ἄφεσις
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ἀφέσεως, ἡ, (ἀφίημι)
A letting go, release, περὶ τῆς τῶν πλοίων ἀφέσεως Philipp. ap. D.18.77, cf. Pl.Plt. 273c; καρπῶν PAmh.2.43.9 (ii B. C.); γῆ ἐν ἀφέσει = land in private hands, opp. βασιλική, PTeb. 5.37 (ii B. C.), etc.
b of persons, dismissal: in ritual, λαοῖς ἄφεσις Apul.Met.11.17; release, Plb.1.79.12, IG2.314.21, Ev.Luc.4.18.
2 c. gen., ἄφεσις φόνου = quittance from murder, Pl.Lg.869d: so abs., Hermog.Stat.8; discharge from a bond, D.33.3; ἄφεσιν ἐναντίον μαρτύρων ποιήσασθαι Id.45.41; opp. ἀπόδοσις χρημάτων, Isoc.17.29; exemption from attendance, leave of absence, Arist.Ath.30.6; ἄφεσις τῆς στρατείας exemption from service, Plu.Ages.24; remission of a debt, ταλάντου Michel1340B7 (Cnidus, ii B. C.); χρημάτων IPE12.32B70 (Olbia, iii B. C.); sc. καταδίκης, Inscr.Magn.93c16.
b forgiveness, Ev. Marc.3.29; ἁμαρτιῶν Ev.Matt.26.28.
3 relaxation, exhaustion, Hp.Epid.3.6.
4 divorce, τινὶ πέμπειν Plu.Pomp.42.
5 starting of horses in a race, ἵππων ἄφεσιν ποιεῖν D.S.4.73: hence, starting post itself, ἰσώσας τἀφέσει (Musgr. for τῇ φύσει) τὰ τέρματα having made the winning post one with the starting post, i.e. having completed the δίαυλος and come back to the starting post, dub. cj. in S.El.686, cf. Paus.5.15.5, 6.20.9: metaph., the first start, beginning of anything, Man.3.405, etc.
6 discharge, emission, ὕδατος Arist.PA 697a24; βέλους D.S.17.41; τοῦ θοροῦ, τοῦ ᾠοῦ Arist.GA756a12; τοῦ κυήματος Id.HA608a1; the dropping of a foal, ib.576a25.
b discharge, release of an engine, Ph.Bel.58.24.
7 = ἀφεσμός, Arist.HA 625a20 (pl.).
8 release, ὕδατος PPetr.2p.34 (iii B. C.): hence, in concrete sense, conduit, sluice, ib.3p.88, PFlor.388.44 (iii A. D.): pl., ἀφέσεις θαλάσσης channels, LXX 2 Ki.22.16.
9 Astrol., reckoning of the vital quadrant, Ptol.Tetr.127, cf. Vett.Val.136.2 (but ἀπὸ Λέοντος τὴν ἄφεσιν ποιούμενοι, simply, starting from... Id.31.8).
Spanish (DGE)
ἀφέσεως, ἡ
I 1suelta, salida de actividades fisiológicas descarga, emisión c. gen. τῆς φύσης Hp.Prog.11, Coac.485, ὕδατος Arist.PA 697a24
•puesta τοῦ ὠοῦ Arist.GA 756a12
•expulsión τοῦ κυήματος Arist.HA 608a1
•salida del enjambre, Arist.HA 625a20
•de armas arrojadizas descarga, disparo τῶν τοξευμάτων Hp.Fract.2, βέλους D.S.17.41, de máquinas de guerra, Plb.27.11.6, Ph.Bel.58.24
•ἄφεσιν· ὕσπληγα Hsch.
•c. dat. ἀπολειφθείσαις ἀναπνοαῖς Charito 1.8.1.
2 en rel. c. el regadío suelta, derrama ἄφεσις ὕδατος PPetr.2.13.2.14 (III a.C.)
•concr., esp. en plu. raudal(es), cauces, acequias ἐξηράνθησαν ἀφέσεις ὑδάτων LXX Il.1.20, cf. POxy.918.5.20 (II d.C.), τὰ χώματα καὶ αἱ ἀφέσεις PPetr.2.42a.7, cf. 3.44.2.8 (ambos III d.C.)
