λούω
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
contr. from λοέω, from which come impf.
A λόεον Od.4.252: aor. inf. λοέσσαι 19.320; part. λοέσσας Il.23.282: fut. Med. λοέσσομαι Od.6.221: 3sg. aor. λοέσσατο ib.227; λοεσσάμενος Il.10.577, Schwyzer 633 (Eresus, ii/i B. C.): also Ep. impf. ἐλούεον h.Cer.289.—Later forms, λούει Hdt.6.52; inf. λούειν Hp.Morb.2.20, Pl.Phd. 115a: fut. λούσω Call.Del.95; Dor. λουσῶ Theoc.5.146: aor. ἔλουσα Anacr.47, S.Ant.901, Ar.Lys.19 (Ep. λοῦσα Il.16.679, etc.):—Med. λούονται Hdt.4.75; inf. λούεσθαι Il.6.508, Hp.Epid.5.70; part. λουόμενοι Hdt.3.23: fut. λούσομαι Ar.Nu.837, Pl.Phd. 116a: aor. ἐλουσάμην ibid.; Ep. λούσαντο Il.10.576; Dor. part. λωσάμενος Berl.Sitzb.1927.157 (Cyrene): —Pass., aor. ἐλούθην Hp.Mul.1.11, later ἐλούσθην Lyc.446: pf. λέλουμαι, 3sg. λέλουται Ar.Pax868; part. λελουμένος Il.5.6, later λέλουσμαι LXX Ca.5.12 (cod. Vat.).—Another old form of the pres. was λόω, whence 3sg. λόει Scol.25, 2sg. Med.κατα-λόει Ar.Nu.838 (prob.): 3sg. impf. λόε Od.10.361, 3pl. λόον h.Ap.120; 3sg. subj. Med. λόηται IG12(5).569.5 (Ceos, iii B.C.); inf. λόεσθαι Hes.Op.749:—to λόω also belong the foll. contr. forms, 3sg. impf. ἀπ-έλου Ar.V.118, ἐλοῦμεν Id.Pl.657; pres. Pass. λοῦται Semon.7.63, X.Cyr.1.3.11, A.Fr. 366 (note); λοῦνται, ἐλοῦτο, Hdt.1.198, 3.125, ἐλούμην Men.363; 3pl. ἐλοῦντο X.Cyr.4.5.4, etc. (Dor. λῶντο, λώοντο, Call.Lav.Pall.72, 73); inf. λοῦσθαι Od.6.216, Hdt.3.124, Ar.Nu.1044, Pl.Lg.942b; part. λούμενος Ar.Av.1623, Pl.658, X.Mem.3.13.3: the forms ἐλούομεν, λούομαι, ἐλουόμην, etc., are rejected by Phryn.165, but are freq. found in codd., Lys.1.9, etc.: the imper. form λοῦ (glossed by λοῦσαι, Hsch.), if correct, is contr. for λόε: (Cf. Lat. lǎvo [fr. *lovo]): —wash, prop. wash the body (νίζω being used of the hands and feet, πλύνω of clothes), τὸν δ' Ἥβη λοῦσεν Il.5.905; δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ Od.4.49, cf. 6.210; λοῦσ' ἐν ποταμῷ bathed me, i.e. let me bathe, 7.296; τίς ἄν σφε λούσειεν; A.Th.739 (lyr.); λούσαντες τὸν νεκρόν Hdt.2.86, cf. E.Tr.1152, S.Ant.901; λ. τινὰ ἀπὸ τῶν πληγῶν Act.Ap. 16.33; also λό' ἐκ τρίποδος μεγάλοιο washed me [with water] from a great cauldron, Od.10.361; ὀϊστοὺς λοῦσεν φοινίσσᾳ… Ἄρης ψακάδι Simon. 106: c. acc. cogn., λουτρὸν λοῦσαί τινα, v. λουτρόν 1.2.
b rarely of things, λ. τὰ δύο μέρη τοῦ βαλανείου PFlor.384.30 (v A.D.).
2 metaph., purify, τινὰ ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν v.l. in Apoc.1.5.
II Med. and Pass., bathe, λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι Od.6.216: also c. gen., λελουμένος Ὠκεανοῖο (of a star just risen) fresh from Ocean's bath, Il.5.6; λούεσθαι ποταμοῖο bathe in the river, 6.508; so ἀπὸ [κρήνης] λουόμενοι Hdt.3.23: c. acc. cogn., τὸ λουτρὸν ἡ Ῥέα λοῦται Arr.Tact. 33.4: abs., λούσαντο Od.4.48, cf. Hdt.5.20, etc.; λελουμένος freshbathed, after bathing, Id.1.126, Ar.Lys.1064 (lyr.); ἐν βαλανείῳ λελουμένος Pl.R. 495e; λούεσθαι ἐν πηλῷ Arist.HA595a31; εἰς λουτρῶνας Ptol.Euerg.3 J. (dub.): metaph., τόξα… αἵματι λουσάμενα Simon.143, cf. Call.Del.95; λελουμένος τῷ φόνῳ Luc.DMeretr.13.3.
2 in strict pass. sense, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, i.e. to be washed by the rain from heaven, Hdt.3.124, 125.
3 in strict med. sense, c. acc., λοέσσασθαι χρόα wash one's body, Hes.Op.522, Th.5; λούονται (v.l. λοῦνται) ὕδατι τὸ σῶμα Hdt.4.75.
