ἀνάθεμα: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. [[ἄνθεμα]] Call.<i>Epigr</i>.5.2, Theoc.<i>Ep</i>.13.2, cf. tb. [[ἀνάθημα]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ofrenda]], [[exvoto]], <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.59 (IV a.C.), <i>IP</i> 40 (III a.C.), Call.l.c., Theoc.l.c., Phld.<i>Mus</i>.p.85K., <i>AP</i> 6.162 (Mel.), <i>SB</i> 7287 (I a.C.), <i>CIG</i> 2693d (Milasa), <i>SEG</i> 26.1372 (Frigia).<br /><b class="num">2</b> n. de un [[pastel]] Poll.6.76, Hsch.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>en AT [[ofrenda]] de objetos que son [[anatema]] prohibidos para un profano, hebr. <i>ḥerem</i> (e.d. objetos o personas procedentes de ciudades destruidas), LXX <i>Le</i>.27.28, 2<i>Ma</i>.2.13, <i>Za</i>.14.11, cf. Ph.2.121<br /><b class="num">•</b>de ahí [[cosa execrable o maldita]], [[anatema]] de pers. <i>Ep.Rom</i>.9.3<br /><b class="num">•</b>esp. en la fórmula [[ἀνάθεμα]] ἔστω sea anatema</i>, <i>Ep.Gal</i>.1.8, 9.<br /><b class="num">2</b> [[voto]], [[maldición]] ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν <i>Act.Ap</i>.23.14, cf. <i>TDA</i> 41B (Mégara I/II d.C. graf. [[ἀνεθεμα]]).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. [[ἄνθεμα]] Call.<i>Epigr</i>.5.2, Theoc.<i>Ep</i>.13.2, cf. tb. [[ἀνάθημα]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ofrenda]], [[exvoto]], <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.59 (IV a.C.), <i>IP</i> 40 (III a.C.), Call.l.c., Theoc.l.c., Phld.<i>Mus</i>.p.85K., <i>AP</i> 6.162 (Mel.), <i>SB</i> 7287 (I a.C.), <i>CIG</i> 2693d (Milasa), <i>SEG</i> 26.1372 (Frigia).<br /><b class="num">2</b> n. de un [[pastel]] Poll.6.76, Hsch.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>en AT [[ofrenda]] de objetos que son [[anatema]] prohibidos para un profano, hebr. <i>ḥerem</i> (e.d. objetos o personas procedentes de ciudades destruidas), [[LXX]] <i>Le</i>.27.28, 2<i>Ma</i>.2.13, <i>Za</i>.14.11, cf. Ph.2.121<br /><b class="num">•</b>de ahí [[cosa execrable o maldita]], [[anatema]] de pers. <i>Ep.Rom</i>.9.3<br /><b class="num">•</b>esp. en la fórmula [[ἀνάθεμα]] ἔστω sea anatema</i>, <i>Ep.Gal</i>.1.8, 9.<br /><b class="num">2</b> [[voto]], [[maldición]] ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν <i>Act.Ap</i>.23.14, cf. <i>TDA</i> 41B (Mégara I/II d.C. graf. [[ἀνεθεμα]]).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:44, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάθεμα Medium diacritics: ἀνάθεμα Low diacritics: ανάθεμα Capitals: ΑΝΑΘΕΜΑ
Transliteration A: anáthema Transliteration B: anathema Transliteration C: anathema Beta Code: a)na/qema

English (LSJ)

poet. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) properly, A like ἀνάθημα, anything dedicated, Theoc.Ep.13.2, AP6.162 (Mel.), CIG2693d (Mylasa), al., Phld.Mus.p.85 K. 2 anything devoted to evil, an accursed thing, LXX Le.27.28, De.7.26, 13.17, al.; of persons. Ep.Rom.9.3, 1 Ep.Cor.12.3, etc. II curse, Tab.Defix.Aud.41 B (Megara, i/ii A. D.), cf. sq.

