λέσχη
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἡ, (prob. from *λέχ-σκη, cf. λέχος) orig. A couch: hence, funeral bier or tomb, IG12(1).709 (Camirus); then, 2 lounging place, resort of idlers or beggars, οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Od.18.329; πὰρ δ' ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην Hes.Op.493, cf. 501; κατίζων ἐν ταῖς λ. τῶν γερόντων Ps.- Hdt.Vit.Hom.12. 3 later, public building or public hall, used as a lounge or meeting place, esp. at Sparta and in other Doric cities, Cratin.164 (pl.), cf. Paus.3.14.2, Plu.Lyc.16, 24 (pl.); also in Attica, IG12.888, 2.1055.23, Procl.ad Hes.Op.491; at Delphi, hall adorned with paintings by Polygnotus, Luc.Im.7, Paus.10.25.1; at Cnidus, council chamber, Plu.2.412d, cf. 298d; of the council of the Olympian gods, Ζεὺς ἇς λέσχας ἀπηξιώσατο (sc. τὰς Ἐρινῦς) A.Eu.366 (lyr.); also σύγκλητον τήνδε γερόντων λ. this specially summoned council, S.Ant.161 (anap.). II talk or gossip, such as went on in the λέσχαι (cf. λεσχηνεύω, etc.), μακραὶ λ. E.Hipp.384, cf. IA1001 (pl.), Epicr.11.32 (pl., anap.), LXX Pr.23.29 (pl.), AP13.6 (Phal.); in bad sense, malicious gossip, scandal, Vett. Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).165 (pl.); also in good sense, conversation, discussion, γενομένης λ., ὃς γένοιτο… ἄριστος Hdt.9.71; ἐκ λόγων ἄλλων ἀπικέσθαι ἐς λ. περὶ τοῦ Νείλου Id.2.32; λόγον εἴ τιν' οἴσεις πρὸς ἐμὰν λ. if thou hast aught to discuss with me, S.OC167 (lyr.); αἶσαν λέσχης οἶνος ἔχειν ἐθέλει Call. Aet.1.1.16; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν Id.Epigr.2.3; λύω λέσχας, 'cut the cackle', prov. for breaking off discussion and setting to work in earnest, Pl.Com.223.
German (Pape)
[Seite 32] ἡ (λέγω), 1) der Ort, wo man zum Schwatzen u. Plaudern zusammenkam, οἱ τόποι εἰς οὓς συνιόντες διημέρευον, Phryn. in B. A. 21; ein Ort für Müssiggänger und träge Herumtreiber, eine Art Wirthshaus, wo dergleichen Leute auch übernachten konnten, οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Od. 18, 328, zum Bettler Odysseus gesagt; vgl. Hes. O. 491 πὰρ δ' ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην, vgl. 499, wonach ordentliche, ehrbare Leute solche Oerter nicht besuchten; vgl. Harpocr.; Inscr. 93; αἱ λέσχαι τῶν γερόντων Her. vit. Hom. 12, 16; ἐν ταῖς λέσχαισι, in Sparta, Cratin. bei Ath. IV, 138 e; vgl. Plut. Lyc. 16. 24. 25, wo es Halle, Rathhaus bedeutet; s. noch Paus. 3, 14, 2. – 2) Versammlung der Richter, des Rathes; Aeseh. Eum. 344; σύγκλητον τήνδε γερόντων προὔθετο λέσχην, Kreon berief diese Versammlung, Soph. Ant. 160, vgl. πρὸς ἐμὰν λέσχαν ἀβάτων ἀποβὰς – φώνει O. C. 164. – 3) Gespräch, Geschwätz, μακραί Eur. Hipp. 384, στρατὸς γὰρ ἀργὸς λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ I. A. 1001; ἀπικέσθαι ἐς λέσχην, = εἰς λόγους ἐλθεῖν, Her. 2, 32, γενομένης λέσχης, ὃς γένοιτο αὐτέων ἄριστος 9, 71; Sp., ὁσσάκις ἀμφότεροι ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν, im Gespräch, Callim. 47 (VII, 80); μνᾶμα τοῦ χαρίεντος ἔν τε λέσχᾳ ἔν τ' οἴνῳ Phalaec. 2 (XIII, 6); vgl. p. bei Ath. I, 32 c.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lieu de réunion et de conversation, particul.
1 sorte de parloir ou de lieu d'asile pour les voyageurs;
2 lieu couvert, sorte de portique ou de galerie pour les habitants d'une ville;
3 entretien, conversation, causerie;
4 réunion, assemblée.
