ἐπάνω: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
m (Text replacement - "as Prep." to "as preposition")
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πάνω]] και [[απάνω]] και πάνου και (ε)πά (AM [[ἐπάνω]], Μ και [[πάνω]] και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)<br />(επίρρ. [[συχνά]] και ως πρόθ.)<br /><b>1.</b> [[ψηλά]], στο [[πάνω]] [[μέρος]] ή στην [[πάνω]] [[επιφάνεια]] («[[ἐπάνω]] κατακεισόμεθ' ἡμεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη [[θέση]] (α. «η [[επάνω]] [[γειτονιά]]» β. «ο [[πάνω]] [[κόσμος]]» — η επίγεια ζωή)<br /><b>3.</b> σε ψηλότερο [[σημείο]] («[[πάνω]] από μένα μένει μια [[γριά]]»)<br /><b>4.</b> στην [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου («[[ἐπάνω]] αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῖν», <b>Πλάτ.</b><br />«το [[βιβλίο]] [[είναι]] [[πάνω]] στο [[τραπέζι]]»<br /><b>5.</b> (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε [[πάνω]] από [[χίλια]] άτομα στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δηλώνει [[διεύθυνση]] σε ανώτερο, ψηλότερο [[στρώμα]] («τραβήξαμε για [[πάνω]]»)<br /><b>2.</b> (με την πρόθ. <i>από</i>) α) δηλώνει [[κίνηση]] από ψηλότερο [[τόπο]] («κατεβαίνει από [[πάνω]] για την [[πόλη]]»)<br />β) σε σπουδαιότερη [[θέση]] («[[πάνω]] από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάνω]] [[πάνω]]» — στο [[πάνω]] [[μέρος]] και μτφ. στην [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]]<br />β) «τά [[είπα]] [[πάνω]] [[πάνω]]» — όχι [[σαφώς]] [[αλλά]] με υπονοούμενα, ακροθιγώς<br />γ) «το [[παίρνω]] [[πάνω]] μου» — [[υπερεκτιμώ]] τον εαυτό μου<br />δ) «[[παίρνω]] [[πάνω]] μου την [[υπόθεση]], την [[ευθύνη]]» — [[αναλαμβάνω]]<br />ε) «έριξε [[πάνω]] μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνο<br />στ) «έκανε το [[σπίτι]], το [[συμβόλαιο]] [[πάνω]] στη [[γυναίκα]] του» — στ' όνομα της<br />ζ) «τά 'κάνε [[πάνω]] του»<br />i. αποπάτησε στα ρούχα του<br />ii. <b>μτφ.</b> τρομοκρατήθηκε<br />η) «το [[μαγαζί]] πήρε [[πάνω]] του» — παρουσίασε [[βελτίωση]], καλυτέρεψε<br />θ) «[[πάνω]] [[κάτω]]» — [[περίπου]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[εναντίον]] («έπεσε [[επάνω]] μου με [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατά]] τη [[διάρκεια]], τη [[στιγμή]] που («ήρθε [[πάνω]] που τρώγαμε»)<br /><b>3.</b> (για [[προσθήκη]] ή [[εξαίρεση]]) α) επί [[πλέον]] («έβαλε περισσότερα [[επάνω]] εις το [[χαράτσι]]»)<br />β) περισσότερο από («[[πάνω]] από [[είκοσι]] [[χρόνια]] έκανε [[φυλακή]]»)<br /><b>4.</b> (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο<br /><b>5.</b> [[εκτός]]<br /><b>6.</b> <b>(αναφ.)</b> [[πάνω]] σε [[κάτι]], σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (για λόγο) πιο [[πάνω]], [[προηγουμένως]]<br /><b>8.</b> [[απέναντι]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («τρεῑς ἄνδρες εἰστήκεσαν [[ἐπάνω]] αὐτοῡ», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με το <i>μου</i>, <i>σου</i> <b>κ.λπ.</b>) σε [[χρήση]] [[αντί]] για την απλή προσωπική [[αντωνυμία]] («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)<br /><b>2.</b> <b>(χαριστ.)</b> για [[χάρη]] κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην [[ἐπάνω]] τοὺς παῑδας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἐπάνω]] τῶν χειροτονιῶν» — ο επί τών χειροτονιών<br /><b>4.</b> [[μεταξύ]], στο [[μέσον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[επάνω]] είς εκατόν» — [[εκατό]] τοις [[εκατό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με γεν.) <b>φρ.</b> «[[ἐπάνω]] τινός» — [[επιμελητής]], [[έφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανωτέρω<br /><b>2.