•σπονδῆς ἀφέσεως = por el gasto (del mantenimiento) de la acequia, PMil.Vogl.212.1ue.10, 2ue.6, διῆλθεν ἐν τῷ ὕδατι ὕδωρ ἀφέσεως atravesó por el agua un agua (que tenía la profundidad) de acequia LXX Ez.47.3
•ἀφέσεις θαλάσσης las corrientes del mar LXX 2Re.22.16.
3 náut. botadura, flete τῶν πλωίων Philipp.Maced. en D.18.77.
II 1abandono del control, dejación τὸν ἐγγύτατα χρόνον ἀεὶ τῆς ἀφέσεως en el tiempo inmediato al abandono del control (por parte del κυβερνήτης del cosmos), Pl.Plt.273c, de una causa judicial, Isoc.17.29
•de las cosechas por parte del Estado después de recogidos los impuestos cesión, PYale 51.22 (II a.C.), ἡ ἄφεσις τῶν πυρίνων καρπῶν PAmh.43.9 (II a.C.), ὅταν ἡ ἄφεσις δοθῇ PPetr.2.2.1.10 (III a.C.)
•γῆ ἐν ἀφέσει tierra cedida por el estado en arriendo τὴν ἱερὰν γῆν καὶ τὴν ἄλλην τὴν ἐν ἀφέσει γῆν PTeb.5.37 (II a.C.).
2 medic. dejadez, abandono de las fuerzas ἄφεσις καὶ ἀφωνίη Hp.Epid.3.6 p.44
•remisión, desaparición de la fiebre, Hp.Epid.7.50, Coac.508
•pero resolución de la enfermedad en un sentido u otro, Hp.Morb.3.6, κρίσιες καὶ ἀφέσεις Hp.Iudic.11.
3 absolución φόνου Pl.Lg.864b, ἐγκλημάτων D.S.20.44, abs., Hermog.Stat.8, PSI 392.6, PLugd.Bat.20.29.3 (III a.C.)
•en lit. jud. crist. remisión, perdón de los pecados Eu.Marc.3.29, Ep.Hebr.9.22, ἁμαρτημάτων Ph.2.157, ἁμαρτιῶν Eu.Matt.26.28, Eu.Marc.1.4, Eu.Luc.1.77, cf. Ep.Barn.11.1, Iren.Lugd.Haer.1.21.2, Clem.Al.Ecl.15 (p.141.6), Hippol.Haer.6.41.2, Socr.Sch.HE 1.10.3.
4 cancelación de deudas, impuestos τῶγ χρημάτων IPE 12.32B.69 (Olbia III a.C.), ταλάντου TC 79B.7 (III a.C.), τοῦ χρέους LXX De.15.3
•abs. ποιῆσαι ἄφεσιν τῇ χώρᾳ LXX 1Ma.13.34.
5 exoneración de un compromiso, D.33.3, cf. 45.41
•exención de prestaciones personales, Arist.Ath.30.6, τῆς στρατείας Plu.Ages.24.
III ref. a pers.
1 manumisión de esclavos, Plb.1.79.12, cf. 21.26.17, IG 22.657.21 (III a.C.), PSI 452.13 (IV d.C.)
•en el AT jubileo τῷ ἑβδόμῳ (ἔτει) ἄφεσιν ποιήσεις LXX Ex.23.11, cf. Le.25.10, 11, 12, Ez.46.17
•gener. despedida λαοῖς ἄφεσις Apul.Met.11.17.
2 divorcio Plu.Pomp.42.
IV astrol. impulso inicial, punto de partida de la existencia en rel. c. la posición de los astros τῶν (τόπων) τῆς ἀφέσεως ἐπικρατούντων Ptol.Tetr.3.11.2, cf. Iudic.23.4, Vett.Val.135.1, ἄλλη γὰρ θ' ἑτέρῃ γενέθλῃ ἄ. συνάρησεν Man.3.405
•partida para definir puntos cardinales τὴν ἄφεσιν ποιούμενοι tomando como punto de partida Vett.Val.30.9.
