κόπρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - " ’" to "’")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κόπρος -ου, ἡ uitwerpselen, stront, uitbr. vuil, drek:. λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον hij wentelde zich als smekeling in het vuil Il. 22.414. mesthoop, stal:. μυκηθμῷ δ ’ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε onder geloei draafden ze uit de stal naar de wei Il. 18. 575.
|elnltext=κόπρος -ου, ἡ uitwerpselen, stront, uitbr. vuil, drek:. λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον hij wentelde zich als smekeling in het vuil Il. 22.414. mesthoop, stal:. μυκηθμῷ δ’ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε onder geloei draafden ze uit de stal naar de wei Il. 18. 575.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:22, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπρος Medium diacritics: κόπρος Low diacritics: κόπρος Capitals: ΚΟΠΡΟΣ
Transliteration A: kópros Transliteration B: kopros Transliteration C: kopros Beta Code: ko/pros

English (LSJ)

ἡ,
A excrement, ordure, of men and cattle, Od.9.329, al., Hdt. 3.22, etc.: in plural, Euph.96.4; esp. as used in husbandry, dung, manure, Pl.Prt.334a, Thphr.HP2.7.4.
2 generally, filth, dirt, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Il.22.414, 24.640, cf. BGU1116.14 (i B. C.).
II dunghill, byre, Il.18.575, Od.10.411, Call.Dian.178; καθίσαι τινὰς ἐπὶ κόπρου Men.544.5. (In this sense oxyt. κοπρός acc. to Eust.1165.15.) (Cf. Skt. śákṛt, gen. śaknás 'excrement'.)

German (Pape)

[Seite 1483] ἡ, Mist. Excremente von Menschen u. Thieren, Dünger; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. Schmutz, Koth, Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ κόπρος, Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ κόπρον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.

Greek (Liddell-Scott)

κόπρος: ἡ, ἀποπάτημα, περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) καθόλου, ῥύπος, ἀκαθαρσία, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. κοπρία, σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ κόπρος, ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 excrément des animaux ou des hommes ; saleté, ordure;
2 endroit où s’amasse le fumier ; étable.
Étymologie: DELG dérivé d’un vieux th. i.-e., pê apparenté à σκώρ.

English (Autenrieth)

dung, manure, Il. 24.164; thenfarm-yard,’ ‘cow-yard,’ Il. 18.575.

