βλάβη

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλᾰ́βη Medium diacritics: βλάβη Low diacritics: βλάβη Capitals: ΒΛΑΒΗ
Transliteration A: blábē Transliteration B: blabē Transliteration C: vlavi Beta Code: bla/bh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (v. βλάπτω)
A harm, damage, A.Pr.763, IG12.18, etc.; πεπονθέναι… ἐς βλάβην φέρον S.OT517; τίς βλάβη;c. inf., Id.OC1187; οἷς ἦν ἐν β. τειχισθέν Th.5.52; προσκαλοῦμαί σε… βλάβης τῶν φορτίων Ar.V.1407; βλάβη θεοῦ mischief from a god, E.Ion520, cf. S.Ant.1104; of a person, ἡ πᾶσα βλάβη who is naught but mischief, Id.El.301, cf. 784, Ph.622: pl., ἐν ὄμμασιν βλάβας ἔχω A.Ag.889, cf. Eu. 799; αἱματηρὰς θηγάνας, σπλάγχνων βλάβας νέων ib.859.
2 βλάβης δίκη an action for damage done, D.21.25; βλάβη τετραπόδων damage done by cattle, Plu. Sol.24; βλάβη τῶν θηρίων Id.2.642b (pl.); οἰκῆος καὶ δούλης τὴν β. εἶναι ὀφείλειν Sol. ap. Lys.10.19; οἱ περὶ τῆς β. νόμοι… ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν D.21.43; διπλῆν τὴν β. ὀφείλειν (ὀφλεῖν Meier) Din.1.60, cf. Foed.Delph.Pell.1 B7.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. βλάβα A.Eu.492, FD 1.486.1B.7 (III a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 daño, perjuicio gener., abs. εἰ μή τις β. A.Pr.763, μὴ βλάβην τίθει A.Th.201, como castigo ταῦτ' Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν A.Eu.799, εἰς βλάβην φέρων S.OT 517, cf. S.El.784, Sol.Lg.34 (dud.), οὐδεμίαν φέρουσι βλάβην D.P.Au.1.16, ref. pers. ἡ πᾶσα βλάβη = el mal en persona S.El.301, λόγων δ' ἀκοῦσαι τίς β.; S.OC 1187, κοινοτέραν τὴν βλάβην Th.3.14, βλάβας ... ποιεῖν X.Mem.1.2.9, ἐπὶ πλέον βλάβην ἔχειν BGU 1245.13 (III/II a.C.), cf. UPZ 161.37 (II a.C.), op. ὠφελία, ὠφέλησις: (δικαιοσύνη) τοῖς φίλοις τε καὶ ἐχθροῖς ὠφελίας τε καὶ βλάβας ἀποδιδοῦσα Pl.R.332d, cf. Diog.Apoll.B 2, Plot.6.1.12, ἡ εὔθυνα β. τις δικαία ἐστίν Arist.Rh.1411b20, cf. Epicur.Ep.[4] 124.2, 1Ep.Clem.14.2, πῶς ἂν ἀπολυθείημεν τῆς τοιαύτης βλάβης Plb.36.17.9, cf. M.Ant.5.36, Amph.Seleuc.46, Satyr.Vit.Eur.39.12.15
c. dif. determ. daño, castigo, desgracia en sent. material, c. gen. obj. Σκύλλαν ..., ναυτίλων βλάβην A.A.1234, σπλάγχνων ... νέων A.Eu.859, τῶν φορτίων Ar.V.1407, ἐπὶ βλάβῃ τῆς πόλεως καὶ τῶν πολιτῶν = en perjuicio de la ciudad y de los ciudadanos Th.8.72, cf. IG 13.38.7 (V a.C.), ἐπὶ βλάβῃ τοῦ τελώνου PHib.29.3 (III a.C.), διὰ τῆς τοῦ πράξαντος βλάβης Plb.4.27.4, cf. 67.2, εἰς τὴν τῶν ἐχθρῶν βλάβην Plb.9.9.4, πρὸς βλαβὴν (sic) οἴνου βοήθεια = remedio contra el daño del vino Gal.14.557, συγγενῶν Lyc.453, ἄχθεται ... τῇ βλάβῃ τῆς ἀγέλης Longus 1.27.4
c. gen. subjet. θεῶν S.Ant.1104, cf. E.Io 520, γειτόνων Pl.Lg.843b, βλάβης τετραπόδων νόμον = ley sobre el daño causado por los animales Plu.Sol.24, cf. Plu.2.642b, LXX Sap.11.19
c. dat. ἐχθροῖς Ar.Nu.1161, ἡμῖν Is.12.6, οἷς ἦν ἐν βλάβῃ τειχισθέν Th.5.52, αἰσχύνην ἅμα καὶ βλάβην ... τοῖς Καρχηδονίοις Plb.3.20.7
c. giro prep. ὑπὸ τῶν ἁμαξῶν βλάβην = daño causado por los carros Aen.Tact.2.6.
2 daño físico ref. a la salud corporal ὄμμασιν βλάβας ἔχω A.A.889, μεγάλη ... β. βραχύτερον τὸν μηρὸν ἀποδεῖξαι Hp.Fract.19, μᾶλλον δὲ τοῦ μετρίου βλάβη = (tensar) más de lo debido es perjudicial Hp.Off.16, cf. Gal.17(2).57, Plot.1.5.6, Vett.Val.353.8.
3 jur. δίκας βλάβα = proceso por daños y perjuicios A.Eu.492, cf. D.21.25, οἱ περὶ τῆς βλάβης οὗτοι νόμοι πάντες = todas esas leyes sobre el daño D.21.43, διπλῆν τὴν βλάβην ὀφείλειν Din.1.60, τὰν βλάβαν ὀφειλέτω FD l.c., πληρῶσαι τὴν γεναμένην βλάβην POxy.2058.37 (VI d.C.).
• Etimología: Gener. se admite su pertenencia a una r. *mḷk- c. asimilación regresiva y rel. c. ai. mr̥c-, marcáyati, lat. mulco. Cf. tb. cret. ἀβλοπές c. un tratamiento dial. de l̥.