German (Pape)
[Seite 409] ἡ. 1) das Entlassen, die Loslassung, πλοίων Dem. 18, 77; eines Gefangenen, Pol. 1, 79 u. öfter; das Abschießen eines Geschosses. 27, 9; die Entlassung der Frau, Ehescheidung, Plut. Pomp. 44; das Loslassen eines Rennpferdes aus den Schranken und diese selbst, Paus. 6, 20, 7; Poll. 3, 147; Eröffnung der Schranken; von einer Stute, das Fohlen, Arist. H. A. 6, 22. – 2) das Erlassen einer Schuld od. Strafe, φόνου Plat. Legg. IX, 869 d; ὀφλήματος καὶ τάξεως Dem. 24, 45. – 3) = folgdm, Arist. H. A. 9, 40.
French (Bailly abrégé)
ἀφέσεως (ἡ) :
litt. action de laisser aller, d'où
I. envoi (de vaisseaux);
II. action de congédier :
1 renvoi, licenciement;
2 répudiation d'une femme;
3 décharge du service militaire ; remise d'une dette;
NT: pardon.
Étymologie: ἀφίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἄφεσις: ἀφέσεως ἡ
1 бросание, метание (βελῶν Plut.);
2 выпускание (ἵππων Diod.);
3 извержение, испускание (ὕδατος, σπέρματος Arst.);
4 отпускание, освобождение (πλοίων Dem.; αἰχμαλώτων Polyb.; τῆς στρατείας Plut.);
5 (о животных) разрешение от бремени Arst.;
6 отпущение, прощение (φόνου Plat.; ὀφλημάτων Dem.);
7 расторжение брака, уведомление о разводе (πέμψαι τὴν ἄφεσίν τινι Plut.);
8 Arst. = ἀφεσμός.
Greek Monolingual
η (AM ἄφεσις) αφίημι
1. (για πρόσωπα) απόλυση, απελευθέρωση
2. συγχώρηση, χάρη
αρχ.
Ι. 1. απαλλαγή από υποχρέωση ή συμβόλαιο
2. αθώωση
3. άδεια απουσίας ή εξόδου, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία
4. παραγραφή χρέους
5. διάζευξη, διαζύγιο
6. χαλάρωση, (σωματική) εξάντληση
7. το ξεκίνημα, η εκκίνηση των αλόγων σε αγώνα
8. συνεκδ. το σημείο εκκίνησης, αφετηρία βαλβίδα
9. εκπομπή, εκροή, εκτίναξη ενός αντικειμένου ή νερού
10. (για ζώα) γέννηση
11. παύση, αποπομπή
12. αφεσμός, νέο σμήνος μελισσών
Μ. φρ.
1. «ἀφέσεις θαλάσσης» — κανάλια, διώρυγες
2. «ὁ ἐνιαυτὸς τῆς ἀφέσεως» — το ιωβηλαίο.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφεσις: ἀφέσεως, ἡ, (ἀφίημι) τὸ ἀφιέναι, ἀπολύειν, ἀπόλυσις, περὶ τῆς τῶν πλοίων ἀφέσεως, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 3· ἐπὶ αἰχμαλώτου ἢ δούλου, Πλάτ. Πολιτ. 273C. 2) μετὰ γεν., περὶ τῆς ἀφέσεως... φόνου, περὶ τῆς ἀθῳώσεως ἀπὸ κατηγορίας φόνου, Πλάτ. Νόμ. 869D· ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῶν ὑποχρεώσεων συμβολαίου, Δημ. 893. 13., 1114. 8: ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπόδοσις χρημάτων, Ἰσοκρ. 364D· ἀπαλλαγή ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Πλουτ. Ἀγησ. 24. 3) χαλάρωσις, ἐξάντλησις, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. 4) ἀπόλυσις, διάζευξις, διαζύγιον, Πλουτ. Πομπ. 44· 5) ἡ ἄφεσις, τὸ ξεκίνημα (Λατ. missio) ἵππων ἐκ τῆς βαλβῖδος, ἵππων ἀφ. ποιεῖν Διόδ., 4. 73· καὶ ἑπομένως αὐτὴ ἡ βαλβίς, ἰσώσας τἀφέσει (οὕτως ὁ Musgr. ἀντὶ τῇ φύσει) τὰ τέρματα, ἰσώσας τῇ ἀφέσει τὸ τέρμα, δηλ. συμπληρώσας τὸν δίαυλον καὶ ἐπανελθών εἰς τὴν ὕσπληγγα, Σοφ. Ἠλ. 686, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 339, Παυσ. 5. 15, 4., 6. 20, 7, καὶ ἴδε ἀφετήριος 2: ― μεταφ., ἡ πρώτη ὁρμή, ἀρχὴ πράγματός τινος, Μανέθων 3. 405, κτλ. 6) ἔκχυσις, τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 26· τοῦ θοροῦ, τοῦ ᾠοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6. 10· τοῦ κυήματος ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἡ γέννησις πώλου, αὐτόθι 6. 22, 8. 7) = ἀφεσμός, αὐτόθι 9. 40, 25.
