σαλεύω
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
fut. A σαλεύσω LXX Wi.4.19: aor. ἐσάλευσα Isoc.8.95, AP11.83:— Pass., fut. σαλευθήσομαι LXX Si.16.18, Ev.Luc.21.26: aor. ἐσαλεύθην LXX 1 Ma.9.13, Act.Ap.4.31, 2 Ep.Thess.2.2, v.l. in Isoc. l.c.: pf. σεσάλευμαι (v. infr.): (σάλος):—cause to rock, make to vibrate or oscillate, c. acc., [τὰς ἀγκύρας] οὐδεὶς χειμὼν σαλεύει Pythag. ap. Stob.3.1.29; σ. τρικυμίᾳ πέδον, of the sea, Lyc.475; of an earthquake, AP11.83 (Lucill.), cf. 259 (Id.): metaph., δόξαν σ. Plu.2.1123f, cf. S.E.M. 8.56, 337, etc.; σ. τινὰ ἐκ θεμελίων LXX Wi.4.19; ἐπιστολαὶ δυνάμεναι λίθον σαλεῦσαι heartrending, POxy.528.12 (ii A.D.); σ. τοὺς ὄχλους stir them up, Act.Ap.17.13, cf. LXX Si.28.14:—Pass., to be shaken to and fro, waver, totter, reel, χθὼν σεσάλευται A.Pr.1081; κύκλος σαλευόμενος Pl.Ti.79e, cf. Arist.Mech.857a7, Thphr.Lass.11; of teeth or nails, to be loosened, Gal.12.871, Dsc.5.3; of persons, ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενον AP11.26 (Marc.Arg.), cf. 12.31 (Phan.); ὑφ' ἡδονῆς σαλευομένη κορώνη Sch.Arat.1009 (wrongly attributed to Archil., Fr. 102); later simply, stir, move, κατεσχέθην νόσῳ . . ὡς μὴ δύνασθαι μηδὲ σαλεύεσθαι PSI4.299.4 (iii A.D.). 2 shake in measuring, so as to give good measure, μέτρον σεσαλευμένον Ev.Luc.6.38; cf. σαλάσσω ΙΙ. II intr., move up and down, roll, toss, especially of ships in a stormy sea or persons in them, σ. ἐν πλοίοις X.Oec.8.17, cf. Hld.10.4, etc.: generally, put out to sea, App.Mith.77: metaph., toss like a ship at sea, to be tempest-tossed, be in sore distress, πόλις γὰρ . . ἄγαν ἤδη σαλεύει S.OT23; πρόδοτος δὲ . . σ. Ἠλέκτρα Id.El.1074 (lyr.); ὅταν . . σαλεύῃ πόλις E.Rh.249 (lyr.), cf. OGI515.47 (Mylasa, iii A.D.); ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σ. Pl.Lg.923b, cf. Arist.Pr.883a34; ἐν κινδύνῳ σ. D.H.10.11; σ. ὑπὲρ ἑαυτοῦ Ael.Fr.48; to be unstable, Poll.6.121; flicker, of the eye-balls in nystagmus, Gal.18(2).68; oscillate, of the λόγος ἐνδιάθετος, ἐν τούτοις S.E.P.1.65. 2 of ships also, ἐπ' ἀγκυρῶν ride at anchor, Polyaen.2.2.7: metaph., ὡς ἐπ' ἀγκύρας τῆς φύσεως σ. Plu.2.493d; σ. ἐπὶ τῶν ἐλπίδων Hld.1.26; also ὁρῶν ἡμᾶς ἐπὶ τούτῳ μόνῳ (sc. τῷ υἱῷ) σαλεύοντας Plu.Demetr.38; γραῦν ἐπὶ ἑνὶ γομφίῳ σ. Alciphr.3.28, cf. POxy.472.50 (ii A.D.); ἐπὶ τοιούτοις παραγγέλμασιν S.E.M.2.12 (hence later in a causal sense, σ. ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας anchor them upon... Hld.2.33). 3 metaph., roll like a ship, roll in one's walk, of persons with the hip-joints far apart, Hp.Art.56.
