ἐάω

From LSJ
Revision as of 14:35, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐάω Medium diacritics: ἐάω Low diacritics: εάω Capitals: ΕΑΩ
Transliteration A: eáō Transliteration B: eaō Transliteration C: eao Beta Code: e)a/w

English (LSJ)

contr. ἐῶ Il.8.428, etc.; Ep. εἰῶ 4.55; Ep.2 and 3sg. ἐάᾳς, ἐάᾳ, Od.12.137, Il.8.414; inf.

   A ἐάαν Od.8.509: impf. εἴων,-ας, -α, Il.18.448, Od.19.25, Th.1.28, etc.; Ion. and Ep. ἔων Hdt.9.2, ἔα Il.5.517, 16.731; also ἔασκον or εἴασκον, 2.832, 5.802, etc.: fut. ἐάσω [ᾱ] 18.296, etc.: aor. εἴᾱσα (εἴᾰσεν is v.l. for εἴᾱς' in 10.299) 24.684, etc.; Ep. ἔᾱσα 11.437: pf. εἴᾱκα D.8.37, 43.78, Cerc.17.35:—Pass., fut. ἐάσομαι in pass. sense, E.IA331, Th.1.142: aor. εἰάθην Isoc.4.97: pf. Pass. εἴᾱμαι D.45.22.—Hdt. never uses the augm. in this Verb. [ᾰ in pres. and impf., ᾱ in fut. and aor. even in Ion. (so prob. in Anacr.56,57; forms with -ασς- occur as vv.ll. in Hom. and Parm. 8.7). Synizesis occurs in 3sg. ἐᾷ Il.5.256, in 1 subj. ἐῶμεν 10.344, and prob. in ἐάσουσιν Od.21.233; also in Trag., in imper. ἔα S.OT 1451, Ant.95, Ar.Nu.932; ind. ἐῶ Id.Lys.734: Hsch. has the form ἦσεν· εἴασεν, cf. ἦσαι· παῦσαι]:—suffer, permit, c. acc. pers. et inf., τούσδε δ' ἔα φθινύθειν leave them alone to perish, Il.2.346; αἴ κεν ἐᾷ με . . ζώειν Od.13.359, etc.; ἐᾶν οἰκεῖν Th.3.48, cf. IG12.1; ἐ. τοὺς Ἕλληνας αὐτονόμους ib.2.17.9; ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον S.Ant.29, cf. Tr. 1083; ἐᾶν τί τινι Plu.2.233d:—so in Pass., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι should be given up, S.OC368.    b concede, allow in argument, c. acc. et inf., Pl.Prm.135b.    2 with neg., οὐκ ἐᾶν not to suffer: hence, forbid, prevent, τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη Il.5.256; εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι 4.55; esp. of the law, Aeschin.3.21; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25, etc.: used elliptically with ἀλλά following, οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ [κελεύων] μένοντας ἐπικρατέειν Hdt.7.104, cf.Th.2.21; also, persuade or advise not to do... Id.1.133: an inf. may freq. be supplied, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο will not allow thee [to do] this, S.Ant.538; κἂν μηδεὶς ἐᾷ even if all men forbid, Id.Aj. 1184, cf. Ph.444:—so in Pass., οὐκ ἐᾶσθαι, c. inf., to be hindered, E. IT1344, Th.1.142, D.2.16.    II let alone, let be, c. acc., ἔα χόλον Il.9.260; μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν heed not the suitors' plan, Od. 2.281; ἐπεί με πρῶτον ἐάσας as soon as thou hast dismissed me, Il. 24.557, cf. 569,684; ἤ κέν μιν ἐρύσσεαι, ἦ κεν ἐάσῃς or wilt leave him alone, 20.311, cf. Hdt.6.108, etc.; ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν S.Ph.825; [πρᾶγμα] ἀκάθαρτον ἐᾶν Id.OT256; τὰ παθήματα . . παρεῖσ' ἐάσω Id.OC363, cf. Th.2.36; ἐᾶν φιλοσοφίαν Pl.Grg.484c: c. inf., ἐπὶ Σκύθας ἰέναι . . ἔασον let it alone, Hdt.3.134; κλέψαι μὲν ἐάσομεν Ἕκτορα we will have done with stealing Hector, Il.24.71; ἐᾶν περί τινος Pl.Prt. 347c, etc.; ἐῶ γὰρ εἰ φίλον D.21.122: abs., ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον have done, let be, Il.21.221, cf. A.Pr.334; οὐ χρὴ μάχεσθαι πρὸς τὸ θεῖον, ἀλλ' ἐᾶν E.Fr.491.5; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει he will give one thing, the other he will let alone, Od.14.444:—Pass., ἡ δ' οὖν ἐάσθω S.Tr.329, etc.    2 for ἐᾶν χαίρειν, v. χαίρω sub fin. (ἐϝάω, cf. ἔβασον· ἔασον, and εὔα· ἔα, Hsch. who also has ἔησον· ἔασον.)