Spanish

excremento, estiércol

Greek Monolingual

(I)
η (ΑM κόπρος, ἡ, Μ και κοπρός, ἡ και κόπρος, ὁ)
1. αποπάτημα, περίττωμα, σκατά («καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκε κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ», Ομ. Οδ.)
2. το λίπασμα που προέρχεται από τα κόπρανα, κοπριά, κόπρισμαοἷον καὶ ἡ κόπρος, πάντων τῶν φυτῶν ταῖς μὲν ῥίζαις ἀγαθὸν παραβαλλομένης», Πλάτ.)
3. συσσωρευμένη κοπριά, σωρός κοπριάς («η κόπρος του Αυγείου»)
4. κοπρώνας
5. ακαθαρσία, βρομιά
νεοελλ.
μτφ. σκάνδαλα, βρόμικες υποθέσεις, ιδίως στο δημόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kokwr- / n- της ΙΕ ρίζας kekwr- / n- «κοπριά». Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śakr-t και śakn-ah «κοπριά» που εμφανίζουν την αρχική μορφή του ονόματος, δηλ. αθέματο ουδ. σε r- / n-, από το οποίο με θεματικό μεταπλασμό προέκυψε ο τ. κόπρος. Συνδέεται ίσως και με το λιθουαν. šiku, šikti «αφοδεύω».
ΠΑΡ. κόπρανα, κοπρία(-ιά), κοπρίζω, κόπρινος, κοπρώ, κοπρώδης, κοπρών
αρχ.
κοπρεαίος, κόπρειος, κοπρεύω, κοπρίας, κοπρικός, κοπροσύνη
αρχ.-μσν.
κοπρία, κόπριον, κόπρον
μσν.
κοπρέα, κοπρεών, κοπρηρός
νεοελλ.
κοπρίτης, κόπρος, ο.
ΣΥΝΘ. κοπραγωγός, κοπροβόρος, κοπροδοχείον, κοπροδόχος, κοπρολόγος, κοπρολογώ, κοπροφάγος
αρχ.
κοπραγωγώ, κοπρηγία, κοπρηγός, κοπρηγώ, κοπροβόλος, κοπροθήκη, κοπροποιός, κοπροποιώ, κοπροφαγώ, κοπροφορά, κοπροφόρος, κοπροφορώ, κοπρώνης
αρχ.-μσν.
κοπροξύστης
μσν.
κοπροαναθρεμμένος, κορποβολείον, κοπρογενής, κοπρογέννητος, κοπρογράφος, κοπροδίαιτος, κοπροδότης, κοπροζάγαρος, κοπροθέσιον, κοπρόμοχθος, κοπρόνους, κοπροπαραγέμιστος, κοπροπηλόφυρτος, κοπροπιγούνα, κοπρόφυρτος
μσν.- νεοελλ.
κοπρόστομος, κοπρώνυμος
νεοελλ.
κοπρολαγνεία, κοπρόλακκος, κοπρολαλία, κοπρόλιθος, κοπρολογία, κοπρομηχανή, κοπροπορφυρίνη, κοπρόρρυγχος, κοπροσκούληκας, κοπροσκυλιάζω, κοπρόσκυλο, κόπροσμα, κοπροστάσι, κοπροστασία, κοπροστερόλη, κοπροφαγία, κοπροφιλία, κοπροφιλίδες, κοπρόφιλος, κοπρόφτυαρο, κοπροχόος, κοπρόχωμα].
(II)
ο κόπρος (Ι)]
κοπρόσκυλο, κοπρίτης.

Greek Monotonic

κόπρος: ἡ,
I. κοπριά, λίπασμα, ακαθαρσίες, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. φάρμα, υποστατικό, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόπρος -ου, ἡ uitwerpselen, stront, uitbr. vuil, drek:. λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον hij wentelde zich als smekeling in het vuil Il. 22.414. mesthoop, stal:. μυκηθμῷ δ’ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε onder geloei draafden ze uit de stal naar de wei Il. 18. 575.

Russian (Dvoretsky)

κόπρος:
1) помет, экскременты Hom., Her.;
2) навоз, навозное удобрение Plat.;
3) грязь, мусор или прах: ἀμφὶ πολλὴ κ. ἔην κεφαλῇ τοῖο γέροντος Hom. голова старца (т. е. Приама, молящего о выдаче тела Гектора) была покрыта прахом (один из символов униженной просьбы);
4) стойло, скотный двор (αἱ βόες ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 4)
Meaning: excrement, ordure, dung, filth (Il.).
Compounds: Compp., e. g. κοπρο-λόγος dung-gatherer (Ar.), κοπρο-φορά loaf of dung (Amorgos IVa; Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2 [S. 188]).
Derivatives: A. Subst. κόπριον = κόπρος (Heraclit., Hp., inscr., pap.) with κοπριώδης dung-like, full of dung (Hp., Thphr., pap.), κοπριακός belonging to dung (pap.); κόπρανα pl. excrements (Hp., Aret.); κοπρία dung-heap (Semon., Stratt., Arist.; Scheller Oxytonierung 44); κοπρών (Ar.), -εών (Tz.), -ιών (Gortyn) privy; κοπροσύνη manuring (pap. VIp); - Κοπρεύς herald of Eurystheus (Ο 639; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121); Κοπρεαῖος joking PN (Ar.); κοπρίαι pl. buffoons (D. C.; Lat. copreae). - B. Adj. Κόπρειος belonging to the demos Κόπρος (inscr.), also referring to κόπρος (Ar.), Κόπριος id. (Is.); κόπρινος living in κ. (Hp.); κοπρώδης dung-like, dirty (Hp., Pl., Arist.). - C. verbs. κοπρέω manure only fut. ptc. κοπρήσοντες (ρ 299; v.l. κοπρίσσοντες); (ἐκ-, ἐπι-)κοπρίζω id. (ρ 299 v.l., Hp., Thphr.) with κόπρισις, -ισμός manuring (Thphr., pap.); κοπρόω defile with dung (Arr.) with κόπρωσις manuring (Thphr.; ἐκκοπρόω with -ωσις Hp.); κοπρεύω = κοπρίζω (Chios V-IVa), κοπρεῦσαι φυτεῦσαι H.
Origin: IE [Indo-European] [544] *ḱokʷr dung
Etymology: Thematic form of an old r-n-stem, which is preserved in Skt. śákr̥-t, śakn-áḥ dung; so IE. *ḱoku̯r-. A primary verb is assumed in Lith. šikù, sìkti cacare, Pok. 544, W.-Hofmann s. cacō and mūscerda. S. also on σκῶρ. The Lall-word κακκάω is not cognate.