German (Pape)

[Seite 188] τό, p. = ἀνάθημα, bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάθεμα: ποιητ. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) κυρίως, ὡς τὸ ἀνάθημα, πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, ἄνθεμα Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» = κεχωρίσθω πάντων, ἀλλότριος ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει εἶναι θεούς, ἀνάθεμα ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. κατάρα, εἴδε ἀναθεματίζω Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
forme réc. p. ἀνάθημα;
I. 1 offrande votive;
2 ce qui est consacré (au souvenir de qqn), inscription commémorative;
3 en mauv. part malédiction, anathème;
II. objet maudit en parl. de ch. ; en parl. de pers. NT;
III. sorte de danse.
Étymologie: ἀνατίθημι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): poét. ἄνθεμα Call.Epigr.5.2, Theoc.Ep.13.2, cf. tb. ἀνάθημα
I 1ofrenda, exvoto, IG 42.121.59 (IV a.C.), IP 40 (III a.C.), Call.l.c., Theoc.l.c., Phld.Mus.p.85K., AP 6.162 (Mel.), SB 7287 (I a.C.), CIG 2693d (Milasa), SEG 26.1372 (Frigia).
2 n. de un pastel Poll.6.76, Hsch.
II 1en AT ofrenda de objetos que son anatema prohibidos para un profano, hebr. ḥerem (e.d. objetos o personas procedentes de ciudades destruidas), LXX Le.27.28, 2Ma.2.13, Za.14.11, cf. Ph.2.121
de ahí cosa execrable o maldita, anatema de pers. Ep.Rom.9.3
esp. en la fórmula ἀνάθεμα ἔστω sea anatema, Ep.Gal.1.8, 9.
2 voto, maldición ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν Act.Ap.23.14, cf. TDA 41B (Mégara I/II d.C. graf. ἀνεθεμα).

English (Strong)

from ἀνατίθεμαι; a (religious) ban or (concretely) excommunicated (thing or person): accused, anathema, curse, X great.

English (Thayer)

(τος, τό (equivalent to τό ἀνατεθειμένον);
1. properly, a thing set up or laid by in order to be kept; specifically a votive offering, which after being consecrated to a god was hung upon the walls or columns of his temple, or put in some other conspicuous place: Plutarch, Pelop c. 25); L T, for ἀναθήμασι R G Tr WH; for the two forms are sometimes confounded in the manuscripts; Moeris, ἀνάθημα ἀττικῶς, ἀνάθεμα ἑλληνικῶς. Cf. ἐπίθημα, ἐπίθεμα, etc., in Lob. ad Phryn., p. 249 (cf. 445; Paral. 417; see also Lipsius, Gram. Unters., p. 41).
2. ἀνάθεμα in the Sept. is generally the translation of the Heb. חֵרֶם, a thing devoted to God without hope of being redeemed, and, if an animal, to be slain (Winer's Grammar, 32); a thing abominable and detestable, an accursed thing, ἀνάθεμα denotes a. a curse: ἀναθέματι ἀναθεματίζειν, Winer's Grammar, 466 (484); Buttmann, 184 (159)).
b. a man accursed, devoted to the direst woes (equivalent to ἐπικατάρατος): ἀνάθεμα ἔστω, ἀνάθεμα λέγειν τινα to execrate one, R G, but L T Tr WH have restored ἀνάθεμα Ἰησοῦς, namely, ἔστω); ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ, doomed and so separated from Christ). Cf. the full remarks on this word in Fritzsche on Romans, vol. ii., 247ff; Wieseler on Galatians, p. 39ff; (a translation of the latter by Prof. Riddle in Schaff's Lange on Romans, p. 302ff; see also Trench, § v.; Lightfoot on Galatians, the passage cited; Ellicott ibid.; Tholuck on Romans, the passage cited; BB. DD., under the words, Anathema, Excommunication).