German (Pape)

[Seite 699] impf. εἴων, aor. εἴασα, ion. auch ἔασα, perf. εἴακα, Dem. 43, 78, poet. auch εἰάω, Il. 4, 55 Od. 21, 260; Ap. Rh. 1, 873. 4, 409; εἴασκον, Il. 5, 802; ἐασόμενος ist pass Thuc. 1, 142, wie Eur. I. A. 331; – lassen; – 1) zulassen, geschehen lassen; αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς θυγάτηρ – αὐτόν τε ζώειν Od. 13, 359. So Her. 6, 108 u. oft bei Attikern, theils absolut, theils mit acc. c. inf.; auch so, daß εἶναι zu fehlen scheint, αὐτονόμους ἐᾶν πολίτας Xen. Hell. 3, 1, 17, öfter, mit εἶναι, 6, 4, 2. Mit der Negation (οὐκ ἐᾶν) bedeutet es nicht bloß: nicht zulassen, τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλάς Il. 6, 256, vgl. Od. 21, 233, sondern: abhalten, verhindern, verbieten, οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Il. 4, 55; κἂν μηδεὶς ἐᾷ, auch wenn es Alle verhindern, Soph. Ai. 1184; οὐκ ἐάσει τοῦτό γ' ἡ δίκη σε, das wird dir das Recht nicht gestatten, Ant. 538; ἀνώγει δὲ τὠυτὸ αἰεὶ (ὁ νόμος) οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ μένοντας ἐπικρατέειν (sc. κελεύων) Her. 7, 104; u. so im Ggstz von κελεύω Thuc. 2, 21, Plat. u. Folgde. Bes. vom Gesetze, Aesch. 3, 21. 176. Dah. im pass., οὐκ ἐᾶσθαι, verhindert, abgehalten werden, Eur. I. A. 1344; οὐ μὴν εἰάθησαν Isocr. 4, 97; οὐκ ἐώμενοι Dem. 2, 16; οὐδὲ μελετῆσαι ἐασόμενοι Thuc. 1, 142, fut. med. in pass. Bdtg. – 2) gehen-, fahren-, sein lassen; ἔα χόλον, laß den Zorn fahren, Il. 9, 260; ἔναρα, gieb die Beute auf, 17, 13, öfter; καὶ νῦν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω vbdt Aesch. Prom. 332; so τούτους ἔα, laß sie gehen, kümmere dich nicht um sie, Soph. Tr. 344; vgl. Il. 24, 557. 569. 684 Od. 8, 509; φιλοσοφίαν Plat. Gorg. 484 c; u. oft Andeutung des Ueberganges zu etwas Neuem, ταῦτα, er ließ das, brach ab, Xen. An. 7, 4, 11; ὁδόν, unterlassen, 7, 3, 2; τοῖς μὲν ἐπιχειρεῖ, τὰ δὲ ἐᾷ plat. Rep. II, 361 a; auch περὶ ᾀσμάτων ἐάσωμεν Prot. 347 a; περὶ οὗ ὁ λόγος ἐστίν Charmid. 166 c, u. öfter; mit Stillschweigen übergehen, Dem. 21, 15, wie Plat. Legg. IX, 854 c σιγῇ hinzufügt; ἐαθέντα καὶ παροφθέντα abdi Dem. 10, 8. Vgl. χαίρειν ἐᾶν unter χαίρω. Im Pass., ἡ δ' οὖν ἐάσθω, sie soll in Ruhe gelassen werden, Soph. Tr. 328; einzeln steht τὴν πόλιν ἐατέον τῆς κατοικίσεως, man muß die Einrichtung unterlassen, Plat. Legg. XII, 969 c. – Soph. O. C. 368 πρὶν μὲν γὰρ αὐτοῖς ἦν ἔρως Κρέοντί τς θρόνους ἐᾶσθαι μηδὲ χραίνεσθαι πόλιν: entweder pass., daß der Thron dem Kreon überlassen werde, oder medium statt des activ. – Aehnlich c. inf., unterlassen, aufgeben; κλέψαι ἐάσομεν Il. 24, 71; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δὲ ἐάσει, sc. δοῦναι, Od 14, 444; absolut, ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον, laß ab, Il. 21, 221. Bei Dem. 37, 57 entspricht es dem ἀφιέναι, in Ruhe, ohne Proceß lassen; vgl. 58, 43; τὰ ἀλλότρια ἐᾶν, fremdes Gut unangetastet lassen, Xen. Ages. 11, 8. – Sp. D. brauchen α in fut. u. aor auch kurz; ἔα u. ἐᾷ bei Hom. Il. 5, 256 u. a. D. einsylbig; vgl. Soph. Ant. 95 O. R. 1451; u. so auch ἐάσουσιν mit Synizesis Od. 21, 233.