German (Pape)
[Seite 859] 1) bewegen, schwingen, schwankend machen, erschüttern; σαλεύει χειμὼν οὐδεὶς τὰς ἀγκύρας, Pythag. bei Stob. Floril. 1, 9; ἵππον, Lucill. 95 (XI, 259); pass. sich bewegen, χθὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1083, u. oft in der Anth.: πρὸς χεῖρα σαλευομένη, Strat. 3 (XII, 3); πυγὴ αὐτομάτη σαλευομένη, Rufin. 2 (V, 35); ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενος, M. Argent. 17 (XI, 126); σκύφος, ᾡ σεσάλευμαι, Phani. 1 (XII, 31). – Übertr., τὴν ἀλήθειαν, ἀπόδειξιν, S. Emp. adv. log. 2, 56. 339 u. öfter. – 2) intr., in unruhiger Bewegung sein, schwanken; bes. vom Schiffe, ἡ ναῦς σαλεύει, σαλεύει ἐπ' ἀγκυρῶν, das Schiff schaukelt, dem Winde ausgesetzt, indem es auf offenem Meere vor Anker liegt; auch κάλαμον ὑπ' ἀνέμων σαλευόμενον, Matth. 11, 7. – Dah. übertr., πόλις γὰρ ἤδη ἄγαν σαλεύει, Soph. O. R. 23, wo der Schol. bemerkt ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν χειμαζομένων νεῶν, ἐν μεγάλῳ κλύδωνί ἐστιν, also unruhig, unglücklich sein; vgl. El. 1063; ὅταν σαλεύῃ πόλις, Eur. Rhes. 248; so auch in Prosa, ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλεύοντες, Plat. Legg. XI, 923 b, vgl. tim. 79 e; auch in eitler, hoffährtiger Bewegung und Haltung einhergehen, einherstolziren, wie σαλακωνεύω, vgl. Xen. Cyr. 2, 4, 6. – In unruhiger Gemüthsstimmung sein, sich fürchten, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, Suid. v. Πυθαγόρας Ἐφέσιος.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλεύω: μέλλ. -σω Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 177· ἀόρ. ἐσάλευσα Ἰσοκρ. 178D, Ἀνθ. Π. 11. 83· ― Παθ., μέλλ. σαλευθήσομαι Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙϚ΄, 16), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 26· ἀλλὰ σαλεύσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασίας) Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 675, 714, 751· ἀόρ. ἐσαλεύθην Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Θ΄, 13), Πράξ. Ἀποστ. δ΄ 31, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 2, διάφ. γραφ. παρ’ Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρκμ. σεσάλευμαι, ἴδε κατωτ.· (σάλος). Κάμνω τι νὰ σαλευθῇ, νὰ κινηθῇ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, νὰ κλονῆται, κραδαίνω, σείω, «κουνῶ», μετ’ αἰτ., σαλεύει χειμὼν οὐδεὶς τὰς ἀγκύρας Πυθαγ. παρὰ Στοβ. σ. 3. 48· πτέρυγα σ. πτέρυγα σ. Εὐρ. Κύκλ. 434· σ. τρικυμίᾳ πέδον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Λυκόφρ. 475· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 83, πρβλ. 259· ― μεταφορ., σ. τὴν δόξαν Πλούτ. 2. 1123F, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 56, 337, κτλ.· σαλ. τινὰ ἐκ θεμελίων Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Δ΄, 19)· σαλ. τοὺς ὄχλους, ἀνακινῶ, ἀναταράττω, Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 13, πρβλ. Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΗ΄, 14), ― Παθ., κυμαίνομαι, διασείομαι, περιστρέφομαι, χθὼν σεσάλευται Αἰσχύλ. Πρ. 1081· κύκλος σαλευόμενος Πλάτ. Τίμ. 79Ε, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 27, 1· ἐπὶ προσώπων, ἐκ Βρομίου γυῖα σαλευόμενον Ἀνθ. Π. 11. 26, πρβλ. 12. 31· ὑφ’ ἡδονῆς σαλευόμενον Ἀνθ. Π. 11. 26, πρβλ. 12. 31· ὑφ’ ἡδονῆς σαλευομένη κορώνη Ἀρχίλ. 93 (ἀντὶ σαλουμένη, ἐκ παραλλήλου τύπου σαλέω, μνημονευομένου παρὰ Φωτ.) Ἀνθ. Π. 5. 54. 2) διασείω τὸ μέτρον τοῦ σίτου, παρέχω μέτρον καλῶς πεπληρωμένον, μέτρον σαλευόμενον Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. Ϛ΄, 38· πρβλ. σαλάσσω ΙΙ. ΙΙ. ἀμεταβ., κινοῦμαι ἄνω καὶ κάτω, κυμαίνομαι, μᾶλλον ἐπὶ πλοίων ἐν θαλάσσῃ ἢ ἐπὶ τῶν ἐν αὑτῇ ἀνθρώπων, σ. ἐν πλοίοις Ξεν. Οἰκ. 8, 17, κτλ.· καθόλου, εἶμαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, πλέω, Ἀππ. Μιθρ. 77· ― μεταφορ., κινοῦμαι ὡς πλοῖον ἐν θαλάσσῃ, ἄνω κάτω ταράττομαι, ὑποφέρω ἐκ τρικυμίας, διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, πόλις γὰρ ... ἄγαν ἤδη σαλεύει Σοφ. Ο. Τ. 23· πρόδοτος δὲ ... σ. Ἠλέκτρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1074· ὅταν ... σαλεύῃ πόλις Εὐρ. Ρῆσ. 249· οὕτως, ἐν νόσοις ἢ γήρᾳ σαλ. Πλάτ. Νόμ. 923Β, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 24· ἐν κινδύνῳ σ. Διον. Ἁλ. 19. 11· σ. ὑπέρ τινος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Πυθαγόρας· εἶμαι ἀσταθής, Πολυδ. Ϛ΄, 121· ― ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ Λατ. versari, ἐνασχολοῦμαι, ἐν τούτοις Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 65· ἴδε ἐν λέξ. σάλος ΙΙ. 2) ἐπὶ πλοίου ὡσαύτως, σ. ἐπ’ ἀγκύρας, εἶμαι ἠγκυροβολημένος, Πλούτ. 2. 493D· ἐπὶ μιᾶς ἀγκ. Συνέσ. 164Α, πρβλ. 163 D, Πολύαιν. 2. 2, 7· ― ἐντεῦθεν μεταφορ., σ. ἐπὶ τῶν ἐλπίδων Ἡλιόδ. 1. 9· ὡσαύτως, σ. ἐπί τινι, στηρίζομαι ἐπὶ τινος φίλου μου, Πλουτ. Δημήτρ. 38, Ἡλιόδ. 1. 26· γραῦν ἐπὶ ἑνὶ γομφίῳ σ. Ἀλκίφρων 3. 28· ἐπὶ τοιούτοις παραγγέλμασιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 12 (ἐντεῦθεν μετέπειτα ἐπὶ σημασ. μεταβατικῆς, σ. ἐπὶ τινι τὸν βίον, τὰς ἐλπίδας, ἀγκυροβολῶ, «ἀράζω»τὸν βίον, τὰς ἐλπίδας, Μακάρ. παρὰ τῷ Villois. Anecd. 2. 60, Ἡλιόδ. 2. 33, Εὐμάθ. 93Α)· πρβλ. ὀχέω ΙΙ. 3. 3) μεταφορ., περιπατῶ, κινοῦμαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡς πλοῖον ἐν θαλάσσῃ, βαδίζω ἀσταθῶς, ἐπὶ ἀνθρώπων ἐχόντων διισταμένην τὴν κατὰ τὰ ἰσχία ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 12. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλεύειν· ῥιπτάζεσθαι».
French (Bailly abrégé)
ao. ἐσάλευσα, pf. inus.
Pass. f. σαλευθήσομαι, ao. ἐσαλεύθην, pf. σεσάλευμαι;
I. tr. agiter, secouer, ébranler, acc. ; fig. τὴν δόξαν PLUT ébranler ou ruiner la réputation de qqn;
II. intr. être agité, d’où
1 se balancer en marchant, particul. marcher d’une allure prétentieuse, se pavaner;
2 en parl. d’un navire à l’ancre être agité d’un mouvement de roulis ; être à l’ancre;
3 fig. être agité, troublé, incertain, vacillant.
