πλάζω

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάζω Medium diacritics: πλάζω Low diacritics: πλάζω Capitals: ΠΛΑΖΩ
Transliteration A: plázō Transliteration B: plazō Transliteration C: plazo Beta Code: pla/zw

English (LSJ)

(A), Ep.impf.

   A πλάζον Od.2.396 : aor. ἔπλαγξα (παρ-) 9.81; Ep. πλάγξα 24.307 :—Pass. and Med., 3.106, etc.; Ep. impf. πλαζόμην 5.389 : fut. πλάγξομαι 15.312 : aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; Ep. πλάγχθην Od.1.2 ; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : pres. Med. also πλάττονται Parm.6.5 codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from, πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75 ; ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῦρ' ἐλθέμεν 24.307 ; [πρὼν… ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751 :—Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC1231 (lyr.); κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278 ; Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37 (s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ; ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56; of an exile, Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph., ὁ νέος… ὑπὸ τῆς τύχης… πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17; so perh. ἔνθα δύω νύκτας δύο τ' ἤματα κύματι πηγῷ πλάζετο Od.5.389 (v. infr. 11).    2 baffle, thwart, balk, esp. mentally, οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι… πτολίεθρον Il.2.132 ; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr.166 ; μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθείς E.HF1189 (lyr.) ; ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18 ; embarrass, trip up, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365 (Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.    3 Pass., go astray, πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278 : c. gen., ἁμαξιτοῦ E.Rh.283 ; μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6 (Maeonia, ii A. D.).    b lose, be deprived of, ὀμμάτων ἐπλάγχθη A.Th.784 (lyr., ἀπ' ὀμμ. codd.).    4 Pass., wander, rove, πλάζομαι ὧδ' Il.10.91 ; ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2 ; πῇ… πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληΐδ' 3.106; πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151 ; ἀλλά πῃ ἄλλῃ πλάζετ' ἐπ' ἀνθρώπους 3.252; κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ πλάγξομαι 15.312 ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct Att. Prose.    II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 (παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)
πλάζω (B),

   A = πλάσσω (Tarent.), An.Ox.1.62.

German (Pape)

[Seite 623] fut. πλάγξω, aor. ἔπλαγξα, aor. pass. ἐπλάγχθην, wie πλανάω, umherirren machen od. lassen, bes. von der rechten Bahn abführen, verschlagen; πᾶσι (ποταμοῖς) ῥόον πεδίονδε τίθησιν, πλάζων, Il. 17, 751; 21, 269; ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῦρ' ἐλθέμεν, Od. 24, 307; u. übertr., irremachen, verwirren, πλάζε δὲ πίνοντας, 2, 396; auch = von dem Vorhaben ablenken, Il. 2, 132. – Pass. umherirren, umherstreifen; ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, Od. 1, 2; πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός, 6, 278; κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε, 13, 278, u. öfter; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, Erz prallte von Erz ab, Il. 11, 351; πλαγχθέντες, Pind. N. 7, 37; u. so im aor. Aesch. Spt. 766; übertr., τίς πλάγχθη πολύμοχθος ἔξω; Soph. O. C. 1233; δαρὸν χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς, Eur. Or. 56; Her. 2, 116; πλαζόμενοι ἀστέρες, den ἀπλανεῖς entgeggstzt, Planeten, Tim. Locr. 97 a.

Greek (Liddell-Scott)