Middle Liddell

κόπρος, ἡ,
I. dung, ordure, manure, Hom., Hdt., etc.
II. a farm-yard, home-stead, Hom.

Frisk Etymology German

κόπρος: {kópros}
Grammar: f. (zum Genus Schwyzer-Debrunner 34 A. 4)
Meaning: Mist, Dünger, Kot, Schmutz, Düngerplatz, Viehhof (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. κοπρολόγος Unratsammler (Ar.), κοπροφορά ‘Dünger(last)’ (Amorgos IVa; Fraenkel Nom. ag. 2, 187 A. 2 [S. 188]).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Subst. κόπριον = κόπρος (Heraklit., Hp., Inschr., Pap. u. a.) mit κοπριώδης mistähnlich, voll von Mist (Hp., Thphr., Pap.), κοπριακός zum Dünger gehörig (Pap.); κόπρανα pl. Exkremente (Hp., Aret.); κοπρία Misthaufen (Semon., Stratt., Arist. usw.; Scheller Oxytonierung 44); κοπρών (Ar. usw.), -εών (Tz.), -ιών (Gortyn) Abtritt; κοπροσύνη Düngen (Pap. VIp); — Κοπρεύς Herold des Eurystheus (Ο 639; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 121); Κοπρεαῖος scherzhafter PN (Ar.); κοπρίαι pl. Possenreißer (D. C.; lat. copreae). — B. Adj. Κόπρειος [[dem Κόπρος genannten Demos gehörig]] (Inschr.), auch mit Beziehung auf κόπρος (Ar.), Κόπριος ib. (Is. u. a.); κόπρινος ‘in κ. lebend’ (Hp.); κοπρώδης mistähnlich, schmutzig (Hp., Pl., Arist.). — C. Verba. κοπρέω düngen nur Fut. Ptz. κοπρήσοντες (ρ 299; v.l. κοπρίσσοντες); (ἐκ-, ἐπι-)κοπρίζω ib. (ρ 299 v.l., Hp., Thphr. u. a.) mit κόπρισις, -ισμός das Düngen (Thphr., Pap.); κοπρόω mit Mist verunreinigen (Arr.) mit κόπρωσις das Misten (Thphr.; ἐκκοπρόω mit -ωσις Hp.); κοπρεύω = κοπρίζω (Chios V-IVa), κοπρεῦσαι· φυτεῦσαι H.
Etymology: Thematische Umbildung eines alten r-n-Stammes, der in aind. śákr̥-t, śakn-áḥ Mist erhalten ist; idg. somit *ḱoqr-. Ein primäres Verb wird in lit. šikù, sìkti cacare vermutet. WP. 1, 381, Pok. 544, W.-Hofmann s. cacō und mūscerda m. reicher Lit. S. auch zu σκῶρ. Das Lallwort κακκάω ist damit nicht verwandt.
Page 1,914-915

