ἔδαφος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εος, -ους (τό) :<br /><b>1</b> fondement (du sol ; d’une maison, <i>etc.</i>) : καθαιρεῖν [[εἰς]] τὸ [[ἔδαφος]] THC, [[εἰς]] [[ἔδαφος]] καταβάλλειν PLUT détruire jusqu’aux fondements ; ἐχθρὸς [[τῷ]] τῆς πόλεως ἐδάφει DÉM ennemi du fondement même de l'État, <i>càd</i> ennemi mortel;<br /><b>2</b> fond solide (d’un fleuve) ; fond de cale d’un navire;<br /><b>3</b> pavé (d’une maison).<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis, être sédentaire, être fixe, | |btext=εος, -ους (τό) :<br /><b>1</b> fondement (du sol ; d’une maison, <i>etc.</i>) : καθαιρεῖν [[εἰς]] τὸ [[ἔδαφος]] THC, [[εἰς]] [[ἔδαφος]] καταβάλλειν PLUT détruire jusqu’aux fondements ; ἐχθρὸς [[τῷ]] τῆς πόλεως ἐδάφει DÉM ennemi du fondement même de l'État, <i>càd</i> ennemi mortel;<br /><b>2</b> fond solide (d’un fleuve) ; fond de cale d’un navire;<br /><b>3</b> pavé (d’une maison).<br />'''Étymologie:''' R. Σεδ, être assis, être sédentaire, être fixe, d'où ἕζω ; cf. [[οὖδας]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:10, 5 September 2022
English (LSJ)
εος, τό, A bottom, foundation, base of anything, τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη Th.1.10; ἔδαφος νηός bottom of a ship, Od.5.249; ἔδαφος πλοίου D.32.5, cf. Pherecr.12; ἔδαφος ποταμοῦ, ἔδαφος τῆς θαλάττης, X.Cyr.7.5.18, Arist.HA534a11; (ποτηρίου) Pherecr.143.2. 2 ground floor, pavement, οἴκου Hdt.8.137; καθελεῖν ἐς ἔδαφος raze to the ground, Th. 3.68; τὸ ἔδαφος ὁμαλίσασι IG11(2).161 A57 (Delos, iii B.C.); ἔπεσον εἰς τὸ ἔδαφος Act.Ap.22.7; ἀπὸ ἐδάφους μέχρι παντὸς ὕψους CPR95.17 (iii A. D.), etc. 3 ground, soil, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι for our country's soil, Aeschin.3.134, cf. D.26.11 (pl.); ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει, of a mortal foe, Id.8.39, 10.11; ὀκρυόειν ἔδαφος Eleg.Alex. Adesp. 1.7; soil, viewed in regard to its quality, Thphr.CP2.4.1 (pl.), 4.11.8: pl., ἐδάφη lands and tenements (incl. houses), Is.11.42, IG 2.780, PTeb.302.10 (i A.D.); also, masses of earth, Epicur.Ep.2p.48U. 4 text of a manuscript, opp. margin (μέτωπον), Gal.16.837, 18(2).864. b manuscript, Id.16.468 (s.v.l.). 5 background of puppet-theatre, Hero Aut.30.1, al.
German (Pape)
[Seite 715] τό (ἕδος), Sitz, Grundlage, Boden; νηός Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καθελόντες εἰς ἔδαφος Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδάφων), Dem. 26, 11; θαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῦ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.
Greek (Liddell-Scott)
ἔδᾰφος: -εος, τό: (ἴδε ἐν λ. ὁδός, ὀδός, οὖδας)· - ὁ πυθμήν, τὸ θεμέλιον, ἡ βάσις παντὸς πράγματος, Θουκ. 1. 10· ἔδαφος νηός, τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεώς, τὸ κατώτατον κύτος αὐτῆς, Ὀδ. Ε. 249· ἔδαφος πλοίου Δημ. 883. 22, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 6· ἔδ. ποταμοῦ, θαλάττης Ξεν. Κύρ. 7. 5, 18, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 18· ποτηρίου Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 2. 2) τὸ κατάγειον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ δάπεδον, οἴκου Ἡρόδ. 8. 137· καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος, κατεδαφίζειν, Θουκ. 3. 68. 3) τόπος, γῆ, περὶ τοῦ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσθαι Αἰσχίν. 72. 41, πρβλ. Δημ. 809, ἐν τέλει· ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει Δημ. 99. 19., 134, 14: - ὡσαύτως γῆ ὑπὸ ἔποψιν ποιότητος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 11, 8, κτλ.· πλ., ἐδάφη, γαῖαι, χωράφια (ὡς κτήματα), Ἰσαῖος 88. 22, πρβλ. Δημ. 803, ἐν τέλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 162. 17. 4) μεταφ. τὸ ἀρχικὸν κείμενον συγγράμματος, τὸ πρωτότυπον Γαλην. τ. 17. 1, σ. 909Κ.
