πέπλος
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ὁ, in late Poets also with heterocl. pl. πέπλα, AP9.616, Epigr.Gr.418 (Cyrene) :—
A any woven cloth used for a covering, sheet, carpet, curtain, veil, to cover a chariot, funeral-urn, seat, Il.5.194, 24.796, Od.7.96 ; laid over the face of the dead, E.Tr.627, cf. Hec. 432, Ion 1421. II upper garment or mantle in one piece, worn by women, π. ἑανός, ποικίλος Il.5.734, cf. Batr.182, Od.18.292, X.Cyr.5.1.6. 2 at Athens, the embroidered robe carried in procession at the Panathenaea, IG12.80.11 ; τὸν π.… ἕλκουσ', ὀνεύοντες… εἰς ἄκρον ὥσπερ ἱστίον τὸν ἱστόν Stratt.30 ; ὁ π. μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων Pl.Euthphr.6c, cf. E.Hec.468, Ar.Eq.566, Arist.Ath.49.3, 60.1. b metaph. of a mythological work by Aristotle, Porph. ap. Eust.285.25 : pl., Tz.ad Lyc.488. 3 less freq. of a man's robe, esp. of long Persian dresses, A.Pers.468, 1030 (lyr.), 1060 (lyr.), X.Cyr.3.1.13 ; a man's cloak or robe, S.Tr.602, al., E.Cyc.301, Theoc.7.17. III peritoneum, dub. in Orph.A.312. IV wartweed, Euphorbia peplus, Hp.Superf.32, Dsc.4.167.
German (Pape)
[Seite 560] ὁ (nach Einigen von πετάννυμι, nach Andern von πέλλα, Beides unwahrscheinlich), bei sp. D. auch mit dem heterogenischen Plural τὰ πέπλα, – 1) ursprünglich jedes gewebte Tuch, Decke, ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται, um den Wagen, Il. 5, 194; ein Aschengefäß zu umhüllen, 24, 796; ein Teppich, über Stühle zu breiten, Od. 7, 96; vgl. Jac. Achill. Tat. p. 404 u. Poll. 7, 50. – Bes. ein faltenreiches, großes Gewand vom feinsten Zeuge, das, über die übrige Bekleidung geworfen, den ganzen Leib umhüllte; bei Hom. nur von Frauen gebraucht; ἑανός, ποικίλος, gestickt, Iliad. 5, 734; πορφύρεοι, μαλακοί, 24, 796; λεπτοί, ἐΰννητοι, Od. 7, 96, vgl. 18, 292 ff.; Pind. P. 9, 124; oft bei den Tragg.; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 30; auch vom Gewande der Männer, Pers. 460. 987. 1017, wo lange persische Gewänder bezeichnet sind; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 13, ein Prunkkleid; εὐυφής, Soph. Trach. 599, u. öfter in diesem Stücke vom Gewande des Herakles; eben so bei Eur. oft, vgl. Cycl. 301; Theocr. 7, 17; Ar. u. in Prosa; ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Plat. Euthyphr. 6 c; Xen. Cyr. 5, 1, 6 bedeckt der weibliche πέπλος Kopf, Gesicht und Hände. – Besonders berühmt war der prachtvoll gestickte πέπλος der Athene, der in Athen am Panathenäenfest zur Schau herumgetragen wurde, vgl. Batrach. 182 ff; Virg. Cir. 21, u. Winkelmann's Werke V p. 26. – 2) wegen der Aehnlichkeit hieß so auch das Darmfell, Netz, sonst δημός, Orph. Arg. 310. – 3) eine Pflanze, eine Wolfsmilchart, Diosc., euphorbia peplus, Linn. – Vgl. πέπλιον u. πεπλίς.
