ἀπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόλλυμι]] κ. -ύω κ. [[ἀπόλλω]] (AM) [[όλλυμι]]<br />Ι. 1. [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]], [[ερημώνω]]<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]] [[μέχρι]] θανάτου, [[οδηγώ]] κάποιον σε αδιέξοδο με τα [[λόγια]] μου<br /><b>4.</b> [[διαφθείρω]] ([[γυναίκα]])<br /><b>5.</b> [[χάνω]]<br />II. (-μαι)<br /><b>1.</b> αφανίζομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]]<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς [[πρόβατον]]» <br />α) το χαμένο [[πρόβατο]] του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)<br />β) ο [[άνθρωπος]] που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.
|mltxt=[[ἀπόλλυμι]] κ. -ύω κ. [[ἀπόλλω]] (AM) [[όλλυμι]]<br />Ι. 1. [[καταστρέφω]], [[αχρηστεύω]], [[ερημώνω]]<br /><b>2.</b> [[εξολοθρεύω]], [[σκοτώνω]]<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]] [[μέχρι]] θανάτου, [[οδηγώ]] κάποιον σε αδιέξοδο με τα [[λόγια]] μου<br /><b>4.</b> [[διαφθείρω]] ([[γυναίκα]])<br /><b>5.</b> [[χάνω]]<br />II. (-μαι)<br /><b>1.</b> αφανίζομαι, καταστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[χάνομαι]], εξαφανίζομαι, [[εκλείπω]]<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς [[πρόβατον]]» <br />α) το χαμένο [[πρόβατο]] του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)<br />β) ο [[άνθρωπος]] που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλλῡμι:''' ή -ύω, παρατ. <i>ἀπώλλυν</i> ή <i>ἀπώλλυον</i>, μέλ. [[ἀπολέσω]], Επικ. <i>ἀπολέσσω</i>· Αττ. <i>ἀπολῶ</i>, Ιων. <i>ἀπολέω</i>· αόρ. αʹ [[ἀπώλεσα]], Επικ. [[ἀπόλεσσα]]· παρακ. <i>ἀπολώλεκα</i>· επιτεταμ. [[τύπος]] του [[ὄλλυμι]].<br /><b class="num">Α. I.</b> [[αφανίζω]] ολοσχερώς, [[φονεύω]], [[σκοτώνω]], [[σφάζω]]· λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], [[ερειπώνω]], [[αφανίζω]], [[ερημώνω]], σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική [[σημασία]], <i>γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε</i>, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την [[πατρίδα]] μου, σε Ευρ.· <i>λόγοις ἀπόλλυμί τινα</i>, σε Σοφ., [[φλυαρώ]] και [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ανία]] [[μέχρι]] θανάτου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> χάνω ολοκληρωτικά, <i>[[πατέρα]]</i>, νόστιμον [[ἦμαρ]], σε Όμηρ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>ἀπόλλῠμαι</i>, μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ολέομαι</i>, με μτχ. <i>ἀπολεύμενος</i>· αόρ. βʹ <i>-ωλόμην</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i>, υπερσ. <i>ἀπολώλειν</i>·<br /><b class="num">I.</b> αφανίζομαι ολοσχερώς, [[πεθαίνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν [[μόρον]], <i>αἰπὺν ὄλεθρον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· <i>ἀπόλωλας</i>, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως [[κατάρα]], <i>κάκιστ' ἀπολοίμην</i>, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. <i>ὦ κάκιστε ἀπολούμενε</i>, που [[κακό]] [[τέλος]] να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[χάνομαι]], [[ξεγλιστρώ]], εξαφανίζομαι, [[γίνομαι]] [[άφαντος]], λέγεται για το [[νερό]] που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλλῡμι Medium diacritics: ἀπόλλυμι Low diacritics: απόλλυμι Capitals: ΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: apóllymi Transliteration B: apollymi Transliteration C: apollymi Beta Code: a)po/llumi

English (LSJ)

or ἀπολλύω (Th.4.25, Pl.R.608e, Arist.Pol.1297a12, but f.l. in Men.580; the form is rejected by Phryn.PSp.10 B., Moer.12), impf.