French (Bailly abrégé)
pf. inus.
Pass. ao. ἐλούθην, réc. ἐλούσθην, pf. λέλουμαι, réc. λέλουσμαι;
laver, particul.
1 laver le corps, baigner, faire prendre un bain;
2 laver en gén. : νεκρόν SOPH un mort;
3 p. ext. mouiller : λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός HDT être mouillé par la pluie;
Moy. λούομαι;
1 se baigner : ἐν ποταμῷ OD dans un fleuve ; • avec le dat. sans prép. : ποταμοῖο ῥοῇσιν OD dans le courant d'un fleuve ; • avec le gén. : ποταμοῖο IL dans un fleuve ; Ὠκεανοῖο IL, dans l'Océan ; ἀπὸ κρήνης HDT dans une fontaine;
2 se mouiller.
Étymologie: R. ΛοϜ, laver ; cf. λοέω, lat. lavare, lautus.
German (Pape)
alt λοέω, von dem sich bei Hom. noch der aor. λοέσσαι, λοέσσας findet, wie med. λοέσσατο, λοεσσάμενος, und fut. λοέσσομαι, perf. λέλουμαι, λελουμένος, Il. 5.6, wie Ar. Lys. 1066. – Das praes. med. att. synkopiert λοῦμαι, λούμενος, Ar. Plut. 658; aber λουόμενος Xen. Mem. 3.13.3, Hell. 7.2.22 Aesch. ep. 10.5; λούεσθαι, Lys. 1.9; λοῦσθαι, schon Od. 6.216 und Ar. Nub. 1027; vgl. Lobeck zu Phryn. 189; auch im act. ἔλου, ἐλοῦμεν, für ἔλουε und ἐλούομεν, z.B. Ar. Plut. 657, Vesp. 118. Die Form λόε, Od. 10.361, und λόον, H.h. Apoll. 120, sind als aor.2 zu betrachten, und eben so scheint Hes. O. 751 λοέσθαι als aor. med. zu betonen. Im Scol. 22 bei Ath. XV.695e steht λόει, als praes. richtiger λοεῖ zu akzent.; aor. pass. λουσθείς, Lycophr. 446; Wurzel ΛΥ – ΛΟF;
baden, waschen; bei Hom. gew. von Menschen, δμωαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ, Od. 4.49, λοῦσ' ἐν ποταμῷ, 7.296, λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσιν, 6.216, εἰωθὼς λούεσθαι ἐϋρρεῖος ποταμοῖο, Il. 6.508, wie λοεσσάμενος ποταμοῖο, 21.560, sich im Flusse baden; λελουμένος Ὠκεανοῖο, 5.6; ἐς ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο, Od. 4.48; und mit einem accus., λοέσσασθαι χρόα, sich den Leib waschen, Hes. O. 524, Th. 5; einmal von den Mähnen der Pferde, Il. 23.282; vom Waschen der Kleider aber wird πλύνω gesagt (vgl. auch νίζω); – τίς ἄν σφε λούσειεν; Aesch. Spt. 721; αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα Soph. Ant. 892; ἔλουσα νεκρόν Eur. Troad. 1152; ἀπὸ κρήνης λούεσθαι, Her. 3.23; γυμνάζεσθαι καὶ λοῦσθαι, Plat. Legg. XII.942b; ἐν βαλανείῳ λελουμένος, Rep. VI.495e; Xen. und Folgde. Nach der gew. Vrbdg ἐς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος, Ar. Nub. 837, sagen Sp. λούεσθαι εἰς λουτρῶνας, Ath. X.438e; λούεσθαι ἐν πηλῷ, vom Schweine, Arist. H.A. 8.6.
übertragen, αἵματι, sich im Blute baden, sp.D., φάσγανον αἵματος ὄμβρῳ Tryphiod. 20; vgl. Nonn. D. 15.350, 32.238; λελουμένος τῷ φόνῳ Luc. D. meretr. 13.3.
Russian (Dvoretsky)
λούω: эп. тж. *λοέω и λόω
1 мыть, купать (ἐν ποταμῷ, sc. τινά Hom.); med.-pass. мыться, купаться (λοεσσάμενος ποταμοῖο Hom.; λοέσσασθαι χρόα Hes.; ἀπὸ κρήνης λ. Her.);
2 культ. совершать омовение, омывать (νεκρόν Her.; θανόντας Soph.; λελουμένοι τὸ σῶμα ὕδατι NT);
3 med.-pass. мокнуть (ὑπὸ τοῦ Διός Her.): λ. ἐν πηλῷ Arst. валяться в грязи; λελουμένος τῷ φόνῳ Luc. облитый кровью (убитого).