Greek (Liddell-Scott)
πέπλος: ὁ, παρὰ τοῖς μεταγενεστ. ποιηταῖς καὶ μετὰ ἑτερογεν. πληθ. πέπλα, Ἀνθ. Π. 9. 616, Συλλ. Ἐπιγρ. 5172˙ - πᾶν ὕφασμα χρησιμεῦον πρὸς ἐπικάλυψιν, σινδών, ἐφάπλωμα, παραπέτασμα, καλύπτρα, κάλυμμα ἁμάξης, Ἰλ. Ε. 194˙ ἐπικάλυμμα νεκρικῆς ὑδρίας, Ἰλ. Ω. 796˙ ἐπικάλυμμα καθίσματος, Ὀδ. Ζ. 96˙ κάλυμμα ἐπὶ τοῦ προσώπου νεκροῦ, Εὐρ. Τρῳ. 623, πρβλ. Ἑκάβ. 432, Ἱππ. 1428. ΙΙ. μεγάλη ἐσθὴς ἣν ἐφόρουν γυναῖκες, Ὅμ., κλ.˙- ἦτο δὲ πεποιημένος ὁ πέπλος ἐκ λεπτοῦ ὑφάσματος, ἑανός, μαλακός, λεπτός, Ἰλ. Ε. 734, Ω. 796, Ὀδ. Ζ. 96˙ πεποικιλμένος διὰ πολλῶν κεντημάτων, ποικίλος, Ἰλ. Ε. 734 (πρβλ. πεπλογραφία)˙ ἐφόρουν δὲ αὐτὸν ἐπάνω τῆς συνήθους ἐνδυμασίας καὶ ἔπιπτε σχηματίζων πολλὰς πτυχὰς περὶ τὸ σῶμα˙ ὅθεν ἀντεστοίχει πρὸς τὸ τῶν ἀνδρῶν ἱμάτιον ἢ τὴν χλαῖναν. Ὁ πέπλος ὃν ὁ Ἀντίνοος προσήνεγκεν εἰς τὴν Πηνελόπην ἐκομβώνετο διὰ δώδεκα περονῶν καὶ φαίνεται ὅτι προσηρμόζετο στενῶς εἰς τὸ σῶμα, Ὀδ. Σ. 292. Ὅτι δὲ ὁ πέπλος τῆς γυναικὸς ἠδύνατο νὰ καλύπτῃ καὶ τὸ πρόσωπον καὶ τοὺς βραχίονας εἶναι κατάδηλον ἐκ τοῦ Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6˙ ἀλλὰ δὲν πρέπει ἐκ τούτου νὰ συμπεράνῃ τις ὅτι ἦτο ἁπλῶς καλύπτρα ἢ «σάλι». 2) περιφημότατος ἦτο ὁ πέπλος τῆς Ἀθηνᾶς, πεποικιλμένος διὰ μυθολογικῶν παραστάσεων ὃν ὡς ἱστίον μακρᾶς νεὼς ἐκόμιζον ἐν δημοσίᾳ πομπῇ κατὰ τὰ Παναθήναια, τὸν πέπλον.. ἕλκουσ’, ὀνεύοντες.. εἰς ἄκρον ὥστερ ἱστίον τὸν ἱστὸν Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 1˙ ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων Πλάτ. Εὐθύφρων 6C· πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 465-473, Ἀριστοφ. Ἱππ. 566˙ φαίνεται δὲ ἐπὶ πολλῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων τῆς θεᾶς˙ πρβλ. Virg. Ciris 21 κἑξ., Meurs. Panath. 17, Winckelmann’ s Werke 5, σελ. 26, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ.: ὡς ὄνομα μυθολογικῶν συγγραμμάτων, Πορφ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. Β. 557, Κλήμ. Ἀλ. 736. 3) ὕστερον ἐνίοτε ἐπὶ ἀνδρικοῦ ἐνδύματος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ μακροῦ Περσικοῦ ἐνδύματος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 468, 1030, 1060, πρβλ. Popp. εἰς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13˙ ἀνδρὸς ἱμάτιον, Σοφ. Τρ. 602, 674, 758 (τὸ αὐτὸ καλεῖται χιτών, 769), Εὐρ. Κύκλ. 301, Θεόκρ. 7. 17. ΙΙΙ. τὸ περιτόναιον, ἀμφίβολος γραφὴ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 310. IV. = πεπλίς, Ἱππ. 265. 31, Διοσκ. 4. 168. (Ἡ ἐτυμολογία εἶναι ἀμφίβολος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέπλον ἢ πέπλος· ἱμάτιον ἢ ἔνδυμα γυναικεῖον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. primit. toute étoffe tissée servant à recouvrir, particul. :
1 rideau pour couvrir une voiture;
2 toile ou tissu pour envelopper une urne cinéraire;
3 tapis à étendre sur des sièges;
II. particul. vêtement :
1 vêtement de femme qu’on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; particul. vêtement brodé dont on parait la statue d’Athéna pour les processions des Panathénées;
2 vêtement flottant pour les hommes, sorte de vêtement persan.
