πράττω

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράττω Medium diacritics: πράττω Low diacritics: πράττω Capitals: ΠΡΑΤΤΩ
Transliteration A: práttō Transliteration B: prattō Transliteration C: pratto Beta Code: pra/ttw

English (LSJ)

   A v. πράσσω.

German (Pape)

[Seite 696] att. statt -σσω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πράττω: Ἀττ. ἀντὶ πράσσω.

French (Bailly abrégé)

att. c. πράσσω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων.-επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α
1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν.
γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.)
2. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα πεπραγμένα
ό,τι έχει γίνει, ό,τι έχει πραγματοποιηθεί, ό,τι έχει εκτελεστεί ώς τη δεδομένη στιγμή («τα πεπραγμένα του διοικητικού συμβουλίου»)
3. φρ. α) «εὖ πράττω» — ευτυχώ
β) «κακῶς πράττω» — δυστυχώ
νεοελλ.
1. περνώ τη ζωή μου, ζω («πώς πράσσουν εις τα νιότα των, πώς πράσσουν σα γεράσουν», δημ. τραγούδι)
2. έχω εμπειρία ή γνώση ενός πράγματος («ότι δεν είδ' ουδ' ήπραξα στσι τόπους που γυρίζω», Ερωτόκρ.)
3. ζω κάπου ή συναναστρέφομαι κάποιους («ήπρασσε στο παλάτι» Ερωτοκρ.)
4. φρ. α) «καλώς πράττω» — κάνω καλά, ενεργώ σωστά
β) «κακώς πράττω» — κάνω κάτι εσφαλμένα, δεν κάνω καλά, ενεργώ κακώς
μσν.-αρχ.
μελετώ, σπουδάζω (α. «ἅπερ δὲ πεπράχαμεν Ἀριστοφάνους δράματα», λεξ. Σούδ.
β. «ἐν τοῑς πραττομένοις» — στα υπό ανάγνωση ποιήματα)
αρχ.
1. διανύω, περνώ (α. «πράσσω κέλευθον, ὁδόν», Ομ. Ιλ.
β. «ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε... ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῑο», Ομ. Οδ.)
2. βρίσκομαι σε μια θέση ή κατάσταση («ὁ μὲν ἐπ' Αἰθίοπας στόλος οὕτω ἔπρηξε», Ηρόδ.)
3. έρχομαι σε σαρκική μίξη («ἐπράχθη τὰ μέγιστα», Θεόφρ.)
4. καταβάλλω ενέργειες, προσπαθώ («μὴ δεῡρο πλεῑν τὴν ναῡν ἔπραττεν», Δημοσθ.)
5. (σχετικά με μυστικές και δόλιες ενέργειες) επιχειρώ («πράττοντές τινες δήμου κατάλυσιν ἐλήφθησαν», Ανδοκ.)
6. ενεργώ («πράσσει γὰρ ἔργω μὲν σθένος βουλαῑσι δὲ φρήν», Πίνδ.)
7. κατορθώνω, επιτυγχάνω («ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν» — πέτυχε ένδοξη νίκη στους αγώνες, Πίνδ.)
8. διαπραγματεύομαι (α. «πράττω εἰρήνην» β. «πράττω φιλίαν» γ. «οἱ πράξαντες πρὸς αὐτὸν τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», Θουκ.
δ. «τῷ γὰρ Ἱπποκράτει καὶ ἐκείνῳ τὰ Βοιώτια πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν ἐν ταῑς πόλεσιν ἐπράσσετο»)
9. επιφέρω βλάβη, προκαλώ συμφορά, κάνω κακό («λεόντεσσιν ἀργοτέροις ἔπρασσεν φόνον», Πίνδ.)
10. εξεγείρω, ξεσηκώνω («Ὀνήσιλος... ὅσπερ τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν ἔπρηξε», Ηρόδ.)
11. φονεύω, εκτελώ κάποιον («ἔπρασσε δ' ἁπέρ νιν ὧδε θάπτει» — όπως τον αποτελείωσε, έτσι και τον έθαψε, Αισχύλ.)
12. καθιστώ, κάνω
13. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι (α. «σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πράσσ' ἐμοὶ δὲ σὺ ξένε τ' αληθὲς εἰπε» — εσύ κάνε καλά τη δουλειά σου, σ' εμένα όμως, ξένε, να πεις την αλήθεια, Σοφ.