Greek (Liddell-Scott)
λούω: συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀρχαίου λοέω, ἐξ οὗ ἔτι ἔχομεν χρόνους τινὰς παρ’ Ὁμ., δηλ. παρατ. λόεον Ὀδ. Δ. 252· ἀόρ. ἀπαρ. λοέσσαι Τ. 320· μετοχ. λοέσσας Ἰλ. Ψ. 282· - μέσ. μέλλ. λοέσσομαι Ὀδ. Ζ. 221· γ΄ ἑν. ἀορ. λοέσσατο αὐτόθι 227· λοεσσάμενος Ἰλ. Κ. 577, κτλ.· ὡσαύτως Ἐπικ. παρατ. ἐλούεον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 290. Μεθομηρικοὶ σχηματισμοί: ἀπαρ. λούειν Πλάτ. Φαῖδρ. 115Α: μέλλ. λούσω Καλλ. εἰς Δῆλ. 95, Δωρ. λουσῶ Θεόκρ. 5. 146· ἀόρ. ἔλουσα Τραγ. καὶ Ἀριστοφ. (Ἐπικ. λοῦσα Ἰλ. Π. 679, κτλ.)· - Μέσ. καὶ Παθ., ἀπαρ. λούεσθαι Ἰλ. Ζ. 508: μέλλ. λούσομαι Ἀριστοφ., Πλάτ.: ἀόρ. ἐλουσάμην ὁ αὐτ., Ἐπικ. λούσαντο Ἰλ. Κ. 576· - Παθ., ἀόρ. ἐλούθην Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Αἴ. σ. 324 μεταγεν. ἐλούσθην Λυκόφρ. 446· πρκμ. λέλουμαι, γ΄ ἑνικ. λέλονται Ἀριστοφ. Εἰρ. 868· μετοχ. λελουμένος Ὅμ., κτλ.· (παρὰ τοῖς μεταγ. λέλουσμαι). - Ὁ ἀρχικὸς τύπος τοῦ ἐνεστῶτος ἦτο λύω, ἐξ οὗ γ΄ ἑνικ. λόει Σχόλ. παρ’ Ἀθην. 695F, καὶ ἐν συνθέσει καταλόει Ἀριστοφ. Νεφ. 838· γ΄ ἑνικ. παρατ. λόε Ὀδ. Κ. 361, γ΄ πληθ. λόον Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 120· ἀπαρ. λόεσθαι Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 747· - εἰς τὸν τύπον λόω ἀνήκουσιν ὡσαύτως οἱ ἑπόμενοι συνῃρ. τύποι, γ΄ ἑνικ. παρατ. ἀπέλου Ἀριστοφ. Σφ. 118, ἐλοῦμεν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 657· μετοχ. ἀπολοῦντος Πλάτ. Κρατ. 406Α· παθ. ἐνεστ. λοῦται, Σιμων. περὶ Γυναικ. 63, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11· λοῦνται, λοῦντο, ἐλοῦτο, Ἡρόδ. 1. 198., 4. 75., 3. 124., 125· ἐλούμην Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 1. 2· γ΄ πληθ. ἐλοῦντο Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4, κτλ.· (Δωρ. λῶντο, λώοντο Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 72, 73)· ἀπαρ. λοῦσθαι Ὀδ. Ζ. 216, Ἀριστοφ. Νεφ. 1044, Πλάτ.· μετοχ. λούμενος Ἡρόδ. 3. 23, Ἀριστοφ. Πλ. 658, Ξεν Ἑλλ. 7. 2, 22, Ἀπομνημον. 3. 13. 3· - οἱ ἀσυναίρετοι τύποι ἐλούμην, ἐλούου, ἐλούετο, λούομαι, λούεται, ἐλουόμεθα, ἐλούοντο, λούεσθαι ἀποδοκιμάζονται ὡς ἀδόκιμοι ὑπὸ τοῦ Φρυνίχου (188), ἂν καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς συχνάκις εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς ἀρχαιοτέρους συγγραφεῖς, ὡς Λυσ. 92. 29, Ξεν., κτλ.· ἴδε Λοβ. ἐν τόπῳ· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἰδιόρρυθμόν τινα τύπον προστακτ. λοῦ καὶ ἑρμηνεύει διὰ τοῦ λοῦσαι ἂν ὁ τύπος εἶναι γνήσιος, προῆλθε κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ λόε, ἢ δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ παῦ ἀντὶ παῦε Ἐκ τῆς √ΛΟϜ, ἥτις φαίνεται ἐν ταῖς λ. λούω (ὃ ἐ. λόϝ-ω) λόετρον (δηλ. λόϝ-ετρον) λουτρόν, πρβλ. Λατ. liv-o lau-tus·-ἐκ τοῦ ἐκτεταμένου τύπου √ΛΥ παράγονται αἱ λ. λῦμα (τὸ διὰ τῆς λούσεως ἀποβαλλόμενον), λύθρον, λύμη, λυ-μαίνομαι· Λατ. lu-o (ἐν τοῖς al-luo, di-luo, pol-luo), di-luv-ium, col-luv-ies, pol-lub-rum, lu-strum) Πλύνω· κυρίως λούω τὸ σῶμα, ὡς καὶ νῦν, (νίζω κεῖται ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, πλύνω ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων), τὸν δ’ Ἥβη λοῦσεν Ἰλ. Ε. 905· δμωαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ Ὀδ. Δ. 49, πρβλ. Η. 296 λούσατε δ’ ἐν ποταμῷ Ζ. 210, πρβλ. 216· τὶς ἄν σφε λούσειεν; Αἰσχύλ. Θήβ. 739 λοῦσαι τὸν νεκρὸν Ἡρόδ. 2. 86, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1152, Σοφ. Ἀντ. 901· - ὡσαύτως λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, μὲ ἔλουσε [δι’ ὕδατος] ἐκ μεγάλου λέβητος [λαμβανομένου], Ὀδ. Κ. 361, πρβλ. τὴν παθ. χρῆσιν, κατωτ.· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., λουτρὸν λοῦσαί τινα, ἴδε λουτρὸν Ι. 2· - περὶ τοῦ Ἰλ. Ξ. 7., Σ. 345, ἴδε ἐν λ. ἀπολούω· - λούω τινὰ ἀπὸ τῶν πληγῶν Πράξ. Ἀποστ. ιϛ΄, 33. 2) ἐν Βαβρ. 72. 8 ἔχομεν πρόσωπα δ’ αὑτῶν ἐξέλουε καὶ κνήμας, ὅπου παρὰ δοκίμοις θὰ προσεδοκῶμεν, ἐξένιζε. ΙΙ. Μέσ. καὶ παθ. λούομαι, λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσιν Ὀδ. Ζ. 216· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν., λελουμένος Ὠκεανοῖο (ἐπὶ ἀστέρος μόλις ἐπιτείλαντος), προσφάτως λουσθεὶς ἐν τῷ Ὠκεανῷ, Ἰλ. Ε. 6· οὕτω, λούεσθαι ποταμοῖο, λούεσθαι ἐντὸς ὕδατος τοῦ ποταμοῦ (ἴδε ἀνωτ.), Ζ. 508· οὕτω, ἀπὸ κρήνης λούμενος Ἡρόδ. 3. 23 (πρβλ. νίζω ἐν τελ.)· - ἀπολ., λούσαντο Ὀδ. Δ. 48, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 20, κτλ.· λελουμένος, πρὸ μικροῦ λουσθείς, μετὰ τὸ λουτρόν, ὁ αὐτ. ἐν 1. 126, Ἀριστοφ. Λυσ. 1066· ἐς βαλανεῖον ἦλθε λουσόμενος (οὕτως ὁ Ὁρατ. ire lavatum) ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 837· ἐν βαλανείῳ λελουμένος Πλάτ. Πολ. 495Ε· ἐν πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6., 4· λούεσθαι ἐς λουτρῶνας Ἀθην. 438Ε· μεταφ., αἵματι λούσασθαι Σιμων. 145, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 95· λελουμένος τῷ φόνῳ, βουτημένος εἰς τὰ αἵματα, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 3. 2) ἐπὶ καθαρῶς παθ. σημασίας, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, δηλ. τῆς βροχῆς, Ἡροδ. 3. 124. 125. 3) ἐπὶ αὐστηρῶς μέσ. σημασίας, μετ’ αἰτ., λοέσσασθαι χρόα Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 520, Θ. 5· λοῦσθαι ὕδατι τὸ σῶμα Ἡρόδ. 4. 75.
English (Autenrieth)
(cf. lavo), ipf. λοῦον, λ (λόϝε), aor. λοῦς(εν), subj. λούσῃ, imp. λόεσον, λούσατε, inf. λοέ(ς)σαι, part. λοέσᾶσα, mid. pres. inf. λούεσθαι, λοῦσθαι, fut. λοέσσομαι, aor. λοέσσατο, λούσαντο, etc., pass. perf. part. λελουμένος: bathe, wash, mid., bathe, get washed. Il. 6.508; fig., of the rising of Sirius, λελουμένος Ὠκεανοῖο, ‘after his bath in Ocean,’ Il. 5.6.
Spanish
English (Strong)
a primary verb; to bathe (the whole person; whereas νίπτω means to wet a part only, and πλύνω to wash, cleanse garments exclusively): wash.
English (Thayer)
1st aorist ἔλουσά; perfect passive participle λελουμένος and (in T WH) λελουσμενος, a later Greek form (cf. Lobeck on Sophocles Aj., p. 324; Stephanus Thesaurus 5:397c.; cf. Kühner, § 343, under the word; (Veitch, under the word, who cites Vat.)); 1st aorist middle participle λουσαμενος; from Homer down; the Sept. for רָחַץ; to bathe, wash: properly, τινα, a dead person, τινα ἀπό τῶν πληγῶν, by washing to cleanse from the blood of the wounds, Winer's Grammar, 372 (348), cf. § 30,6a.; Buttmann, 322 (277)); ὁ λελουμένος, absolutely, he that has bathed, καθαρός, a. (and cf. Synonyms below)); λελουσμένοι τό σῶμα, with the dative of instrumentality, ὕδατι, to wash oneself (cf. Winer's Grammar, § 38,2a.): ὁ λουσας ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, i. e. who by suffering the bloody death of a vicarious sacrifice cleansed us from the guilt of our sins, R G (others, λύσας (which see 2at the end). Compare: ἀπολούω.) [ SYNONYMS: λούω, νίπτω, πλύνω: πλύνω is used of things, especially garments; λούω and νίπτω of persons — νίπτω of a part of the body (hands, feet, face, eyes), λούω of the whole. All three words occur in Trench, N.T. Synonyms, § xlv.]