   A ἀπώλλυν A.Pers.652(lyr.), S.El.1360, ἀπώλλυον And.1.58: fut. ἀπολέσω, Ep. ἀπολέσσω, Att. ἀπολῶ, Ion. ἀπολέω Hdt.1.34, al.: aor. ἀπώλεσα, Ep. ἀπόλεσσα: pf. ἀπολώλεκα:—freq. in tmesi in Ep.; Prep. postponed in Od.9.534:—stronger form of ὄλλυμι, destroy utterly, kill, in Hom. mostly of death in battle, ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν 11.5.758, al.; ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν ib.1.268; also of things, demolish, lay waste, ἀπώλεσεν Ἴλιον ἱρήν ib.5.648, etc.; generally, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει will waste my substance, Od.2.49; οἵ μ' ἀπωλλύτην sought to destroy me (impf. sense), S.OT1454; in pregnant sense, ἐπεί με γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε drove me ruined from... E.Hec.946; τῆς παρ' ἡμέραν χάριτος τὰ μέγιστα τῆς πόλεως ἀ. for the sake of... D. 8.70.    2 λόγοις or λέγων ἀ. τινά talk or bore one to death, S.El.1360, Ar.Nu.892 (lyr.): hence, alone, in fut. ἀπολεῖς με Id.Ach.470; οἴμ' ὡς ἀπολεῖς με Pherecr.108.20; ἀπολεῖ μ' οὑτοσί by his questions, Antiph.222.8, etc.    3 ruin a woman, Lys.1.8.    II lose, πατέρ' ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od.2.46, cf. Il.18.82, Democr.272; ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ Od.1.354; ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι lose one's life, 11.16.861, Od.12.350; θυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν loses not his spirit, S.El.26; ἔλεον ἀπώλεσεν 11.24.44; freq. of things, ἡ τοῦ πλέονος ἐπιθυμίη τὸ παρεὸν ἀπόλλυσι Democr.224; ἵππους ἑβδομήκοντα ἀπολλύασι Th.7.51; ἀπώλεσαν τὴν ἀρχὴν ὑπὸ Περσῶν X.An.3.4.11, cf. 7.2.22; μηδὲν ἀπολλὺς τοῦ ὄγκου Pl.Tht.155c; ἀ. οὐσίαν, = ἀπόλλυσθαι, Id.Prm.163d.    B Med., ἀπόλλῠμαι: fut. -ολοῦμαι, Ion. -ολέομαι Hdt.7.218: aor. 2 -ωλόμην: pf. -όλωλα, whence the barbarous impf. ἀπόλωλο Ar.Th.1212: plpf. in Att. Prose sts. written ἀπωλώλειν in codd., as Th.4.133, 7.27:—perish, die, 11.1.117, etc.; cease to exist, opp. γίγνεσθαι, Meliss.8, Pl.Prm.156b, etc.: sts. c. acc. cogn., ἀπόλωλε κακὸν μόρον Od.1.166; ἀπωλόμεθ' αἰπὺν ὄλεθρον ib.9.303: c. dat. modi, ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ (v.l. λυγρὸν ὄλεθρον) ib.3.87; ἀ. ὑπό τινος Hdt. 5.126; simply, to be undone, αὐτῶν . . ἀπωλόμεθ' ἀφραδίῃσιν Od.10.27; ἀπωλώλει τῷ φόβῳ μή . . X.Cyr.6.1.2: freq. in Att., esp. in pf., ἀπόλωλας you are lost, Ar.Nu.1077; ἀπωλόμεθ' ἂν εἰ μὴ ἀπολώλειμεν Plu. 2.185f; ἱκανὸν χρόνον ἀπολλύμεθα καὶ κατατετρίμμεθα Ar.Pax355; βλέπειν ἀπολωλός Philostr.Jun.Im.2:—as an imprecation, κάκιστ' ἀπολοίμην εἰ. . Ar.Ach.151, al.; κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ' ὅστις. . Eub. 116; ἐξώλης ἀπόλοιθ' ὅστις. . Men.154; ἀπολλύμενος, opp. σῳζόμενος, Isoc.6.36, cf. Plu.2.469d: freq. in part. fut., κάκιστ' ἀπολούμενε o destined to a miserable end! i.e. o thou villain, scoundrel, knave! Ar.Pl.713, cf. 456, Ach.865, Pax2; ὁ κάκιστ' ἀνέμων ἀ. Luc.DDeor. 14.2.    2 in NT, perish, in theol. sense, Ev.Jo.3.16, al.; οἱ ἀπολλύμενοι, opp. οἱ σῳζόμενοι, 1 Ep.Cor.1.18.    II to be lost, ὕδωρ ἀπολέσκετ' (of the water eluding Tantalus) Od.11.586; οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται never falls untimely, ib.7.117; ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν Il.10.186; γέλως ἐξ ἀνθρώπων ἀπόλωλεν X.Smp.1.15; ἀπολόμενον ἀργύριον Antipho Soph.54; ἀπώλοντο οἱ ὄνοι LXX 1 Ki.9.3.