πλάζω: Ἐπικ. παρατ. πλάζον Ὅμ.· ἀόρ. ἔπλαγξα (παρ-) Ὀδ. Ι. 81, Ἐπικ. πλάγξα Ὅμ. ― Παθ. καὶ Μέσ., Ὅμ. κλ., Δωρ. πλάσδομαι Μόσχ. 3. 24· Ἐπικ. παρατ. πλαζόμην Ὀδ.· μέλλ. πλάγξομαι Ὀδ. Ο. 312· ἀόρ. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπικ. πλάγχθην Ὅμ.· ὡσαύτως ἐπλαγξάμην ἀμφίβ. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261, 1066· (ἴδε ἐν λ. πλήσσω). Ποιητ. ῥῆμ. (ἴδε κατωτ.), = πλανάω, κάμνω τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης Ὀδ. Α. 75· ἀλλά με δαίμων πλάγξ’ ἀπὸ Σικανίης Ω. 307· ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων (ἔνθα τὸ τίθησι πλάζων εἶναι σχεδὸν ὡς τὸ πλάζει), Ἰλ. Ρ. 751. 2) μεταφορ., περιπλανῶ, πλάζε δὲ πίνοντας Ὀδ. Β. 396· (πρβλ. πίνοντες ἐπλάζοντο Πινδ. Ἀποσπ. 147)· οἵ με μέγα πλάζουσι, μὲ παραπλανῶσιν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ μου, Ἰλ. Β. 132. ΙΙ. Παθ., πλανῶμαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Ὀδ. Α. 2· πῆ... πλάζομαι; Ν. 204· κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες αὐτόθι 278· πλ. ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληίδ’ Γ. 106· ἀλλά πη ἄλλῃ πλάζετ’ ἐπ’ ἀνθρώπους αὐτόθι 252· πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηὸς Ζ. 278· ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, ἀπεκρούσθη, παρετράπη, Ἰλ. Λ. 351· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πλαγχθέντες Πινδ. Ν. 7. 55, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 56, Ἡρ. Μαιν. 1187· μετὰ γεν., πλανῶμαι ἀπό τινος, ὀμμάτων ἐπλάγχθη Αἰσχύλ. Θήβ. 784· ἁμαξιτοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 283· οὕτω, τίς πλάγχθη πολύμοχθος ἔξω· ὅ ἐστι τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ πολύμοχθος εἶναι (εἰ δὲ μὴ νοητέον τὸ κάματος ἐκ τῆς ἑπομένης προτάσεως, τίς κάματος πολύμοχθος πλάγχθη ἔξω;), Σοφ. Ο. Κ. 1231· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τῇ τε ἄλλῃ πλαζόμενος παρ’ Ἡροδ. 2. 116· οἱ πλαζόμενοι, οἱ πλανῆται, Τίμ. Λοκρ. 97Α· οὕτω παρὰ Πολυβ., Πλουτ., κλπ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις. ΙΙΙ. Ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ὁμήρου κεῖται ἐπὶ κυμάτων, μέγα κῦμα... πλάζ’ ὤμους καθύπερθε Ἰλ. Φ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., κύματι πηγῷ πλάζετο Ὀδ. Ε. 388· ― ἐνταῦθα ὁ Ἀρίσταρχος ἐκλαμβάνει ἀντὶ πλῆσσε, πλήσσετο, ἔπληττεν· ἐπλήττετο· ἀλλὰ δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = σφάλλω, κάμνω τινὰ νὰ παραπατήσῃ, ἢ παραπλανῶ, οὕτω, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σκάνδαλα Ἀνθ. Π. 7. 365.

French (Bailly abrégé)

f. πλάγξω, ao. ἔπλαγξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπλάγχθην;
1 faire vaciller, faire chanceler, acc.;
2 écarter du droit chemin, faire errer çà et là : ἀπὸ πατρίδος αἴης OD loin de la patrie ; fig. dérouter, embrouiller, troubler, acc. ; particul. détourner d’un projet, acc. ; Pass. s’égarer, errer çà et là : ἧς ἀπὸ νηός OD loin de son navire ; ἐπὶ πόντον OD errer sur la mer ; ἐπ’ ἀνθρώπους OD errer parmi les hommes ; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη IL l’airain rebondissait de l’airain.
Étymologie: p. *πλάγjω, de la R. Πλαγ, frapper ; cf. πλήσσω.

