ἡσυχία

From LSJ
Revision as of 15:38, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχία Medium diacritics: ἡσυχία Low diacritics: ησυχία Capitals: ΗΣΥΧΙΑ
Transliteration A: hēsychía Transliteration B: hēsychia Transliteration C: isychia Beta Code: h(suxi/a

English (LSJ)

Ion. ἡσυχίη, Dor. ἁσυχία (?), ἡ,
A rest, quiet, Od.18.22, etc.; personified in Pi.P.8.1, Ar. Av.1321 (lyr.); ἁ. φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48: c. gen. obj., ἡσυχίη τῆς πολιορκίης = rest from the siege, Hdt.6.135; ἡσυχία τῆς ἡδονῆς Pl.R. 583e; τοῦ λυπεῖσθαι ibid; περί τι ib.c; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχία D.5.25: in plural, αἱ ἡ. σήπουσι Pl. Tht.153c.
2 silence, stillness, E.Alc.77 (anap.); especially of the Pythagoreans, Luc.Vit.Auct.3.
3 with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι = keep quiet, Hdt.1.206; ἐν τῇ ἡσυχία, opp. ἐν τῷ πολέμῳ, Th.3.12; ἐν ἡσυχίῃ ἔχειν τι = to keep it quiet, not speak of it, Hdt.5.92.γ; ἐν ἡσυχίῃ ἔχειν σφέας αὐτούς ib.93; ἐν ἡσυχίῃ διατριβείν Hdn.2.5.2; ἐφ' ἡσυχίας Ar.V.1517; μένειν ἐπὶ ἡσυχία Hdn.1.13.2; κατ' ἡσυχίην πολλήν = quite at one's ease, Hdt.1.9, cf. 7.208, D.8.12; καθ' ἡσυχίαν = at leisure, Ar.Lys.1224, Th. 3.48, etc.; opp. διὰ σπουδῆς, X.HG6.2.28; μετὰ ἡσυχίας = quietly, E. Hipp.205 (anap.).
4 with Verbs,
a ἡσυχίαν ἄγειν = keep quiet, be at peace or be at rest, Hdt.1.66, Pl.Ap.38a, Isoc.6.2, D.4.1, etc.; περὶ μὲν τῶν ἄλλων ἡ. ἦγον, ὑπὲρ δέ.. Isoc.10.49; κινήσεων from movements, Pl.Ti.89e; keep silent, Hdt.5.92, E.Andr.143 (lyr.), Ar. Ra.321: pl., τὰς ἡσυχίας ἄγειν or ἔχειν, Ath.3.114a, 11.493f.
b ἡσυχίαν ἔχειν = ἡσυχίαν ἄγειν, but generally implying less continuance, Hdt.2.45, 7.150, X.Cyr.1.4.18, HG3.2.27; ἡσυχίαν ἔχειν πρός τινα Lys.28.7; keep silent, τὰ δεινὰ ἡσυχίαν ἑκτέον about them, D.58.60.
II solitude, a sequestered place, h.Merc.356, X.Mem.2.1.21.

German (Pape)