English (Strong)
from ἀφίημι; freedom; (figuratively) pardon: deliverance, forgiveness, liberty, remission.
English (Thayer)
ἀφέσεως, ἡ (ἀφίημι);
1. release, as from bondage, imprisonment, etc.: Polybius 1,79, 12, etc.).
2. ἄφεσις ἁμαρτιῶν forgiveness, pardon, of sins (properly, the letting them go, as if they had not been committed (see at length Trench, § xxxiii.)), remission of their penalty: τῶν παραπτωμάτων, ἄφεσις: φόνου, Plato, legg. 9, p. 869d.; ἐγκληματων, Diodorus 20,44 (so Dionysius Halicarnassus 50:8 § 50, see also 7,33; 7,46; especially 7,64; ἁμαρτημάτων, Philo, vit. Moys. 3:17; others.)).
Greek Monotonic
ἄφεσις: ἀφέσεως, ἡ (ἀφίημι)·
1. άφεση, απόλυση, σε Φιλ. παρά Δημ.· απαλλαγή ή παραίτηση από συμβόλαιο, στον ίδ.· απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία, σε Πλούτ.· διαζύγιο, στον ίδ.
2. άφεση, ξεκίνημα (Λατ. missio), λέγεται για άλογα από το σημείο αφετηρίας, ἰσώσας τἀφέσει τὰτέρματα, έχουν κάνει το σημείο άφιξης ένα με το σημείο αφετηρίας, δηλ. έχουν επιστρέψει στο σημείο αφετηρίας, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἀφίημι
1. a letting go, dismissal, Philipp. ap. Dem.:— a quittance or discharge from a bond, Dem.: exemption from service, Plut.: a divorce, Plut.
2. a letting go (Lat. missio) of horses from the starting-post, and then the starting-post itself, ἰσώσας τἀφέσει τὰ τέρματα having made the winning-post one with the starting-post, i. e. having come back to the starting-post, Soph.