Étymologie: σάλος.
English (Strong)
from σάλος; to waver, i.e. agitate, rock, topple or (by implication) destroy; figuratively, to disturb, incite: move, shake (together), which can(-not) be shaken, stir up.
English (Thayer)
1st aorist ἐσάλευσα; passive, present participle σαλευόμενος; perfect participle σεσαλευμενος; 1st aorist ἐσαλευθην; 1future σαλευθήσομαι; (σάλος, which see); from Aeschylus and Aristophanes down; in the Sept., passive σαλεύομαι for מוט and נוּעַ;
a. properly, of the motion produced by winds, storms, waves, etc.; to agitate or shake: κάλαμον, passive, to cause to totter, τάς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, passive, τήν γῆν, τά μή σαλευόμενα, the things which are not shaken, i. e. the perfect state of things which will exist after the return of Christ from heaven and will undergo no change, opposed to τά σαλευόμενα, the present order of things subject to vicissitude and decay, To shake thoroughly, of a measure filled by shaking its contents together, to shake down, overthrow, i. e. tropically, to cast down from one's (secure and happy) state, to move or agitate the mind, to disturb one:τινα ἀπό τοῦ νως, so as to throw him out of his sober and natural mental state (Buttmann, 322 (277)), τούς ὄχλους, to stir up, Acts 17:13.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν σάλος
1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.)
β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.)
2. (αμτβ.) κινούμαι πάνω κάτω ή εδώ κι εκεί, ταλαντεύομαι («με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή», Σολωμ.)
νεοελλ.
1. κάνω μια μικρή κίνηση, μετακινούμαι κατά τι, μετατοπίζομαι («κανένα φύλλο δε σάλευε, καμιά κίνηση δεν τάραζε την βαριά γαλήνη του κήπου», Γ. Θεοτοκάς)
2. πηγαινοέρχομαι («σάλευε ο λεόπαρδος μέσ' το σιδερόφραχτο κλουβί», Παλαμ.)
3. μτφ. κινδυνεύω να ανατραπώ, κλονίζομαι («σαλεύει η κυβέρνηση μετά τα τελευταία γεγονότα»)
4. φρ. α) «σαλεύει το ψάρι» — είναι ακόμα ζωντανό, είναι φρέσκο
β) «σάλεψε ο νους του [ή το μυαλό του]» — έχασε τα λογικά του, τρελάθηκε
γ) «σαλεύγω πόδα»
(στον Ερωτόκρ.) κινώ το πόδι μου, προχωρώ, βαδίζω
μσν.-αρχ.
μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάποιον ή σε κάτι («σαλεύειν ἐπὶ τῶν ἐλπίδων», Ηλιόδ.)
Greek Monotonic
σᾰλεύω: αόρ. αʹ ἐσάλευσα — Παθ., μέλ. σαλευθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσαλεύθην, παρακ. σεσάλευμαι· (σάλος)·
I. κάνω κάτι να σείεται, να δονείται, κουνάω εδώ κι εκεί, ταλαντώνω, ταράζω, πάλλω, τραντάζω, σε Ευρ., Ανθ.· σαλεύω τοὺς ὄχλους, τους υποκινώ, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., κουνιέμαι πέρα δώθε, κλυδωνίζομαι, δονούμαι, ταλαντεύομαι, τρεκλίζω· χθὼν σεσάλευται, σε Αισχύλ.
II. αμτβ., κινούμαι πάνω-κάτω, περιστρέφομαι, αναταράζομαι, κυμαίνομαι, παραδέρνω στη φουρτούνα, σκαμπανεβάζω, όπως στη θάλασσα, σε Ξεν.· μεταφ.,
1. κλυδωνίζομαι όπως το πλοίο στη θάλασσα, βρίσκομαι σε κατάσταση τρικυμίας, είμαι φουρτουνιασμένος, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική αναταραχή, σε Σοφ., Ευρ.