Greek (Liddell-Scott)

ἐάω: συνῃρ. ἐῶ, Ἰλ. Θ. 428, Ἀττ.· Ἐπ. εἰῶ Ἰλ.· Ἐπ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ἐάᾳς, ἐάᾳ Ὀδ. Μ. 137, Ἰλ. Θ. 414· ἀπαρ. ἐάαν Ὀδ. Θ. 509: - παρατ. εἴων, ας, α, Ἰλ. Σ. 448, Ὀδ. Τ. 25, Ἀττ.· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἔων Ἡρόδ. 9. 2, ἔα Ἰλ. Ε. 517, Π. 731· ὡσαύτως ἔασκονεἴασκον Ἰλ. Β. 832, Ε. 802, κτλ.· - μέλλ. ἐάσω ᾱ Ὀδ., Ἀττ.· - ἀόρ. εἴᾱσα Ἰλ. Ω. 684, Ἀττ.· Ἐπ. ἔᾱσα Ἰλ. Λ. 437· - πρκμ. εἴᾱκα Δημ. 99. 4., 1077. 14: - Παθ., μέλλ. ἐάσομαι μετὰ παθ. σημ., Εὐρ. Ι. Α. 331, Θουκ. 1. 142· ἀόρ. εἰάθην Ἰσοκρ. 60Ε· - παθ. πρκμ. εἴαμαι Δημ. 1108. 1· ὁ Ἡρόδ. οὐδέποτε μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ. ᾰ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ᾱ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. παρ’ ἅπασι τοῖς δοκίμοις ποιηταῖς. Συνίζησις ἀπαντᾷ ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ ἐᾷ Ἰλ. Ε. 256, ἐν τῷ α΄ πληθ. τῆς ὑποτακτ. ἐῶμεν Κ. 344, Τ. 402, καὶ ἐν τῷ ἐάσουσιν Ὀδ. Φ. 233· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., ἐν τῇ προστακτ. ἔα, Σοφ. Ο. Τ. 1451, Ἀντ. 95, Ἀριστοφ. Νεφ. 932· ὁριστ. ἐῶ, Ἀριστοφ. Λυσ. 734. Ἀφίνω, δὲν ἐμποδίζω, ἐπιτρέπω, Λατ. sinere, μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., τούσδε δ’ ἔα φθινύνειν, «ἄφησέ τους νὰ χαθοῦν», Ἰλ. Β. 346· αἴκεν ἐᾷ με... ζώειν Ὀδ. Ν. 359· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον Σοφ. Ἀντ. 29, πρβλ. Τρ. 1083: - Παθ., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι, νὰ ἀφεθῇ ὁ θρόνος εἰς τὸν Κρέοντα, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 368. 2) μετ’ ἀρνήσ., οὐκ ἐᾶν, οὐκ ἐπιτρέπειν, ἐντεῦθεν δὲ συχνάκις, ἀπαγορεύειν, κωλύειν, ἐμποδίζειν, τρεῖν μ’ οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη Ἰλ. Ε. 256· εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι Δ. 55· δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν Ὀδ. Τ. 25· συχνὸν παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· - ὅταν ἕπηται τὸ ἀλλά, ἡ φράσις συνήθως εἶναι ἐλλειπτική, οἷον, οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ κελεύων μένοντας ἐπικρατέειν Ἡρόδ. 7. 104, πρβλ. Θουκ. 2. 21· ὡσαύτως, καταπείθω τινὰ νὰ μὴ κάμῃ τι..., Θουκ. 1. 133· - πολλάκις δύναται νὰ ὑπονοηθῇ ἀπαρέμφατον πρὸς συμπλήρωσιν, ὡς, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο, δὲν θὰ σοι ἐπιτρέψῃ νὰ κάμῃς τοῦτο, Σοφ. Ἀντ. 538· κἄν μηδεὶς ἐᾷ, καὶ ἂν μηδεὶς ἐπιτρέπῃ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1184, πρβλ. Φ. 444· - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐᾶσθαι, μετ’ ἀπαρεμφ., κωλύεσθαι, Εὐρ. Ι. Τ. 1344, Θουκ. 1. 142, κτλ. ΙΙ. ἀφίνω τι, παραιτοῦμαι, ἀδιαφορῶ, δέν μοι μέλει, Λατ. omittere, μετ’ αἰτ., ἔα χόλον Ἰλ. Ι. 260· μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν, ἀδιαφόρει διὰ τὰ σχέδια τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Β. 281· ἐπεί με πρῶτον ἔασας Ἰλ. Ω. 557, πρβλ. 569, 684· ἤ κεν ἐάσεις, ἢ θὰ τὸν καταλίπῃς, Υ. 311· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 6. 108 καὶ τοῖς Ἀττ.· ἐάσωμεν αὐτὸν Σοφ. Φ. 708· πρᾶγμα ἀκάθαρτον ἐᾶν ὁ αὐτ. Ο. Τ. 256· τὰ παθήματα... παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. Ο. Κ. 363, πρβλ. Θουκ. 2. 36· ἐᾶν φιλοσοφίαν Πλάτ. Γοργ. 484C, κτλ.· ὡσαύτως, ἐπὶ Σκύθας ἰέναι... ἔασον, ἄφησέ το, Ἡρόδ. 3. 134· ἐᾶν περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 347C, κτλ.· ἐῶ γὰρ εἰ φίλος Δημ. 554, ἐν τέλ.· - ἀπολ., καὶ νῦν ἔασον, μηδέ σοι μελησάτω Αἰσχύλ. Πρ. 332: - Παθ., ἡ δ’ οὖν ἐάσθω Σοφ. Τρ. 329, κτλ. 2) ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας μετ’ ἀπαρ., ἀλλ’ ἦ τοι κλέψαι μὲν ἐάσομεν... Ἕκτορα, «ἀλλὰ τὴν μὲν περὶ τοῦ κλέψαι βουλὴν ἐάσωμεν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 71· ὡσαύτως ἀπολ., ἀλλ’ ἄγε δὴ καὶ ἔασον, ἔλα, τελείωνε, δὸς τέλος, Φ. 221· θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει (ἐνν. δοῦναι), θὰ δώσῃ τὸ ἕν, τὸ δὲ ἕτερον θὰ ἀφήσῃ κατὰ μέρος, Ὀδ. Ξ. 444. 3) περὶ τοῦ ἐᾶν χαίρειν ἴδε τὸ ῥῆμα χαίρω ἐν τέλ. - Πρβλ. ἐατέος ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ἐῶ;
impf. εἴων, f. ἐάσω, ao. εἴασα, pf. εἴακα;
Pass. ao. εἰάθην, pf. εἴαμαι;
I. laisser :
1 souffrir, permettre : τινα ἐᾶν φθινύθειν IL ou ζώειν OD laisser périr, laisser vivre qqn ; οὐκ ἐάσουσιν ἐμοὶ δόμεναι βιόν OD (les prétendants) refuseront de me donner l’arc ; κἂν μηδεὶς ἐᾷ SOPH quand bien même personne n’y consentirait, quand bien même tous s’y opposeraient ; πόλεμον οὐκ εἴων ποιεῖν THC ils ne voulaient pas faire la guerre ; Pass. οὐκ ἐᾶσθαι, n’être pas libre de;
2 rar. avec un acc. de chose : laisser, abandonner, concéder : τινί τι, laisser qch à qqn;
II. laisser aller ; congédier : τινα, qqn;
III. laisser de côté :
1 renoncer à : ἔα χόλον IL laisse se calmer ta colère ; ἐᾶν ἰέναι HDT renoncer à aller;
2 ne pas s’occuper de, négliger, omettre : κλέψαι μὲν ἐάσομεν sbj. poét. Ἕκτορα IL ne nous occupons pas de voler le corps d’Hector ; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ’ ἐάσει (δοῦναι) OD la divinité donnera ceci, négligera de donner cela ; abs. ἥδ’ οὖν ἐάσθω SOPH qu’on cesse donc de se préoccuper de celle-ci;
3 délaisser, abandonner : τινα ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον SOPH laisser (un mort) sans lamentations, sans sépulture.
Étymologie: pê p. *ἐϜάω, de *ἐσϜάω, *ἐσϜάjω d’une R. ἘσϜ, lancer, lâcher.