German (Pape)

[Seite 312] (s. ὄλλυμι), auch ἀπολλύω, bes. Sp.; ἀπολλύον, partic., Plat. Rep. X, 608 e; ἀπολλύουσι, von Möris als unattisch verworfen, Xen. Cyr. 4. 5, 20; ἀπολλύειν Dem. 42, 25; fut. ἀπολέσσω, Hom. in tmesi, Iliad. 12, 250 ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσεις, att. ἀπολῶ; aor. ἀπώλεσα, Hom. Iliad. 18, 82, ἀπόλεσσαν 1, 268; perf. ἀπολώλεκα. – Med. ἀπόλλυμαι; ἀπόλλυται Hom. Od. 7, 117, ἀπολλυμένους Iliad. 7, 27; fut. ἀπολοῦμαι; aor. ἀπωλόμην; ἀπ ολέσκετο Od. 11, 586; perf. ἀπόλωλα, Iliad. 15, 129, in tmesi 10, 186; plusqu. ἀπολώλειν u. ἀπωλώλειν, die Lesart schwankt, Thuc. 4, 133; in tmesi Iliad. 10, 187. Bei Hom. wird die Präposition oft vom Verbum getrennt, auch nachgesetzt, Od. 9, 534. 11, 114. 12, 141. 13, 340. 2, 174. – 1) vernichten, zu Grunde richten, tödten, Ἴλιον ἀπώλεσεν Il. 5, 648; so bei allen Folgdn; οἱ ἀπολλύντες, die Mörder, Soph. El. 1397; ἀπολῶ σε λέγων, ich werde dich mit Reden todt machen, Ar. Nub. 891; ἀπολεῖς με, du machst mich todt, Ach. 469 u. oft; in Prosa selten tödten, gew. verderben, u., bes. im aor., verlieren; so schon Hom., πατέρ' ἐσθλὸν ἀπώλεσα Od. 2, 46; νόστιμον ἦμαρ Od. 1, 354; häufig ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσε, er verlor (gewaltsam, durch einen Andern) das Leben; Iliad. 5, 852 μεμαὼς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, (einem Anderen) das Leben zu rauben, v. l. ἑλέσθαι; Soph. El. 26; ἔλεον Il. 24, 44; dem λαμβάνειν u. ἔχειν entgeggstzt, Plat. Parmen. 163 d Phaed. 75 d; τὴν ἀρχὴν ἀπώλεσεν ὑπὸ τῶν Μήδων, durch die Meder, Legg. III, 695 b; Xen. An. 3, 4, 11; μνήμην Plat. Phil. 34 b; ὅπλα Legg. IV, 706 c, wegwerfen. – 2) Med. u. perf. II, ἀπόλωλα, untergehen, zu Grunde gehen, durch fremde, gewaltsame Einwirkung, von Hom. an sehr häufig, umkommen, sterben, ὄλεθρον Od. 9, 303, μόρον 1, 166; vgl. ἀπ' αἰῶνος ὀλέσθαι Il. 24, 725; sonst ὀλέθρῳ, u. ähnl., φόβῳ Xen. Cyr. 6, 1, 2; ὑπό τινος 7, 1, 41; Plat. Rep. IX, 578 e; dem γίγνεσθαι oft entgeggstzt bei Plat., z. B. Parm. 156 b Crat. 50 b; übh. verloren gehen, ὕδωρ, das Wasser verschwand, Od. 11, 586; καρπὸς ἀπόλλυται, neben ἀπολείπει, 7, 117; – ἀπόλωλα, ich bin verloren, es ist aus mit mir, Soph. Phil. 732 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 3, 9; ἀπόλωλα τὠφθαλμώ Ar. Ach. 991; häufig sind die Verwünschungsformeln: κακῶς, κάκιστα ἀπ ολοίμην, ἀπόλοιτο, bes. Ar., vgl. Ach. 151. 888; Eubul. Ath. XIII, 559 b. – D. Hal. 9, 40 vrbdt τὴν παρθενίαν ἀπόλωλε, vielleicht in Beziehung auf ihre Jungfrauenschaft, oder zu ändern in ἀπολώλεκε, vgl. aber Lob. Phryn. 528.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλλῡμι: ἢ -ύω, (Θουκ. 4. 25, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 6. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἂν καὶ ὁ τύπος οὕτος (-ύω) ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων): παρατ. ἀπώλλυν Αἰσχύλ. Πέρσ. 654, Σοφ. Ἠλ. 1360, ἀλλ’ ἀπώλλυον Ἀνδοκ. 8. 37: μέλλ. ἀπολέσω, Ἐπ. ἀπολέσσω, Ἀττ. ἀπολῶ, Ἰων. ἀπολέω Ἡρόδ. 1. 34, κ. ἀλλ.: ἀόρ. ἀπώλεσα, Ἐπ. ἀπόλεσσα: πρκμ. ἀπολώλεκα: - Ὁ Ὅμηρος συχν. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἐν τμήσει, ἡ δὲ πρόθεσις ἕπεται ἐν Ὀδ. Ι. 534. Ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ὄλλυμι καταστρέφω ἐντελῶς, φονεύω, σφάζω, Ὅμ., ὅστις τὸ μεταχειρίζεται κυρίως ἐπὶ θανάτου ἐν μάχῃ, ἀπώλεσε λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Ε. 758, κ. ἀλλ. ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν Α. 268: - ὡσαύτως, ἐπὶ πραγμάτων, καταστρέφω, ἀφανίζω, ἐρημώνω, ἀπώλεσεν Ἴλιον ἰρὴν Ε. 648, κτλ.: - ἀκολούθως λίαν συχνὸν ἐν παντοίαις σχέσεσι, βίοτον δ’ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει, θὰ καταστρέψῃ ἐντελῶς τὴν περιουσίαν μου, Ὀδ. Β. 49· ἵν’ ἐξ ἐκείνων, οἵ μ’ ἀπωλλύτην, θάνω, ἵνα κατὰ διαταγὴν ἐκείνων οἵτινες ἐζήτουν τὴν καταστροφήν μου ἀποθάνω (σημείωσαι τὴν σημασίαν τοῦ παρατ.), Σοφ. Ο. Τ. 1454· μετὰ περιεκτικῆς σημασίας, ἐπεί με γᾶς ἐκ πατρῴας ἀπώλεσεν, μὲ ἀπεδίωξε κατεστραμμένον ἐκ..., Εὐρ. Ἑκ. 946: - ἀπ. τί τινος, καταστρέφω τι χάριν τινός, Δημ. 107. 9: - ἐκ φράσεων οἷαι αἱ, λόγοις ἀπ. τινα Σοφ. Ἠλ. 1360, λέγων ἀπ. τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 892, προκύπτει ἡ ἔννοια τοῦ ἐνοχλεῖν, ἀνιᾶν τινα διὰ τῶν λόγων εἰς βαθμὸν ἀπελπιστικὸν μέχρι θανάτου, ὡς τὸ τῆς ὁμιλουμένης, «μὲ σκοτώνεις μὲ τὰ λόγια σου», κατὰ μέλλ., ἀπολεῖς με ὁ αὐτ. Ἀχ. 470· οἶμ’ ὡς ἀπολεῖς με Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 20· ἀπολεῖ μ’ οὑτοσί, δηλ. θὰ μὲ κάμῃ νὰ τὰ χάσω μὲ τὰς καταποδιαστὰς ἐρωτήσεις του, Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτίδι» 1, 8. κτλ.: διαφθείρω, ἐπιτηρῶν γὰρ τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ λόγους προσφέρων ἀπώλεσεν αὐτὴν Λυσ. 92. 26. ΙΙ. χάνω τι ἐντελῶς, δὲν τὸ ἔχω πλέον, πατέρ’ ἐσθλὸν ἀπώλεσα Ὀδ. Β. 46, πρβλ. Ἰλ. Σ. 82· ἀπώλεσε νόστιμον ἦμαρ Ὀδ. Α. 344· ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι, ἀπολέσαι τὴν ζωήν, Ἰλ. Π. 861, Ὀδ. Μ. 350· ἀλλὰ θυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν, μετὰ σημ. ἐνεστ. δὲν χάνει τὴν θυμοειδῆ αὑτοῦ φύσιν, ἐπὶ εὐγενοῦς ἵππου, Σοφ. Ἠλ. 26· ἵππους τε ἑβδομήκοντα ἀπολλύασι καὶ τῶν ὁπλιτῶν οὐ πολλοὺς Θουκ. 7. 51· ἀπώλεσαν τὴν ἀρχὴν ὑπὸ Περσῶν Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, πρβλ. 7. 2, 22· μηδὲν ἀπολλὺς τοῦ ὄγκου Πλάτ. Θεαίτ. 154C, κἑξ. β. Μέσ. ἀπόλλῠμαι: μέλλ. -ολοῦμαι, Ἰων. -ολέομαι, Ἡρόδ. 7. 218, μετοχ. ἀπολεύμενος αὐτόθι 209: - ἀόρ. β΄ -ωλόμην: πρκμ. -όλωλα, ὁπόθενβάρβαρος παρατ. ἀπόλωλον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1212: - ὁ ὑπερσυντ. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ γράφεται ὁτὲ μὲν ἀπολώλειν ὁτὲ δὲ ἀπωλώλειν Θουκ. 4. 133., 7. 27. Χάνομαι, ἀποθνήσκω, Ἰλ. Α. 117, κτλ.· ἐνίοτε μετὰ συστοίχ. αἰτ. ἀπόλωλε κακὸν μόρον Ὀδ. Α. 166. ἀπωλόμεθ΄ αἰπὺν ὄλεθρον Ι. 303· ἢ μετὰ δοτ. τρόπου, ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ Ὀδ. Γ. 87· ἀπ. ὑπό τινος Ἡρόδ. 5. 126: - ἁπλῶς καταστρέφομαι, αὐτῶν... ἀπωλόμεθ’ ἀφραδίῃσιν Ὀδ. Κ. 27: - συχν. παρ’ Ἀττ., μάλιστα κατὰ πρκμ., ἀπόλωλας, ἐχάθης, εἶσαι χαμένος, κατεστραμμένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1077, πρβλ. Πλούτ. 2. 185Ε· ἱκανὸν χρόνον ἀπολλύμεθα καὶ κατατετρίμμεθα Ἀριστοφ. Εἰρ. 355· βλέπειν ἀπολωλὸς Φιλόστρ. 865: - ὡς κατάρα, κάκιστ’ ἀπολοίμην εἰ... Ἀριστοφ. Ἀχ. 151, κ. ἀλλ.· κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ ὅστις γυναῖκα δεύτερος ἔγημε Εὔβουλ. ἐν «Χρυσίλλᾳ» 1· ἐξώλης ἀπόλοιθ’ ὅστις ποτὲ ὁ πρῶτος ἦν γήμας Μένανδ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1: - ἀπολλύμενος ἀντίθ. τῷ σῳζόμενος, Ἰσοκρ. 123Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 469Ε: - συχνάκις ὡσαύτως κατὰ μετοχ. μέλλ. ὦ κάκιστ’ ἀπολούμενε, «ποῦ νὰ σοὔρθῃ κακὸς ψόφος», ὅ ἐ. ὦ σὺ, κακοῦργε, αἰσχρέ, ἄθλιε! Ἀριστοφ. Πλ. 713, πρβλ. 456, Ἀχ. 865, Εἰρ. 2· ὁ κάκιστ’ ἀνέμων ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 2. ΙΙ. χάνομαι, γίνομαι ἀφανής, ἐκλείπω, ὕδωρ ἀπολέσκετ’ (περὶ τοῦ ὕδατος τοῦ ἐξαπατῶντος τὸν Τάνταλον) Ὀδ. Λ. 586· οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται, δὲν ἐκλείπει ποτέ, Η. 117· ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν Ἰλ. Κ. 186. ΙΙΙ. περὶ τῆς ἡμαρτημένης χρήσεως τοῦ ἀπόλωλα ὡς μεταβατ. παρὰ μεταγεν. ἴδε Λοβ. Φρύν. 528.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (au prés. et aux temps suiv. : impf. ἀπώλλυν ; f. ἀπολέσω, att. ἀπολῶ ; ao. ἀπώλεσα ; pf.1 ἀπολώλεκα ; v. ci-dessous pf.2);
1 perdre, faire périr : λαὸν Ἀχαιῶν IL l’armée des Grecs ; Ἴλιον IL détruire Ilion;
2 perdre, subir une perte : ἀπ. τινα perdre qqn (un parent, un ami, etc.) ; ἀπ. τὴν ἀρχὴν ὑπό τινος XÉN être dépossédé de l’empire par qqn;
II. intr. (au pf.2 ἀπόλωλα, au pqp. ἀπολώλειν, et au Moy. ἀπόλλυμαι, f. ἀπολοῦμαι, ao.2 ἀπωλόμην);
1 être arraché pour sa perte de : ἀπωλόμην EUR j’ai été arraché à ma patrie ; périr, être perdu : ἀπόλωλας PLUT tu es perdu ; ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ OD ou ἀπόλωλε κακὸν μόρον OD il mourut, il est mort d’une mort lamentable ; ὁ κάκιστ’ ἀπολοῦμενος AR misérable, litt. destiné à la plus misérable fin ; avec un rég. ἀπ. ὑπό τινος périr de la main ou par l’intervention de qqn;
2 au sens mor. se perdre, se laisser corrompre;
3 se perdre, s’évanouir, s’échapper.
Étymologie: ἀπό, ὄλλυμι.