2. λέγεται για πλοίο επίσης, είμαι αγκυροβολημένος· μεταφ., σαλεύω ἐπί τινι, κρέμομαι στα χέρια του φίλου μου, στηρίζομαι, βασίζομαι σ' αυτόν, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαλεύω [σάλος] met acc. aan het wankelen brengen:; τὴν οἰκίαν σ. het huis doen schudden NT Luc. 6.48; pass..; χθὼν σεσάλευται de aarde trilt op haar grondvesten Aeschl. PV 1081; overdr..; τοὺς ὄχλους σ. de menigten ophitsen NT Act. Ap. 17.13; pass.. εἰς τὸ μὴ ταχέως σαλευθῆναι ὑμᾶς ἀπὸ τοῦ νοός opdat u niet zo snel uw bezinning verliest NT 2 Thes. 2.2. intrans. deinen (op de golven); overdr. schommelen:; σαλεύουσιν ἐν τῇ ὁδοιπορίῃ ἔνθα καὶ ἔνθα zij schommelen bij het wandelen heen en weer Hp. Art. 56; overdr.. μόνα σαλεύει ἁ παίς in haar eentje verkeert het meisje (Electra) in grote moeilijkheden Soph. El. 1074; ἐπί τούτῳ μόνῳ σ. op hem (de zoon) alleen zijn wankele hoop stellen Plut. Demetr. 38.7.
Russian (Dvoretsky)
σᾰλεύω:
1) трясти, качать, шевелить (τινά Anth.; κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT): χθὼν σεσάλευται Aesch. земля всколебалась; γυῖα σαλευόμενος Anth. качающийся всем телом (досл. с шатающимися членами); ὑπὸ τῆς τύχης σαλεύεσθαι Plut. быть швыряемым судьбой; σαλεύεσθαι πρός τι Plut. испытывать влечение к чему-л.;
2) расшатывать, подрывать (δόξαν Plut.; ἀλήθειαν Sext.);
3) качаться, быть колеблемым: ἰσχυρῶς σαλεύοντες (ἐν τοῖς πλοίοις) Xen. попавшие на (своих) судах в сильную качку; ἐπ᾽ ἀγκύρας σ. Plut. качаться на якорях;
4) быть расстроенным, расшатанным (ἡ τυραννὶς σαλεύουσα Plut.; ἐν νόσοις σαλεύοντες Plat.);
5) волноваться, быть потрясенным (Ἠλέκτρα σαλεύει Soph.): πόλις σαλεύει Soph. город охвачен волнением;
6) быть привязанным, доверять(ся) (ἐπί τινι Plut.);
7) быть поглощенным, постоянно заниматься (ἔν τινι Sext.);
8) возбуждать, возмущать (τοὺς ὄχλους NT).
Middle Liddell
σάλος
I. to cause to rock, make to oscillate, shake to and fro, Eur., Anth.; σα. τοὺς ὄχλους to stir them up, NTest.:—Pass. to be shaken to and fro, totter, reel, χθὼν σεσάλευται Aesch.
II. intr. to move up and down, to roll, toss, as on the sea, Xen.:—metaph. to toss like a ship at sea, to be tempest-tost, be in sore distress, Soph., Eur.
2. of a ship also, to ride at anchor: metaph., σα. ἐπί τινι to ride at anchor on one's friend, depend upon him, Plut.
Chinese
原文音譯:saleÚw 沙留哦
詞類次數:動詞(15)
原文字根:搖動 相當於: (מֹוט)
字義溯源:擺動,搖動,搖晃,顫抖,吹動,震動,聳動;源自(σάλος)*=震動)。參讀 (ἀνασείω)同義字
出現次數:總共(15);太(2);可(1);路(4);徒(4);帖後(1);來(3)
譯字彙編:
1) 吹動的(2) 太11:7; 路7:24;
2) 被震動的(2) 來12:27; 來12:27;
3) 要震動(2) 太24:29; 可13:25;
4) 被搖動(1) 帖後2:2;
5) 震動了(1) 來12:26;
6) 聳動(1) 徒17:13;
7) 我⋯被搖動(1) 徒2:25;
8) 震動(1) 徒4:31;
9) 搖晃著(1) 路6:38;
10) 搖動(1) 路6:48;
11) 都要震動(1) 路21:26;
12) 都搖動了(1) 徒16:26