English (Autenrieth)

ἐῶ, εἰῶ, ἐάᾷς, etc., ipf. εἴων, εἴᾶς, εἴᾶ, ἔᾶ, iter. εἴασκον, ἔασκες, fut. ἐάσω, aor. εἴᾶσα, ἔᾶσας, etc.: let, permit, let alone, let be, οὐκ ἐᾶν, prevent, forbid; εἴπερ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι (note οὐκ εἰῶ in the condition), Il. 4.55, Il. 2.132, ; παύἐ, ἔᾶ δὲ χόλον, ‘give up’ thy wrath, Il. 9.260 ; ἵππους ἔᾶσε, ‘left standing,’ Il. 4.226 ; τὸν μὲν ἔπειτ' εἴᾶσε, him he ‘let lie,’ Il. 8.317: with inf. of the omitted act., κλέψαι μὲν ἐάσομεν, ‘we will dismiss’ the plan of stealth, Il. 24.71.—Some forms are often to be read with synizesis, ἐᾷ, ἔᾶ, ἐῶμεν, ἐάσουσιν.

English (Slater)

ἐάω
   a permit c. acc. pers. Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν. ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν (sc. Ἀέλιος) (O. 7.61) ἔα με· νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (i. e. forgive me ) (N. 7.75)
   b let alone, put away ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.40) “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Πα. 4. 50—1.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐῶ Il.8.428; εἰῶ Il.4.55

• Prosodia: [pres. -ᾰ- otros temas -ᾱ-]

• Morfología: [pres. ind. 2a sg. ἐάᾳς Od.12.137, 3a sg. ἐάᾳ Il.8.414, imperat. 2a sg. ἔα S.Ant.95, OT 1451, Ar.Nu.932, 3a sg. beoc. ἰαέτω ISE 65.21 (Tisbe II a.C.), opt. 1a sg. ἐῷμι Od.16.85, 3a sg. ἐῷ Od.20.12, inf. ἐάαν Od.8.509, jon. ἐῆν Hp.Medic.10, part. plu. dat. masc. beoc. ἰαόντυς Sokolowski 3.72.5 (Tanagra III a.C.), v. pas. arc. ind. 3a sg. ἔατοι SMSR 13.1937.58.23 (Mantinea V a.C.); impf. 3asg. εἴα Od.7.41, 3a plu. ἔων Hdt.9.2, εἴων Act.Ap.27.40, iter. εἴασκον Il.5.802, 3a sg. ἔασκε Il.2.832; fut. ind. ἐάσσω Parm.B 8.7, 1a plu. ἐάσομες Carm.Pop.2.13, v. med. ind. ἐάσομαι E.IA 331, part. plu. nom. masc. ἐασόμενοι Th.1.142; aor. ind. 3a sg. ἔασε Il.11.437, imperat. 2a sg. ἔβασον Sch.Pi.P.4.247a, v. pas. ind. 3a plu. εἰάθησαν Isoc.4.97; v. pas. perf. inf. εἰᾶσθαι D.45.22]
I sent. separat. ‘abandonar’
1 dejar, dejar de lado o a un lado c. ac. de abstr. o concr. μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν Od.2.281, θεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει Od.14.444, ἔα δὲ χόλον Il.9.260, ἐάσας ἤδη φιλοσοφίαν Pl.Grg.484c, τὴν μὲν (ὁδόν) ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον Parm.B 8.17, τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν habiendo soltado las anclas las dejaban caer al mar, Act.Ap.l.c.
c. ac. de pers. dejar tras de sí al morir τέκνα τέκνων ἐασάμην MAMA 6.124 (Heraclea Salbace, imper.), cf. 215.8 (Apamea III d.C.), ἤασεν δὲ θυγατέρας ... τέσερις (sic) SEG 24.911.18 (Tracia IV d.C.)
gener. abs. dejar las cosas como están, dejar en paz ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον mas ¡ea! déjalo estar, Il.21.221, οὐ χρὴ μάχεσθαι πρὸς τὸ θεῖον, ἀλλ' ἐᾶν E.Fr.491.5, cf. Aristox.Harm.86.8, τὴν μὲν πολιτείαν ἐᾶν καὶ μὴ κινεῖν dejar la constitución quieta y no trastornarla bajo pena de muerte, Pl.Ep.330e, ἔασεν (l. -ον) με ἄχρι οὗ παραγένηται Διονύσιος PKöln 106.5 (II d.C.), en v. pas. ἡ δ' οὖν ἐάσθω con que déjesela en paz S.Tr.329, ἢν δὲ ἐξαρθρήσαντα ἕλκος ποιησάμενα ἐξίσχῃ, ἐώμενα ἀμείνω si al dislocarse, habiéndose hecho una herida, (los huesos) asoman al exterior, lo mejor es dejarlos Hp.Mochl.33, cf. 21.