</b> σε υψηλότερη [[θέση]], [[υπεράνω]], ανεπηρέαστα («[[ἐπάνω]] γεγονότες κακίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (χρον. ως επίθ.) ο [[προγενέστερος]], ο προηγούμενος («ἡ Ὀλυμπιὰς ἐν τοῖς [[ἐπάνω]] χρόνοις ἐτύγχανεν... πεφευγυῑα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[συγγένεια]]) [[προγενέστερος]], αρχαιότερος («πατέρες καὶ τούτων [[ἐπάνω]]» — οι πατέρες μας και οι προγενέστεροι πρόγονοι, <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άνω</i>. Εμφανίζεται [[επίσης]] με τις μορφές [[απάνω]] ([[αφομοίωση]] του αρχικού φωνήεντος <i>ε</i> [[προς]] το ακολουθούν <i>α</i>) και [[πάνω]] (σίγηση του άτονου αρχικού φωνήεντος). Από τους [[τρεις]] ανωτέρω τ. προήλθαν με [[συγκοπή]] της άτονης τελευταίας συλλαβής οι τ. <i>επά</i>, <i>απά</i> και <i>πα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>απάνωθε</i>(<i>ν</i>), <i>επάνωθε</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απάνωθι</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>απανώδιον</i> <b>νεοελλ.</b> <i>απανωθιός</i>, <i>απανωθιά</i>, [[απανωτός]], <i>απανωτάρι</i><br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> α' συνθετικό <b>νεοελλ.</b> <i>απανωβάζω</i>, [[απανωγόμι]], [[απανωγράφω]], <i>απανωδιαστός</i>, <i>απανώδρομος</i>, <i>απανωκούμουλος</i>, <i>απανωκρινιάζω</i>, <i>απανωκυνηγιάρης</i>, [[απανωλαδιά]], <i>απανωμαχαλίτης</i>, <i>απανωμέρη</i>, <i>απανωμπούλωμα</i>, <i>απανωπίθι</i>, [[απανωπροίκι]], <i>απανωσαμάρα</i>, <i>απανωσάγονο</i>, <i>απανωστοιβάζω</i>, <i>απανωφάγι</i>, <i>απανωφόρι</i>, <i>απανωχώρι</i>, [[επανωβελονιά]], [[επανώγραμμα]], [[επανώδεμα]], <i>επανωκαλύμμαυκο</i>, [[επανωπροίκι]], [[επανωρραφή]], [[επανωσάγονο]], <i>επανωφόρι</i>(<i>ον</i>), [[πανώγραμμα]], [[πανωπροίκι]], [[πανωτοίχι]], [[πανωφόρι]], [[πανωσέντονο]]].
|mltxt=και [[πάνω]] και [[απάνω]] και πάνου και (ε)πά (AM [[ἐπάνω]], Μ και [[πάνω]] και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)<br />(επίρρ. [[συχνά]] και ως πρόθ.)<br /><b>1.</b> [[ψηλά]], στο [[πάνω]] [[μέρος]] ή στην [[πάνω]] [[επιφάνεια]] («[[ἐπάνω]] κατακεισόμεθ' ἡμεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη [[θέση]] (α. «η [[επάνω]] [[γειτονιά]]» β. «ο [[πάνω]] [[κόσμος]]» — η επίγεια ζωή)<br /><b>3.</b> σε ψηλότερο [[σημείο]] («[[πάνω]] από μένα μένει μια [[γριά]]»)<br /><b>4.</b> στην [[επιφάνεια]] ενός αντικειμένου («[[ἐπάνω]] αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῖν», <b>Πλάτ.</b><br />«το [[βιβλίο]] [[είναι]] [[πάνω]] στο [[τραπέζι]]»<br /><b>5.</b> (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε [[πάνω]] από [[χίλια]] άτομα στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δηλώνει [[διεύθυνση]] σε ανώτερο, ψηλότερο [[στρώμα]] («τραβήξαμε για [[πάνω]]»)<br /><b>2.</b> (με την πρόθ. <i>από</i>) α) δηλώνει [[κίνηση]] από ψηλότερο [[τόπο]] («κατεβαίνει από [[πάνω]] για την [[πόλη]]»)<br />β) σε σπουδαιότερη [[θέση]] («[[πάνω]] από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάνω]] [[πάνω]]» — στο [[πάνω]] [[μέρος]] και μτφ. στην [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]]<br />β) «τά [[είπα]] [[πάνω]] [[πάνω]]» — όχι [[σαφώς]] [[αλλά]] με υπονοούμενα, ακροθιγώς<br />γ) «το [[παίρνω]] [[πάνω]] μου» — [[υπερεκτιμώ]] τον εαυτό μου<br />δ) «[[παίρνω]] [[πάνω]] μου την [[υπόθεση]], την [[ευθύνη]]» — [[αναλαμβάνω]]<br />ε) «έριξε [[πάνω]] μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνο<br />στ) «έκανε το [[σπίτι]], το [[συμβόλαιο]] [[πάνω]] στη [[γυναίκα]] του» — στ' όνομα της<br />ζ) «τά 'κάνε [[πάνω]] του»<br />i. αποπάτησε στα ρούχα του<br />ii. <b>μτφ.