Étymologie: p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. lat. pellis, palla, pallium.
English (Autenrieth)
robe, used as a cover for a chariot, Il. 5.194; for chairs, Od. 7.96; for funeral-urns, Il. 24.796; and esp. of a woman's over-garment, Il. 5.315, Il. 6.90, Od. 18.292. (See adjoining cut, and No. 2.)
English (Slater)
πέπλος
1 robe εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (P. 9.120) ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν
1. (κατά την ομηρική εποχή) είδος γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, συχνά κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, χωρίς μανίκια, το οποίο φορούσαν πάνω από την κυρίως ενδυμασία και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία πόρπη και ζώνη στη μέση, οπότε σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το πρόσωπο και τους βραχίονες, χωρίς να αποτελεί απλώς μια καλύπτρα
2. κάθε ύφασμα που χρησιμεύει ως κάλυμμα του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό παραπέτασμα
3. (κατά την πομπή τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως ιστίο αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο άγαλμα της Αθηνάς, το «ξόανο»
νεοελλ.
1. λεπτό, αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την κεφαλή και το πρόσωπο τών γυναικών, βέλο
2. τμήμα πένθιμης γυναικείας περιβολής, η πλερέζα
3. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη της πραγματικότητας, πρόσχημα («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)
4. (κατ' επέκτ.) κάθε αραχνοΰφαντο ύφασμα
5. φρ. α) «νυφικός πέπλος» — λεπτή και αραχνοειδής καλύπτρα η οποία καλύπτει την κεφαλή και το πρόσωπο τών γυναικών κατά την τελετή του γάμου
β) «πέπλος της νύχτας» ή «μαύρος πέπλος»
(ιδίως στην ποίηση) το σκοτάδι της νύχτας
γ) «πέπλος μερικός» ή «πέπλος εσωτερικός»
(μυκητ.) λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την κάτω επιφάνεια του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα άκρα του πίλου με τον στύπο
δ) «πέπλος καθολικός»
(μυκητ.) μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων
νεοελλ.-μσν.
μτφ. καθετί το οποίο παρακωλύει τη σαφή αντίληψη και τη γνώση μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση»)
(αρχ)
1. επικάλυμμα υδρίας η οποία περιείχε τη στάχτη νεκρού
2. κάλυμμα άμαξας
3. επίστρωση καθίσματος
4. κάλυμμα στο πρόσωπο νεκρού
5. ανδρικό ιμάτιο
6. είδος παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το ιερό στους αιγυπτιακούς ναούς
7. εκκλ. κάλυμμα για το ιερό δισκοπότηρο
8. το περιτόναιο, επειδή καλύπτει τα έντερα
9. το φυτό πεπλίς
10. μτφ. συλλογή συγγραμμάτων, ανθολογία
11. στον πληθ. οἱ πέπλοι
(στους Πέρσες) μακρύ επιχιτώνιο για τους άντρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέ-πλ-ος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα pl- της ΙΕ ρίζας pleә1 «διπλώνω, πτυχή» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών ἁπλός, διπλός (πρβλ. λατ. simplex, simplus, plecto και πλέκω). Η λ. πέπλος έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό πε- (πρβλ. κύ-κλος)].
Greek Monotonic
πέπλος: ὁ, σε μεταγεν. ποιητές με ετερογενή πληθ. πέπλα·
I. οποιοδήποτε υφασμάτινο ρούχο που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα, σεντόνι, χαλί, παραπέτασμα, πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. 1. πέπλο που φοριόταν από τις γυναίκες πάνω από το κανονικό φόρεμα, και έπεφτε σχηματίζοντας πτυχές στο σώμα, αντίστοιχο του αντρικού ἱματίου ή της χλαίνης, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ιδίως λέγεται για τον πέπλον της Αθηνάς που ήταν πεποικιλμένος με μυθολογικές παραστάσεις και τον οποίο μετέφεραν όπως το ιστίο ενός μεγάλου πλοίου σε δημόσια πομπή κατά τα Παναθήναια, σε Ευρ., Πλάτ.