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λούω: συνηρ. από το αρχ. λοέω, από όπου, στον Όμηρ., παρατ. λόεον, απαρ. αορ. λοέσσαι, μτχ. λοέσσας, Μέσ. μέλ. λοέσσομαι, γʹ ενικ. αορ. λοέσσατο, μτχ. λοεσσάμενος· επίσης, Επικ. παρατ. ἐλούεον· μεταγεν. τύποι, μέλ. λούσω, Δωρ. λουσῶ, αόρ. ἔλουσα, Επικ. λοῦσα — Μέσ., μέλ. λούσομαι· αόρ. ἐλουσάμην, Επικ. γʹ πληθ. λούσαντο — Παθ., παρακ. λέλουμαι, γʹ ενικ. λέλουται, μτχ. λελουμένος· αρχ. ενεστ. λόω, από όπου γʹ ενικ. λόει, Επικ. γʹ ενικ. παρατ. λόε, γʹ πληθ. λόον· απαρ. λόεσθαι· επίσης, Αττ. συνηρ. τύποι, γʹ ενικ. και αʹ πληθ. παρατ. ἔλου, ἐλοῦμεν· Παθ. ενεστ. λοῦται, λοῦνται, γʹ πληθ. παρατ. ἐλοῦντο, Ιων. λοῦντο, απαρ. λοῦσθαι, μτχ. λούμενος·
I. 1. πλένω κάποιον άλλο, ορθότερα, λούζω το σώμα του (νίζω χρησιμ. για χέρια και πόδια, πλύνω για τα ρούχα), σε Όμηρ.· λούσατε ἐν ποταμῷ, πλύντε τον, δηλ. αφήστε τον να κάνει μπάνιο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λό' ἐκ τρίποδος, με έλουσε (με νερό) σε μεγάλο καζάνι, στο ίδ.
II. 1. Μέσ. και Παθ., λούζομαι, με γεν., λελουμένος Ὠκεανοῖο, (λέγεται για άστρο που μόλις ανέτειλε), πρόσφατα λουσμένο στον ωκεανό, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, λούεσθαι ποταμοῖο, λούζομαι στο νερό του ποταμού, στο ίδ.· ομοίως, ἀπὸ κρήνης λούμενος, σε Ηρόδ.· απόλ., λούσαντο, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· λελουμένος, φρεσκομπανιαρισμένος, αυτός που έκανε μπάνιο προ ολίγου, σε Ηρόδ.· ἦλθε λουσόμενος (Οράτ. ire lavatum), σε Αριστοφ.
2. με καθαρά Παθ. σημασία, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, δηλ. λουσμένος από τη βροχή του ουρανού, σε Ηρόδ.
3. με καθαρά Μέσ. σημασία, λοέσσασθαι χρόα, πλένω το σώμα μου, σε Ησίοδ.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: bathe, wash (the body) (Il., cf. below)
Other forms: also λοέω (ipf. λόεον δ 252). λόω (ipf. λό' [κ 361], λόον [h. Ap. 120], inf. λόεσθαι [Hes. Op. 749]); besides λοῦσθαι (ζ 216), λοῦνται (Hdt.), λούμενος (Ar.); Dor. (Call. Lav. Pall. 72f.) λῶντο, λώοντο; aor. λοῦσαι, -σασθαι (Il.), ep. also λοέσ(σ)αι, -έσσασθαι, Dor. λωσάμενος (Cyrene), pass. λουθῆναι (Hp.), -σθῆναι (LXX, pap.); fut. λούσω, -ομαι (IA.), λοέσσομαι (ζ 221), ptc. perf. λελουμένος (E 6),
Dialectal forms: Myc. rewotorokowo; s. below
Compounds: also with prefix, esp. ἀπο-, ἐκ-; unclear Myc. rewoterejo. -
Derivatives: 1. λουτρόν, Hom. λοετρόν, Dor. λωτρόν (H.), usually (in Hom. always) in plur. the bath, bathing place (Il.); as 1. member e.g. in λοετρο-χόος pouring bathwater (Hom.); λούτριον n. bathwater (Ar., Luc.), ἀπολούτριος for washing of water (Ael.), λουτρών, -ῶνος m. bathroom, bathing house (X., hell.) with -ωνικός belonging to the bathing places (Cod. Just.), λουτρίς f. belonging to the bath (Theopomp. Com., H., Phot.), λουτρικός H. s. ξυστρολήκυθον, λουτρόομαι bathe (Euboea) - 2. λούτρα f. sarcophagus (Corycos; on the meaning cf. μάκρα [from μάκτρα] bathtub, coffin). - 3. λουτήρ m. bathtub (LXX, inscr.), -ήριον n. id. (Antiph., inscr.; λωτ. Tab. Heracl.) with the dimin. -ηρίδιον (Hero, pap.), -ηρίσκος (Gloss.); ἐκλουτήριος for washing (Aegina); ἐγλουστρίς f. bathing-drawers? (hell. pap.). - 4. λούστης m. "bather", who loves bathing (Arist., M. Ant.). - 5. λοῦσις bathing, washing (late pap., inscr.), ἀπόλουσις washing (Pl.). - 6. λοῦμα n. stream (Sardes); prob also λούματα (cod. ἀούματα) τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα Κύπριοι H.; cf. ἀπόλουμα = ἀποκάθαρμα (sch., Eust.); or because the chaff before feeding was washed away in water?; diff. Bechtel Dial. 1, 451 (with Hoffmann Dial. 1, 121). -7. λουτιάω want to bathe (Luc. Lex. 2; after ἐμετ-ιάω: ἐμέω a. o .).