</b> τρομοκρατήθηκε<br />η) «το [[μαγαζί]] πήρε [[πάνω]] του» — παρουσίασε [[βελτίωση]], καλυτέρεψε<br />θ) «[[πάνω]] [[κάτω]]» — [[περίπου]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[εναντίον]] («έπεσε [[επάνω]] μου με [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατά]] τη [[διάρκεια]], τη [[στιγμή]] που («ήρθε [[πάνω]] που τρώγαμε»)<br /><b>3.</b> (για [[προσθήκη]] ή [[εξαίρεση]]) α) επί [[πλέον]] («έβαλε περισσότερα [[επάνω]] εις το [[χαράτσι]]»)<br />β) περισσότερο από («[[πάνω]] από [[είκοσι]] [[χρόνια]] έκανε [[φυλακή]]»)<br /><b>4.</b> (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο<br /><b>5.</b> [[εκτός]]<br /><b>6.</b> <b>(αναφ.)</b> [[πάνω]] σε [[κάτι]], σχετικά με [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (για λόγο) πιο [[πάνω]], [[προηγουμένως]]<br /><b>8.</b> [[απέναντι]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («τρεῑς ἄνδρες εἰστήκεσαν [[ἐπάνω]] αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με το <i>μου</i>, <i>σου</i> <b>κ.λπ.</b>) σε [[χρήση]] [[αντί]] για την απλή προσωπική [[αντωνυμία]] («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)<br /><b>2.</b> <b>(χαριστ.)</b> για [[χάρη]] κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην [[ἐπάνω]] τοὺς παῑδας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[ἐπάνω]] τῶν χειροτονιῶν» — ο επί τών χειροτονιών<br /><b>4.</b> [[μεταξύ]], στο [[μέσον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[επάνω]] είς εκατόν» — [[εκατό]] τοις [[εκατό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με γεν.) <b>φρ.</b> «[[ἐπάνω]] τινός» — [[επιμελητής]], [[έφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανωτέρω<br /><b>2.</b> σε υψηλότερη [[θέση]], [[υπεράνω]], ανεπηρέαστα («[[ἐπάνω]] γεγονότες κακίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (χρον. ως επίθ.) ο [[προγενέστερος]], ο προηγούμενος («ἡ Ὀλυμπιὰς ἐν τοῖς [[ἐπάνω]] χρόνοις ἐτύγχανεν... πεφευγυῑα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[συγγένεια]]) [[προγενέστερος]], αρχαιότερος («πατέρες καὶ τούτων [[ἐπάνω]]» — οι πατέρες μας και οι προγενέστεροι πρόγονοι, <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άνω</i>. Εμφανίζεται [[επίσης]] με τις μορφές [[απάνω]] ([[αφομοίωση]] του αρχικού φωνήεντος <i>ε</i> [[προς]] το ακολουθούν <i>α</i>) και [[πάνω]] (σίγηση του άτονου αρχικού φωνήεντος). Από τους [[τρεις]] ανωτέρω τ. προήλθαν με [[συγκοπή]] της άτονης τελευταίας συλλαβής οι τ. <i>επά</i>, <i>απά</i> και <i>πα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>απάνωθε</i>(<i>ν</i>), <i>επάνωθε</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>απάνωθι</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>απανώδιον</i> <b>νεοελλ.</b> <i>απανωθιός</i>, <i>απανωθιά</i>, [[απανωτός]], <i>απανωτάρι</i><br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> α' συνθετικό <b>νεοελλ.</b> <i>απανωβάζω</i>, [[απανωγόμι]], [[απανωγράφω]], <i>απανωδιαστός</i>, <i>απανώδρομος</i>, <i>απανωκούμουλος</i>, <i>απανωκρινιάζω</i>, <i>απανωκυνηγιάρης</i>, [[απανωλαδιά]], <i>απανωμαχαλίτης</i>, <i>απανωμέρη</i>, <i>απανωμπούλωμα</i>, <i>απανωπίθι</i>, [[απανωπροίκι]], <i>απανωσαμάρα</i>, <i>απανωσάγονο</i>, <i>απανωστοιβάζω</i>, <i>απανωφάγι</i>, <i>απανωφόρι</i>, <i>απανωχώρι</i>, [[επανωβελονιά]], [[επανώγραμμα]], [[επανώδεμα]], <i>επανωκαλύμμαυκο</i>, [[επανωπροίκι]], [[επανωρραφή]], [[επανωσάγονο]], <i>επανωφόρι</i>(<i>ον</i>), [[πανώγραμμα]], [[πανωπροίκι]], [[πανωτοίχι]], [[πανωφόρι]], [[πανωσέντονο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:15, 1 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνω Medium diacritics: ἐπάνω Low diacritics: επάνω Capitals: ΕΠΑΝΩ
Transliteration A: epánō Transliteration B: epanō Transliteration C: epano Beta Code: e)pa/nw