Étymologie: λέγω² et λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
λέσχη: дор. λέσχα ἡ
1 заезжий дом, постоялый двор Hom., Hes.;
2 лесха, место совещаний, помещение для собраний (в Спарте, Дельфах и др.) Plut., Luc.;
3 собрание, совещание (γερόντων Soph.);
4 разговор, беседа (ἀπικέσθαι ἐς λέσχην περί τινος Her.): γενομένης λέσχης … Her. когда речь (за)шла …; λόγον εἴ τινα ἴσχεις πρὸς ἐμὰν λέσχαν Soph. если ты имеешь что-л. сообщить мне; ἐν λέσχῃ Anth. в беседе, беседуя.
Greek (Liddell-Scott)
λέσχη: ἡ, (λέγω Β) τόπος ἔνθα συνήρχοντο πρὸς συνομιλίαν, πρὸ πάντων οἱ ἀργοὶ καὶ οἱ ἐπαῖται, οὕτω δὲ συνήρχοντο καὶ εἰς ἐργαστήριον χαλκέως, οὐδ’ ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Ὀδ. Σ. 329· πὰρ δ’ ἴθι χάλκειον θῶκον καὶ ἐπαλέα λέσχην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 491, πρβλ. 499· κατίζων ἐν ταῖς λ. τῶν γερόντων Βίος Ὁμήρ. 12. 2) μετέπειτα, πᾶσα δημοσία στοὰ ἢ δίοδος χρησιμεύουσα εἰς συνάντησιν καὶ συνομιλίαν τῶν πολιτῶν, ὡς αἱ scholae porticuum τῶν Ρωμαίων καὶ ὡς τὸ νεώτερον club, μάλιστα ἐν Σπάρτῃ καὶ ἄλλαις Δωρικαῖς πόλεσι, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1. 3, πρβλ. Παυσ. 3. 14, 2, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16. 24, Müller Dor. 4. 9. § 1· ὡσαύτως ἐν τῇ Ἀττικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 23· ― τοιοῦτοι τόποι ἦσαν πολλάκις λαμπραὶ οἰκοδομαὶ ἰδίως ἀφιερωμέναι εἰς τὸν Ἀπόλλωνα (πρβλ. λεσχηνόριος)· μία τοιαύτη λέσχη ἐν Δελφοῖς ἐκοσμεῖτο διὰ γραφῶν τοῦ Πολυγνώτου, Λουκ. Εἰκόνες 7, Παυσ. 10, 25, 1· παρὰ τοῖς Κνιδίοις στοὰ γυμνασίου, συνεντευκτήριον, Πλούτ. 2. 412D, πρβλ. 298D· οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ συνεδρίου τῶν Θεῶν, Ζεὺς ἀπηξιώσατο ἇς λέσχας (δηλ. τὰς Ἐρινῦς) Αἰσχύλ. Εὐμ. 366· ὡσαύτως, σύγκλητον τήνδε γερόντων λ., τὸ κεκλημένον τοῦτο συνέδριον, Σοφ. Ἀντ. 160 (λυρ.). ΙΙ. κενολογία, μωρολογία, ἀδολεσχία οἵα ἐγίνετο ἐν ταῖς λέσχαις (πρβλ. λεσχηνεύω, ἔλλεσχος, περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι), μακραὶ λ. Εὐρ. Ἱππ. 384, πρβλ. Ι. Α. 1001, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 32C, Ἀνθ. Π. 13. 6· ― ἐπὶ καλῆς σημασίας, συνδιάλεξις, συνομιλία, γενομένης λέσχης ὃς γένοιτο... ἄριστος Ἡρόδ. 9. 71· ἐκ λόγων ἄλλων ἀπικέσθαι ἐς λέσχην περὶ τοῦ Νείλου ὁ αὐτ. 2. 32· λόγον εἴ τιν’ ἴσχεις πρὸς ἐμὰν λέσχαν, ἂν ἔχῃς τι νὰ ἀνακοινώσῃς πρὸς ἐμέ, Σοφ. Ο. Κ. 167 (λυρ.)· σύγκλητος λ., συνέδριον συγκληθὲν πρὸς συζήτησιν, ἴδε προτίθημι ΙΙ. 3· ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν Ἀνθ. Π. 7. 80· λύω λέσχας, παροιμ. ἐπὶ διακοπῆς συζητήσεως καὶ ἐνάρξεως σπουδαίας ἐργασίας, Παροιμιογρ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (AM λέσχη)
νεοελλ.
