πλήρης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />plein :<br /><b>1</b> entier, complet;<br /><b>2</b> plein de, rempli de, gén. ; <i>particul.</i> rassasié de nourriture ; <i>fig.</i> comblé, rassasié de, gén. ; avec un part. : [[πλήρης]] ἐστὶ [[θηεύμενος]] HDT il est rassasié de voir;<br /><i>Cp.</i> πληρέστερος, <i>Sp.</i> πληρέστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, remplir ; v. [[πίμπλημι]], [[πλέος]], cf. <i>lat.</i> plenus.
|btext=ης, ες:<br />plein :<br /><b>1</b> [[entier]], [[complet]];<br /><b>2</b> plein de, rempli de, gén. ; <i>particul.</i> rassasié de nourriture ; <i>fig.</i> comblé, rassasié de, gén. ; avec un part. : [[πλήρης]] ἐστὶ [[θηεύμενος]] HDT il est rassasié de voir;<br /><i>Cp.</i> πληρέστερος, <i>Sp.</i> πληρέστατος.<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, remplir ; v. [[πίμπλημι]], [[πλέος]], cf. <i>lat.</i> plenus.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:14, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήρης Medium diacritics: πλήρης Low diacritics: πλήρης Capitals: ΠΛΗΡΗΣ
Transliteration A: plḗrēs Transliteration B: plērēs Transliteration C: pliris Beta Code: plh/rhs

English (LSJ)

ες, gen. εος, contr. ους: Comp. A πληρέστερος Pl.Smp.175d: Sup. πληρέστατος S.Ph.1087(lyr.), etc.: (πίμπλημι): I c. gen., full of, ἄστυ π. οἰκιέων Hdt.1.180; φορμοὶ ψάμμου π. Id.8.71; ὁμίχλα… π. δακρύων A.Pr.145(lyr.); πλῆρες ἄτης στέγος S.Aj.307; ποταμὸς π. ἰχθύων X.An.1.4.9; π. μέλιτος τὸ καλὸν στόμα Theoc.1.146; ταῦτα πάσης ἀλογίας π. Plb.1.15.6; of persons, κενῶν δοξασμάτων π. E.El. 384; αἰδοῦς π. ψυχή Pl.Plt.310d. 2 infected by, π. ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς polluted by birds and dogs with meat (torn from the body of Polynices), S.Ant.1017; νόσου ib.1052. 3 satisfied, satiated, c. gen., π. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις Id.OC778: c. part., θηεύμενοι ἔωσι π. they should have gazed their fill, Hdt.7.146. II less freq. c. dat., filled with, Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ π. πόλεις E. Ba.19. III abs., full, of a swollen stream, Hdt.2.92; of the moon, Sapph.53, Hdt.6.106; π. γαστήρ S.Fr.848; ὄγκος γαστρός Trag.Adesp.186; κρατῆρες, δέπας, etc., E.Ba.221, Hec.527, etc.; κεχόρτασμαι… οὐ κακῶς, ἀλλ' εἰμὶ π. Eub.30, cf. 53; full of people, ἐπειδὰν π. ᾖ τὸ θέατρον Isoc.8.82; π. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ar.Nu.1054; εἰ π. τύχοι ὁ δῆμος ὤν Id.Ec.95, cf. X.Ath.2.17; ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν π. And. 1.112; ἐπειδὰν πάντα π. ᾖ τὰ δικαστήρια Arist.Ath.66.1, cf. IG12.41.5; ἐπειδὴ π. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες fully manned, Th.1.29, cf. X.HG2.1.28, D.50.32; of persons, satisfied, gorged, opp. κενός, X.Oec.11.18, etc.; τὸ πλῆρες, opp. τὸ κενόν, Leucipp. and Democr. ap. Arist.Metaph.985b5. 2 full, complete, ἐπειρώτων… εἰ λελάβηκε πλήρεα… τὰ ἀκροθίνια Hdt.8.122; ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω E.Hel.1411, cf. PGiss.40ii6 (iii A. D.); πληρεστάτη οἰκειότης = fullest intimacy, Epicur.Sent.40; φέρων π. τὸν μισθόν X.An.7.5.5; πληρεστάτῳ δικαίῳ, = Lat. optimo jure, PFlor.66.3 (iv A. D.); of numbers or periods of time, τέσσερα ἔτεα πλήρεα four full years, Hdt.7.20. 3 solid, whole, of a voting-pebble (ψῆφος), opp. τετρυπημένος, τρυπητός, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1; π. ὁπλαί Poll.1.191; αὔλημα Id.4.73; ἄγαλμα… ἐποίησε πλῆρες Paus.9.12.4. 4 of sound, full, πληρέστερον μέλος Iamb.VP14.65. 5 of wine, full-bodied, with a persistent flavour, Archig. ap. Gal.8.945; of the pulse, Id.ib.678; of wool, Id.ib.672. 6 ἐκ πλήρους fully, ποιεῖν τὰ δίκαια IG22.1343.21; in full, τὰ ἐκφόρια κομίσασθαι PTeb.105.47 (ii B. C.), etc. IV πλήρης is used indecl. in later Greek, especially of payments in full, Wilcken Chr.499.9 (ii/iii A. D.), etc.; freq. v.l. in LXX, Ge.27.27, Nu.7.20, Jb.21.24,al. V Adv. πλήρως = in full, Sammelb.4652.2 (iv A. D.): Sup. πληρέστατα Iamb.Protr. 21.κγ'.