Origin: IE [Indo-European] [692] *leu̯h₃- wash, bathe
Etymology: The aorist λο(Ϝ)έ-σαι agrees with κορέ-σαι, στορέ-σαι; the rare present λο(Ϝ)έ-ω can be explained as innovation (cf. Specht KZ 59, 61). From λο(Ϝ)έσαι by contraction could arise λοῦσαι; to this again λούω. In Hom. the uncontracted forms can be inserted, e.g. λόεσεν etc. for λοῦσεν etc., also λοέεσθαι for λούεσθαι (Z 508 = O 265). Both λοῦσαι etc. and the isolated λό', λόον, λόεσθαι are understandable from (thematic) λό(Ϝ)-ω; the last forms however, can also be due to hyphairesis (cf. Schwyzer 252 f.). Also λοῦσθαι, λοῦνται, λούμενος admit basic forms like *λόϜ-εσθαι *λόϜ-ονται, *λοϜ-όμενος; but rhey are at the same time explainable from λο(Ϝ)έεσ-θαι, λο(Ϝ)έονται, λο(Ϝ)εόμενος. Further details in Schwyzer 682, Chantraine Gramm. hom. 1, 34, 347, 374, Risch ̨ 117. An immediate agreement to monosyll. thematic λό(Ϝ)ω appears in Lat. lav-ō, lav-ere (from *lov-; cf. Szemerényi KZ 70, 57 f.); to disyll. λο(Ϝ)έ-σαι may at the same time disyll. lavā-re (if the length is secondary) correspond (IE *leu̯h₃-). Wether also Arm. loganam, aor. logac̣ay bathe oneself has a disyllabic root, remains uncertain given the productivity of the Arm. verbs in -anam. From the general o-vowel deviate Myc. rewotorokowo and rewoterejo; their connection with λοετρόν has been explained from metathesis of *lewo-. Also the Celtic and Germanic nominal derivv. show the same vocalisation, e.g. Gaul. lautro bathing place, OIr. lōathar basin, OWNo. lauđr n. lye, (soap )foam, OE lēaÞor soap-foam, which can go back on IE *louh₃-tro- and can be identical with λο(Ϝ)ετρόν. - Hitt. lah̯(h̯)uu̯āi-'pour', since Sturtevant connected with λούω (s. Friedrich Wb.), is formally unclear (on expects *leh₂/₃-u-). - Further forms in Bq, WP. 2, 441, Pok. 692, W.-Hofmann s. lavō.
Middle Liddell
I. to wash another, properly, to wash his body (νίζω being used of the hands and feet, πλύνω of clothes), Hom.; λούσατε ἐν ποταμῶι bathe him, i. e. let him bathe, Od.:—also, λό' ἐκ τρίποδος washed me with water from a caldron, Od.
II. Mid. and Pass. to bathe, c. gen., λελουμένος )Ωκεανοῖο (of a star just risen), fresh from Ocean's bath, Il.;so, λούεσθαι ποταμοῖο to bathe [in water of the river, Hom.; so, ἀπὸ κρήνης λούμενος Hdt.:—absol., λούσαντο Od., etc.; λελουμένος fresh-bathed, after bathing, Hdt.; ἦλθε λουσόμενος (Hor., ire lavatum), Ar.
2. in strict pass. sense, λοῦσθαι ὑπὸ τοῦ Διός, i. e. to be washed by the rain from heaven, Hdt.
3. in strict mid. sense, λοέσσασθαι χρόα to wash one's body, Hes.
Frisk Etymology German
λούω: -ομαι (seit Il., vgl. unten),
{loúō}
Forms: auch λοέω (Ipf. λόεον δ 252). λόω (Ipf. λό’ [κ 361], λόον [h. Ap. 120], Inf. λόεσθαι [Hes. Op. 749] u. a.); daneben λοῦσθαι (seit ζ 216), λοῦνται (Hdt.), λούμενος (Ar.) usw.; dor. (Kall. Lav. Pall. 72f.) λῶντο, λώοντο; Aor. λοῦσαι, -σασθαι (seit Il.), ep. auch λοέσ(σ)αι, -έσσασθαι, dor. λωσάμενος (Kyrene), Pass. λουθῆναι (Hp.), -σθῆναι (LXX, Pap.); Fut. λούσω, -ομαι (ion. att.), λοέσσομαι (ζ 221), Ptz. Perf. λελουμένος (Ε 6),
Grammar: v.
Meaning: ‘baden, (den Körper) waschen’.
Composita: auch mit Präfix, bes. ἀπο-, ἐκ-,
Derivative: Ableitungen. 1. λουτρόν, Hom. λοετρόν, dor. λωτρόν (H.), gew. (bei Hom. immer) im Plur. das Bad, der Badeort (seit Il.); als Vorderglied z.B. in λοετροχόος ‘Badewasser eingießend, Badediener(in)’ (Hom. usw.; myk. re-wo-to-ro-ko-wo?; s. unten); davon λούτριον n. Badewasser (Ar., Luk.), ἀπολούτριος zum Abwaschen gebraucht, vorn Wasser (Ael.), λουτρών, -ῶνος m. Badezimmer, Badehaus (X., hell. u. sp.) mit -ωνικός zu den Badeanstalten gehörig (Cod. Just.), λουτρίς f. zum Bad gehörig (Theopomp. Kom., H., Phot.), λουτρικός H. s. ξυστρολήκυθον, λουτρόομαι baden (Euböa); unklar myk. re-wo-te-re-jo. — 2. λούτρα f. Sarg (Korykos; zur Bed. vgl. μάκρα [aus μάκτρα Badewanne, Sarg). — 3. λουτήρ m. Badewanne (LXX, Inschr. u.a.), -ήριον n. ib. (Antiph., Inschr. u. a.; λωτ. Tab. Heracl.) mit den Demin. -ηρίδιον (Hero, Pap. usw.), -ηρίσκος (Gloss.); ἐκλουτήριος zum Abwaschen (Aegina); ἐγλουστρίς f. ‘Badehose?’ (hell. Pap.). — 4. λούστης m. "Badender", der das Baden liebt (Arist., M. Ant.). — 5. λοῦσις das Baden, das Waschen (sp. Pap. u. Inschr.), ἀπόλουσις das Abwaschen (Pl. u. a.). — 6. λοῦμα n. Strom (Sardes); wohl auch λούματα (cod. ἀούματα)· τὰ τῶν πτισσομένων κριθῶν ἄχυρα Κύπριοι H.; vgl. ἀπόλουμα = ἀποκάθαρμα (Sch., Eust.); oder weil die Spreu vor der Fütterung im Wasser aufgeweicht wird?; anders Bechtel Dial. 1, 451 (mit Hoffmann Dial. 1, 121). —7. λουτιάω baden wollen (Luk. Lex. 2; nach ἐμετιάω: ἐμέω u. a.).