3. ανδρικό ένδυμα, σε Τραγ.· ιδίως λέγεται για τα μακρυά Περσικά ενδύματα, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέπλος -ου, ὁ kleed, sprei:. ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται over (de wagens) zijn dekkleden gespreid Il. 5.194; ἔνθ ’ ἐνὶ πέπλοι... βεβλήατο en op (de zetels) waren kleden neergelegd Od. 7.96; ἔκρυψα πέπλοις ik bedekte (haar lijk) met kledingstukken Eur. Tr. 627. peplos, vrouwengewaad:; πέπλον μὲν κατέχευεν... ἐπ ’ οὔδει zij liet haar peplos op de vloer vallen Il. 8.385; peplos, mantel, spec. voor de godin Athena:; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον; voor wie zullen we de mantel weven? Aristoph. Av. 827; (oosters) gewaad:; ὁ μὲν παῖς αὐτοῦ... τοὺς πέπλους κατερρήξατο zijn zoon verscheurde zijn kleding Xen. Cyr. 3.1.13; alg. kleding:. πέπλους ἐπαρκέσαι kleding verstrekken Eur. Cycl. 301. wolfsmelk (plant).
Russian (Dvoretsky)
πέπλος: ὁ
1) покров, покрывало: ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι βεβλήατο Hom. здесь были постланы покрывала;
2) платье, одежда (преимущ. женская - π. ποικίλος Hom., реже мужская, просторная и длинная Trag.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: woven cloth, blanket (Hom., trag.), usu. feminine, also masculine garment, garb for women (Il.).
Compounds: Some compp., e.g. εὔ-πεπλος (ἐΰ- ep.) having a beautiful garment (Il.),
Derivatives: poet. enlargement πέπλωμα n. (trag.; Chantraine Form. 186 f.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [802] *pel- fold
Etymology: Reduplicated formation πέ-πλ-ος (cf. κύκλος), prob. with ἁ-πλ-ός (s. v. ἁπλόος) identical in stem; so either from a noun fold or a verb fold (Fick KZ 44, 148f., Prellwitz s. v., Bechtel Lex. 265, Schwyzer 423). -- After Persson Beitr. 1, 225ff. and Bq however to Lat. pellis, Slav., e.g. Russ. pelená napkin, cover, also πέλμα (s. v.) etc. etc.
Middle Liddell
πέπλος, ὁ,
I. in late Poets with heterog. pl. πέπλα, any woven cloth used for a covering, a sheet, carpet, curtain, veil, Il., Eur.
II. a robe, worn by women over the common dress, and falling in folds about the person, answering to the man's ἱμάτιον or χλαῖνα, Hom., etc.
2. esp. of the πέπλος of Athena, embroidered with mythol. subjects, which was carried like the sail of a galley in public procession at the Panathenaea, Eur., Plat.
3. a man's robe, Trag.; esp. of the long Persian dresses, Aesch.
Frisk Etymology German
πέπλος: {péplos}
Grammar: m.
Meaning: gewebtes Tuch, Decke (Hom., Trag.), gew. weibliches, auch männliches Gewand, Frauenrock (seit Il.),
Composita : Einige Kompp., z.B. εὔπεπλος (ἐΰ- ep.) mit schönem Gewand (ep. poet. seit Il.),
Derivative: poet. Erweiterung πέπλωμα n. (Trag.; Chantraine Form. 186 f.).
Etymology : Reduplizierte Bildung πέπλος (vgl. zu κύκλος), wohl mit ἁπλός (s. u. ἁπλόος) stammidentisch; somit entweder von einem Nomen Falte oder einem Verb falten (Fick KZ 44, 148f., Prellwitz s. v., Bechtel Lex. 265, Schwyzer 423). — Nach Persson Beitr. 1, 225ff. und Bq dagegen zu lat. pellis, slav., z.B. russ. pelená Windel, Decke, auch πέλμα (s. d.) usw. usw.
Page 2,508