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (ἄνω) A above, on the upper side or part, Ar.Lys. 773, Pl.R.514b, etc.; with Art., ὁ ἐ. πύργος the upper tower, Hdt. 3.54, etc. 2 as preposition, c. gen., Id.1.179 (in tmesi, ἐπὶ τοῦ σήματος ἄνω ib.93), Pl.Phd.109d; ἐ. τῆς χώρας IG12(5).872.32 (Tenos, iii B.C.); ἐ. γεγονότες κακίας having risen superior to .., Plu.2.1063c; γίγνεται ἐ. τῆς πληγῆς J.BJ1.4.2; ἐ. χρημάτων εἶναι D.L.6.28 (but ἐ. χρημάτων τεταγμένος set over, Vett.Val.48.5). 3 before, in front of, c. gen., LXXGe.18.2, 2 Ki.24.20; in the presence of, τινός POxy. 903.14,20 (iv A.D.). II above, in a book, ἐν τοῖς ἐ. εἴρηται X.An. 6.3.1 (interpol.), cf. Arist.Metaph.1012b6; τὰ ἐ. λεχθέντα Str.2.5.8; καθὼς ἐ. γέγραπται IG9(1).694.131 (Corc.), cf. CIG3059.3 (Teos), Polystr.p.22 W. III of time, ἐν τοῖς ἐ. χρόνοις in former times, D.S.16.42, 18.49; ἐν τῷ ἐ. μηνί OGI764.40 (Pergam.). IV of Relationship, πατέρες καὶ τούτων ἐ. D.60.7; οἱ ἐ. πρόγονοι J.Ap.1.7; ἐ. ὄντες Εὐρωπαῖοι citizens of Europus in unbroken descent, Cumont Fouilles de Doura-Europos p.300. V in Logic, τὸ ἐ. γένος the genus or species above, opp. τὰ ὑποκάτω, Arist.Top.122a4, 143a21; τὰ ἐ. τοῦ γένους ib.122a34. VI of Number, above, more, ἀπὸ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐ. LXXEx.30.14, al.; above, more than, ἐ. τριακοσίων δηναρίων Ev.Marc.14.5; ὤφθη ἐ. πεντακοσίοις 1 Ep.Cor.15.6.

