περιπίπτω

From LSJ
Revision as of 06:20, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπίπτω Medium diacritics: περιπίπτω Low diacritics: περιπίπτω Capitals: ΠΕΡΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: peripíptō Transliteration B: peripiptō Transliteration C: peripipto Beta Code: peripi/ptw

English (LSJ)

A fut. περιπεσοῦμαι Ar.V.523, etc.: Ep. pf. part. fem. περιπεπτηυῖαι Eratosth.16.9:—fall around, i.e. so as to embrace, τινι X. An.1.8.28; ἐπί τινι Plu.Crass.17; εἰς τὸ στῆθος Id.Sert.26.
2 fall around, i.e. fall upon, a weapon, τῷ ξίφει Ar.V.523; τῷ βέλει Antipho 3.3.6.
3 [ζῶναι] πόλοις περιπεπτηυῖαι encircling the poles, Eratosth.l.c.
4 fall over, ἑκατέρωσε Plu.Pyrrh.24; πλαγία περιπεσοῦσα Id.Ant.67.
II c. dat., fall in with, Hdt.6.105; ἀλλήλοις X.An.7.3.38, etc.; freq. of ships meeting at sea, Hdt.6.41,8.94, Th. 8.33,103; π. μουσικῇ τε καὶ ταῖς μέθαις having encountered them in our discussion. Pl.Lg.682e; ἡ ὄψις κάμνουσα ἐν τοῖς μικροῖς τοῖς μεγάλοις ἀσμένως π. Plot.6.9.3: abs., supervene, Petos. ap. Vett. Val.278.8.
2 fall foul of other ships, τῇσι σφετέρῃσι νηυσί Hdt.8.89; περὶ ἀλλήλας of one another, ib.16; also π. περὶ τὴν Σηπιάδα to be wrecked on... Id.7.188.
3 metaph., fall in with, fall into, mostly of evil, c. dat., π. ἀδίκοισι γνώμῃσι fall in with, encounter unjust judgements, Id.1.96; π. τοιαύτῃσι τύχῃσι, δουλοσύνῃ, Id.6.16,106; νούσοις, νοσήμασι, Hp. VM3, X.Cyr.6.2.27; λουτροῖσιν ἀλόχου E.Or.367; αἰσχρᾷ τύχῃ Id.Hec.498; ἀκουσίοις κακοῖς Antipho 3.3.7; τοιούτῳ πάθει Th.2.54; τοιαύτῃ συμφορᾷ περιπέπτωκεν ὑπὸ τούτου D.21.96, cf. And.1.51; ἀβροχίαις OGI56.15 (Canopus, iii B. C.); π. συκοφάνταις Lys.7.1; αἰσχύνῃ X.HG7.3.9; ταῖς μεγίσταις ζημίαις Isoc.7.27, cf. 12.146; αἰτίᾳ Plu. Ant.67; also σοὶ αὐτῷ περιπίπτειν to be caught in your own snare, Hdt.1.108, cf. 8.16, Luc.DMort.26.2; τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω Aeschin.2.144: with a Prep., ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς π. Th.2.65: abs., come to grief, Plb.8.36.4, Vett.Val.16.2.
4 of events, befall one, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν Ar.Th.271: abs., δεῖ τι περιπεσεῖν Philostr.VA1.33.
III change suddenly, εἴς τι Plb.3.4.5.

German (Pape)

[Seite 587] (s. πίπτω), drum herum, drüber herfallen, ταινία περιέπεσε κεφαλῇ, Plut. Timol. 8; hineinfallen, hineingeraten in Etwas, so daß man rings umgeben und ohne Ausweg ist, bes. in Unglück, αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ, Eur. Hec. 498; u. so auch λουτροῖσιν ἀλόχου περιπεσὼν πανυστάτοις, Or. 367; κακοῖς, Ar. Ran. 967; περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει, ich werde mich ins Schwert stürzen, Vesp. 523; vgl. Plut. Oth. 17; περιπίπτοντες ἀδίκοισι γνώμῃσι, δουλοσύνῃ, in einen ungerechten Richterspruch, in Sklaverei verfallen, geraten und nicht wieder herauskönnen, Her. 1, 96. 6, 106; τοιαύτῃσι τύχῃσι, 6, 16, u. öfter; ἐπὶ συμφορήν, 7, 88 (v.l. ἐνέπεσε); μὴ σοὶ ἑωυτῷ περιπέσῃς, 1, 108, daß du dich nicht selbst ins Unglück stürzest; vgl. αὐτοὶ ἐν σφίσι περιπεσόντες ἐσφάλησαν, Thuc. 2, 65; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ, 8, 27; συμφοραῖς, Plat. Legg. IX, 877 e; συμφορᾷ, Isocr. 4, 101; ζημίαις καὶ ὀνείδεσι, Is. 1, 39; τιμήματι, Aesch. 1, 174. 190; ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω, 2, 144; u. so bei Sp. gew. von etwas Bösem, χειμῶνι, Pol. 1, 37, 1, ἀτυχήμασι, 2, 56, 6, u. öfter; auch τραύματι, 2, 69, 2; πληγῇ, Plut. Timol. 4. Auch umgekehrt, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν, Ar. Thesm. 523. – Zufällig zusammentreffen, auf Einen stoßen, ihm begegnen, τῇσι νηυσί, Her. 6, 41, vgl. 6, 105. 8, 94 (so entspricht μηδέποτε λευκῷ περιπεπ τωκέναι χρώματι dem πρώ τως ὁρᾶν τὸ λευκόν S. Emp. adv. log. 2, 209); auch von Schiffen, die unter einander geraten und in der Verwirrung sich selbst beschädigen, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον, Her. 8, 89, wie auch 8, 16 ταρασσομένων τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας zu nehmen ist; Xen. An. 7, 3, 38; αὐτομάτως ποτὲ περιπεσόντες αὐτοῖς, Pol. 1, 58, 8; vgl. noch ὅρα μὴ περιπίπτῃς σεαυτῷ, daß du nicht mit dir selbst in Widerspruch geräthst, Luc. Mort. D. 26, 2.