[Seite 1178] ἡ, Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; Od. 18, 22; ἁσυχίαν φιλεῖ συμπόσιον Pind. N. 9, 114; ὁ τ ᾶς ἡσυχίας βίοτος Eur. Bacch. 388 (sonst nicht bei Tragg.); Gegensatz von κίνησις, Plat. Legg. VII, 790 d; von ἀγῶνες u. πολυπραγμοσύνη, Isocr. 6, 104. 8, 26; τινός, vor Etwas, z. B. τῆς πολιορκίας, Her. 6, 135; τῆς πικρότητος Plat. Tim. 71 c, vgl. Rep. IX, 583 e; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Nichts unternehmen u. ä., Her. 7, 150 Plat. Prot. 356 e Gorg. 493 e Dem. 1, 14. 21, 20 u. sonst; im Gegensatz von κινεῖσθαι Xen. An. 4, 5, 13; πολλὴν ἡσ. ἔχειν Isocr. 6, 2; πρός τινα Lys. 28, 7; häufiger ἡσυχίαν ἄγειν, Her. 1, 66 Isocr. 4, 118; καὶ καρτερεῖν Plat. Phaed. 117 e; ὑπέρ τινος, im Gegensatz von ὑπὲρ δὲ ταύτης τηλικοῦτον συνεστήσαντο πόλεμον, Isocr. 10, 49. Erst Sp. auch τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. – Andere Vrbdgn: ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, Her. 5, 92, 3, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, 5, 93, sie schwiegen, wie Luc. Vit. auct. 3 ἡσ. καὶ ἀφωνία vrbdt; καὶ σιωπή, Plut. Demetr. 8; vgl. Eur. Alc. 78 τί ποθ' ἡσυχία πρόσθεν μελάθρων; τί σεσίγηται δόμος; ἐξελθὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort, Xen. Mem. 2, 1, 21; διάγειν ἐν ἡσυχίᾳ, Dem.; ἐφ' ἡσυχίας, Ar. Vesp. 1517; Luc. Tox. 44; häufiger καθ' ἡσυχίαν, in Ruhe, Gegensatz von διὰ σπουδῆς, Xen. Hell. 6, 2, 28; ἐφ' ἡσυχίᾳ μένειν, Hdn. 1, 13, 3; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ γενέσθαι, Plat. Rep. IX, 575 b. Den plur. hat Plat. Theaet. 153 c; Ath. XI, 493 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 tranquillité, calme, repos : μεθ' ἡσυχίας EUR, καθ' ἡσυχίαν XÉN tranquillement, en repos, en paix ; ἡσυχίαν ἄγειν HDT, ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν HDT être en repos, se tenir en repos, vivre tranquille;
2 tranquillité, paix : ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχία DÉM le calme, conséquence de la paix ; ἐν ἡσυχίᾳ THC en état de paix;
3 loisir : καθ' ἡσυχίαν THC à loisir ; καθ' ἡσυχίην πολλήν HDT tout à fait à son aise;
4 placidité, lenteur, douceur;
5 silence : ἡσυχίαν ἄγειν HDT, ἡσυχίαν ἔχειν ISOCR garder le silence ; ἐν ἡσυχίῃ ἔχειν τι HDT tenir une chose secrète;
6 solitude, retraite solitaire;
II. action de faire cesser : ἡσυχία πολιορκίας HDT levée d'un siège.
Étymologie: ἥσυχος.

Russian (Dvoretsky)