German (Pape)

[Seite 634] ες (πλέος), voll, angefüllt, τινός, Her. 8, 71; von einem Strome, 2, 92; vom Monde, 6, 106, u. bei den Attikern sehr gewöhnlich; ὁμίχλη προσῇξε δακρύων πλήρης, Aesch. Prom. 145; πλῆρες ἄτης στέγος, Soph. Ai. 300; auch βωμοὶ πλήρεις ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, Ant. 1004; u. übertr. satt, νόσου, 1039, πλήρη δ' ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις, O. C. 782; ἀγὼν πλήρης στεναγμῶν, Eur. Hec. 230; κενῶν δοξασμάτων πλήρεις, El. 384; πλήρηςδῆμος, Ar. Eccl. 95; u. oft in Prosa: σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης, Plat. Rep. IX, 579 e; τὸ φρόνιμον καὶ ἀρετῆς πλῆρες, Legg. X, 897 b; πληρέστερον, im Gegensatz des κενώτερον, Conv. 175 d; ψῆφος, im Gegensatz der τετρυπημένη, womit freigesprochen wird, Aesch. 1, 79; von Schiffen, bemannt, Thuc. u. A.; auch von der Zahl, vollständig, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, vier volle Jahre, Her. 7, 20, der es auch mit dem partic. vrbdt, πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, er hat sich satt gesehen, 7, 146. – Bei den Gramm., τὸ πλῆρες, vollständig, heißt der Satz oder das Wort, wenn sie Etwas ergänzen; vgl. Ath. XI, 493.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
plein :
1 entier, complet;
2 plein de, rempli de, gén. ; particul. rassasié de nourriture ; fig. comblé, rassasié de, gén. ; avec un part. : πλήρης ἐστὶ θηεύμενος HDT il est rassasié de voir;
Cp. πληρέστερος, Sp. πληρέστατος.
Étymologie: R. Πλε, remplir ; v. πίμπλημι, πλέος, cf. lat. plenus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήρης -ες [πίμπλημι] vol, gevuld:; ἐπειδὴ πλήρεις αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες toen hun schepen volledig bemand waren Thuc. 1.29.1; ook met gen..; ὀμίχλα... πλήρης δακρύων een waas vol tranen Aeschl. PV 145; πλήρης πνεύματος ἁγίου vol van de Heilige Geest NT Luc. 4.1; soms met dat.. Ἕλλησι βαρβάροις θ’ ὁμοῦ πλήρεις... πόλεις steden gevuld met Grieken zowel als niet-Grieken Eur. Ba. 19. verzadigd; met gen..; πλήρη δ’ ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζοις maar wanneer je ziel verzadigd is van wat je maar wenst Soph. OC 778; met ptc.. θηεύμενοι πλήρεες verzadigd van het bekijken Hdt. 7.146.3. compleet, totaal:. οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου omdat de maancirkel niet compleet was Hdt. 6.106.3; φέρων πλήρη τὸν μισθόν met de volledige soldij Xen. An. 7.5.5.

Russian (Dvoretsky)

πλήρης:
1 полный, наполненный (κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἓλλησι βαρβάροις θ᾽ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.): ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. изобилующая рыбами река; κενῶν δοξασμάτων π. Eur. полный вздорных мнений; Λεύκιππος καὶ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὶ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота; ἐπεὰν π. γένηται ὁ ποταμός Her. когда река выходит из берегов; οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. так как не было полнолуния; τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. четыре полных года; ἐπειδὴ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. когда корабли были укомплектованы; π. ἐστὶ θηεύμενος Her. он насмотрелся вдоволь;
2 сплошь покрытый (λέπρας NT);
3 преисполненный (δόλου NT);
4 полный, выданный сполна (μισθός NT).