Greek Monolingual

το (Α ἀνάθεμα)
1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα
(στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π' ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή πράγματα)
«οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκον σου καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο»
2. κατάρα, αναθεματισμός
(Εκκλ.) αποκήρυξη, αποβολή από την εκκλησιαστική κοινωνία, αφορισμός
μσν.- νεοελλ.
1. (με αιτ. προσώπου ή πράγματος, με εμπρόθετο προσδιορισμό και αναφορική πρόταση, για να δηλώσει τον άξιο κατάρας ή αποστροφής) «ανάθεμα την ώρα που σέ γνώρισα»
«ἀνάθεμά με, βασιλεῡ, καὶ τρὶς ἀνάθεμά με» (Προδρ. IV 89 a)
2. φρ. «στ' ανάθεμα» (μσν. «εἰς τὸ ἀνάθεμα»), για να εκφράσει κατάρα και αποστροφή για πρόσωπα και πράγματα άξια να πηγαίνουν στον τόπο του αναθέματος, του ολέθρου, να αφανιστούν
«σύρε στ' ανάθεμα» «ἄπελθε εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὸ ἀνάθεμα» (χάσου!) (Θεοφ. 683)
νεοελλ.
1. ο τόπος όπου ρίχνονται οι λίθοι του αναθέματος (βλ. Λαογρ.)
2. ο σωρός τών λίθων του αναθέματος
3. (ειδικές χρήσεις) α) με την αναφορική αντωνυμία που, η οποία προτάσσεται βραχυλογικά κατά παράλειψη του ονόματος
«π' ανάθεμά τον, μέ χτύπησε»
β) με πρόταση που εισάγεται με το κι αν για να δηλώσει έντονη άρνηση
«ανάθεμα κι αν έκλεισα μάτι απόψε» (δεν κοιμήθηκα καθόλου)
γ) με αιτιατική που επέχει θέση αντικειμένου της επόμενης πρότασης για να δηλώσει έντονη άρνηση
«ανάθεμα τη μόρφωση που έχει», δεν έχει καθόλου μόρφωση
4. (φρ. κατάρας και αποστροφής) «άμε -πήγαινε -σύρε στ' ανάθεμα», χάσου, εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο
«στέλνω στ' ανάθεμα», βλαστημώ, διαβολοστέλνω
αρχ.
ανάθημα, αφιέρωμα, προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνατίθημι. Η λ. ἀνάθεμα, παράλληλα προς το αρχ. ἀνάθημα, σήμαινε ήδη στην Αρχαία «αφιέρωμα στον ναό του θεού». Η λ. απαντά στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα (3ος-2ος π.Χ. αιώνας) τόσο με τη σημασία του αφιερώματος όσο και με τη σημασία του κακού, του καταραμένου πράγματος, που προκαλεί αποστροφή. Η δεύτερη σημασία της λ., η οποία διατηρήθηκε στη νεοελλ., προήλθε από την πρώτη, γιατί η λ. σήμανε ειδικότερα αφιέρωμα υπό μορφήν θυσίας στον θεό και συγχρόνως καθετί που καταστρέφεται σαν να γίνεται θυσία στον θεό και που θεωρείται γι' αυτό καταραμένο. Κατά την άποψη του Α. Παπαδόπουλου (Αθηνά 46, 205), είναι πιθανό ότι, πίσω από την εβραϊκή συνήθεια του αφιερώματος στον θεό με σφαγές και καταστροφές τών πόλεων του εχθρού, κρύβεται το πανάρχαιο έθιμο της προσφοράς θυσίας τών αιχμαλώτων πολέμου στον σύμμαχο θεό. Έτσι και το ρ. ἀναθεματίζω από τη σημασία «αφιερώνω» πέρασε στη σημασία «καταριέμαι».
ΠΑΡ. αναθεματίζω
νεοελλ.
αναθεμάτος, αναθεματούρι].

Greek Monotonic

ἀνάθεμα: ποιητ. ἄνθεμα, -ατος, τό (ἀνατίθημι)
I. 1. = ἀνάθημα, σε Θεόκρ., Ανθ.
2. ιδίως οτιδήποτε είναι συνδεδεμένο με το κακό, καταραμένο, αφορισμένο πράγμα, σε Καινή Διαθήκη
II. κατάρα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάθεμα: поэт. ἄνθεμα, ατος τό
1) приношение по обету, вотивный дар Theocr., Anth.;
2) мемориальная надпись, посвящение Plut.;
3) проклятие, отлучение NT;
4) подвергнутый проклятию, отлученный NT.

Middle Liddell

ἀνατίθημι
I.ἀνάθημα, Theocr., Anth.
2. esp anything devoted to evil, an accursed thing, NTest.
II. a curse, NTest.

Chinese

原文音譯:¢n£qema 安那-帖馬
詞類次數:名詞(6)
原文字根:向上-安置(果效) 相當於: (חֵרֶם‎)
字義溯源:被革除,受咒詛,被咒詛,咒詛,起咒,供上給神的;源自(ἀνατίθημι)=宣布);由(ἀνά)*=在上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。外邦人向他們的神賭咒,起誓。那些謀害保羅的人也同謀發誓起咒,如( 徒23:13,14)所記載的。所以保羅也有類似的話,為了骨肉之親,就是被咒詛,也願意( 羅9:3)。當然,他也給信徒們有這方面的勸告( 林前12:3; 16:22, 加1:8,9)。
同義字:1) (ἀνάθεμα)被革除,受咒詛 2) (ἀρά)懇求,咒罵 3) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 4) (κατάρα)咒詛,咒罵 5) (καταράομαι)咒罵
出現次數:總共(6);徒(1);羅(1);林前(2);加(2)
譯字彙編
1) 被咒詛(2) 加1:8; 加1:9;
2) 被咒詛的(1) 林前16:22;
3) 是可咒詛的(1) 林前12:3;
4) 咒詛(1) 羅9:3;
5) 起咒(1) 徒23:14