English (Autenrieth)

(cf. πλήσσω), aor. πλάγξε, mid. fut. πλάγξομαι, pass. aor. πλάγχθη, part. πλαγχθείς: I. act., strike, Il. 21.269; esp., strike or drive back, cause to drift; ῥόον, τινὰ ἀπὸ πατρίδος, Il. 17.751, α , Od. 24.307; met., of the mind, ‘make to wander,’ ‘confuse,’ Od. 2.396.— II. mid. and pass., be driven, drift, wander; ‘be struck away,’ ‘rebound,’ Il. 11.351.

English (Slater)

πλάζω pass.
   a wander, go astray ὁ δἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (Boeckh: ἅμαρτεν ἵκ. δ' εἰς ἐφ. codd.) (N. 7.37)
   b met., wander in one's mind, lose one's senses αὐτόματοι δ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο (sc. Κένταυροι) fr. 166. 5.

Greek Monolingual

(I)
Α
(ποιητ. τ.)
1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τον εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ' ἀπὸ Σικανίης δεῡρ' ἐλθέμεν», Ομ. Οδ.
β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν
τες», Πίνδ.)
2. εμποδίζω, προσκρούω («πλάζει τὸν παῑδα τὰ σάνδαλα», Ζωναρ.)
3. (για τα κύματα) (κυρίως στον Όμ.) πλήσσω, χτυπώ («κῡμα... πλαζ' ὤμους καθύπερθεν», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. αποπλανώ, εξαπατώ («οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὺκ εὶῶσ' ἐθέλοντα Ἴλιον ἐκπέρσαι», Ομ. Ιλ.)
5. παθ. πλάζομαι αποβάλλω ή χάνω κάτι («πατροφόνῳ χερὶ τῶν... ὀμμάτων ἐπλάγχθη», Αισχύλ.)
6. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) πλαζόμενοι
οι πλανήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλάζω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (πλᾰγ-) της ΙΕ ρίζας plā-k-/plā-g- «χτυπώ» (βλ. και λ. πλήσσω), με ηχηρό -γ-, εκφραστική έρρινη παρέκταση και επίθημα -jo (πλάζω < πλαγ-γ-jο, πρβλ. κλάζω < κλάγγ-jο). Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. plango «πλήττω, χτυπώ το στήθος από λύπη» (πρβλ. γαλλ. plaindre «παραπονιέμαι», γερμ. plagen «βασανίζω», αγγλ. plaint «θρήνος»). Στην Ελληνική, το ρ. με την αρχική σημ. της ρίζας «χτυπώ» απαντά σε ορισμένα χωρία στον 'Ομηρο σχετικά με κύματα, καθώς και στο τοπωνύμιο Πλαγκταί, στην περίπτωση που αυτό αντιστοιχεί προς τις Συμπληγάδες. Η χρήση αυτή του ρ. για τα κύματα που χτυπούν και, επομένως, εκτρέπουν τα πλοία από τον δρόμο τους οδήγησε πιθ. στη σημ. «κάνω κάποιον να περιπλανάται», η οποία υπήρχε ήδη στα σύνθ. ἀπο-πλάζω, παρα-πλάζω κ.λπ. και η οποία τελικά επικράτησε και επεκτάθηκε και στη σημ. τη σχετική με σφάλματα του νου].
(II)
Α
(στους Ταραντίνους) πλάθω.