Greek (Liddell-Scott)

πλήρης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ους· συγκρ. -έστερος Πλάτ. Συμπ. 175D, ὑπερθ. -έστατος Σοφ. Φιλ. 1087· (√ΠΛΕ, πίμπλημι)· Ι. μετὰ γεν., γεμᾶτος μέ τι, ἄστυ πλ. οἰκιέων Ἡρόδ. 1. 180· φορμοὶ ψάμμου πλ. ὁ αὐτ. 8. 71· ὁμίχλα προσῇξε πλ. δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144· πλῆρες ἄτης στέγος Σοφ. Αἴ 307· ποταμὸς πλ. ἰχθύων, τάφροι ὕδατος, πόλις οἴνου καὶ σίτου, κτλ., Ξεν. Ἀν. 1, 4, 9, κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, κενῶν δοξασμάτων πλήρης ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 384· αἰδοῦς πλ. ψυχὴ Πλάτ. Πολιτ. 310D. 2) μεστός, ἀνάπλεως, βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάρας τε παντελεῖς πλήρεις ὑπ’ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου Σοφ. Ἀντ. 1017· πρβλ. πλέως Ι. 2, ἀνάπλεος ΙΙ. 3) πεπλησμένος, τινός, μέ τι πρᾶγμα, Σοφ. Ἀντ. 1052· πλ. ἔχοντι θυμὸν ὧν χρῄζεις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 778· οὕτω, μετὰ μετοχ., πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, ἐκορέσθη θεώμενος, Ἡρόδ. 7. 146, πρβλ. ἐμπίμπλημι ΠΙ. 4. ΙΙ. σπανιώτερον μετὰ δοτ., πεπληρωμένος, Ἕλλησι βαρβάροις θ’ ὁμοῦ πλ. πόλεις Εὐρ. Βάκχ. 19. ΙΙΙ. ἀπολ., «γεμᾶτος», ἐπὶ ἐξωγκωμένου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 92· ἐπὶ τῆς πανσελήνου, ὁ αὐτ. 6. 106· πλ. γαστὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 727· κρατῆρες, δέπας, κτλ., Εὐρ. Βάκχ. 221· κεχόρτασμαι... οὐ κακῶς, ἀλλ’ εἰμὶ πλήρης Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Κέρκωψι» 2: ― ἰδίως ὅταν μέρος ᾖ ἢ γένηται πλῆρες ἀνθρώπων, ἐπεὰν πλ. ᾖ τὸ θέατρον Ἰσοκρ. 175C· πλ. τὸ βαλανεῖον ποιεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 1054· εἰ πλ. τύχοι ὁ δῆμος ὢν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 95, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 2, 17· ἡ βουλὴ ἐπειδὴ ἦν πλ. Ἀνδοκ. 15. 10· ἐπειδὴ πλ. αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες, εἶχον τέλεια τὰ πληρώματα αὐτῶν, Θουκ. 1. 29, Ξεν., κτλ.· ― ἐπὶ προσώπων, πεπληρωμένος, κεκορεσμένος, Ξεν. Οἰκ. 11. 18, κτλ.· ― τὸ πλῆρες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κενόν, Δημόκρ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 1. 4, 9. 2) πλήρης τέλειος, ἐπειρώτεον…, εἰ λελάβηκε πλήρεα... τὰ ἀκροθίνια Ἡρόδ. 8. 122· ὡς ἂν τὴν χάριν πλήρη λάβω Εὐρ. Ἑλ. 1411· φέρω πλήρη τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 5· ― ἐπὶ ἀριθμῶν ἢ περιόδων χρονικῶν, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, «σωστὰ τέσσαρα χρόνια», Ἡρόδ. 7. 20· ἴδε ἐν λ. μήν. 3) στερεός, ὁλόκληρος, ἐπὶ χαλικίου (ψήφου), ἴδε ἐν λ. τρυπάω· πλ. ὁπλαὶ Πολυδ. Α΄, 191· αὔλημα Δ΄, 73 ἄγαλμα… ἐποίησε πλῆρες Παυσ. 9. 12. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.

English (Strong)

from πλήθω; replete, or covered over; by analogy, complete: full.