French (Bailly abrégé)

f. περιπεσοῦμαι, ao. περιέπεσον, etc.
I. tomber à droite et à gauche en parl. des deux parties d'un objet coupé;
II. tomber ou verser sur le côté;
III. tomber autour de ou sur : τινί ou ἐπί τινι se jeter sur qqn ; ἐν σφισὶ περιπεσόντες THC s'étant attaqués eux-mêmes, s'étant fait du tort par leurs divisions ; fig. :
1 se heurter à, avec le dat. ou περί et l'acc. : à qqe obstacle ; τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις ESCHL ou ἑαυτῷ LUC se heurter à ses propres paroles, càd se contredire ou se donner à soi-même un démenti;
2 rencontrer par hasard, à l'improviste, tomber sur, τινι : ἀδίκοισι γνώμῃσι HDT être atteint par un jugement inique ; ἐπὶ συμφορήν HDT tomber dans le malheur;
NT: tomber aux mains de.
Étymologie: περί, πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πίπτω, Ion. plqperf. 3 sing. περιεπεπτώκεε om... heen vallen, met dat..; περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει ik ga op mijn zwaard vallen Aristoph. Ve. 523; περιπεσεῖν αὐτῷ dat hij hem omhelsd heeft Xen. An. 1.8.28; abs. opzij vallen:. ταύτην... πλαγίαν περιπεσοῦσαν εἷλε hij veroverde dat (schip) toen het dwars kwam te liggen Plut. Ant. 67.4; εἰ δέ μοι περιπῖπτον ἴδοι τὸ φορτίον telkens als hij zag dat mijn last verschoof Luc. 39.29. botsen met of tegen, in aanraking komen met, met dat..; τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον zij botsten tegen hun eigen schepen die vluchtten Hdt. 8.89.2; ontmoeten, stoten op, met dat..; οἱ Φοίνικές οἱ περιπίπτουσι τῇσι νηυσί de Phoeniciërs stootten met hun schepen op hem Hdt. 6.41.2; περιπεσεῖν τοῖς Ἀθηναίοις in handen van de Atheners vallen Thuc. 8.33.3; overdr. overkomen, met dat.. ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν als mij iets ergs overkomt Aristoph. Th. 271. overdr. terecht komen in, met dat.. μηδέ... ἐξ ὑστέρης σεωυτῷ περιπέσῃς opdat je later niet jezelf tegenkomt Hdt. 1.108.4; δουλοσύνῃ in slavernij Hdt. 6.106.2; τοιούτῳ πάθει... περιπεσόντες in een dergelijke rampspoed beland Thuc. 2.54.1; λῃστείας αἰτίᾳ περιπεσών verwikkeld in een aanklacht van roverij Plut. Ant. 67.3.

Russian (Dvoretsky)

περιπίπτω: (fut. περιπεσοῦμαι, aor. 2 περιέπεσον)
1 падать, бросаться (τινί Xen.): π. τῷ ξίφει Arph. броситься на меч; περιπεσὼν εἰς τὸ στῆθος κατέλαβε τὰς χεῖρας ἀμφοτέρας Plut. бросившись на грудь (лежащего Сертория, Антоний) схватил обе (его) руки;
2 нападать: τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ π. Her. столкнуться со своими же кораблями; ἐν σφίσι περιπεσόντες Thuc. напав друг на друга, т. е. во взаимных раздорах; μὴ σοὶ ἑωυτῷ περιπέσῃς Her. чтобы тебе самому себе не причинить беды; ὅρα μὴ περιπίπτῃς σεαυτῷ Luc. смотри, не попади в противоречие с самим собой;
3 попадать, впадать (ἐπὶ συμφορήν Her.; συμφοραῖς Plat.; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ Thuc.; εἰς τόπον διθάλασσον NT): πονηροῖς συκοφάνταις π. Lys. попасть в руки гнусных сикофантов; π. ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. быть жертвой несправедливых приговоров; πληγῇ περιπεσών Plut. будучи раненым;
4 приключаться, случаться (ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν Arph.).