Spanish (DGE)

(ἀπόλλῡμι)
• Morfología: [impf. ἀπώλλυ A.Pers.653, ἀπώλλυς S.El.1360, iter. ép. ἀπολέσκετ' Od.11.586; fut. ἀπὸ ... ὀλέσσει Od.2.49, ἀπολῶ Semon.35.2, ἀπολέει Hdt.1.34; aor. ép. ἀπόλεσσαν Il.1.268; plusperf. 3a plu. ἀπολώλη TEracl.1.39 (IV a.C.)]
A tr. en pres. y fut. act., aor. sigm. y perf. act. en -κα
I c. ac. de pers.
1 matar, hacer perecer λαὸν Ἀχαιῶν Il.5.758, στρατὸν εὐρύν Hes.Op.246, τὰ παιδία τῷ λιμῷ ἀπολῶ Semon.l.c., ἀπό σ' ὀλέσειεν Ἄρτεμις Hippon.35, ἑαυτούς Plu.2.49e
abs. ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν hicieron una terrible matanza, Il.1.268.
2 arruinar Μάγνητας ... ὕβρις Thgn.603, οἵ μ' ἀπωλλύτην los cuales buscaban mi ruina S.OT 1454, ἐπεί με γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε pues me expulsó, arruinado, de mi patria E.Hec.947, ὁ καταμαρτυρούμενος καὶ ἀπόλλυσιν ἢ χρήματα ἢ αὑτόν Antipho Soph.B 44.1.27, τοὺς κακούς E.Supp.505, τοῦ θεοῦ ... ἀπολλύντος οὓς ἂν αὐτὸς βούληται Origenes Princ.3.1.7
fig. με λόγοις ἀπώλλυς me ibas a matar con tus palabras S.El.1360, de donde ἀπολεῖς με me vas a matar Ar.Ach.470, Pherecr.113.20, ἀπολεῖ με Antiph.222.8
perder a una mujer seduciéndola, Lys.1.8.
II c. ac. de cosas
1 destruir físicamente Ἴλιον Il.5.648.
2 de bienes materiales o espirituales echar a perder, malgastar βίοτον Od.2.49 (en tm.)
en gener. arruinar νόστιμον ἦμαρ Od.1.354, δόμους E.Ph.1450, κλέος E.IA 357, τὸν ἐόντα νόον Thgn.36, ἡ τοῦ πλέονος ἐπιθυμίη τὸ παρεὸν ἀπόλλυσι Democr.B 224, τὸν δᾶμον Dialex.7.5, τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1297a12, τὰ μέγιστα τῆς πόλεως D.8.70, τὰ πράγματα ἀ. echarlo todo a perder X.HG 2.1.2, τῷ τοὺς ... νόμους ... ἀπόλλυντι para el que viola las leyes Pl.Lg.857a, ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν confundiré la sabiduría de los sabios LXX Is.29.14, τὴν ψυχὴν ἀ. condenar el alma, Ep.Barn.20.1b, τὴν ζωὴν αὐτοῦ ἀ. hipotecar su salvación Herm.Sim.8.7.5.