German (Pape)

[Seite 903] oben darüber, darauf; ἐπάνω κατακεισόμεθα Ar. Lys. 773; Her. 1, 179; ὥσπερ θριγκὸς ἐπάνω κεῖσθαι Plat. Rep. VII, 534 e; ὁ ἐπάνω, der Obere, Legg. VIII, 844 c; auch c. gen., ἐπάνω αὐτῆς οἰκεῖν Phaed. 109 d; χρημάτων ἐπάνω εἶναι D. L. 6, 28, das Geld verachten; ἐπ. τῆς κακίας γέγονε Plut. adv. St. 10. – Von der Verwandtschaft, πρόγονοι καὶ πατέρες καὶ τούτων ἐπάνω Dem. 50, 7. – Im Buche, oben, ἐν τοῖς ἐπάνω εἴρηται, ist im Obigen, im Vorhergehenden gesagt, Xen. An. 6, 3, 1; τὰ ἐπάνω λεχθέντα Strab. II p. 115 u. A. – Auch von der Zeit, früher, ἐν τοῖς ἐπ. χρόνοις D. S. 16, 42; LXX. – Über, mehr als, ἠδύνατο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνω: ᾰ, Ἐπίρρ. (ἄνω) ἐπάνω, ὡς καὶ νῦν, ἐπάνω κατακεισόμεθ’ ἡμεῖς; Ἀριστοφ. Λυσ. 773· ἐπάνω ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 514Β, κτλ.: μετ’ ἄρθρου, ὁ ἐπάνω πύργος, ὁ ἀνώτερος πύργος, Ἡρόδ. 3. 54, κτλ. 2) μετὰ γεν., ὁ αὐτὸς 1. 179· (διῃρημένως ἐπὶ τοῦ σήματος ἄνω αὐτόθι 93), Πλάτ. Φαίδων 109D· τῆς κακίας ἐπάνω γεγονότες, ὑπεράνω τῆς κακίας..., Πλούτ. 2. 1063C· χρημάτων ἐπάνω εἶναι, μὴ κυριεύεσθαι ὑπὸ φιλοχρηματίας, Διογ. Λ. 6. 28. ΙΙ. ἐπὶ συγγράμματος, ἀνωτέρω, Λατ. supra, ἐν τοῖς ἐπάνω εἴρηται Ξεν. Ἀν. 6. 3. 1, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 8, 3 κ. ἀλλ.· τὰ ἐπ. λεχθέντα Στράβων 115· καθὼς ἐπ. γέγραπται Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 131, 3059. 4. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τοῖς ἐπάνω χρόνοις, ἐν προγενεστέροις χρόνοις, Διόδ. 16. 42., 18. 49. IV. ἐπὶ συγγενείας, πατέρες καὶ τούτων ἐπ. Δημ. 1390. 26. V. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ ἐπ. γένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τὰ ὑποκάτω, Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 4., 6. 4, 16 κ. ἀλλ. VI. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἀπ’ εἰκοσαετοῦς καὶ ἐπάνω Ἑβδ. (Ἔξοδ. Λ΄, 14 κ. ἀλλ.)· ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων, πλειότερον τῶν..., Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 5· ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς, μετὰ ταῦτα ἐφάνη εἰς πεντακοσίους καὶ ἐπέκεινα ἀδελφούς, Ἐπιστ. Α΄ π. Κορ. ιε΄, 6. VII. = κατά, ἐναντίον, Ἀποφθ. Θεοδώρ. Φ. 29. 2) μεταξύ, ἐν μέσῳ, εὑρέθη ἐπάνω κολληγίου ληστῶν Παφνούτ. 2. VIII. = ἐπὶ ἐν τῇ φράσει, ὁ ἐπάνω τῶν χειροτονιῶν, δηλ. ὁ ἐπὶ τῶν χ., Χρον. Πασχάλ. 697. 14· τοῦ ἀρμαμέντου Θεοφάνης 458. 19.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
au-dessus :
1 avec idée de lieuἐπάνω πύργος HDT la tour supérieure ; en parl. d’un texte ci-dessus, plus haut, supra;
2 avec idée de temps auparavant.
Étymologie: ἐπί, ἄνω.