ἡσῠχία: ион. ἡσυχίη, дор. ἁσυχία (ᾱς) ἡ
1 спокойствие, покой (τῆς Ἡσυχίας ἐυάμερον πρόσωπον Arph.): μεθ᾽ ἡσυχίας Eur., ἐφ᾽ ἡσυχιας Arph., καθ᾽ ἡσυχίαν Xen., Arst. спокойно, тихо, мирно; ἡσυχίαν ἄγειν, δι᾽ ἡσυχίης εἶναι и ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν Her. оставаться спокойным, ничего не предпринимать; κατ᾽ ἡσυχίην πολλήν Her. совершенно спокойно; ἡσυχίαν πρός τινα ἔχειν Lys. не беспокоить (оставить в покое) кого-л.; ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡ. Dem. спокойствие, которое дает мир;
2 отдых, отдохновение, освобождение, прекращение (ἡ. τῆς πολιορκίης Her.): τῶν ἑαυτοῦ κινήσεων ἡσυχίαν ἄγειν Plat. перестать двигаться;
3 тишина, молчание: τί ποθ᾽ ἡ. πρόθεν μελάθρων; Eur. что за безмолвие перед домом (Адмета)?; ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι Her. хранить молчание о чем-л.;
4 мир, мирное время: οἱ μὲν ἡμᾶς ἐν τῷ πολέμῳ ἐθεράπευον, ἡμεῖς δὲ ἐκείνους ἐν τῇ ἡσυχίᾳ τὸ αὐτὸ ἐποιοῦμεν Thuc. они (афиняне) хорошо относились к нам во время войны, а мы поступали так же в отношении их в мирное время;
5 безлюдное место, уединение (εἰς ἡσυχίαν ἐξελθεῖν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχία: Ἰων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, ἡ, ἀκινησία, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κίνησις, θόρυβος, κόπος, κτλ., Ὀδ. Σ. 22· προσωποπ., φιλόφρον Ἁσυχία, Δίκας... θύγατερ Πίνδ. Π. 8. 1, ἀγανόφρων Ἡσυχία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1321· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.: - μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἡσ. τῆς πολιορκίης..., ἀνάπαυσις ἀπὸ..., Ἡρόδ. 6. 135· τῆς ἡδονῆς Πλάτ. Πολ. 583Ε· τοῦ λυπεῖσθαι αὐτόθι C· ἡ ἀπὸ τῆς ειρήνης ἡσ., ἡ ἀκολουθοῦσα τὴν εἰρήνην ἀνάπαυσις, Δημ. 63. 10· κατὰ πληθ., Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) σιωπή, ἠρεμία, ἀκινησία, Εὐρ. Ἀλκ. 77. 3) μετὰ προθέσ., δι’ ἡσυχίης εἰμί, εἶμαι ἥσυχος, ἡσυχάζω, Ἡρόδ. 1. 206· - ἐν ἡσυχίᾳ, ἀντίθ. ἐν πολέμῳ, Θουκ. 3. 12· ἐν ἡσ. ἔχειν τι, οὐδὲν λέγειν, σιωπᾶν περί τινος, Ἡρόδ. 5. 92, 3· ἐν ἡσ. ἔχειν ἑαυτὸν αὐτόθι 93· ἐν ἡσ. διατρίβειν Ἡρῳδιαν. 2. 5· - ἐφ’ ἡσυχίας Ἀριστοφ. Σφ. 1517· μένειν ἐφ’ ἡσυχίᾳ Ἡρῳδιαν.· - κατ’ ἡσυχίην πολλὴν Ἡρόδ. 1. 9., 7. 208, Δημ.· καθ’ ἡσυχίαν, ἐν ἀναπαύσει, Ἀριστοφ. Λυσ. 1224, Θουκ. 3. 48, κτλ.· ἀντίθ. διὰ σπουδῆς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· - μεθ’ ἡσυχίας, ἡσύχως, Εὐρ. Ἱππ. 205. 4) μετὰ ῥημάτων, α) ἡσυχίαν ἄγω, ἔχω ἡσυχίαν, ἡσυχάζω, εἶμαι ἐν εἰρήνῃ, Ἡρόδ. 1. 66., 7. 150. Πλάτ., κτλ.· πρός τινα, ἐν σχέσει πρός τινα, Λυσ. 180. 11· ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἰσοκρ. 217D· κινήσεων, ἀπὸ κινήσ., Πλάτ. Τιμ. 89Ε· - ὡσαύτως, σιγῶ, σιωπῶ, Ἡρόδ. 5. 92, Εὐρ. Ἀνδρ. 143, Ἀριστοφ. Βατρ. 321· - σπανίως, τὴν ἡσυχίαν ἄγειν Ellendt Ἀρρ. 1. 14, 8. β) ἡσ. ἔχειν = ἡσ. ἄγειν Ἡρόδ. 2. 45., 7. 150, Ἀττ.· διαμένω ἥσυχος, Ξεν. Ἐλλ. 3. 2, 13· ἡσ. ἔχειν πρός τινα Λυσ. 180. 10· ἐξακολουθῶ σιωπῶν, Ἰσοκρ. 116Α. ΙΙ. ἐρημία, τόπος ἐρημικός, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 356, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21.

English (Slater)

ἡςῠχία (-ία, -ίας, -ίαν, -ία: ἁσυχ- scripsit passim Boeckh: v. Forssman, 48ff.) peace, quiet καὶ πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (sc. Ψαύμιδα) (O. 4.16) δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν (P. 1.70) ἡσυχίᾳ θιγέμεν, μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν (P. 4.296) esp., rest from toil: ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (sc. Ἡρακλέα) (N. 1.70) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (Pae. 2.33) pro pers., φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.1) ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. frag. ἡ]συχίαν Κέῳ[ (Pae. 4.7)

English (Strong)

feminine of ἡσύχιος; (as noun) stillness, i.e. desistance from bustle or language: quietness, silence.