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, Schaden, Nachtheil; Tragg.; βλάβην τιθέναι Aesch. Sept. 183; ἔχειν Ag. 863; λαβεῖν Ch. 491; übertr. heißt so die Scylla, Verderben, Ag. 1207; Soph. ein Mensch ἡ πᾶσα βλάβη, der ganz Verderben ist, El. 301; βλάπτειν τοὺς βίους μείζους βλάβας Posidipp. Ath. XIII, 591 c. Von Thuc. 5, 52 u. Plat. an oft in Prosa, auch im plur., Gegensatz ὠφέλεια Phaedr. 238 e; βλάβης δίκην λαγχάνειν τινί, Klage auf Schadenersatz, Dem. 29, 17; vgl. Plut. Sol. 24; Meier und Schömann Att. Prozess S. 475 ff.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dommage, tort : βλάβην ἔχειν ESCHL ou λαβεῖν ESCHL subir ou éprouver un dommage ; τινι εἶναι ἐν βλάβῃ THC être dommageable pour qqn ; βλάβη τινός, tort fait à qqn ou à qch ou au contr. tort causé par qqn ; en parl. d'une personne ἡ πᾶσα βλάβη SOPH être qui ne fait que du tort, être malfaisant, le mal en personne.
Étymologie: cf. βλάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλάβη -ης, ἡ schade, nadeel:; ἐν... ὄμμασιν βλάβας ἔχω... κλαίουσα ik heb pijn aan mijn ogen van het huilen Aeschl. Ag. 889; οἷς ἦν ἐν βλάβῃ τειχισθέν voor wie de versterking een nadeel betekende Thuc. 5.52.2; met gen..; β. τῶν φορτίων schade aan de voorraad Aristoph. Ve. 1407; θεοῦ... βλάβη straf van een god Eur. Ion 520; jur..; οἱ περὶ τῆς βλάβης... νόμοι de wetten omtrent beschadiging van eigendom Dem. 21.43; overdr. voor pers.. ἡ πᾶσα βλάβη de complete schoft Soph. El. 301.

Russian (Dvoretsky)