English (Strong)

from ἐπί and ἄνω; up above, i.e. over or on (of place, amount, rank, etc.): above, more than, (up-)on, over.

English (Thayer)

(ἐπάρατος) ἐπαρατον (ἐπαράομαι (to call down curses upon)), accursed: L T Tr WH. (Thucydides, Plato, Aeschin, Dio Cass., others.)

Greek Monolingual

και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά)
(επίρρ. συχνά και ως πρόθ.)
1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνειαἐπάνω κατακεισόμεθ' ἡμεῑς», Αριστοφ.)
2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που βρίσκεται σε ψηλή ή ψηλότερη θέση (α. «η επάνω γειτονιά» β. «ο πάνω κόσμος» — η επίγεια ζωή)
3. σε ψηλότερο σημείοπάνω από μένα μένει μια γριά»)
4. στην επιφάνεια ενός αντικειμένου («ἐπάνω αὐτῆς [τῆς γῆς] οἰκεῖν», Πλάτ.
«το βιβλίο είναι πάνω στο τραπέζι»
5. (για αριθμό) περισσότερο («ήμαστε πάνω από χίλια άτομα στη συγκέντρωση»)
νεοελλ.
1. δηλώνει διεύθυνση σε ανώτερο, ψηλότερο στρώμα («τραβήξαμε για πάνω»)
2. (με την πρόθ. από) α) δηλώνει κίνηση από ψηλότερο τόπο («κατεβαίνει από πάνω για την πόλη»)
β) σε σπουδαιότερη θέσηπάνω από τον εαυτό του δεν βάζει κανέναν»)
3. φρ. α) «πάνω πάνω» — στο πάνω μέρος και μτφ. στην επιφάνεια, ελαφρά
β) «τά είπα πάνω πάνω» — όχι σαφώς αλλά με υπονοούμενα, ακροθιγώς
γ) «το παίρνω πάνω μου» — υπερεκτιμώ τον εαυτό μου
δ) «παίρνω πάνω μου την υπόθεση, την ευθύνη» — αναλαμβάνω
ε) «έριξε πάνω μου τα λάθη» — μέ παρουσίασε υπεύθυνο
στ) «έκανε το σπίτι, το συμβόλαιο πάνω στη γυναίκα του» — στ' όνομα της
ζ) «τά 'κάνε πάνω του»
i. αποπάτησε στα ρούχα του
ii. μτφ. τρομοκρατήθηκε
η) «το μαγαζί πήρε πάνω του» — παρουσίασε βελτίωση, καλυτέρεψε
θ) «πάνω κάτω» — περίπου
νεοελλ.-μσν.
1. (με γεν.) εναντίον («έπεσε επάνω μου με φόρα»)
2. (για χρόνο) κατά τη διάρκεια, τη στιγμή που («ήρθε πάνω που τρώγαμε»)
3. (για προσθήκη ή εξαίρεση) α) επί πλέον («έβαλε περισσότερα επάνω εις το χαράτσι»)
β) περισσότερο από («πάνω από είκοσι χρόνια έκανε φυλακή»)
4. (ως β' όρος συγκρίσεως) περισσότερο
5. εκτός
6. (αναφ.) πάνω σε κάτι, σχετικά με κάτι
7. (για λόγο) πιο πάνω, προηγουμένως
8. απέναντι σε κάποιον ή κάτι («τρεῑς ἄνδρες εἰστήκεσαν ἐπάνω αὐτοῦ», ΠΔ)
μσν.
1. (με το μου, σου κ.λπ.) σε χρήση αντί για την απλή προσωπική αντωνυμία («ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ὁβραιῶν ἐσυναντιάστην ἀπάνου μας», Πεντάτευχος)
2. (χαριστ.) για χάρη κάποιου, στο όνομα κάποιου («ποιῆσαι διαθήκην ἐπάνω τοὺς παῑδας»)
3. φρ. «ὁ ἐπάνω τῶν χειροτονιῶν» — ο επί τών χειροτονιών
4. μεταξύ, στο μέσον
5. φρ. «επάνω είς εκατόν» — εκατό τοις εκατό
μσν.-αρχ.
(με γεν.) φρ. «ἐπάνω τινός» — επιμελητής, έφορος
αρχ.
1. ανωτέρω
2. σε υψηλότερη θέση, υπεράνω, ανεπηρέαστα («ἐπάνω γεγονότες κακίας», Πλούτ.)
3. (χρον. ως επίθ.) ο προγενέστερος, ο προηγούμενος («ἡ Ὀλυμπιὰς ἐν τοῖς ἐπάνω χρόνοις ἐτύγχανεν... πεφευγυῑα», Διόδ.)
4. (για συγγένεια) προγενέστερος, αρχαιότερος («πατέρες καὶ τούτων ἐπάνω» — οι πατέρες μας και οι προγενέστεροι πρόγονοι, Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άνω. Εμφανίζεται επίσης με τις μορφές απάνω (αφομοίωση του αρχικού φωνήεντος ε προς το ακολουθούν α) και πάνω (σίγηση του άτονου αρχικού φωνήεντος). Από τους τρεις ανωτέρω τ. προήλθαν με συγκοπή της άτονης τελευταίας συλλαβής οι τ. επά, απά και πα.
ΠΑΡ. απάνωθε(ν), επάνωθε(ν)
αρχ.
απάνωθι
μσν.
απανώδιον νεοελλ. απανωθιός, απανωθιά, απανωτός, απανωτάρι
ΣΥΝΘ. α' συνθετικό νεοελλ. απανωβάζω, απανωγόμι, απανωγράφω, απανωδιαστός, απανώδρομος, απανωκούμουλος, απανωκρινιάζω, απανωκυνηγιάρης, απανωλαδιά, απανωμαχαλίτης, απανωμέρη, απανωμπούλωμα, απανωπίθι, απανωπροίκι, απανωσαμάρα, απανωσάγονο, απανωστοιβάζω, απανωφάγι, απανωφόρι, απανωχώρι, επανωβελονιά, επανώγραμμα, επανώδεμα, επανωκαλύμμαυκο, επανωπροίκι, επανωρραφή, επανωσάγονο, επανωφόρι(ον), πανώγραμμα, πανωπροίκι, πανωτοίχι, πανωφόρι, πανωσέντονο].