English (Strong)

from περί and πίπτω; to fall into something that is all around, i.e. light among or upon, be surrounded with: fall among (into).

English (Thayer)

2nd aorist περιέπεσον; from Herodotus down; so to fall into as to be encompassed by (cf. περί, III:1): λῃσταῖς, among robbers, τοῖς πειρασμοῖς, αἰκίαις, Clement of Rome, 1 Corinthians 51,2 [ET]; θανάτῳ, Diodorus 1,77; νόσῳ, Josephus, Antiquities 15,7, 7; συμφορά, ibid. 1,1, 4; τοῖς δεινοῖς, Aesop 79 (110 edition Halm); ψευδέσι καί ἀσεβέσι δόγμασιν, Origen in Joann. t. ii. § 2; numerous other examples in Passow, under the word, the passage cited (Liddell and Scott, under the word, II:3); to which add, Polybius 1,37, 1,9); εἰς τόπον τινα, upon a certain place, Acts 27:41.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ)
νεοελλ.
1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα»)
2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε αντιφάσεις»)
3. συνεκδ. γίνομαι αντιληπτός
αρχ.
1. περιβάλλω κάποιον με τα χέρια, αγκαλιάζω κάποιον («καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου περιπεσεῖν αὐτῷ», Ξεν.)
2. αστρον. περικυκλώνω («[ζῶναι] πόλοις περιπεπτηυῖαι», Ερατοσθ.)
3. πέφτω πλαγίως
4. συναντώμαι («οἱ δὲ διασπασθέντες πολλάκις καὶ περιπίπτουσιν ἀλλήλοις», Ξεν.)
5. πέφτω επάνω σε κάποιον ή σε κάτι, συγκρούομαι («τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον», Ηρόδ.)
6. πέφτω στα χέρια κάποιου, συλλαμβάνομαι
7. περιπλέκομαι («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ μέθαις», Πλάτ.)
8. (για γεγονότα) συμβαίνω
9. επέρχομαι
10. μεταβάλλομαι αιφνιδίως
11. αποτυγχάνω
12. φρ. α) «περιπίπτω περὶ τόπον» — προσαράζω σε έναν τόπο, ναυαγώ
β) «ἐμαυτῷ περιπίπτω» — πέφτω στη δική μου παγίδα
γ) «τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω» — αντιφάσκω ως προς αυτά που λέω, πέφτω σε αντιφάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίπτω «πέφτω»].

