περίεργος

From LSJ
Revision as of 16:53, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίεργος Medium diacritics: περίεργος Low diacritics: περίεργος Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: períergos Transliteration B: periergos Transliteration C: periergos Beta Code: peri/ergos

English (LSJ)

ον, A taking needless trouble, Lys.12.35; γραμματικῶν περίεργα γένη AP11.322 (Antiphan.). Adv. περιέργως Hp.Decent.7. 2 officious, meddlesome, Isoc.5.98, X.Mem.1.3.1, Men.Sam.85; περίεργος εἰμι I am a busybody, Id.Epit.45; περίεργα βλέπειν look curiously at, c. acc., AP 12.175 (Strat.), cf. Hdn.5.3.8 (Comp.). 3 of an inquiring mind, Arist.Resp.480b27; inquisitive, curious, Hdn.4.12.3 (Sup.); περίεργα παιδία Gal.6.635; τὸ περίεργον Luc.Alex.4. Adv. περιέργως, ἔχειν Astramps.Orac.p.1 H.: Comp. περιεργότερον, ἔχειν πρός τινα Jul.Or.4.130d. II Pass., overwrought, elaborate, ὀδμή (perfume) Hp.Praec.10; φορήματα Ar.Fr. 321; ζωγράφημα Plu.2.64a; τὸ τῆς κόμης περίεργον Luc.Nigr.13; especially of language or style, ὀνόματα, λόγοι, Aeschin.3.229, D.H.Lys.14; τὸ περίεργον Θουκυδίδου Id.Vett.Cens.3.2: Comp., περιεργοτέρα λέξις Id.Is.3. Adv. περιέργως Antyll. ap. Orib.9.14.7: Comp. περιεργότερον, ἠσκημένος τὴν κόμην Arr.Epict.3.1.1; ἐξορχεῖσθαι Hdn.5.5.3. 2 superfluous, περίεργα καὶ μακρὰ λέγειν Pl.Plt.286c; ὅπως εἴ τις περίεργος ἀφαιρεθῇ (sc. δαπάνη) = if any is superfluous, it may be removed Arist. Rh.1359b27; π. ἐστί τι And.3.33, cf. Is.1.31; π. [ἐστι] τὸ λέγειν Arist.Pol.1315a40, cf. Rh.1369a8; futile, useless, πόλεμος Isoc.15.117. Adv. περιέργως Timocl.13.4, etc. 3 curious, superstitious, ἱερουργίαι Plu.Alex.2; τὰ περίεργα curious arts, magic, Act.Ap.19.19.

German (Pape)

[Seite 575] 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονθ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν ἔξεστι βουλεύεσθαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v.l. πάρεργον), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς κόμης περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις ζωγράφημα, Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' ἁπλῶς κατὰ τὸ δύνασθαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

περίεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ πολὺ ἢ καθ’ ὑπερβολὴν φροντίζων, εἰς μάταιον κόπον ὑποβάλλων ἑαυτόν, Λυσ. 123. 24· ἐπὶ ἰατρῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· ἐπὶ γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. 2) ὁ ασχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενος, Λατ. curiosus, Ἰσοκρ. 102Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· περίεργα βλέπειν, βλέπειν μετὰ περιεργείας, Ἀνθ. Π. 12. 175. 3) πλήρης περιεργίας, ἔχων νοῦν ἐρευνητικόν, ἐρευνητικός, Ἡρῳδιαν. 4. 12. ΙΙ. παθ., ὁ μετ’ ἰδιαζούσης προσοχῆς πεποιημένος, π. πόλεμος, λίαν δαπανηρός πόλεμος, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124 2) ὁ μετὰ πολλῆς ἀκριβείας εἰργασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310, Πλούτ. 2. 64Α· τὸ τῆς κόμης π. Λουκ. Νιγρ. 13· ἰδίως ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὀνόματα, λόγοι Αἰσχίν. 86. 27, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14· τὸ π. Θουκυδίδου ὁ αὐτ. ἐν τῷ τῶν Ἀρχ. Κρίσεις 3. 2· συγκρ., περιεργοτέρα λέξις ὁ αὐτ. π. Ἰσαίου 3· - συγκρ. ἐπίρρ., περιεργότερον ἠσκημένος τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1. 3) περιττός, περίεργα καὶ μικρὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτ. 286C· εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (ἐξυπ. δαπάνη) Ἀριστ. Ρητορ. 1. 4, 8· π. ἐστί τι Ἀνδοκ. 27. 35, πρβλ. Ἰσαῖ. 1. 38· π. [ἐστὶ] τὸ λέγειν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33, πρβλ. Ρητορ. 1. 10, 9. - Ἐπίρρ. περιέργως, Ἱππ. 24. 9, Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2, κτλ. 4) περίεργος, δεισιδαιμονίας πλήρης, ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2· τὰ περίεργα, περίεργα τεχνάσματα, Πράξ. Ἀποστ. ιθ', 19· πρβλ. περιεργία ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίεργον. περιττὸν· ἢ στρεβλὸν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui prend un soin superflu, minutieux à l’excès ; περίεργόν ἐστι avec l’inf. ISOCR il est superflu de …;
2 qui s’occupe de ce qui ne le regarde pas, indiscret;
II. travaillé avec un soin excessif, d’un art raffiné : τὸ περίεργον LUC soin excessif, art prétentieux;
Cp. περιεργότερος.
Étymologie: περί, ἔργον.