Etymology: Der Aorist λο(ϝ)έσαι stimmt zu κορέσαι, στορέσαι; das seltene Präsens λο(ϝ)έω läßt sich als Neubildung dazu erklären (vgl. Specht KZ 59, 61). Aus λο(ϝ)έσαι konnte durch Kontraktion λοῦσαι entstehen; dazu wiederum λούω. Bei Hom. lassen sich unkontrahierte Formen oft einsetzen, z.B. λόεσεν usw. für λοῦσεν usw., auch λοέεσθαι für λούεσθαι (Ζ 508 = Ο 265). Sowohl λοῦσαι usw. wie die vereinzelten λό’, λόον, λόεσθαι sind indessen auch als Ableger eines (thematischen) λό(ϝ)-ω verständlich; die letztgenannten Formen können aber auch auf Hyphärese (vgl. Schwyzer 252 f.) beruhen. Auch λοῦσθαι, λοῦνται, λούμενος erlauben Grundformen wie *λόϝεσθαι *λόϝονται, *λοϝόμενος; sie sind aber gleichzeitig aus λο(ϝ)έεσθαι. λο(ϝ)έονται, λο(ϝ)εόμενος erklärbar. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer 682, Chantraine Gramm. hom. 1, 34, 347, 374, Risch ̨ 117. Ein unmittelbares Gegenstück zum einsilbigen thematischen λό(ϝ)ω scheint in lat. lav-ō, lav-ere (aus *lov-; vgl. Szemerényi KZ 70, 57 f.) vorzuliegen; dem zweisilbigen λο(ϝ)έσαι kann gleichzeitig das zweisilbige lavā-re (wenn Länge sekundär) entsprechen (idg. *lou̯ə-). Ob auch arm. loganam, Aor. logac̣ay sich baden eine zweisilbige Wurzel enthält, bleibt bei der starken Produktivität der arm. Verba auf -anam ganz fraglich. Gegen den durchgehenden o-Vokal verstoßen myk. re-wo-to-ro-ko-wo und re-wo-te-re-jo; ihre Verbindung mit λοετρόν u. Verw. muß offen bleiben. Auch die im Keltischen und Germanischen erhaltenen Nominalableitungen zeigen dieselbe Vokalisation, z.B. gall. lautro balneo, air. lōathar Becken, awno. lauđr n. ‘Lauge, (Seifen )schaum', ags. lēaþor Seifenschaum, die sich alle auf idg. *lou̯ə-tro- zurückführen lassen und also mit λο(ϝ)ετρόν identisch sein können. — Heth. laḫ(ḫ)uu̯āi-’gießen’, seit Sturtevant mit λούω verknüpft (s. Friedrich Wb.), weicht formal und begrifflich ab. — Weitere Formen mit reicher Lit. bei Bq, WP. 2, 441, Pok. 692, W.-Hofmann s. lavō.
Page 2,138-139
Chinese
原文音譯:loÚw 魯哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:洗滌 相當於: (רָחַץ)
字義溯源:洗*,洗澡,洗淨,洗滌。參讀 (ἀπολούω)同義字參讀 (ἀποτίθημι)同義字
同源字:1) (ἀπολούω)徹底的洗 2) (λουτρόν)洗滌 3) (λούω)洗
出現次數:總共(5);約(1);徒(2);來(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 洗淨了(1) 彼後2:22;
2) 洗(1) 來10:22;
3) 洗滌(1) 徒16:33;
4) 洗了(1) 徒9:37;
5) 洗過澡的(1) 約13:10
Mantoulidis Etymological
(=λούζω). Ἀντί λόω. Ἀπό ρίζα λοϝ-. ἐνεστώτας: λόϝ-σ-ω → μέ τροπή τοῦ ϝ σέ υ λού-σ-ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα λούω.
Παράγωγα: λουτρόν, λουτροφόρος, λουτροχόος, λουτρών, λουτήρ, λουτρίς, λουτήριον, λοῦσις (=λούσιμο), λῦμα (=ξέπλυμα), λύθρον (=ἀκαθαρσία ἀπό αἷμα), λύμη (=βλάβη) (ἀπό ἐκτετ. τύπο λυ).