1. κέντρο συναθροίσεως, εντευκτήριο ομάδας ατόμων του ίδιου επαγγέλματος, της ίδιας κοινωνικής τάξης ή τών ίδιων ασχολιών ή φρονημάτων, που συνέρχονται για ορισμένους σκοπούς, όπως για συζήτηση, για ψυχαγωγία ή για συνεργασία
2. (α. «φοιτητική λέσχη» β. «ορειβατική λέσχη»)
2. συνεκδ. το σύνολο τών ατόμων που συναθροίζονται σε τέτοιο εντευκτήριο («η λέσχη συνεδριάζει κάθε Πέμπτη»)
αρχ.
1. κρεβάτι, κλίνη
2. τάφος
3. τόπος συναθροίσεως αργοσχόλων ή ζητιάνων («οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην», Ομ. Οδ.)
4. κάθε δημόσια στοά ή δίοδος ή ειδικό οικοδόμημα όπου συζητούσαν οι φτωχοί ή αρχόσχολοι
5. (στην Κνίδο) στοά ή αίθουσα γυμναστηρίου όπου συνεδρίαζαν τα μέλη του συμβουλίου
6. (στους Δελφούς) αίθουσα διακοσμημένη με ζωγραφιές του Πολυγνώτου
7. (με κακή σημ.) φλυαρία, κενολογία, μωρολογία, κουβεντολόι ή κουτσομπολιό («στρατὸς γὰρ ἀργός... λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῖ», Ευρ.)
8. (με καλή σημ.) συζήτηση, συνομιλία («καίτοι γενομένης λέσχης ὃς γένοιτο αὐτῶν ἄριστος», Ηρόδ.)
9. παροιμ. «λύω λέσχας» — λεγόταν σε περιπτώσεις διακοπής ελαφράς συζήτησης και έναρξης σοβαρής εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεχ-σκᾱ (πρβλ. λέχομαι, λέχος), με μετάθεση δασύτητας (λεκ-σχᾱ > λέσχη)
μεταρρηματ. παρ. ενός αμάρτυρου λέχ-σκ-εται (πρβλ. βοσκή < βόσκω). Συνδέεται με κελτ. lesc «νωθρός, οκνηρός» και αρχ. άνω γερμ. ρ. lescan «σβήνω». Απαντά σε ανθρωπωνύμια, όπως Λέσσχων, Λεσχεύς.
ΠΑΡ. αρχ. λεσχάζω, λεσχαίνω, λεσχαίος, λεσχάρα, λέσχημα, λεσχήν, λέσχης, λεσχώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λεσχολογία.(Β' συνθετικό) αδολέσχης
αρχ.
αδόλεσχος, αερολέσχης, έλλεσχος, εννομολέσχης, κυσολέσχης, λογολέσχης, μεταρσιολέσχης, μετεωρολέσχης, μυθολέσχης, πλατυλέσχης, πρόλεσχος, στενολέσχης, συναδολέσχης, χρησμολέσχης.
Greek Monotonic
λέσχη: ἡ, (λέγω Γ)·
I. τόπος στον οποίο συγκεντρώνονταν για να μιλήσουν και να μάθουν νέα, σάλα, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· επίσης, κάθε δημόσια στοά που χρησίμευε στη συνάντηση και συνομιλία των πολιτών μεταξύ τους, βουλευτήριο, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. πολυλογία, κενολογία, κουτσομπολιό, το οποίο γινόταν στις λέσχαις, σε Ευρ.· με θετική σημασία, συνδιάλεξη, συνομιλία, σε Ηρόδ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Bremmer WAAR?
Grammatical information: f.
Meaning: room, builing as meeting place (σ 329, Hes.); grave (Rhodos); see H. Bolkestein MAWNied. 84B: 3 (1937) 18ff.
Compounds: ἔλλεσχος commonly talked off (Hdt. 1, 153; from ἐν λέσχῃ), πρόλεσχος eager to talk (A. Supp. 200; cf. πρόχειρος a.o.; ἀδολέσχης (s.s.v.).