Chinese
原文音譯:¥fesij 阿費-誒西士
詞類次數:名詞(17)
原文字根:從-讓(著) 相當於: (כָּפַר) (נָשָׂא) (סָלַח)
字義溯源:自由,釋放,赦免,得赦,得釋放,拯救,免去刑罰;源自(ἀφίημι / ἐναφίημι)=遣去);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(εἰμί)X*=行走)組成。比較幾個有關赦免的編號:
1) (ἄφεσις)名詞,自由,赦免 2) (ἀφίημι / ἐναφίημι)動詞,遣去,赦免 3) (χαρίζομαι)動詞,恩待,赦免在新約,關於罪的赦免,總是 1)與主耶穌基督這一位人稱有關係。( 太9:6; 徒5:31; 13:38; 弗4:32; 西1:14)
2)與他的名有關係,( 約壹2:12)
3)與他的血有關係,( 太26:28; 弗1:7; 1:19; 來9:13; 約壹1:7; 啓1:5; 5:9)
出現次數:總共(17);太(1);可(2);路(5);徒(5);弗(1);西(1);來(2)
譯字彙編:
1) 赦免(12) 太26:28; 可1:4; 可3:29; 路3:3; 路24:47; 徒10:43; 徒13:38; 徒26:18; 弗1:7; 西1:14; 來9:22; 來10:18;
2) 得赦(2) 路1:77; 徒2:38;
3) 赦(1) 徒5:31;
4) 得釋放(1) 路4:18;
5) 自由(1) 路4:18
English (Woodhouse)
quittance, remission, quittance from any obligation
Translations
forgiveness
Albanian: falje; Arabic: مَغْفِرَة, غُفْرَان, مُسَامَحَة, عَفْو; Armenian: ներում; Aromanian: ljirtari, ljirtãciuni; Azerbaijani: əfv, bağışlama, bağışlanma; Belarusian: прабачэнне; Bengali: ক্ষমা, মাফি, মাগফিরাত; Bulgarian: опрощение, прошка, извинение; Burmese: ခွင့်လွှတ်ခြင်း; Cebuano: kapasayloan; Chinese Mandarin: 饒恕/饶恕, 寬恕/宽恕; Czech: odpuštění; Danish: tilgivelse, eftergivelse; Dutch: vergeving, vergiffenis; Esperanto: pardono; Estonian: andeksand, andeksandmine; Finnish: anteeksianto, anteeksi antaminen, anteeksiantamus; French: pardon; Georgian: შენდობა, პატიება; German: Verzeihung, Vergebung; Gothic: 𐌰𐍆𐌻𐌴𐍄; Greek: συγχώρεση, συγγνώμη; Ancient Greek: αἴδεσις, αἰδώς, αἴδως, ἄφεσις, ἱλασμός, σύγγνοια, ξύγγνοια, συγγνώμη, συγχώρησις; Hebrew: סְלִיחָה; Hindi: क्षमा, माफ़ी; Hungarian: megbocsátás; Irish: maitheamh; Italian: perdono; Japanese: 容赦; Kazakh: кешірім; Korean: 용서(容恕); Kurdish Central Kurdish: لێبوردن; Kyrgyz: кечирүү; Lao: ການໃຫ້ອະໄພ; Latin: venia, remissio; Latvian: piedošana; Lithuanian: atleidimas; Macedonian: прошка, извинение; Malagasy: Famelana; Manx: maih, maihnys; Maori: murunga, murunga hara; Norwegian Bokmål: tilgivelse; Old English: forġiefnes; Persian: بخشش, گذشت, معافی; Polish: wybaczenie, przebaczenie, odpuszczenie; Portuguese: perdão; Romanian: iertare, scuză, pardon; Russian: прощение, извинение; Serbo-Croatian Cyrillic: опроштење, извињење; Roman: oprošténje, izvinjénje; Slovak: odpustenie; Slovene: odpuščanje; Spanish: perdón; Swahili: ghofira; Swedish: förlåtelse; Tagalog: kapatawaran; Tajik: бахшиш, гузашт; Thai: อโหสิกรรม, การให้อภัย; Tocharian B: kṣānti; Turkish: af, bağışlama; Ukrainian: прощення, пробачення; Urdu: مُعَافِی; Uzbek: kechirish, kechirim; Vietnamese: sự tha thứ; Volapük: pard
remission
Arabic: عَفْو, صَفْح; Aramaic Classical Syriac: ܫܘܒܩܢܐ; Armenian: թողություն; Bulgarian: опрощение, прошка; Catalan: remissió; Chinese Dutch: vergeving; Finnish: anteeksianto, synninpäästö; French: rémission, pardon; Galician: remisión; German: Erlass, Vergebung; Gothic: 𐌰𐍆𐌻𐌰𐌲𐌴𐌹𐌽𐍃, 𐌰𐍆𐌻𐌴𐍄, 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌴𐍄; Greek: άφεση; Ancient Greek: ἄφεσις; Hungarian: megbocsátás, bűnbocsánat; Italian: remissione; Latin: remissio, indulgentia; Manx: maih, maihyns; Old English: forġifnes; Old Norse: aflát; Persian: عفو; Portuguese: remissão; Romanian: iertăciune; Russian: индульгенция, отпущение; Spanish: remisión; Swahili: ondoleo; Thai: ใบบุญ; Yuma: pampachay