Greek Monotonic

ἐπάνω: [ᾰ], επίρρ. (ἄνω),
I. 1. πάνω από, επάνω, στο υψηλότερο, στο ανώτερο μέρος ή τμήμα, σε Πλάτ.· ὁ ἐπάνω πύργος, ο ανώτερος, υψηλότερος πύργος, σε Ηρόδ.
2. με γεν., πάνω από, στον ίδ., Πλάτ.
II. ανωτέρω, πιο πάνω, λέγεται για σύγγραμμα, Λατ. supra, σε Ξεν.
III. λέγεται για αριθμό, πάνω από, περισσότερο από, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπάνω:
I (ᾰ) adv.
1) сверху, выше (κεῖσθαι Plat.): ὁ ἐ. Plat., Arst. расположенный выше, находящийся вверху; τὰ ἐ. Xen. вышесказанное;
2) прежде, ранее: οἱ ἐ. Dem., Arst. предки; ἐν τοῖς ἐ. χρόνοις Diod. в былые времена;
3) лог. выше, шире (τὸ ἐ. γένος καὶ τὸ ὑποκάτω γένος Arst.).
II в знач. praep. cum gen.
1) выше (τῶν ὀδόντων Arst.): γεγονέναι ἐ. τινος Plut. стать выше чего-л.; χρημάτων ἐ. εἶναι Diog. L. быть выше денег, т. е. презирать деньги;
2) больше, дороже (ἐ. δηναρίων τριακοσίων πραθῆναι NT).

Middle Liddell

[ἄνω]
I. above, atop, on the upper side or part, Plat.; ὁ ἐπάνω πύργος the upper tower, Hdt.
2. c. gen. above, Hdt., Plat.
II. above, in a book, Lat. supra, Xen.
III. of Number, above, more than, NTest.

Chinese

原文音譯:™p£nw 誒普-阿挪
詞類次數:副詞(20)
原文字根:在上-向上 (מַעַל‎ / מַעְלָה‎) (עַל‎ / עַל־כֵּן‎ / עַל־מוּת‎)
字義溯源:在上面,在上頭,在前面,多於,在⋯上,上,多,管,踏,旁邊;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面)組成;而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對)
出現次數:總共(18);太(7);可(1);路(5);約(2);林前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 在⋯上(4) 太21:7; 太23:18; 太28:2; 啓6:8;
2) 管(2) 路19:17; 路19:19;
3) 在⋯之上(2) 約3:31; 約3:31;
4) 多(2) 可14:5; 林前15:6;
5) 上(2) 太5:14; 啓20:3;
6) 在⋯以上(1) 太27:37;
7) 在⋯上的(1) 太23:20;
8) 在上面(1) 路11:44;
9) 旁邊(1) 路4:39;
10) 踏(1) 路10:19;
11) 在上頭(1) 太2:9

English (Woodhouse)

on high

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)