French (Bailly abrégé)
εος, -ους (τό) :
1 fondement (du sol ; d’une maison, etc.) : καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος THC, εἰς ἔδαφος καταβάλλειν PLUT détruire jusqu’aux fondements ; ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει DÉM ennemi du fondement même de l'État, càd ennemi mortel;
2 fond solide (d’un fleuve) ; fond de cale d’un navire;
3 pavé (d’une maison).
Étymologie: R. Σεδ, être assis, être sédentaire, être fixe, d'où ἕζω ; cf. οὖδας.
English (Autenrieth)
floor, of a ship, Od. 5.249†. (See cut 32.) a, μεσόδμη, mast-box; b, beams running parallel to c, ἐπηγκενίδες, gunwale; d, κληῖδες, row-lock, thole-pin; e, σκαλμοί, part of the gunwale on which the oar rests, bed of the oar; f, ζυγά, thwarts (should cross the vessel); g, θρῆνυς, braces for the feet; h, ἴκρια, ribs; i, τρόπις, keel; k, ἁρμονιαί, slabs, sustaining the floor; l, ἔδαφος, floor; m, keelson, was probably not distinguished from i, keel. (See also plate No. IV., at end of vol.)
Spanish (DGE)
-εος, τό
I 1suelo
a) construido: suelo de baldosas, enlosado τῶν ἱερῶν Plb.9.6.3, ἔ. ἄγονον suelo estéril dicho del enlosado por op. a un terreno plantado, Luc.Am.12, cf. ID 1417A.1.147, 1423Ba.2.4 (ambas II a.C.), Dam.Fr.167
•cala de una nave νηός Od.5.249, ἔδαφος πλοίου D.32.5;
b) suelo, terreno οἴκου Hdt.8.137, ἔτυψε δὲ σκίπωνι τοὔδαφος πρέσβυς Call.Fr.191.69, ἔδαφη μεγάλας ἔχει διαφοράς Thphr.CP 2.4.1, cf. HP 3.16.1, τὰ ἐγκλίματα τῶν ἐδάφων Plb.9.26a.8, cf. Str.1.3.7, συνστρώσει τὸ ἔδαφος λίθοις IG 22.1664.62 (IV a.C.), cf. IEphesos 448 (imper.), τὸ ἔδαφος ὁμαλίσαι IG 11(2).161A.57 (Delos III a.C.), τὸ ἔ. ψηφολογῆσαι IG 11(2).165.42 (Delos III a.C.), ἀποστερεώσας τὸ ἔ. ID 505.14 (III a.C.), προσεμαστίγωσαν ... ἐπὶ τὸ ἔ. ῥίψαντες αὐτόν BGU 1253.5 (II a.C.), καταβαλὼν ἑαυτὸν εἰς τοὔδαφος Luc.Tox.15, πίπτειν εἰς τὸ ἔ. Act.Ap.22.7
•suelo, nivel del suelo ὁμαλίσαι ἴσον τῷ ἐδάφῃ igualar al nivel del suelo, IOropos 290.43 (IV a.C.), cf. SEG 38.801A.12 (Mitilene IV a.C.), σκουτλώσειν ἀπὸ ἐδάφους μέχρις ὀρόφου στοάν IStratonikeia 281.23 (Panamara II d.C.), en cláusulas de contratos de ventas de casas δεσπόζειν τῆς ... οἰκίας ἀπὸ ἐδάφους ἕως ἀέρος PHerm.Rees 25.13 (V d.C.), τὴν ὑπάρχουσαν ἡμῖν οἰκίαν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ ἐδάφους ἕως ἀέρος PLond.1722.12, cf. PMonac.11.17 (ambos VI d.C.);
c) en rel. con la distribución o propiedad tierra en plu. bienes raíces Is.11.42
•terreno de cultivo, parcela, PMich.617.5, PBerl.Leihg.35.2 (ambos II d.C.), PTurner 33.7 (III d.C.), POxy.3771.7 (IV d.C.);
d) en usos metonímicos, de una ciudad ἐχθρὸς τῷ τῆς πόλεως ἐδάφει D.8.39, 10.11, cf. 26.11, de la patria τὸ τῆς πατρίδος ἔδαφος = la tierra patria Aeschin.3.134, Plb.15.7.3, τὸ θρέψαν ἔδαφος = el suelo nutricio, IClaros 1.P.3.19 (II a.C.), τὸ τῶν λόγων ἔ. τὰς Ἀθήνας Gr.Naz.M.36.513A.