βλάβη: (ᾰ) ἡ
1 тж. pl. вред, ущерб: τινὶ εἶναι ἐν βλάβῃ Thuc. быть в ущерб кому-л., мешать кому-л.; β. τινός Aesch., Arph. ущерб, нанесенный кому-л. или Aesch., Plut. кем-л.; βλάβην ἔχειν или λαβεῖν Aesch., Arst. понести ущерб, пострадать; δίκη βλάβης Dem. иск о возмещении убытков;
2 пагуба, бич: ἡ πᾶσα β. Soph. совершенный негодяй.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: damage (A.), but s. below.
Other forms: βλάβος n.
Dialectal forms: Cretan ἀβλοπές ἀβλαβές H., ἀβλοπία = ἀβλάβεια, καταβλάπεθαι = -εσθαι (inscr.).
Compounds: ἀβλαβής
Derivatives: βλαβερός damaging (Hes.), to ἀβλαβής as κρατερός to ἀκρατής (s. Schwyzer 482). - Verb βλάπτω, βλάψαι, ἐβλάβην orig. hinder, disable (Il.), also without suffix βλάβεται (T 82, 166 = ν 34), prob. old, Chantr. Gramm. hom. 1, 311). βλάψις (Pl.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: βλαβ- is mostly considered, on the basis of the Cretan forms, as assimilated from βλαπ-. Then one connects Skt. mŕ̥c- f., marká- m. damage, Av. mǝrǝnčaite destroys, reconstructing *mr̥/l̥kʷ-. But the development to λο (Arc.-Cypr.?, Myc??) in Cretan is unparalelled. On the other hand α/ο and β/π is typical for Pre-Greek; Fur. 144 compares ἀβλαβία - ἀβλοπία with ἀραβῆσαι - Cret. ἀροπῆσαι. - As to the comparison with Indo-Iranian, the oldest Greek meaning does not fit. - Doubtful Lat. mulceō, mulcō because of the velar and the meaning, s. W.-Hofmann s. vv. Puhvel HED suggested connection with Hitt. gullakuwan, but this means scheusslich (Tischler s.v.). Cf. βλάσφημος.

Middle Liddell

βλάπτω
1. hurt, harm, damage, opp. to wilful wrong (ἀδίκημα), Aesch., etc.:— βλ. τινός damage to a person or thing, φορτίων Ar.; but, βλάβη θεοῦ mischief from a god, Eur.:—of a person, ἡ πᾶσα βλάβη who is naught but mischief, Soph.
2. βλάβης δίκη an action for damage done, Dem., etc.

Greek Monolingual

η (AM βλάβη)
ζημιά, φθορά, μεταβολή προς το χειρότερο
μσν.- νεοελλ.
1. πάθημα, ζημιά
2. αρρώστια
νεοελλ.
καταστροφή
αρχ.
φρ.
1. «ἡ πᾶσα βλάβη» — αυτός που μόνο κακό προξενεί
2. «βλάβη θεοῦ» — θεϊκή τιμωρία
3. «βλάβης δίκη» — για αποζημίωση εξαιτίας ζημιών που προκαλούνται στην περιουσία κάποιου από κάποιον συμπολίτη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Επειδή το θ. βλαπ- του ρ. βλάπτω θεωρείται αρχαιότερο των ονοματικών τύπων, το βλαβ- του βλάβη πιθ. < βλαπ-, με αφομοίωση (πρβλ. αρχ. ινδ. mŕc, marka- «βλάβη, καταστροφή», αβεστ. m∂hrk-). Η λ. βλάβη δηλώνει γενικά τη «ζημιά», ενώ στην Ιωνική-Αττική απαντά και με δικανική σημασία (πρβλ. «βλάβης δίκη»).
ΠΑΡ. βλαβερός
αρχ.
βλαβόεις.
ΣΥΝΘ. αβλαβής, επιβλαβής, φρενοβλαβής, ψυχοβλαβής
αρχ.
αυτοβλαβής, βραχυβλαβής, θεοβλαβής, ιχνοβλαβής, μεγαλοβλαβής, οινοβλαβής, παμβλαβής, πολυβλαβής, προσβλαβής, σθενοβλαβής αρχ.-μσν. βλαβοποιός.

Greek Monotonic

βλάβη: [ᾰ], ἡ, (βλάπτω),
1. φθορά, ζημία, πλήγμα, αντίθ. προς το προμελετημένο αδίκημα (ἀδίκημα), σε Αισχύλ. κ.λπ.· βλάβη τινός, βλάβη σε ένα πρόσωπο ή πράγμα· βλάβη τῶν φορτίων, σε Αριστοφ.· αλλά, βλάβη θεοῦ, ζημία που προκαλείται από κάποια θεότητα, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπο, ἡ πᾶσα βλάβη, αυτός που δεν είναι τίποτε άλλο παρά όλος μία ζημία, σε Σοφ.
2. βλάβης δίκη, μια διαδικασία για ζημία που έχει γίνει, σε Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