English (Strong)

from περί and ἔργον; working all around, i.e. officious (meddlesome, neuter plural magic): busybody, curious arts.

English (Thayer)

περιεργον (περί and ἔργον; see περί, III:2), busy about trifles and neglectful of important matters, especially busy about other folks' affairs, a busybody: Xenophon, mem. 1,3, 1; περιεργων καί πολυπράγμων, Epictetus diss. 3,1, 21); of things: τά περίεργα, impertinent and superfluous, of magic (A. V., curious) arts, περίεργος practising magic, Aristaen., epistles 2,18, 2 (cf. Plutarch, Alex. 2,5)); cf. Kypke, Observations, and Kuinoel, commentary at the passage.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίεργος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να το γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ.
γ. «τὸ μὲν σαφῶς λεχθὲν παρατρέχει τὸν ἀκροατήν
τὸ δὲ ἀσαφὲς περιεργότερον αὐτὸν ποιεῖ», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται άτοπα και υπερβολικά με τα ζητήματα τών άλλων και αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις (α. «πολύ περίεργη γυναίκα, ανακατεύεται παντού» β. «καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα», ΚΔ)
3. (ιδίως για πράγμ.) αυτός που προκαλεί έκπληξη, αλλόκοτος, παράδοξος (α. «στο σπίτι αυτό συμβαίνουν περίεργα πράγματα» β. «οι αστρονόμοι παρατήρησαν τελευταία ένα σπάνιο και περίεργο φαινόμενο» γ. «έχοντας μεγάλην έφεσιν εις τοιαύτας περιέργους διηγήσεις», Αραβ. Μύθ.
γ. «ταῖς κατακόροις... καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.)
νεοελλ.
(για πρόσ.) εκείνος του οποίου η συμπεριφορά και οι ενέργειες δεν είναι ή δεν γίνονται εύκολα κατανοητές, ιδιόρρυθμος, ακατανόητοςείναι πολύ περίεργο άτομο ο φίλος σου»)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το περίεργο
η παράξενη και ταυτόχρονα η πιο σημαντική πτυχή, το ενδιαφέρον και ταυτόχρονα αξιόλογο στοιχείο («το περίεργο στην όλη υπόθεση συνίσταται στο ότι...»)
μσν.-αρχ.
1. γεμάτος δεισιδαιμονία, μαγικός (α. «δαιμόνων κακλήσεσι περιέργοις θελγομένων», Ωριγ.
β. «περίεργον φάρμακον», Μέγ. Βασ.)
2. (με παθ. σημ.) ο επεξεργασμένος με μεγάλη επιμέλεια, ο πολύ φροντισμένος, περίτεχνος (α. «περίεργα φορήματα», Αριστοφ.
β. «ὥσπερ ζωγράφημα περίεργον», Πλούτ.
γ. «ἐξ ονομάτων... περιέργων», Αισχίν.)
3. αυτός που επιμελείται και φροντίζει κάτι πέρα από τα κανονικά όρια, που είναι υπέρμετρα λεπτολόγος και ματαιόσχολος («γραμματικῶν περίεργα γένη», Αντιφαν.)
4. (για πρόσ.) ματαιόδοξος
5. το αρσ. ως ουσ.περίεργος
μάγος
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίεργα
οι μαγικές τέχνες, η μαγεία («τῶν τά περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον», ΚΔ)
αρχ.
1. σκεπτικός, σοβαρά απασχολημένος με μια σκέψη («σκυθρωπὸν ὄντα με ἰδὼν "τί σύννους", φησί... "Τί γάρ;" ἐγώ
"περίεργος εἰμί"» — σαν μέ είδε σκυθρωπό, μού λέει: γιατί έτσι συλλογισμένος; Κι εγώ: και τί μ' αυτό, είμαι σκεπτικός, Μέν.)
2. μάταιος, περιττός (α. «δείσαντες μὴ περίεργα ἅμα καὶ μακρὰ λέγοιμεν», Πλάτ.
β. «εἴ τις περίεργος [ενν. δαπάνη ἀφαιρεθῇ», Αριστοτ.)
3. άσκοπος, ανώφελος («πόλεμον ἀσύμφορον καὶ χαλεπov καὶ περίεργον», Ισοκρ.)
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ περίεργον
η περιέργεια.
επίρρ...
περιέργως ΝΜΑ και περίεργα ΝΜ
1. με περίεργο τρόπο
2. με περιέργεια
αρχ.
1. με ανώφελη επιμέλεια, με άχρηστη φροντίδα
2. με πολυπραγμοσύνη
3. με επιτηδευμένο τρόπο
4. μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. περι- + -εργος (< ἔργον)].