2 c. inf. concert. renunciar a, abandonar una idea o un plan κλέψαι ... ἐάσομεν ... λάθρῃ Ἀχιλλῆος ... Ἕκτορα Il.24.71, ἐπὶ Σκύθας ... ἰέναι ἔασον Hdt.3.134, ἐῶ λέγειν ποσάκις excuso decir cuántas veces Luc.Tim.4.
3 ref. la palabra omitir τὰ μὲν παθήμαθ' ... παρεῖσ' ἐάσω omitiré los padecimientos pasando de largo S.OC 363, ἐ. τὰ πλεῖστα Hp.Epid.2.3.2, cf. Plu.2.557f, Gr.Thaum.Pan.Or.11.19.
4 c. predic. o adv. de modo dejar de determinada manera, c. ac. de pers. τὸν δ' ... ἐᾶν δ' ἄκλαυτον, ἄταφον S.Ant.29, ἐάσωμεν ... ἔκηλον αὐτόν dejémoslo tranquilo S.Ph.826, Ἔριν δ' ἀγέραστον ἐάσας Colluth.37, c. ac. de cosa τὸ πρᾶγμα ἀκάθαρτον ... ἐᾶν S.OT 256, οὔτ' ἀκίνητον ἐᾷ τὴν γλῶτταν Aristid.Quint.79.11, ἢν μὲν τύχῃ ἁπαλὸν τὸ δέρμα ... ἐᾶν οὕτως Hp.Fract.11, cf. Vett.Val.288.7.
II como verb. de voluntad, c. inf. no concert.
1 gener. dejar, permitir τούσδε δ' ἔα φθινύθειν a éstos déjalos que perezcan, Il.2.346, με ... ἔασας ... ζώειν Il.24.557, cf. 20.311, Od.13.359, Hes.Th.772, τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη Palas Atenea me impide huir despavorido, Il.5.256, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25, οὐκ ἐῶν φεύγειν ... πλῆθος ἀνθρώπων Hdt.7.104, cf. A.Th.378, οὐδ' ἐκ μὴ ἐόντος ἐάσσω φάσθαι σ' οὐδὲ νοεῖν de lo que no es no te dejaré ni decirlo ni concebirlo Parm.8.7, τοὺς δ' ἄλλους ἐᾶν οἰκεῖν Th.3.48, Hp.Medic.10, Isoc.2.16, οἱ μὲν κελεύοντες ἐπεξιέναι, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες Th.2.21 ἐᾶσαι τούτους πρότερον θαρσῆσαι Aen.Tact.16.5, ὅπως ἂν Λακεδ[αιμό] νιοι ἐῶσι το̄̀ς Ἕλληνας ... ἡσυχίαν ἄγειν IG 22.43.9 (IV a.C.), cf. LXX To.4.10, Plu.2.84b, Diog.Oen.37.3.1, ἔα χαίρειν τὸν ... ποιητήν Luc.Gall.6, οὐκ ἔασα αὐτοὺς πολεμῆσαι BGU 1035.11 (V d.C.), sin el ac. expreso εἴ περ ... οὐκ εἰῶ διαπέρσαι por mucho que yo no permita saquearlas, Il.4.55.
2 lóg. admitir un argumento εἴ γέ τις δὴ ... μὴ ἐάσει εἴδη τῶν ὄντων εἶναι si alguien no admitiese que existen clases de seres Pl.Prm.135b.
3 en expr. braquilógica, sin inf. consentir, tolerar οὐκ ἐάσει τοῦτο γ' ἡ Δίκη S.Ant.538, κἂν μηδεὶς ἐᾷ aunque no lo consienta nadie S.Ai.1184.
III sent. ‘dar’, c. ac. y dat. dejar Σάμον αὐτοῖς μόνην ἐᾶσαι a éstos dejarles sólo Samos Plu.2.233d
dejar en herencia, por testamento, legar αὐτῇ (τῇ βουλῇ) στεφανωτικόν ... (δηνάρια) ͵γ ILaod.Lyk.84.2 (I/II d.C.), cf. IAlt.Hierap.278.2, MAMA 6.176 (Apamea), πᾶσαν τὴν ὑπόστασιν ἣν εἴασεν αὐταῖς ὁ αὐτῶν πατήρ Io.Mal.Chron.M.97.649A, cf. 429A
tb. en v. med. αὐτοῖς ἦν ἔρις Κρέοντί τε θρόνους ἐᾶσθαι rivalizaban por dejar el trono a Creonte S.OC 368.
IV sent. ‘esperar’, medic., en recetas dejar c. inf. no concert. ἐᾶν τακῆναι dejar fundirse Dieuch.14.2, ἐᾶσαι καταστῆναι dejar que repose Dieuch.16.5.