Greek Monotonic

περιπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον·
I. 1. πέφτω, απλώνομαι τριγύρω έτσι ώστε να αγκαλιάζω, τινί, σε Ξεν.
2. πέφτω δηλ. πάνω σ' ένα όπλο, τῷ ξίφει, σε Αριστοφ.
II. 1. με δοτ., συναντιέμαι με, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για πλοία που συναντώνται κατά τύχη στη θάλασσα, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. συγκρούομαι με άλλα πλοία, σε Ηρόδ.· περὶἀλλήλας, η μια στην άλλη, στον ίδ.· επίσης, περιπίπτω περὶ τόπου, ναυαγώ σε ένα μέρος, στον ίδ.
3. μεταφ., συμπέφτω μαζί με, εμπίπτω, με δοτ., περιπίπτω ἀδίκοισι γνώμῃσι, αντιμετωπίζω άδικες κρίσεις, στον ίδ.· περιπίπτω δουλοσύνῃ, στον ίδ.· αἰσχρᾷ τύχῃ, σε Ευρ.· αλλά, ἑωυτῷ περιπίπτειν, πιάνομαι στη δική μου παγίδα, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις περιπίπτειν, σε Αισχίν.
III. 1. αλλάζω ξαφνικά, μεταβάλλομαι, σε Πολύβ.
2. πέφτω προς το ένα μέρος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἐπάνω εἴς τινα καὶ ἐναγκαλίζομαι αὐτόν, ἐπειδὴ πεπτωκότα εἶδεν (ὁ Ἀρταπάτης) Κῦρον, καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου περιπεσεῖν αὐτῷ Ξεν. Ἀν. 1. 8, 28· ἐπί τινι Πλουτ. Κράσσ. 17· εἰς τὸ στῆθος ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 26. 2) πίπτω ἐπάνω εἴς τι, τῷ ξίφει Ἀριστοφ. Σφ. 523· τῷ βέλει Ἀντιφῶν 123. 8, πρβλ. περιπετής Ι. 3, περιβάλλω ΙΙ. 2, περὶ Β. Ι. 1. ΙΙ. μετὰ δοτ., συναντῶμαι μετά τινος, ὡς τὸ ἐντυγχάνω, Ἡρόδ. 6. 105, Ξεν. κτλ.· συχν. ἐπὶ πλοίων συναντωμένων κατὰ τύχην ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ἡρόδ. 6. 41., 8. 94, πρβλ. Θουκ. 8. 33, 103· οὕτω καὶ περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ μέθαις, πεσόντες εἰς ζητήματα περὶ μουσικῆς κτλ., Πλάτ. Νόμ. 682Ε. 2) ὡσαύτως, πίπτω ἐπάνω, συγκρούομαι, τῇσι σφετέρῃσι νηυσί... περιέπιπτον Ἡρόδ. 8. 89· περὶ ἀλλήλας αὐτόθι 16· ὡσαύτως περιπίπτω περὶ τόπον, προσαράττω εἴς τινα τόπον, ναυαγῶ, αἱ δὲ περὶ αὐτὴν τὴν Σηπιάδα περιέπιπτον ὁ αὐτ. 7. 188. 3) μεταφ., ἐμπίπτω εἴς τι, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ τινος ἢ δυστυχήματος, μετὰ δοτ., π. ἀδίκοισι γνώμῃσι, ἐμπίπτω εἰς ἀδίκους κρίσεις, ἀπαντῶ ἀδικίας, Ἡρόδ. 1. 96· π. τοιαύτῃσι τύχῃσι, δουλοσύνῃ ὁ αὐτ. 6. 16, 106· νούσῳ νοσήμασιν Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27· λουτροῖσιν ἀλόχου Εὐρ. Ὀρ. 367· αἰσχρᾷ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 498· ἀκουσίοις κακοῖς Ἀντιφῶν 123. 18· τοιούτῳ πάθει Θουκ. 2. 54· τοιαύτῃ συμφορᾷ περιπέπτωκεν ὑπὸ τούτου Δημ. 546. 2, πρβλ. Ἀνδοκ. 7. 41· π. συκοφάνταις Λυσ. 108. 21· αἰσχύνῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 9· ταῖς μεγίσταις ζημίαις Ἰσοκρ. 145Α, πρβλ. 263Β· ― ὡσαύτως, ἑωυτῷ περιπίπτειν, συλλαμβάνομαι ἐν τῇ ἰδίᾳ μου παγίδι, Ἡροδ. 1. 108, πρβλ. 8. 16, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 26. 2· οὕτω, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις περιπίπτειν Αἰσχίν. 47. 13· καὶ μετὰ προθ., ἐν σφίσι κατά τι π. Θουκ. 2. 65. 4) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω εἴς τινα, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 271. ΙΙΙ. αἰφνιδίως μεταβάλλομαι, εἴς τι Πολύβ. 3. 4, 51· ― ἐκπίπτω, καταπίπτω, ἀποτυγχάνω, ὁ αὐτ. 8. 2, 4· πρβλ. περιπέτεια. 2) πίπτω πρὸς τὸ ἓν μέρος, Πλουτ. Πύρρ. 24, Ἀντών. 67, κτλ.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι aor2 -έπεσον
I. to fall around, so as to embrace, τινί Xen.
2. to fall around, i. e. upon, a weapon, τῷ ξίφει Ar.
II. c. dat. to fall in with, Hdt., Xen.; of ships meeting by chance at sea, Hdt., Thuc.
2. to fall foul of other ships, Hdt.; περὶ ἀλλήλας of one another, Hdt.; also, π. περὶ τόπον to be wrecked on a place, Hdt.
3. metaph. to fall in with, fall into, c. dat., π. ἀδίκοισι γνώμῃσι to encounter unjust judgments, Hdt.; π. δουλοσύνῃ Hdt.; αἰσχρᾷ τύχῃ Eur.; but, ἑωυτῷ περιπίπτειν to be caught in one's own snare, Hdt.; so, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις περιπίπτειν Aeschin.
III. to change suddenly, Polyb.
2. to fall on one side, Plut.
B. περιπίτνω poet. for περιπίπτω
1. c. acc., καρδίαν π. to come over or upon the heart, Aesch.

Chinese

原文音譯:perip⋯ptw 胚里-披普拖
詞類次數:動詞(3)
原文字根:周圍-落 相當於: (ὑφαντός) (שָׁעַן‎)
字義溯源:落在其中,落入,落在,遇見,碰,落在其手中;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(3);路(1);徒(1);雅(1)
譯字彙編
1) 你們落在⋯中(1) 雅1:2;
2) 落在⋯手中(1) 路10:30;
3) 碰(1) 徒27:41