English (Thayer)

ἡσυχίας, ἡ (from the adjective ἡσύχιος, which see; the feminine expresses the general notion (Winer's Grammar, 95 (90)), cf. αἰτία, ἀρετή, ἔχθρα, etc.) (from Homer down);
1. quietness: descriptive of the life of one who stays at home doing his own work, and does not officiously meddle with the affairs of others, silence: 1 Timothy 2:11 f

Greek Monolingual

η (AM ἡσυχία) ήσυχος
1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («της νύχτας η ησυχία»)
2. η κατάσταση του αναπαυομενου, του αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν τελειώσω τη δουλειά αυτή, θα βρω ησυχία»)
3. τόπος ερημικός, ήσυχος, ερημιά
νεοελλ.
1. φρ. «με την ησυχία σου»
α) χωρίς να πολυστενοχωρηθείς
β) χωρίς να βιάζεσαι
2. «ησυχία» — παράγγελμα προς αυτούς που θορυβούν για να σταματήσουν κάθε θόρυβο
αρχ.
1. (με γεν. αντικ.) διακοπή, ανάπαυση από κάτι («ἡσυχίη τῆς πολιορκίας», Ηρόδ.)
2. ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη
3. φρ. «ἡσυχίαν ἄγω» ή «ἡσυχίαν ἔχω»
α) αδρανώ
β) αναπαύομαι
γ) σιωπώ
4. (φρ. με πρόθ.) α) «δι' ἡσυχίας εἰμί» — είμαι ήσυχος, ησυχάζω
β) «ἐν ἡσυχίᾳ εἰμί» — βρίσκομαι σε ειρήνη
γ) «ἐν ἡσυχίᾳ ἔχω τι» — δεν λέω τίποτε, σιωπώ για κάτι
δ) «ἐν ἡσυχίᾳ διατρίβω» — παραμένω ήσυχος
ε) «καθ' ἡσυχίαν» — σε ανάπαυση, αντίθ. του «διά σπουδῆς» — στ. «μεθ' ἡσυχίας» — ήσυχα.

Greek Monotonic

ἡσῠχία: Ιων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, ἡ,
I. 1. αταραξία, στατικότητα, ηρεμία, ξεκούραση, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ξεκουράζομαι από κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. με πρόθεση, δι' ἡσυχίης εἶναι, είμαι ήσυχος, ησυχάζω, σε Ηρόδ.· ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι, κρατώ κάτι κρυφό, σιωπώ, δεν μιλώ γι' αυτό, στον ίδ.· ἐφ' ἡσυχίας, σε Αριστοφ.· κατ' ἡσυχίην πολλήν, σε Ηρόδ.· καθ' ἡσυχίαν, σε ανάπαυση, σε Θουκ.· μεθ' ἡσυχίας, ήσυχα, σιγανά, σιωπηλά, σε Ευρ.
3. με ρήματα· ἡσυχίαν ἄγειν, είμαι ήρεμος, ησυχάζω, ηρεμώ, είμαι γαλήνιος, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, ἡσυχίαν ἔχειν, σε Ηρόδ., Αττ.
II. τόπος απομόνωσης, τόπος ερημικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.

Middle Liddell

ἁσυχία, ἡ,
I. stillness, rest, quiet, Od., Hdt., Attic:—c. gen. rest from a thing, Hdt., Plat.
2. with Preps., δι' ἡσυχίης εἶναι to keep quiet, Hdt.:— ἐν ἡς. ἔχειν τι to keep it quiet, not speak of it, Hdt.:— ἐφ' ἡσυχίας Ar.:— κατ' ἡσυχίην πολλήν quite at one's ease, Hdt.; καθ' ἡσυχίαν at leisure, Thuc.:— μεθ' ἡσυχίας quietly, Eur.
3. with Verbs, ἡσυχίαν ἄγειν to keep quiet, be at rest, keep silent, Hdt., Attic:—so ἡσυχίαν ἔχειν Hdt., Attic
II. solitude, a sequestered place, Hhymn., Xen.

Chinese

原文音譯:¹suc⋯a 赫需希阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:安靜
字義溯源:沉靜,安靜,安息,平安;源自(ἡσύχιος)*=安靜)
出現次數:總共(4);徒(1);帖後(1);提前(2)
譯字彙編
1) 沉靜(2) 提前2:11; 提前2:12;
2) 安靜(2) 徒22:2; 帖後3:12

English (Woodhouse)

calm, calmness, gentleness, impassivity, nonchalance, peace, quiet, tranquility, equability of temper, peace of mind, peacefulness of disposition, quiet disposition