• Etimología: De *sewa-, para la que no son muy convincentes los paralelos ai. savi-tar- ‘que impulsa’ ni aaa. vir-sūmen ‘descuidar’.

English (Strong)

of uncertain affinity; to let be, i.e. permit or leave alone: commit, leave, let (alone), suffer. See also ἔα.

English (Thayer)

ἕω; imperfect εἴων; future ἐάσω; 1st aorist εἴασα; from Homer down;
1. to allow, permit, let: followed by the infinitive, οὐκ ἄν εἴασε διορυγῆναι (T Tr WH διορυχθῆναι), οὐκ εἴα αὐτά λαλεῖν); οὐκ εἴασεν αὐτούς, namely, πορευθῆναι, οὐκ εἴων αὐτόν, namely, εἰσελθεῖν, Winer's Grammar, 476 (444)].
2. τινα, to suffer one to do what he wishes, not to restrain, to let alone: R G; ἐᾶτε namely, αὐτούς, is spoken by Christ to the apostles, meaning, 'do not resist them, let them alone,' (the following ἕως τούτου is to be separated from what precedes; (others connect the words closely, and render 'suffer them to go even to this extreme'; but cf. Meyer at the passage, Weiss edition)), To give up, let go, leave: τάς ἀγκύρας ... εἴων εἰς τήν θάλασσαν, they let down into the sea (i. e., abandoned; cf. B. D. American edition, p. 3009{a} bottom), προσεάω.)