Chinese

原文音譯:kopr⋯a 可普里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:肥料 相當於: (אַשְׁפֹּת‎) (דֹּמֶן‎)
字義溯源:肥料,糞,堆肥;源自(κοπρία / κόπριον / κόπρος)X*=排泄物);或出自(κόπτω)=砍*),
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 糞(2) 路13:8; 路14:35

Translations

Albanian: bajgë; Arabic: رَوْث‎, سَمَاد‎, بِرَاز‎; Egyptian Arabic: زبل‎; Moroccan Arabic: غبار‎, مازير‎; Armenian: գոմաղբ; Aromanian: baligã; Azerbaijani: peyin, gübrə; Belarusian: гной; Bengali: সার; Bulgarian: естествен тор, тор, гюбре; Burmese: မြေဩဇာ; Catalan: fem; Chamicuro: tuki; Chinese Mandarin: 肥料, 糞肥, 粪肥, 糞, 粪; Czech: hnůj; Dalmatian: lotum; Danish: møg, gødning; Dutch: mest; Esperanto: sterko; Estonian: sõnnik; Finnish: lanta, sonta; French: fumier, purin; Galician: estrume, esterco, cuito; Gallo: fien; Georgian: ნეხვი, ნაკელი, ფუნე; German: Mist, Dung, Odel; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌷𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: κοπριά; Ancient Greek: κοπριά, κόπρος, σπέλεθος; Hebrew: זֶבֶל‎; Hindi: खाद, पांस; Hungarian: trágya; Icelandic: mykja; Indonesian: pupuk; Irish: aoileach; Italian: letame, stallatico; Japanese: 肥, 肥料; Kazakh: көң; Khmer: ជីហរិត, ជីអាចម៍សត្វ; Korean: 비료(肥料), 똥, 똥거름; Kurdish Central Kurdish: پەیین‎; Northern Kurdish: peyîn; Kyrgyz: көң, кык; Lao: ໂຄທາ; Latin: stercus, fimum, fimus; Latvian: mēsli; Lithuanian: mėšlas; Low German: Mischt; Luxembourgish: Mëscht; Macedonian: лепешка, ѓубриво, ѓубре; Malay: baja; Maltese: demel; Manx: eoylley; Maori: wairākau, maniua; Mongolian Cyrillic: аргал; Moroccan Amazigh: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Norman: conré, feunmyi; Norwegian Bokmål: møkk, gjødsel; Nynorsk: møkk; Ojibwe: moo; Pashto: غوشېړ‎, مېزر‎, ډېرۍ‎; Persian: کود‎, سرگین‎; Plautdietsch: Mest; Polish: nawóz, gnój; Portuguese: estrume, esterco; Quechua: wanu; Romagnol: aldàn; Romanian: baligă; Russian: навоз, удобрение, гной; Scottish Gaelic: buachar, leasachadh, todhar; Serbo-Croatian Cyrillic: балега, гно̑ј; Roman: baléga, gnȏj; Slovak: hnoj; Slovene: gnoj; Spanish: estiércol, abono; Sundanese: manur; Swahili: mbolea; Swedish: gödsel; Tajik: пору, саргин; Tamil: இயற்கை உரம்; Tashelhit: ⴰⵎⴰⵣⵉⵔ; Thai: ปุ๋ย, ปุ๋ยคอก; Tocharian B: weṃts; Turkish: gübre; Turkmen: dökün; Ukrainian: гній; Urdu: کھاد‎; Uyghur: چىلە‎, ئوغۇت‎; Uzbek: oʻgʻit, goʻng; Venetian: leame, grasa; Vietnamese: bón phân, phân chuồng; Walloon: ansene; Welsh: tail; Westrobothnian: göning