2 cimientos de un edificio τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη Th.1.10, de una ciudad καθελεῖν ... ἐς ἔδαφος destruir hasta los cimientos Th.3.68, Plb.4.64.10, cf. IGBulg.12.388bis.19 (Apolonia II a.C.), fig. πάθη νοσώδη ... καταλύειν εἰς ἔδαφος Plu.2.515c.
3 fondo τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.7.5.18, ἔδαφος τῆς θαλάττης Arist.HA 534a11, de vasos, Pherecr.152.2, de un teatro de autómatas, Hero Aut.30.1.
II fig.
1 fundamento, base, sede del lenguaje sublime, Longin.8.1, ἀναγνοὺς τῆς θείας γραφῆς τὰ ἐδάφη Gr.Nyss.Eun.3.1.61.
2 texto de un manuscrito, Demetr.Lac.Herc.1012.34.4, op. μέτωπον ‘margen’, Gal.16.837, cf. 18(2).864
•manuscrito ἐν τοῖς πάνυ παλαιοῖς ἐδάφοις γεγράφθαι Gal.16.468.
• Etimología: Etim. dud. Quizá deriv. de ἕδος, c. disim. de aspiradas. O mejor < *u̯ed-n̥-bhos, formado sobre *u̯edn- que da lugar a het. utne ‘país’, ‘tierra’, gr. οὖδας < *ὀϝεδας.
English (Strong)
from the base of ἑδραῖος; a basis (bottom), i.e. the soil: ground.
English (Thayer)
ἐδαφεος (ἐδάφους), τό, bottom, base, ground: πίπτειν εἰς τό ἔδαφος, Sept.; in classical writings from Homer down.)
Greek Monolingual
το (AM ἔδαφος)
1. το ανώτατο στρώμα του φλοιού της γης, η επιφάνεια της γης
2. τόπος, γη, περιοχή («προσάρτηση εδαφών»)
3. γη, χώμα (από ποιοτική άποψη) («έδαφος παχύ, εύφορο»)
4. αγρός, χωράφι, οικόπεδο («ιδιωτικά εδάφη»)
νεοελλ.
1. το μονόχρωμο ή πολύχρωμο πεδίο μιας εικόνας όπου ζωγραφίζονται οι διάφορες παραστάσεις, φόντο, βάθος
2. φρ. «κερδίζω έδαφος» — αποκτώ υπεροχή ή πλεονεκτήματα
αρχ.
1. πυθμένας, βάση
2. (για σπίτι) δάπεδο
3. αρχικό κείμενο, πρωτότυπο
4. χειρόγραφο
5. εδάφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεμονωμένος σχηματισμός σε -(α)φος. Συνδέεται πιθ. με τά έδος, έζομαι, ενώ η ψίλωση της λ. προήλθε από ανομοίωση προς το δασύ -φ. Το ουδ. γένος της λέξης οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του έδος. Η υποτεθείσα σχέση με το ούδας δεν έχει ισχυρή βάση].