βλάβη: [ᾰ], ἡ, (ἴδε βλάπτω), βλάβη, ζημία, φθορά· κυρίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἑκούσιον κακὸν ὃ προξενεῖ τις εἰς ἕτερον (ἀδίκημα), Αἰσχύλ. Πρ. 763, κτλ.· βλάβην ἔχειν, λαβεῖν ὁ αὐτ. Ἀγ. 889, Χο. 498, κτλ.· πεπονθέναι τι ἐς βλάβην φέρον Σοφ. Ο. Τ. 517· τίς βλάβη; μ. ἀπαρ., ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1187· οἷς ἦν ἐν βλάβῃ τειχισθέν, δι’ οὕς ἦτο βλαβερά, ἐπιζήμιος ἡ ὀχύρωσις, Θουκ. 5. 52· ― ὡσαύτως πληθ., ἐν ὄμμασιν βλάβας ἔχω Αἰσχύλ. Ἀγ. 889, πρβλ. Εὐμ. 799· ― βλ. τινός, ζημία εἴς τι πρόσωπονπρᾶγμα, αἱματηρὰς βλάβας νέων (ἔνθα τὸ θηγάνας σπλάχνων εἶναι παρενθετικόν), Αἰσχύλ. Εὐμ. 859· προσκαλοῦμαί σε ... βλάβης τῶν φορτίων Ἀριστοφ. Σφηξ. 1407· ἀλλά, βλάβη θεοῦ, ζημία ἐκ μέρους θεότητός τινος πεμπομένη, Εὐρ. Ἴων. 520, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1104· ― ἐπὶ προσώπου, ἡ πᾶσα βλάβη, οὗτος οὐδὲν ἕτερον εἶναιὅλος ζημία, ὁ αὐτ. Ἠλ. 301, παρβλ. 784, Φ. 622. 2) βλάβης δίκη, διαδικασία περὶ ζημίας ἐπενεχθείσης ὑπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον (ἴδε ἐν λ. αἰκία) Δημ. 522, ἐν τέλ.· τοιαύτη δίκη ἐγίνετο καὶ διὰ βλ. τετραπόδων, διὰ ζημίαν δηλ. ἣν ἐπέφερον τὰ κτήνη (εἰς τὰ σπαρτά), Πλούτ. Σόλ. 24, πρβλ. Σόλ. παρὰ Λυσ. 117. 41, Πλούτ. 2. 642Β· οἱ περὶ τῆς βλάβης νόμοι … ἁπλοῦν τὸ βλάβος κελεύουσιν ἐκτίνειν Δημ. 528. 1· διπλῆν τὴν βλάβην ὀφείλειν Δείναρχ. 97 ἐν τέλ.· πρβλ. βλάβος.

Frisk Etymology German

βλάβη: {blábē}
Forms: βλάβος n.
Grammar: f.,
Meaning: Schaden (ion. att., nicht Hom.).
Derivative: Davon βλαβερός schädlich (Hes., ion. att.), zu ἀβλαβής wie z. B. κρατερός zu ἀκρατής (vgl. Schwyzer 482); außerdem, nach den poetischen Adj. auf -όεις, βλαβόεις (Nik.) und βλαβύσσειν· βλάπτεσθαι H. — Neben βλάβη, βλάβος steht seit alters (Il. usw.) das primäre βλάπτω, βλάψαι, ἐβλάβην schädigen, vereinzelt (T 82, 166 = ν 34) ohne Präsenssuffix βλάβεται; nach gewöhnlicher Annahme (Schwyzer 685, Chantraine Gramm. hom. 1, 311) eher alt als zu ἐβλάβην neugebildet. Von βλάπτω: βλαπτικός (Ph., Arr. usw.) und βλαπτήριος (Opp.); vgl. Chantraine Formation 396 bzw. 43ff.; außerdem βλάψις (Pl.). — Im Kretischen mit abweichendem Stammauslaut und Vokalismus: ἀβλοπές· ἀβλαβές H., ἀβλοπία = ἀβλάβεια, καταβλαπεθαι = -εσθαι (Inschr.). Die durchgehende Schwachstufe der Wurzel (kret. -λο- steht dialektisch für -λα-) hat vom Präsens und von dem η-Aorist aus sämtliche verbale und nominale Formen erobert. Die Nomina βλάβη und βλάβος sind also wenigstens in ihrer jetzigen Form dem Verb gegenüber sekundär; vgl. aber unten.
Etymology: Da βλαβ- wegen der kretischen Formen sehr wohl aus βλαπ- assimiliert sein kann (Schwyzer 257), ist es möglich, damit aind. mŕ̥c- f., marká- m. Beschädigung, Zerstörung, mr̥k-- beschädigt, marcáyati beschädigen und entsprechende awest. Formen, məhrk- f. usw., gleichzusetzen. Mit βλάπτω kann also (das allerdings unsichere) aind. mr̥c-ya-ti identisch sein. Hinter βλάβη, βλάβος liegt dann wahrscheinlich ein Wurzelnomen *βλάψ = aind. mŕ̥c-, aw. məhrk-. — Dagegen bleiben lat. mulceō, mulcō sowohl wegen des Gutturals wie wegen der Bedeutung fern, s. W.-Hofmann s. vv. Vgl. auch βλάσφημος.
Page 1,239-240

English (Woodhouse)

damage, detriment, disadvantage, harm, havoc, hurt, ill, injury, loss, mischief, prejudice, ruin, wrong

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καταστροφή). Ἀπό ρίζα βλαβ- τοῦ βλάπτω. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: βλάπτω, βλάβος, βλάμμα, βλαπτικός, βλαψίφρων, φρενοβλαβής, βλάψις, ἀβλαβής, ἐπιβλαβής, βλαπτήριος, βλάσφημος, βλασφημῶ, βλαβερός.