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre
divorce
Albanian: divorc; Arabic: طَلَاق, تَطْلِيق, خُلْع; Hijazi Arabic: طلاق; Armenian: ամուսնալուծություն, ապահարզան; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܘܼܠܵܠܵܐ; Asturian: divorciu; Azerbaijani: boşanma; Belarusian: развод; Bulgarian: развод; Catalan: divorci; Chinese Cantonese: 離婚/离婚; Mandarin: 離婚/离婚; Czech: rozvod; Danish: skilsmisse; Dutch: echtscheiding; Esperanto: divorco, eksgeedziĝo; Estonian: abielulahutus, lahutus; Faroese: hjúnaskilnaður; Finnish: avioero; French: divorce; Galician: divorcio; Georgian: გაყრა, განქორწინება; German: Scheidung, Ehescheidung; Gothic: 𐌰𐍆𐍃𐍄𐌰𐍃𐍃; Greek: διαζύγιο; Ancient Greek: ἀναπομπή, ἀπαλλαγή, ἀποζυγή, ἀποκοπή, ἀπόπεμψις, ἀποπομπή, ἀποστάσιον, ἀπόστασις, ἄφεσις, διάζευξις, διαζυγή, διαζύγιον, διακοπή, διάλυσις, διάλυσις γάμου, διάλυσις τοῦ γάμου, διαστάσιον, διάστασις, διαχωρισμός, διέσιον, δίεσις, ἐκβολή, ἐκπομπά, ἐκπομπή, ἐξεσίη, ἔξεσις, ἔξοδος, λύσις γάμου, ῥεπούδιον, χήρευσις, χωρισμός; Hebrew: גירושין \ גֵּרוּשִׁין; Hindi: तलाक़, तलाक, त्याग, स्त्रीपुरुषविच्छेद, विवाहविच्छेद, विच्छेदन; Hungarian: válás; Icelandic: skilnaður, hjónaskilnaður; Ido: divorco, desmariajo; Indonesian: perceraian; Irish: colscaradh, idirscaradh; Italian: divorzio; Japanese: 離婚; Kazakh: ажырасу; Khmer: ការលែងលះ; Korean: 이혼(離婚), 리혼(離婚); Kurdish Central Kurdish: تەلاق; Northern Kurdish: telaq; Kyrgyz: ажырашуу; Lao: ການຢ່າ; Latin: divortium; Latvian: šķiršanās; Lithuanian: skyrybos, ištuoka; Luxembourgish: Scheedung; Macedonian: развод; Malay: perceraian; Marathi: घटस्फोट, काडीमोड, वेगळेहोणे; Mongolian Cyrillic: салалт; Navajo: ałtsʼááʼítʼaash; Ngazidja Comorian: twalaka; Norwegian Bokmål: skilsmisse; Nynorsk: skilsmisse; Occitan: divòrci; Old English: āsyndrung, hīwgedāl; Pashto: پرېژه, طلاق; Persian: طلاق; Plautdietsch: Ehescheiden, Scheedunk; Polish: rozwód; Portuguese: divórcio, separação; Romanian: divorț, despărțire; Russian: развод, расторжение брака; Sanskrit: विच्छेदन, त्याग, स्त्रीपुरुषविच्छेद, विवाहविच्छेद; Scottish Gaelic: sgaradh-pòsaidh, eadar-ghearradh; Serbo-Croatian Cyrillic: развод, бракоразвод, ра̑става; Roman: rázvod, brakorázvod, rȃstava; Slovak: rozvod; Slovene: ločitev; Spanish: divorcio; Swahili: talaka; Swedish: skilsmässa, äktenskapsskillnad; Tagalog: diborsiyo; Tajik: талоқ; Tarifit: uruf; Tatar: аерылышу; Telugu: విడాకులు; Thai: การหย่าร้าง, การหย่า; Turkish: boşanma; Ukrainian: розлучення, розірвання шлюбу; Urdu: طلاق; Uzbek: qoʻydi-chiqdi; Vietnamese: ly hôn; Volapük: matiteil; Welsh: ysgariad, ysgariadau