Greek Monotonic

ἐάω: Επικ. εἰῶ, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ἐάᾳς, ἐάᾳ, απαρ. ἐάαν· παρατ. εἴων, -ας, , Ιων. και Επικ. ἔων, ἔασκον ή εἴασκον· μέλ. ἐάσω [ᾱ], αόρ. αʹ εἴᾱσα, Επικ. ἔᾱσα, παρακ. εἴᾱκα — Παθ. μέλ. ἐάσομαι, στην Παθ. σημασία, αόρ. αʹ εἰάθην, παρακ. εἴᾱμαι·
I. 1. αφήνω, ανέχομαι, επιτρέπω, δίνω άδεια, Λατ. sinere με αιτ. προσ. και απαρ., σε Όμηρ., Αττ. — Παθ., αυτός που παραδίνεται, εγκαταλείπει, σε Σοφ.
2. οὐκ ἐᾶν, δεν ανέχομαι· και έπειτα, απαγορεύω, εμποδίζω, αποτρέπω, με αιτ. και απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί για να συμπληρώσει το νόημα, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο, δεν θα σου επιτρέψει (να κάνεις) αυτό, σε Σοφ.
II. 1. αφήνω, αδιαφορώ, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ. ἔασον, αδιαφόρησε, σε Αισχύλ. — Παθ., ἡ δ' οὖν ἐάσθω, σε Σοφ.
2. με την ίδια σημασία με απαρ., κλέψαι μὲν ἐάσομεν, θα επιτρέψουμε την επιθυμία για κλεψιά, σε Ομήρ. Ιλ.· θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει (ενν. δοῦναι), θα δώσει το ένα πράγμα και το άλλο θα το αφήσει στην άκρη, κατά μέρος, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐάω: эп. тж. εἰάω
1) допускать, позволять, предоставлять (τινα φθινύθειν Hom.; τινα παθεῖν τι Soph.; οἱ μὲν κελεύοντες, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες Thuc.): αὐτονόμους ἐ. τινας Xen. разрешать кому-л. жить по своим законам; οὐκ ἐ. не разрешать, запрещать, тж. отговаривать; κἂν μηδεὶς ἐᾷ Soph. даже если никто не разрешит, т. е. несмотря на все запреты; οὐκ ἐ. τινα πείθεσθαί τινι Her. убеждать кого-л. не верить кому-л.; καίπερ οὐκ ἐώμενος Eur. хотя это ему и запрещено; οὐ μελετῆσαι ἐασόμενοι Thuc. будучи обречены на бездействие;
2) предоставлять, уступать, отдавать (τινί τι Plut.): αὐτοῖς ἦν ἔρις Κρέοντι θρόνους ἐᾶσθαι Soph. они наперебой предлагали, чтобы престол был отдан Креонту;
3) отпускать (τινα Hom.);
4) оставлять, покидать, отказываться (χόλον θυμαλγέα Hom.; τινα ἄταφον Soph.; φιλοσοφίαν Plat.): χαίρειν ἐ. τι Arst. оставлять что-л. в покое; τὸ μὲν δώσει, τὸ δὲ ἐάσει (sc. δοῦναι) Hom. одно он даст, а в другом откажет; ἄγε δὴ καὶ ἔασον Hom. перестань же, брось;
5) (тж. ἐ. σιγῇ Plat.) обходить молчанием, т. е. оставлять без внимания: ταῦτα ἐαθέντα καὶ παροφθέντα ἀπώλεσε Θρᾴκην Dem. эти упущения и недосмотры и погубили Фракию;
6) оставлять неприкосновенным, не трогать (τὰ ἀλλότρια Xen.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: let (go), permit, let in quiet.
Other forms: Ipf. εἴων, aor. ἐᾶσαι (ind. εἴασα), fut. ἐάσω (Il.; orig. ἐάσ(σ)αι, resp. ἐάσ(σ)ω?, s. below), perf. etc. εἴακα, εἴαμαι, εἰάθην (D., Isoc.)
Compounds: rarely παρ-, εἰσεάω.
Derivatives: None.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The glosses ἔβασον ἔασον. Συρακόσιοι H., EM, εὔα ... ἔα H. assure for ἐάω a digamma; the diphthongal augment points to a consonantal beginning, probably σ-; but the absence of aspiration is unexplained (cf. Lejeune Traité de phonétique 78 n. 2). So a disyllabic root (σ)εϜα- like ἐλα-, τελα- etc., with in the aorist *(σ)εϜά-σαι > ἐάσαι, or with analogical -σσ- (like ἐλάσ(σ)αι a. o.; after τελέσ-(σ)αι a. o.) ἐάσσαι, fut. ἐάσ(σ)ω, forms that can be found in Hom. (ἐάσουσιν φ 233, εἴασεν Κ 299 as v. l.); so one could read ἐάσσαι for ἐᾶσαι (Δ 42) etc. like ἐάσσω (v. l.) in Parm. 8, 7. Also ἐάσομεν, ἔασον in Hdt. are understandable (cf. ἔησον ἔασον H.). The length in ἐᾶσαι etc. would then be from the denominatives in -άω. So unique ἔα (Ε 256) would be 3. sing. of an athematic Aeolic ἔα-μι. - Schwyzer 682 and 752, Chantraine Gramm. hom. 1, 356. A good connection for ἐάω has not been found. Connection as IE seuH-; Skt. savi- in savi-tár- Antreiber etc. with pres. suváti antreiben does not fit well semantically. Cf. on εἱαμένη.