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

quies, tranquillitas, peace, tranquility, 1.70.8, 1.124.2, (prae tranquillitatis studio, because of zeal for tranquility) 2.22.1, 5.40.3, 8.66.2,
quietum se tenere, to remain quiet, 2.72.1. 2.100.6. 5.94.1. 6.24.4.
oliose, idly, at leisure, 1.74.4, 1.83.3. 1.85.1, 2.93.3. 3.48.1. 4.22.1, 4.117.1. 5.26.5. 5.65.5. 5.73.3. 5.86.1. 6.25.2, 6.64.1. 6.66.1. 7.38.3. 7.40.2. 7.73.3. 7.73.37.74.2. 8.27.2. 8.103.2.
Oppon. bello, opposed to war 1.71.1, 3.12.1, 3.64.3, 4.62.2, 5.16.1, 5.35.1, 5.53.1,
ut Corinthus pacata csset, so that Corinth might be at peace. 6.18.4,
cessatio, stopping, ceasing, 3.6.1.

Translations

silence

Afrikaans: stilte; Albanian: heshtje; Arabic: صَمْت‎, سُكُوت‎; Egyptian Arabic: سكوت‎; Armenian: լռություն; Asturian: silenciu; Azerbaijani: sükut; Bashkir: тынлыҡ; Belarusian: цішыня, маўчанне; Breton: didrouz; Bulgarian: тишина, мълчание; Catalan: silenci; Chinese Mandarin: 沉默; Crimean Tatar: süküt; Czech: ticho, mlčení; Danish: tavshed, stilhed; Dutch: stilte; Esperanto: silento; Estonian: vaikus; Faroese: tøgn; Finnish: hiljaisuus, äänettömyys; French: silence; Galician: silencio; Georgian: დუმილი; German: Stille, Schweigen; Alemannic German: Stili; Gothic: 𐌸𐌰𐌷𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: σιωπή, σιγή, ησυχία; Ancient Greek: ἀγλωσσία, ἀγρυξία, ἀκή, ἀκτυπησία, ἀποσιώπησις, ἀρρησία, ἁσυχία, ἀφθεγξία, ἀφωνία, ἀφωνίη, ἀψοφία, γλωσσαργία, εὐκαμία, εὐφιμία, ἐχεμυθία, ἡσυχία, ἡσυχίη, σῖγα, σιγή, σιωπή, σωπή, φίμωσις; Hebrew: שקט‎, דממה‎; Hindi: ख़ामोशी, चुप्पी, मौनता; Hungarian: csend, csönd, hallgatás; Icelandic: þögn, ró; Ido: silenco; Irish: tost; Italian: silenzio; Japanese: 静けさ, 静寂, 黙秘, 沈黙; Kazakh: тыныштық, жайшылық; Korean: 침묵; Kurdish Central Kurdish: بێدەنگ‎; Northern Kurdish: bêdengî; Kyrgyz: унчукпоо; Latin: silentium; Latvian: klusums; Lithuanian: tyla; Macedonian: тишина, молчење, штама; Maori: haumūmūtanga; Marathi: शांतता; Mongolian: нам гүм; Nepali: मौनता; Northern Sami: jaskatvuohta; Norwegian: ro, taushet, togn; Bokmål: stillhet; Occitan: silenci; Old Church Slavonic: тишина; Old English: swīġe, stilnes; Old Norse: þǫgn; Pashto: ګنګه روژه‎, چوپتيا‎; Persian: خاموشی‎, سکوت‎; Polish: cisza, milczenie; Portuguese: silêncio; Quechua: upalla; Romanian: liniște, tăcere; Russian: тишина, молчание; Samoan: fīlēmū; Scots: seelence; Scottish Gaelic: tosd, sàmhchair; Serbo-Croatian Cyrillic: тишѝна, му̑к; Roman: tišìna, mȗk; Slovak: ticho, mlčanie; Slovene: tišina, molk; Southern Altai: унчукпас; Spanish: silencio; Swahili: kimya; Swedish: tystnad; Tagalog: katahimikan; Tatar: тынлык; Telugu: నిశ్శబ్దము, మౌనము; Tetum: nonook; Thai: ความเงียบ; Tocharian B: ām; Tongan: fakalongo; Turkish: sessizlik, sükut; Turkmen: ümsümlik; Ukrainian: тиша, мовчання; Urdu: خاموشی‎; Vietnamese: sự yên lặng; Volapük: seil; Welsh: distawrwydd, tawelwch; Yiddish: שטילקייט‎; Yucatec Maya: ch'een, ch'ench'enki; Zulu: ukuthula