β. «ὡς ἂν πεπεισμένος μάλιστα πράττειν τὰ δέοντα», Ξεν.
γ. «οὐδ' εὖ... οἰκοῡνται αἱ πόλεις ὅταν τὰ αὐτῶν ἕκαστοι πράττωσι», Ξεν.)
14. πολιτεύομαι, διοικώ, άρχω
15. (κυρίως σχετικά με χρηματικό ποσό) απαιτώ και παίρνω από κάποιον (α. «πράσσει με τόκον» — μέ εξαναγκάζει να καταβάλω τόκο, Αριστοφ.
β. «πράττειν τινὰ ἀργύριον» — απαιτώ και παίρνω χρήματα, Ηρόδ.)
16. (σχετικά με δημόσιες εισφορές ή δασμούς) εισπράττωφόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων», Ηρόδ.)
17. διεκδικώ («τοὐφειλομενον πράσσουσα Δίκη», Αισχύλ.)
18. μτφ. παίρνω εκδίκηση («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα», Αισχύλ.)
19. παθ. πράττομαι
α) διενεργούμαι, διεξάγομαι κρυφά («εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδε», Σοφ.)
β) τελούμαι, γίνομαι, συμβαίνω («φεῡ, φεῡ, πέπρακται», Ευρ.)
γ) καλούμαι να πληρώσω κάτι («ἐτύγχανε πεπραγμένος τοὺς φόρους», Θουκ.)
δ) (ο παθ. παρακμ. και υπερσ. με μέση σημ.) πέπραγμαι και ἐπεπράγμην
λαμβάνω («εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῡτον τὴν δίκην» — εάν είχαν λάβει από αυτόν το επιδικασθέν ποσό, Δημοσθ.)
20. (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πράσσοντες και πράττοντες
προδότες
21. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ πραχθέντα
τα γεγονότα, τα συμβάντα
22. φρ. α) «πράσσω πολλά» — προσπαθώ με όλο μου το σθένος και τη δύναμη
β) «πράττω τὰ κοινά» ή «πράττω τὰ δημόσια» ή «πράττω τὰ πολιτικά» ή «πράττω τὰ τῆς πόλεως» — συμμετέχω στα κοινά, ασχολούμαι με τα δημόσια πράγματα, παίρνω μέρος στην πολιτική ζωή
γ) «εὖ πράττειν» — ως ευχή στις επιστολές
στ) «πράττω τι ὑπέρ τινος» — τελώ, εκτελώ κάτι προς χάρη κάποιου ή ως εκπρόσωπος κάποιου («ἔπραξε δὲ ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια τὰ πρὸς τοὺς θεούς», Δημοσθ.)
ζ) «πράττομαι τινά τι» — παίρνω από κάποιον για τον εαυτό μου («ἐκεῑνος πράττεται τοὺς παρ' αὑτοῡ σῑτον ἐξάγοντας τριακοστήν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πρᾱττω ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα perā- «διακομίζω, διέρχομαι, διαπερνώ» (πρβλ. πέρνημι, πείρω, πέρα), με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο (πρβλ. πραθῆναι, πρᾶσις, πράτης, πρατός). Το ρ. πράσσω (< πρά-κ-jο) εμφανίζει άηχη ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. πρᾶξις, πρακτήρ), αλλά και ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. -πράγ-ην, πέ-πραγ-α). Κατά τον ίδιο τρόπο με άηχη και ηχηρή ουρανική παρέκταση έχουν σχηματιστεί και τα ρ. πλήττω και πήγνυμι.
ΠΑΡ. πράγμα, πράκτωρ, πράξη(-ις)
αρχ.
πράγος, πρακτήρ, πράκτης, πρακτός, πρακτύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διαπράττω, εισπράττω, συμπράττω, συνεισπράττω
αρχ.
αναπράττω, αντιπράττω, εκπράττω, επεισπράττω, καταπράττω, παραπράττω, παρεισπράττω, προπράττω, προσπράττω, συνδιαπράττω, υπερπράττω
νεοελλ.
προεισπράττω].