Middle Liddell


I. to let, suffer, allow, permit, Lat. sinere, c. acc. pers. et inf., Hom., attic:—Pass. to be given up, Soph.
2. οὐκ ἐᾶν not to suffer, and then to forbid, hinder, prevent, c. acc. et. inf., Hom., etc.: often an inf. may be supplied, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο will not allow thee [to do] this, Soph.
II. to let alone, let be, c. acc., Hom., etc.;—absol., ἔασον let be, Aesch.:—Pass., ἡ δ' οὖν ἐάσθω Soph.
2. in same sense, c. inf., κλέψαι μὲν ἐάσομεν we will have done with stealing, Il.; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει [sc. δοῦναι he will give one thing, the other he will let alone, Od.; v. χαίρω fin.

Frisk Etymology German

ἐάω: {eáō}
Forms: Ipf. εἴων, Aor. ἐᾶσαι (Ind. εἴασα), Fut. ἐάσω (seit Il.; urspr. ἐάσ(σ)αι, bzw. ἐάσ(σ)ω?, vgl. unten), Perf. usw. εἴακα, εἴαμαι, εἰάθην (D., Isok. usw.)
Grammar: v.
Meaning: lassen, zulassen, gestatten, in Ruhe lassen, unterlassen.
Composita : Sehr vereinzelt und spät παρ-, εἰσεάω.
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology : Die Glossen ἔβασον· ἔασον. Συρακόσιοι H., EM, εὔα· ... ἔα H. sichern für ἐάω ein inlautendes Digamma; das diphthongische Augment läßt auf einen ursprünglichen konsonantischen Anlaut, in erster Linie σ-, schließen; die Abwesenheit des Hauches bleibt aber dabei unerklärt (vgl. Lejeune Traité de phonétique 78 A. 2). Wir erhalten somit einen zweisilbigen Stamm (σ)εϝα- wie ἐλα-, τελα-, δαμα- usw., der im Aorist *(σ)εϝάσαι > ἐάσαι, bzw. mit analogischem -σσ- (wie ἐλάσ(σ)αι u. a.; nach τελέσ-(σ)αι u. a.) ἐάσσαι, im Fut. ἐάσ(σ)ω ergeben hätte, Formen die tatsächlich bei Hom. zu verspüren sind (ἐάσουσιν φ 233, εἴασεν Κ 299 als v. l.); demgemäß könnte man z. B. ἐάσσαι für ἐᾶσαι (Δ 42) usw. lesen wie ἐάσσω (v. l.) bei Parm. 8, 7. Auch ἐάσομεν, ἔασον bei Hdt. sind als kurzvokalische Bildungen leichter verständlich (vgl. ἔησον· ἔασον H.). Die Länge in ἐᾶσαι usw. wäre dann von den Denominativa auf -άω eingedrungen. Ebenso wurde das einmalige ἔα (Ε 256) 3. Sing. eines athematischen äolischen ἔαμι sein. — Schwyzer 682 und 752 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 356. Eine einleuchtende Anknüpfung ist für ἐάω noch nicht gefunden. Formal entsprechen einander gut (σ)εϝα- aus idg. seu̯ə- und aind. savi- in savi-tár- Antreiber zum Präs. suváti antreiben; bedeutungsmäßig ist die Gleichung weit weniger befriedigend. Anderseits entbehrt der Wurzelvergleich mit ahd. vir-sūmenversäumen’ einer überzeugenden morphologischen Grundlage. — Ältere Lit. mit weiteren Versuchen bei Bq s. v. und WP. 2, 472.
Page 1,434