Lexicon Thucydideum

damnum, noxa, detrimentum, harm, injury, loss, 2.40.2, 2.65.7, 3.14.1, 3.38.1, [οὐ] 3.46.3,
cum alicuius incommodo, to someone's disadvantage, 1.40.2, 8.72.1,
nocere alicui, to harm someone, 5.52.2,
nihil nocet, it does no harm, 6.41.3.

Translations

damage

Albanian: dëmtim, dëm; Arabic: عُطْل‎, ضَرَر‎, أِضْرَار‎, تَلَف‎, خَسَارَة‎; Armenian: վնաս; Asturian: dañu; Avar: зарар; Azerbaijani: xəsarət, zərər; Bashkir: зыян; Belarusian: пашкоджанне, шкода, страта; Bengali: সদমা; Bulgarian: щета, ущъ́рб; Catalan: dany, perjudici, damnatge; Chinese Mandarin: 損害/损害; Min Nan: 損害/损害, 敗害/败害; Czech: poškození, škoda; Dalmatian: damno; Danish: skade, beskadigelse; Dutch: schade; Esperanto: damaĝo; Estonian: kahju; Finnish: vaurio, vahinko, tuho, hävitys; French: dégât, dommage; Friulian: dam, daneç; Galician: dano; Georgian: ზიანი, ვნება, გაფუჭება; German: Schaden; Greek: ζημιά, ζημία; Ancient Greek: ἀγγρία, ἀδικία, ἀδίκιον, ἀλυσιτέλεια, ἀποτριβή, ἀτηρία, βλάβα, τὸ βλαβερόν, βλάβη, βλάβος, βλάμμα, βλάψις, δήλησις, ἐλάσσωσις, ἐλάττωσις, ζαμία, ζημία, ζημίωμα, κακία, κάκωσις, λύμη, τραῦμα, ὕβρις, φθορά, φθορή; Hebrew: נֶזֶק‎; Hindi: नुक़सान, हानी, क्षति; Hungarian: kár; Ingrian: kaiho; Irish: damáiste, díobháil, millteanas; Istriot: dagno; Italian: danno; Japanese: 痛手, 損害, 損傷; Kazakh: зиян, нұқсан; Korean: 손해(損害), 손상(損傷); Kurdish Northern Kurdish: zîyan; Kyrgyz: зыян; Latin: captio, damnum, detrimentum, incommoditas, malum, noxa, zamia; Latvian: bojājums, postījums; Lithuanian: žala, nuostolis, sugadinimas; Lombard: dann; Macedonian: штета, оштетување; Malay: kerosakan; Maori: pākarutanga; Middle English: damage; Mongolian Cyrillic: гэмтэл; Mongolian: ᠭᠡᠮᠲᠦᠯ; Norwegian Bokmål: skade; Nynorsk: skade; Occitan: damatge; Old English: æfwerdelsa, æfwerdla, hearm, æfwyrdla; Ottoman Turkish: ضرر‎, زیان‎, مضرت‎; Persian: زیان‎, خسارت‎, آسیب‎, آک‎, ضرر‎; Polish: uszkodzenie, szkoda; Portuguese: avaria, dano, estrago; Romanian: daună, avarie, pagubă, deteriorare; Romansch: donn; Russian: повреждение, ущерб, вред; Sanskrit: क्षति; Scottish Gaelic: coire, milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ште̏та; Roman: štȅta; Sicilian: dammaggiu; Slovak: poškodenie, škoda; Slovene: škoda; Spanish: daño, damno; Swedish: skada; Tagalog: pinsala, nasira, nagiba, kapinsalaan; Tajik: зарар, вайрон, зиён, хисорат; Tatar: зыян; Thai: ความเสียหาย; Tocharian B: karep; Turkish: zarar, hasar; Turkmen: zyýan; Ukrainian: пошкодження, шкода, збитки; Urdu: نقصان‎; Uyghur: زىيان‎; Uzbek: zarar, ziyon; Welsh: difrod, amhariad, amhariadau; West Frisian: skea