Derivatives: λεσχήν, -ῆνος m. chatterer (Timo 46); λεσχηνεῖ ὁμιλεῖ, μυθολογεῖ H. - λεσχαῖος ἐξηγητής, ὁμιλητής H.; λεσχάραι οἷον αἱ σχολαί ... (EM561, 17). See Solmsen Wortforsch. 124 f. - Two month names of unclear formation: Λεσχανάσιος (Tegea), Λεσχανόριος (Thessal., Gortyn); also Ἀπόλλων Λεσχηνόριος (from the λέσχαι which were under his protection?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Mostly connected with λέχος, from *λέχσκα. As Greek has no nomin. suffix -sk-, and as a k-suffix from the zero grade *λεχσ- is also improbable, one assumes a σκ-present *λέχ-σκ-εται (> *λέσχεται); but there is no trace of this verb. The same formation was assumed for OHG. lëscan löschen' (as lie down); also for Celtic, e. g. OIr. lesc lazy, where it is quite uncertain. - As the room was not for lying down, this etymology (supposing *λεσχεται really existed) is improbable. - Long ago the agreement with Hebr. liškah was observed. This cannot be ignored. It was assumed that Greek had the word from the Near East (West, East Face 38; not the other way round, ib.), but as the word is isolated in NWSemitic, Schrader (FS Jahrh.feier Univ. Breslau, 1911, 469) already assumed that both languages had it from Anatolia, which seems the most probable interpretation. Thus Fur. 295, 257, who points out that the suffix of λεσχάραι is non-Greek; he also points to the Hebr. variant niškah, which may point to Anat. l/n, as in Fur. 388. Thus now Bremmer, WAAR?
See also: weitere Lit. s. λέχεται.
Middle Liddell
λέσχη, ἡ, [λέγω3]
I. a place where people assembled to talk and hear news, a lounge, club-room, Od., etc.: —also a council-hall, council, Aesch., Soph.
II. talk or gossip, such as went on in the λέσχαι, Eur.:— in good sense, conversation, discussion, Hdt., Soph.
Frisk Etymology German
λέσχη: {léskhē}
Forms: dor. -α
Grammar: f.
Meaning: ‘Raum od. Gebäude zu müßigem Aufenthalt’ (σ 329, Hes. Op. 493, 501), Ruhestätte, Grab (Rhodos), öffentliche Halle, Gemeindehalle zur geselligen Unterhaltung (dor. att.), Unterhaltung, Gespräch, Plauderei (ion. poet.); zu.r Bed. usw. H. Bolkestein MAWNied. 84B: 3 (1937) 18ff.
Composita: Als Hinterglied in ἔλλεσχος dem Gerede ausgesetzt (Hdt. 1, 153; Hypostase aus ἐν λέσχῃ), πρόλεσχος sprechbegierig, redselig (A. Supp. 200; wie πρόχειρος u.a.; s. Strömberg Prefix Studies 134), ἀδολέσχης (mit Übergang in die σ- Stämme) Schwätzer, Plauderer (s. bes.) u. a.
Derivative: Ableitungen: 1. λεσχήν, -ῆνος m. Schwätzer, Plauderer (Timo 46) mit λεσχηνεύομαι (auch περι-, συν-, προ-) sich unterhalten (ion.), -εύω beschwatzen (App.), -ευτής Schwätzer (Ath.), -εία Geplauder ([Pl.] Ax. 369 d); auch λεσχηνεῖ· ὁμιλεῖ, μυθολογεῖ H., -ίτης Schwätzer (Suid.; Redard 31), -ώτης Schüler (Thales u. Anaximen. ap. D. L.) — 2. λεσχώδης klatschhaft (Vett. Val.), λεσχαῖος· ἐξηγητής, ὁμιλητής H., λεσχάραι· οἷον αἱ σχολαί ... (EM561, 17), λεσχάζω (Thgn.), -αίνω (Kall.) schwatzen; zur ganzen Sippe Solmsen Wortforsch. 124 f. —3. Zwei Monatsnamen unklarer Bildung: Λεσχανάσιος (Tegea), Λεσχανόριος (Thessal., Gortyn), letzterer von einem gleichnamigen Feste, der dem Ἀπόλλων Λεσχηνόριος galt (Kleanth., Plu. u. a.), nach den Alten von den λέσχαι, die unter seinem Schutze standen.
Etymology: Aus *λέχσκα, u. zw. eher zu einem σκ-Prasens *λέχσκεται. (> *λέσχεται) als mit κ-Suffix von einem schwundstufigen λεχσ- (zu λέχος); vgl. zu δίσκος. Dieselbe Bildung wird vermutet in ahd. lëscan ’löschen’ und kelt., z. B. altir. lesc piger —Bq und Bechtel Lex. s.v., Dial. 2, 654, Schwyzer 541; weitere Lit. s. λέχεται.
Page 2,107-108
Mantoulidis Etymological
(=τόπος συζητήσεων). Ἀπό τό λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.