English (Thayer)

πλῆρες (ΠΛΑΩ), from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. chiefly for מָלֵא;
a. full, i. e. filled up (as opposed to empty): of hollow vessels, R G L); with a genitive of the thing, covered in every part: λέπρας, thoroughly permeated with: πνεύματος ἁγίου, πίστεως, χάριτος, πίστεως); χάριτος καί ἀληθείας, δόλου, θυμοῦ, abounding in, ἔργων ἀγαθῶν, full i. e. complete; lacking nothing, perfect (so the Sept. sometimes for שָׁלֵם; σελήνη πλήρης, Sir. I:6, cf. Herodotus 6,106): μισθός, σῖτος, a full kernel of grain (one completely filling the follicle or hull containing it), Mark 4:28.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.
δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν.
2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή περικοπή (α. «πλήρης μισθός» β. «άδεια μετά πλήρων αποδοχών» γ. «ὡς ἄν τὴν χάριν πλήρη λάβω», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που κατέχεται από κάποιο συναίσθημα (α. «καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης» β. «λόγοι πλήρεις ειλικρινείας»)
2. ολοκληρωτικός, γενικός, σε όλα τα σημεία (α. «πλήρης αποτυχία» β. πλήρες ναυάγιο»)
3. φρ. «πλήρης ημερών» — σε πολύ μεγάλη ηλικία
αρχ.
1. (για ποταμό) φουσκωμένος, με ανεβασμένη τη στάθμη του
2. (για άνθρωπο) χορτάτος («κεχόρτασμαι οὐ κακῶς ἀλλ' εἰμὶ πλήρης», Εύβ.)
3. ο στερεός ή ο συμπαγής (α. «πλήρεις ὁπλαῑ» β. «πλήρης τοῑχος»)
4. (για ήχο) ο ορθός, ο σωστός, ο μη παράφωνος
5. (για οίνο) αυτός που διατηρεί το άρωμα του. Επίρρ. πλήρως ΝΜΑ
κατά τρόπο πλήρη, εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλήρης έχει σχηματιστεί από το θ. πλη- του πίμ-πλη-μι «γεμίζω» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. πλη-ρος (πρβλ. λατ. plērus «περισσότερος», plērus-que «ο πολύς») και εμφανίζει κατάλ. -ης τών σιγματικών επίθ. πιθ. αναλογικά προς τα σύνθ. σε -πληθής (< πλήθος)].

Greek Monotonic

πλήρης: -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους· συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος· (πλέος
I. 1. με γεν., πλήρης, γεμάτος από κάτι, σε Ηρόδ., Τραγ.
2. μεστός ή μολυσμένος από, πλήρης ὑπ'οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, μιασμένο από πουλιά και σκύλους με κρέας (το οποίο έχει ξεσχιστεί από το σώμα του Πολυνείκη), σε Σοφ.
3. κορεσμένος από κάτι, στον ίδ.· πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, κοιτούσε κορεσμένος, σε Ηρόδ.
II. σπανίως με δοτ., κορεσμένος με, σε Ευρ.
III. 1. απόλ., πλήρης, γεμάτος, λέγεται για φουσκωμένο ποταμό, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη σελήνη, στον ίδ.· λέγεται για κύπελα, σε Ευρ.· ιδίως, γεμάτος με ανθρώπους, σε Αριστοφ.
2. γεμάτος, πλήρης, λαβεῖν τι πλῆρες, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για αριθμούς, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Meaning: full
See also: s. πίμπλημι.

Middle Liddell

πλήρης, ες πλέος
I. c. gen. full of a thing, Hdt., Trag.
2. filled or infected by, πλήρης ὑπ' οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς polluted by birds and dogs with meat (torn from the body of Polynices), Soph.
3. satiated with a thing, Soph.; πλήρης ἐστὶ θηεύμενος he has gazed his fill, Hdt.
II. rarely c. dat. filled with, Eur.
III. absol. full, of a swoln stream, Hdt.; of the moon, Hdt.; of cups, Eur.: —esp. full of people, Ar.
2. full, complete, λαβεῖν τι πλῆρες Hdt., Eur.:—of number, τέσσερα ἔτεα πλήρεα four full years, Hdt.

Frisk Etymology German

πλήρης: {plḗrēs}
Meaning: voll
See also: s. πίμπλημι.
Page 2,561

Chinese

原文音譯:pl»rhj 普累雷士
詞類次數:形容詞(17)
原文字根:滿的
字義溯源:滿的,裝滿了,充滿了,充滿,結滿,滿足,滿有,滿身,滿溢的,完整的,完全的;源自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(17);太(2);可(3);路(2);約(1);徒(8);約貳(1)
譯字彙編
1) 充滿(4) 徒6:8; 徒7:55; 徒11:24; 徒13:10;
2) 裝滿了(4) 太14:20; 太15:37; 可6:43; 可8:19;
3) 充滿了(3) 約1:14; 徒6:3; 徒6:5;
4) 滿了(1) 徒19:28;
5) 滿足的(1) 約貳1:8;
6) 滿(1) 徒9:36;
7) 結滿(1) 可4:28;
8) 滿有(1) 路4:1;
9) 滿身(1) 路5:12

English (Woodhouse)

full, contaminated with, fully-manned, infected, steeped in, tainted with, vitiated with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος). Ἀπό τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.