Greek Monotonic

πλάζω: Επικ. παρατ. πλάζον, αόρ. αʹ ἔπλαγξα, Επικ. πλάγξα — Παθ. και Μέσ., Δωρ. πλάσδομαι, Επικ. παρατ. πλαζόμην, μέλ. πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπλάγχθην, Επικ. πλάγχθην· όπως το πλανάω·
I. 1. κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ.
2. οδηγώ σε σφάλμα, μπερδεύω, παραπλανώ, στον ίδ.
II. Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, ο χαλκός εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, ἁμαξιτοῦ, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη πολύμοχθος εἶναι; σε Σοφ.
III. μέγα κύμα πλάζ' ὤμους, το κύμα οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., κύματι πλάζετο, οδηγήθηκε παράμερα από το κύμα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πλάζω: (fut. πλάγξω, aor. ἔπλαγξα - эп. πλάγξα; aor. pass. ἐπλάγχθην - эп. πλάγχθην)
1) сбивать с пути, уводить прочь (ἀπὸ πατρίδος αἴης Hom.): οἵ με μέγα πλάζουσι Hom. они меня всячески удерживают; τὰ σάνδαλα πλάζει τινά Anth. обувь мешает ходить кому-л.; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη Hom. медь (ударившись) отскочила от меди; πλαγχθεὶς ἁμαξιτοῦ Eur. сбившийся с широкой дороги; τίς πλάγχθη πολύμούος (sc. κάματος) ἔξω; Soph. какое страдание миновало (людей)?; ὀμμάτων ἐπλάγχθη Aesch. (Эдип) лишил себя зрения;
2) заставлять скитаться: ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Hom. (Одиссей), который очень много постранствовал; πλάζεσθαι ἐπ᾽ ἀνθρώποις Hom. скитаться среди людей; οἱ πλαζόμενοι (sc. ἀστέρες) Plat. планеты.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάζω, ep. imperf. πλάζον, med.-pass. πλαζόμην; aor. ἔπλαγξα in compos.,\n ep. aor. πλάγξα, aor. pass. (ἐ)πλάγχθην, 3 plur. ἐπλάχθησαν Parm.; fut. med. πλάγξομαι. met acc. opzij doen gaan, opzijduwen, opzijslaan:; ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων (het voorgebergte) doet de stroom richting vlakte gaan door hem opzij te slaan Il. 17.751; κῦμα... πλάζ ’ ὤμους καθύπερθεν een golf sloeg van boven tegen zijn schouders Il. 21.269; πλάζει δ ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης hij deed (hem) van zijn vaderland afdrijven Od. 1.75; pass..; κύματι πηγῷ πλάζετο hij werd heen en weer gedreven door zware golfslag Od. 5.389; overdr.. γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ ’ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθής ontstaan en ondergang zijn heel ver weggestoten en de ware overtuiging heeft ze\n afgestoten Parm. B 8.28. overdr. van het doel afbrengen:. οἵ με μέγα πλάζουσι (de bondgenoten) die mij goed dwarszitten Il. 2.132; ἔπλαζε δὲ πίνοντας (Athene) liet hen, terwijl ze dronken, het spoor bijster worden Od. 2.396; μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθείς uit de koers geslagen door een aanval van waanzin Eur. HF 1187. intrans., med.-pass. uit de koers raken:; πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηός zij heeft iemand die uit de koers is geraakt, van zijn schip vandaan meegenomen Od. 6.278; afketsen:. πλάγχθη δ ’ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός de bronzen speer ketste af van het brons Il. 11.351. zwerven, dolen:. μάλα πολλὰ πλάγχθη hij heeft heel veel gezworven Od. 1.2; πλαζόμενοι ἐπὶ πόντον κατὰ ληΐδα zwervend over zee op zoek naar buit Od. 3.106; πλάζεσθαι μετ ’ ἐκεῖνον rondlopen op zoek naar hem Od. 16.151; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν zij liepen rond zonder doel Plut. Mar. 36.3.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to make devious, to repel, to dissuade from the right path, to bewilder, midd.-pass. to become devious, to go astray, to wander about (Il.).
Other forms: Aor. πλάγξαι, pass. πλαγχθῆναι, fut. πλάγξομαι.
Compounds: Also w. παρα-, ἀπο- a.o..
Derivatives: πλαγκτός devious, mad, bewildered (ep. poet. φ 363; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21), Πλαγκταί f. pl. (sc. πέτραι) "the shock-rocks" (μ 61 etc.; on the meaning which is not quite clear P.-W. 20, 2193ff.); πλαγκτο-σύνη f. wandering about (ο 343, Nonn.; Wyss 26); πλαγκ-τύς, -ύος f. id. (Call.); -τήρ m. surn. of Dionysos (AP), confuser ('wanderer'?), -τειρα ἀτραπιτός zodiac (Hymn. Is.). Here also πλάγγος; s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: With πλάγξαι, πλαγκτός agree formally Lat. plānxi, plānctus (vowellength sec.); to this πλάζω as yot-present from *πλάγγ-ι̯ω against plang-ō. Further, uncertain comparisons from Alb., Celt. and Germ., for Greek without interest, in W.-Hofmann s. v. So orig. meaning beat away, which in some places, e.g. Φ 269, and in Πλαγκταί still can be vaguely seen. The most dominant meaning drive off etc. has formed prob. in the very usual expressions with ἀπό and other separative expressions. -- The inner nasalisation excepted, which is to be explained either as generalized presentinfix or as onomatop. rootelement (cf. κλάζω, κλάγξαι and Schwyzer 692), agrees to this the aorist πλαγ-ῆναι; s. πλήσσω with further connections and lit., but the short α is hard to explain: secondary from *plang-?

