренный (τύμβος οὐ μάλα πολλός, αλλ᾽ ἐ. Hom.);
2 достаточный, подобающий (ἀμοιβή τινος Hom.): ὡς ἐπιεικές Hom. как следует, как должно быть;
3 удобный, благовидный (πρόφασις Thuc.);
4 удобопроходимый (ὁδός Plut.);
5 правильный, справедливый, разумный (γνώμη Arph.; λόγος Plat.): ὁμολογίᾳ ἐπιεικεῖ Thuc. на приемлемых условиях;
6 способный, одаренный (παῖς Her.);
7 даровитый, дельный, хороший (τριήραρχος Xen.);
8 нравственно чистый, добродетельный (ἄνδρες, ἡδοναί Arst.);
9 благожелательный, снисходительный, добрый: τοὐπιεικές = τὸ ἐπιεικές и τἀπιεικῆ Arph., Plat., Arst. доброта, кротость; τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέναι Her. отдавать предпочтение доброте перед (формальной) справедливостью.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: proper, fitting, suitable; solid (Il.)
Derivatives: with ἐπιείκεια equity, reasonableness (Ion.-Att.) and ἐπιεικεύομαι (LXX 2 Es. 9, 8 v.l., H.).
Origin: IE [Indo-European] [1129] *u̯eik- compare
Etymology: Opposite ἀ-εικής (s. ἀϊκής) related to ἐπέοικα and full grade as in εἰκών. - Beside it ἐπι-είκελος comparable (Hom., Hes.) after εἴκελος; cf. Strömberg Prefix Studies 91, Schwyzer-Debrunner 466.

Middle Liddell

ἐπι-εικής, ές εἰκός
I. fitting, meet, suitable, τύμβον ἐπιεικέα meet in size, Il.; ἐπιεικέ' ἀμοιβήν a fair recompence, Od.; ὡς ἐπιεικές as is meet, Hom.; c. inf., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκούειν which word it is meet to hear, Il.
II. after Hom.,
1. of statements, rights, etc.,
a. reasonable, specious, plausible, Hdt., Thuc.
b. fair, equitable, τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέασι Hdt.; πρὸς τὸ ἐπ. = ἐπιεικῶς 3, Thuc.
2. of persons, able, capable, Hdt., Xen.
b. in moral sense, reasonable, fair, kind, gentle, good, Thuc., Plat., etc.: τοὐπιεικές goodness, Soph.
III. adv. -κῶς, ionic -κέως, fairly, tolerably, moderately, Lat. satis, Hdt., Ar.; τέως μὲν ἐπ. for some little time, Plat.
2. probably, reasonably, Plat.
3. with moderation, kindly, Plut.

Frisk Etymology German

ἐπιεικής: {epieikḗs}
Meaning: ‘schicklich, geziemend, angemessen, billig; geschickt, tüchtig’ (seit Il.)
Derivative: mit ἐπιείκεια Billigkeit, Tüchtigkeit (ion. att.) und ἐπιεικεύομαι (LXX 2 Es. 9, 8 v.l., H.).
Etymology: Gegensatz ἀεικής (s. ἀϊκής) mit Beziehung auf ἐπέοικα und Hochstufe wie in εἰκών. — Daneben ἐπιείκελος ähnlich (Hom., Hes.) nach εἴκελος; vgl. Strömberg Prefix Studies 91, Schwyzer-Debrunner 466.
Page 1,536

Chinese

原文音譯:™pieik»j 誒披-誒咳士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:在上-模擬(的) 相當於: (סַלָּח‎)
字義溯源:適合的,溫和的,謙和,謙讓,溫良,柔軟的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἔοικα)*=相似)組成
出現次數:總共(5);腓(1);提前(1);多(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 溫和的(1) 彼前2:18;
2) 溫良(1) 雅3:17;
3) 謙和(1) 多3:2;
4) 溫和(1) 提前3:3;
5) 謙讓(1) 腓4:5

English (Woodhouse)

considerate, equitable, fair, gentle, just, reasonable, specious, far

Mantoulidis Etymological

(=κατάλληλος, δίκαιος, λογικός, μετριοπαθής). Ἀπό τό ἐπί + εἰκώς τοῦ ἔοικα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἴκω (1).

Translations

suitable

Arabic: مُنَاسِب‎, مُلَائِم‎, لَائِق‎; Azerbaijani: uyğun; Bulgarian: подходящ; Catalan: apropiat; Chinese Mandarin: 合適, 合适, 適當, 适当; Czech: vhodný, vyhovující; Danish: passende, egnet; Dutch: geschikt, passend; Esperanto: konvena, taŭga; Finnish: sopiva, kelvollinen; French: approprié, convenable, opportun, idoine; German: geeignet, passend, angemessen; Gothic: 𐍆𐌰𐌲𐍂𐍃; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: πρόσφορος, ἐπιεικής, ἄρτιος; Hebrew: ראוי‎, מתאים‎, הולם‎; Hungarian: megfelelő, illő; Italian: adatto, idoneo, rispondente, confacente, indicato, appropriato, giusto; Japanese: 相応しい, 相応な, 適切な; Latin: aptus, idoneus; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Macedonian: погоден; Malay: sesuai; Malayalam: അനുയോജ്യമായ, അനുയോജ്യം; Manx: cooie; Maori: arotau, haratau, tau, tōtika; Middle English: digne; Norwegian: passende, egnet; Portuguese: apropriado, favorável; Romanian: adecvat, convenabil, potrivit, nimerit; Russian: подходящий, годный, пригодный, применимый, соответствующий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Slovene: ustrézen; Spanish: apropiado, indicado; Swedish: lämplig; Tagalog: hiyang, kahiyang; Telugu: తగిన, యుక్తమైన; Tocharian B: ayāto; Turkish: uygun, yerinde; Ukrainian: підходящий, відповідний, придатний; Vietnamese: phù hợp; Welsh: addas; Westrobothnian: poteli, tingeli; Yiddish: פּאַסיק‎

fitting

Bulgarian: подходящ; Esperanto: taŭga; Finnish: sopiva, osuva; French: approprié, conforme, convenable; Galician: baril; Georgian: სათანადო, შესაფერისი; German: passend, geeignet, recht, gebührend, angemessen; Ancient Greek: ἁρμόδιος, πρόσφορος, ἐπιεικής; Hungarian: megfelelő, illő, méltó, helyénvaló; Irish: diongbháilte; Manx: traaoil; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Swedish: lagom