Greek Monotonic

περίεργος: -ον (*ἔργω
I. 1. αυτός που είναι υπερβολικά προσεκτικός, σε Λυσ. κ.λπ.
2. αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων, ανακατωσούρης, κουτσομπόλης, σε Ξεν.
II. 1. Παθ., φτιαγμένος με ιδιαίτερη φροντίδα, καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ.
2. περιττός, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. περίεργος, προληπτικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περίεργος:
1) излишне хлопотливый, не в меру усердствующий, суетливый Lys., NT: γραμματικῶν περίεργα γένη шутл. Anth. суетливое (мелочное) племя грамматиков;
2) чрезмерный, бесполезный, излишний: περίεργα καὶ μακρὰ λέγειν Plat. говорить долго о неважном;
3) чрезмерно изысканный, утонченный (τράπεζαι Luc.);
4) дорогостоящий, разорительный (πόλεμος Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίεργος -ον [περί, ἔργον] act., zich veel moeite gevend pos. zeer nauwlettend; subst. τὸ περίεργον nauwlettendheid; Luc. 42.4; adv. zorgvuldig:. κατασημηναμένου περιέργως nadat ik het zorgvuldig verzegeld had Luc. 42.53. ongunstig, van verkeerd bestede moeite bemoeizuchtig:; περίεργός εἰμι ik ben een bemoeial Men. Epitr. 262; verkeerd bezig:; σφᾶς αὐτοὺς ἡγήσονται περιέργους... τηρουμένους zij zullen menen dat hun oplettendheid verkeerd bestede moeite was Lys. 12.35; περιέργους... ἐνόμιζεν εἶναι (Socrates) vond dat ze verkeerd bezig waren Xen. Mem. 1.3.1; bijgelovig. NT Act. Ap. 19.19. pass., waaraan te veel moeite is gegeven overbodig:; τὸ δὲ προσδιαιρεῖσθαι περίεργον verdere onderscheidingen te maken is overbodig Aristot. Rh. 1369a8; περίεργα ἐρωτῶν overbodige vragen stellend Luc. 78.3.2; buitensporig, overdreven:; ὀδμή... περίεργος overdreven parfumering Hp. Praec. 10; subst. τὸπερίεργον buitensporigheid:. τῆς κόμης τὸ περίεργον zijn overdreven haardracht Luc. 8.13.

Middle Liddell

περί-εργος, ον, [*ἔργω
I. careful overmuch, Lys., etc.
2. busy about other folk's affairs, meddling, a busybody, Xen.
II. pass. done with especial care, elaborate, Aeschin., etc.
2. superfluous, Plat., etc.
3. curious, superstitious, Plut.

Chinese

原文音譯:per⋯ergoj 胚里誒而哥士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:四周-行動(者)
字義溯源:到處活動的,好管間事,好奇的,邪術的;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἐργάζομαι)=去行)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺)。而 (ἐργάζομαι)出自(ἔργον)=行為), (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (ἐργάζομαι)同義字
同源字:1) (ἐργάζομαι)去行 2) (περιεργάζομαι)到處活動 3) (περίεργος)到處活動的
出現次數:總共(2);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 好管閑事(1) 提前5:13;
2) 邪術的(1) 徒19:19

English (Woodhouse)

meddlesome, over busy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)