Middle Liddell

πλανάω
I. like πλανάω to make to wander or roam, Hom.
2. to lead astray, bewilder, Hom.
II. Pass. to wander, rove, roam about, Od.; ἀπὸ χαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη brass glanced off from brass, Il.; c. gen. to wander from, ἁμαξιτοῦ Eur.; so, τίς πλάγχθη πολύμοχθος ἔξω; i. e. τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ πολύμοχθος εἶναι; Soph.
III. μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους the wave drove his shoulder aside, Il.:Pass., κύματι πλάζετο was driven aside by the wave, Od.

Frisk Etymology German

πλάζω: -ομαι
{plázō}
Forms: Aor. πλάγξαι, Pass. πλαγχθῆναι, Fut. πλάγξομαι,
Grammar: v.
Meaning: verschlagen, zurückschlagen, von der rechten Bahn abbringen, irremachen, Med.-Pass. verschlagen werden, abirren, umherschweifen (vorw. ep. poet. seit Il.).
Composita : auch m. παρα-, ἀπο- u.a.,
Derivative: Davon πλαγκτός verschlagen, irre, verwirrt (ep. poet. seit φ 363; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21), Πλαγκταί f. pl. (sc. πέτραι) "die Schlagfelsen" (μ 61 usw.; zur nicht ganz klaren Bed. P.-W. 20, 2193ff.); πλαγκτοσύνη f. ‘das Umher- schweifen’ (ο 343, Nonn.; Wyss 26); πλαγκτύς, -ύος f. ib. (Kall.); -τήρ m. Bein. des Dionysios (AP), Verwirrer (’Umherschweifer’?), -τειρα ἀτραπιτός der Tierkreis (Hymn. Is.). Hierher noch πλάγγος; s. bes.
Etymology : Zu πλάγξαι, πλαγκτός stimmen formal lat. plānxi, plānctus (Vokallänge sekundär); dazu πλάζω als Jotpräsens aus *πλάγγι̯ω gegenüber plang-ō. Weitere, unsichrere Vergleiche aus dem Alb., Kelt. und Germ., für das Griech. ohne Interesse, bei W.-Hofmann s. v. Urspr. Bed. somit schlagen, die an einigen Stellen, z.B. Φ 269, und in Πλαγκταί noch durchschimmert. Die weit vorherrschende Bed. verschlagen hat sich wahrscheinlich in den sehr gewöhnlichen Redewendungen mit ἀπό und anderen separativen Ausdrücken ausgebildet. — Von der inneren Nasalierung abgesehen, die entweder als verallgemeinertes Präsensinfix oder als Schallwortelement zu erklären ist (vgl. κλάζω, κλάγξαι und Schwyzer 692), stimmt dazu der Aorist πλαγῆναι; s. πλήσσω mit weiteren Anknüpfungen und Lit.
Page 2,548-549