Greek Monotonic
ἔδᾰφος: -εος, τό, (πιθ. από την ίδια ρίζα με τα ὁδός, οὖδας)·
1. πυθμένας, θεμέλιο, βάση κάθε πράγματος, σε Θουκ.· ἔδαφος νηός, καρίνα πλοίου, αμπάρι (το κύτος) πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· ἔδ. ποταμοῦ, σε Ξεν.
2. κατώϊ, δάπεδο, οἴκου, σε Ηρόδ.· καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος, κατεδαφίζω, σε Θουκ.
3. έδαφος, χώμα, γη, σε Αισχίν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἔδᾰφος: εος τό
1) основание, дно (νηός Hom., Plut. и πλοίου Dem.; ποταμοῦ Xen.; θαλάσσης Arst.): ἐχθρὸς τῷ ἐδάφει Dem. смертельный враг;
2) земля, почва (ῥίζα γεννᾶται ἐκ τοῦ ἐδάφους Arst.): εἰς τὸ ἔ. καθαιρεῖν или κατασκάπτειν Thuc. и καταβάλλειν Plut. сравнивать с землей, срывать до основания;
3) pl. земельные владения Isae.; территория (τῆς πατρίδος Aeschin.; τῆς πόλεως Dem.);
4) пол (τοῦ οἴκου Her.; ὀρχήστρας Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: ground, bottom (ε 249; s. Richel Worte für Erde 212ff.), also text (Gal.) as opposed to the commentary.
Compounds: ἐδαφο-ποιέω equalize the bottom (J.). -
Derivatives: Late: ἐδάφιον text (Arist.); ἐδαφικός belonging to the bottom (pap.), ἐδαφιαῖος id. (sch., Tz.), ἐδαφίτης (Tz.; s. Redard Les noms grecs en -της 112). - Denomin. verbs: ἐδαφίζω equalize, give a bottom (Arist., hell.); ἐδαφόω in ἠδάφωται κατῴκισται H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the nouns in -(α)φος (Chantr. Form. 262ff., Schwyzer 495). To ἕδος?. Acc. to WP. 1, 254 (with Curtius 241, J. Schmidt Pluralbild. 341) hoeever to οὖδας, s. d.
Middle Liddell
[prob. from same Root as ὀδός, οὖδας
1. the bottom, foundation, base of anything, Thuc.; ἔδαφος νηός the bottom, hold of a ship, Od.; ἔδ. ποταμοῦ Xen.
2. the ground-floor, pavement, οἴκου Hdt.; καθαιρεῖν εἰς τὸ ἔδαφος to rase to the ground, Thuc.
3. ground, soil, land, Aeschin., Dem.
Frisk Etymology German
ἔδαφος: {édaphos}
Grammar: n.
Meaning: Grund, Boden, Fußboden, Erdboden (seit ε 249; vgl. Richel Worte für Erde 212ff.), auch Grundtext (Gal.).
Composita: Komp. ἐδαφοποιέω dem Erdboden gleichmachen (J.). — Späte Ableitungen: ἐδάφιον Grundtext (Arist.-Komm., Sch.); ἐδαφικός ‘zum Grund usw. gehörig’ (Pap.), ἐδαφιαῖος ib. (Sch., Tz.), ἐδαφίτης (Tz.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 112).
Derivative: Denominative Verba: ἐδαφίζω eben machen, mit Fußboden versehen, dem Erdboden gleichmachen (Arist., hell.); ἐδαφόω in ἠδάφωται· κατῴκισται H.
Etymology: In bezug auf Genus und Bedeutung steht ἔδαφος unter den Nomina auf -(α)φος (Chantraine Formation 262ff., Schwyzer 495) vereinzelt da. Sein auffallendes Genus mag es von ἕδος bezogen haben (Brugmann Grundr.2 2: 1, 190) und wird gewöhnlich auch etymologisch damit verbunden. Nach WP. 1, 254 (mit Curtius 241, J. Schmidt Pluralbild. 341) dagegen zu οὖδας, s. d.
Page 1,441-442
Chinese
原文音譯:œdafoj 誒打賀士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:水平 相當於: (אֶרֶץ) (קַרְקַע)
字義溯源:基礎,地;源自(ἑδραῖος)=坐定的);而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。參讀 (ἀγρός)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 地(1) 徒22:7