III sin intervención del suj., de pers. o cosas que le atañen perder θυμόν Il.16.861 (en tm.), Od.12.350 (en tm.), S.El.26, ἔλεον Il.24.44, πατέρ' ἐσθλόν Od.2.46, τὴν ψυχήν Hdt.1.112, Pl.R.610e, ἵππους Th.7.51, cf. Plb.3.64.8, τὴν ἀρχήν X.An.3.4.11, cf. 7.2.22, ἀπολλύναι οὐσίαν perder la entidad Pl.Prm.163d, μηδὲν ... τοῦ ὄγκου Pl.Tht.155c, φίλους Plb.18.7.6, πολλοὺς ... τῶν στρατιωτῶν Plb.3.56.2, cf. 45.1, 65.11, τὴν χώραν Plb.3.77.6, τὰς πτέρυγας Plb.1.58.8, ἀλωπέκιον Plu.2.234a.
B intr. en pres. y fut. med., aor. y perf. act. rad.
I de pers. y anim.
1 morir, perecer de pers. Il.1.117, Od.10.27, οὐδ' ἂν βοῦς ἀπόλοιτ', εἰ μὴ γείτων κακὸς εἴη Hes.Op.348
c. ac. int. κακὸν μόρον Od.1.166, αἰπὺν ὄλεθρον Od.9.303, λυγρὸν ὄλεθρον Od.3.87
c. dat. φαρμάκοις Plu.2.109b, τῷ φόβῳ μή ... de miedo a X.Cyr.6.1.2, c. prep. ὑπὸ Θρηίκων Hdt.5.126, en fil., del ser Parm.B 8.19, Meliss.B 8, cf. Pl.Prm.156b.
2 perderse, ir a la ruina ἀπόλωλας estás perdido Ar.Nu.1077, ἀπολλύμεθα καὶ κατατετρίμμεθα Ar.Pax 354, ἀπὸ γὰρ ὀλόμενος οἴχομαι E.Hipp.878, ἀπωλόμεθ' ἄν, εἰ μὴ ἀπωλώλειμεν Plu.2.185f, βλέπειν ἀπολωλός Philostr.Iun.Im.2
como imprecación κάκιστ' ἀπολοίμην, εἰ ... Ar.Ach.151, κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ' ὅστις ... Eub.115.7, ἐξώλης ἀπόλοιθ' ὅστις Men.Fr.142.1, en part. fut. ὦ κάκιστ' ἀπολούμενε Ar.Pl.713, cf. 456, Ach.865, Pax 2, ὁ δὲ κάκιστα ἀνέμων ἀπολούμενος Luc.DDeor.16.2
part. subst. τὰ ἀπολλύμενα las cosas perecederas op. ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν Chrys.M.59.301.
3 en lit. crist. perderse, condenarse, Eu.Io.3.16, οἱ ἀπολλύμενοι op. οἱ σῳζόμενοι 1Ep.Cor.1.18, δεῖ τοὺς ἀπολλυμένους σώζειν 2Ep.Clem.2.5.
II de cosas y abstr.
1 desaparecer, ser destruido ἔργα βοῶν Hes.Op.46, ἀνδρῶν πᾶσ' ἀπόλωλ' ἀρετή Tyrt.7.14, ἡ ἄγνοια Pl.Phd.91b, οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται Od.7.117, σφίσιν ὕπνος Il.10.186 (en tm.), ἀπὸ γὰρ ἂν ὄλοιτο τὸ ὑγιὲς καὶ τὸ ἐόν Meliss.B 7.5, γέλως ἐξ ἀνθρώπων X.Smp.1.15, ἀπὸ ταύτας τᾶς γᾶς ἀπολώλη ... τριακάτιαι τρῖς σχοῖνοι TEracl.l.c.
part. subst. τὰ ἀπολωλότα lo perdido τι ἄλλο ... τῶν ἀπολωλότων (encontrar) alguna otra de las cosas perdidas, SB 9792.29 (II a.C.)
desaparecer, perderse ὕδωρ ἀπολέσκετ' Od.11.586, ἀργύριον Antipho Soph.B 54, τὰ χρυσία καὶ τὰ ἀργύρια IG 9(2).257.10 (Tetonio V a.C.).