Léxico de magia
en v. med. lavarse λουσάμενος ἐλθὼν ἐν ἱματίοις καθαροῖς después de lavarte ve con ropas limpias P III 691 λουσάμενος καὶ βαπτισάμενος ἀνάβα παρὰ σαυτὸν καὶ ἡσύχασον tras lavarte y sumergirte vete a tu casa y descansa P VII 440
Translations
Afrikaans: was; Aklanon: eaba; Albanian: lan; Arabic: غَسَلَ; Aramaic Syriac: ܣܚܐ; Armenian: լվալ, լվանալ; Aromanian: spel, aspel, lau; Assamese: ধোৱা; Asturian: llavar; Azerbaijani: yumaq; Bashkir: йыуыу; Basque: garbitu; Belarusian: мыць, памыць; праць; Bengali: ধোয়া, ধোওয়া; Bikol Central: hugas; Breton: gwalc'hiñ; Bulgarian: мия, измивам; Burmese: ဆေး; Buryat: угааха; Catalan: rentar, llavar; Cebuano: laba, hugas; Cherokee: ᏕᎬᎩᎶᎠ; Chinese Cantonese: 洗; Mandarin: 洗, 洗滌, 洗涤, 沖洗, 冲洗; Chuvash: ҫу; Classical Nahuatl: pāca; Cornish: golhi; Crimean Tatar: yuvmaq, cuvmaq; Czech: mýt, prát; Danish: vaske; Dolgan: һууй; Dutch: wassen, spoelen, afspoelen; Esperanto: lavi; Estonian: pesema; Even: ав-, хилка-; Evenki: ав-, силки-; Faroese: vaska; Finnish: pestä; tiskata, pyykätä; French: laver; Friulian: lavâ; Galician: lavar; Georgian: რეცხვა, გარეცხვა, ბანვა; German: waschen, spülen; Gothic: 𐌸𐍅𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: πλένω; Ancient Greek: πλύνω, νίπτω, λούω; Guaraní: johéi; Haitian Creole: lave; Hawaiian: holoi; Hebrew: רָחַץ, שָׁטַף; Hindi: धोना; Hungarian: mos, kimos; Icelandic: þvo; Ido: lavar; Indonesian: mencuci; Irish: nigh; Old Irish: nigid, ind·aim; Isnag: uxat; Italian: lavare; Japanese: 洗う; Javanese: ngumbah, raup, wisuh; Kabyle: ssired; Kalmyk: уһаах; Kashmiri: چھَلُن; Kashubian: mëc; Kazakh: жуу; Khakas: чуурға; Khmer: លាង; Korean: 씻다; Kurdish Central Kurdish: شوشتن; Northern Kurdish: şûştin; Kyrgyz: жуу; Lao: ລ້າງ, ຊັກ, ສ່ວຍ; Latin: lavo, luo; Latvian: mazgāt; Limburgish: wasje, wesje, speule, aafspeule; Lithuanian: pláuti, mazgoti, praũsti; Lombard: lavà; Low German: waschen; Macedonian: мие; Maguindanao: ugas; Malay: mencuci; Manchu: ᠣᠪᠣᠮᠪᡳ; Maori: horoi; Middle English: wasshen; Mongolian: угаалга; Nanai: силко-; Ngazidja Comorian: uyela; Norman: laver; Norwegian: tvette, vaske; Occitan: lavar; Old Church Slavonic Cyrillic: мꙑти; Old East Slavic: мꙑти; Old English: þwēan, wascan; Old High German: dwahan; Old Javanese: kumbah; Old Norse: þvó, þvætta; Oromo: miiccuu; Ossetian: ӕхсын; Ottoman Turkish: ییقامق; Pashto: ولل, اندرېيل; Persian: شستن; Polish: myć, prać; Portuguese: lavar; Quechua: mayllay, t'aqsay; Rohingya: dúo; Romani: thovel; Romanian: spăla; Romansch: lavar, laver; Russian: мыть, помыть, вымыть, стирать, постирать; Samoan: fulu; Sanskrit: क्षिपति; Sardinian: samunài, samunàe, samunàre, sciacuai, labare; Scottish Gaelic: nigh; Serbo-Croatian Cyrillic: ми̏ти, пра̏ти; Roman: mȉti, prȁti; Sicilian: lavari; Slovak: myť, prať; Slovene: miti, prati; Sorbian Lower Sorbian: myś; Spanish: lavar; Sundanese: kumbah; Swahili: -osha, -fua, -nawa; Swedish: tvätta, tvaga, två; Sylheti: ꠗꠃꠣ; Tagalog: maghugas, hugasan; Tajik: шустан; Tamil: கழுவு, அலம்பு; Tatar: юарга; Tausug: hugas; Telugu: కడుగు hands, dishes, etc., ఉతుకు clothes; Tetum: fase; Thai: ล้าง, ซัก; Tibetan: བཀྲུ་བ; Tongan: kaukau; Turkish: yıkamak, yumak; Turkmen: ýuvmak; Tuvan: чуур; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎕; Ukrainian: мити, прати; Urdu: دھونا; Uyghur: ياقىماق, يۇماق; UEY: يۇماق, يۇيماق; USY: жумақ, жуймақ; Uzbek: yuvmoq, yuvinmoq; Vietnamese: rửa, giặt; Volapük: lavön; Võro: mõskma; Walloon: laver, rinetyî, rilaver; Welsh: golchi; West Frisian: waskje; Westrobothnian: bøtj, tjwöött, rääns; Yiddish: וואַשן; Zazaki: suwen; Zealandic: wasse