English (Strong)

from ἀπό and the base of ὄλεθρος; to destroy fully (reflexively, to perish, or lose), literally or figuratively: destroy, die, lose, mar, perish.

English (Thayer)

and ἀπολλύω (ἀπολλύει T Tr WH), imperative ἀπόλλυε Buttmann, 45 (39); WH's Appendix, p. 168f)); future ἀπολέσω and (ἀπολῶ from a passage in the O. T., where often) ἀπολῶ (cf. Winer s Grammar, 83 (80); (Buttmann, 64 (56))); 1st aorist ἀπώλεσα; to destroy; middle, present ἀπόλλυμαι; (imperfect 3rd person plural ἀπώλλυντο T Tr WH); future ἀπολοῦμαι; 2nd aorist ἀπωλόμην; (2perfect active participle ἀπολωλώς); (from Homer down); to perish.
1. to destroy i. e. to put out of the way entirely, abolish, put an end to, ruin: τήν σοφίαν render useless, cause its emptiness to be perceived, Sept. of to kill: to declare that one must be put to death: to devote or give over to eternal misery: by one's conduct to cause another to lose eternal salvation: to perish, to be lost, ruined, destroyed;
a. of persons; (a). properly: ἀπόλλυμαι λιμῷ, ἐν μαχαρια, καταβαλλόμενοι, ἀλλ' οὐκ ἀπολλύμενοι, to incur the loss of true or eternal life; to be delivered up to eternal misery: R Lbr.), οἱ σῳζόμενοι they to whom it belongs to partake of salvation, and οἱ ἀπολλύμενοι those to whom it belongs to perish or to be consigned to eternal misery, are contrasted by Paul: Winer s Grammar, 342 (321); Buttmann, 206 (178)).
b. of things; to be blotted out, to vanish away: ἡ εὐπρέπεια, to perish — "of things which on being thrown away are decomposed, as μέλος τοῦ σώματος, βρῶσις, χρυσίον, οἱ ἀσκοί: to destroy i. e. to lose;
a. properly: τόν μισθόν αὐτοῦ); to lose anyone of his followers (whom the Father has drawn to discipleship) if such a one becomes wicked and fails of salvation: to be lost: θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς, θρίξ ἀπό τῆς κεφαλῆς, πεσεῖται); τά λαμπρά ἀπώλετο ἀπό σου, ἀπῆλθε). Used of sheep, straying from the flock: properly, τό ἀπολωλός, in τό πλανώμενον). Metaphorically, in accordance with the O. T. comparison of the people of Israel to a flock (τά πρόβατα τά ἀπολωλότα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ: ζητεῖν καί σῴζειν τό ἀπολωλός: (Compare: συναπόλλυμι.)

Greek Monolingual

ἀπόλλυμι κ. -ύω κ. ἀπόλλω (AM) όλλυμι
Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω
2. εξολοθρεύω, σκοτώνω
3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου
4. διαφθείρω (γυναίκα)
5. χάνω
II. (-μαι)
1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι
2. χάνομαι, εξαφανίζομαι, εκλείπω
3. πεθαίνω
4. φρ. (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον»
α) το χαμένο πρόβατο του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)
β) ο άνθρωπος που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.

Greek Monotonic

ἀπόλλῡμι: ή -ύω, παρατ. ἀπώλλυν ή ἀπώλλυον, μέλ. ἀπολέσω, Επικ. ἀπολέσσω· Αττ. ἀπολῶ, Ιων. ἀπολέω· αόρ. αʹ ἀπώλεσα, Επικ. ἀπόλεσσα· παρακ. ἀπολώλεκα· επιτεταμ. τύπος του ὄλλυμι.
Α. I. αφανίζω ολοσχερώς, φονεύω, σκοτώνω, σφάζω· λέγεται για πράγματα, καταστρέφω, ερειπώνω, αφανίζω, ερημώνω, σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική σημασία, γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την πατρίδα μου, σε Ευρ.· λόγοις ἀπόλλυμί τινα, σε Σοφ., φλυαρώ και προκαλώ σε κάποιον ανία μέχρι θανάτου, σε Αριστοφ.
II. χάνω ολοκληρωτικά, πατέρα, νόστιμον ἦμαρ, σε Όμηρ. Β. Μέσ., ἀπόλλῠμαι, μέλ. -ολοῦμαι, Ιων. -ολέομαι, με μτχ. ἀπολεύμενος· αόρ. βʹ -ωλόμην, παρακ. -όλωλα, υπερσ. ἀπολώλειν·
I. αφανίζομαι ολοσχερώς, πεθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν μόρον, αἰπὺν ὄλεθρον, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· ἀπόλωλας, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως κατάρα, κάκιστ' ἀπολοίμην, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. ὦ κάκιστε ἀπολούμενε, που κακό τέλος να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ.
II. χάνομαι, ξεγλιστρώ, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, λέγεται για το νερό που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.