μεταβαίνω
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
A fut. -βήσομαι h.Ven.293: aor. μετέβην, imper. μετάβηθι Od.8.492, μετάβα Alex.14: pf. -βέβηκα:—Med., aor. 3sg. μετεβήσετο or -σατο A.R.4.1176:—pass over from one place to another, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει (for μετεβεβήκει) the stars had passed over the meridian, Od.12.312, 14.483 (but τοῦ ἄστρου μεταβαίνοντος μίαν ἡμέραν διὰ τεσσάρων ἐτῶν OGI56.42 (Canopus, iii B. C.)); μ. ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.7.73, cf.1.57; μ. ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν Ev.Luc.10.7: abs., change one's abode, PTeb.316.20 (i A.D.): metaph., ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει according as right passes over (from one side to the other), A. Ch.308 (anap.).
2 in writing or speaking, pass from one subject to another, μετάβηθι change thy theme, Od.8.492; μεταβάντες changing their course, turning round, Hdt.8.4; μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον h.Ven.l.c.; ἐπανέλθωμεν ὅθεν δεῦρο μετέβημεν Pl.Cra.438a; ἀπὸ τοῦ ψέγειν πρὸς τὸ ἐπαινεῖν Id.Phdr.265c; ἀπ' ἐμψύχων ἐπ' ἄψυχα μ. Phld. Rh.1.172 S.; μεταβαίνων ὁ λόγος advancing step by step, Arist.EN 1097a24.
3 pass from one state to another, change, [αἱ πολιτεῖαι] οὐκ εὐθὺς μ. Id.Pol.1292b18, etc.: freq. with Preps., μ. ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον Pl.Prm.165a; of changes of fortune in a drama, μ. εἰς εὐτυχίαν Arist.Po.1455b27; μ. ἐκ τῆς τιμαρχίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν Pl.R. 550d; μεταβαίνει τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας comes on after... ib.569c; μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν 1 Ep.Jo.3.14; ἀπὸ τοῦ παιδὸς εἰς τὸν ἄνδρα Luc.Am.24; μ. εἰς ἀλεκτρυόνα Id.Gall.4.
4 in the Epicurean logic, make a transition: hence, infer, esp. from analogy or resemblance, λόγος ὁ μεταβαίνων ἀπό τινος ἐπί τι Phld.D.3.12, cf. Sign. 5, al.
5 c. acc., pass to another place or state, ἄνω μεταβὰς βίοτον E.Hipp.1292 (anap.); μ. τόπον ἐκ τόπου S.E.M.10.52.
b go after, follow a pursuit eagerly, Opp.H.4.418.
II causal in aor. 1 μεταβῆσαι, carry over or away, τινὰ ποτὶ δῶμα Διὸς -βᾶσαι Pi.O.1.42; change, ἄστρων ὁδούς E.El.728 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 144] (s. βαίνω), 1) übergehen von einem Punkte zu einem andern, im Gesange zu einem andern Gegenstande übergehen, ἀλλ' ἄγε δὴ μετάβηθι, Od. 8, 492, εἴς τι, H. h. Ven. 294, vgl. 8, 9. 17, 11, hinübergehen; so erkl. man als Tmesis ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει, die Sterne waren hinübergegangen, nämlich über die Hälfte des Himmels, sie hatten culminirt, Od. 12, 312. 14, 483; ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει, wohin, wie weit es geht, Aesch. Ch. 306; πτηνὸς ἄνω μεταβὰς βίοτον, Eur. Hipp. 1292, erkl. der Schol. μεταβιβάσας, μεταβαλών, wo Valcken. unnöthig πτηνόν ändern will, eigtl. hinübergegangen mit dem Leben; aber μεταβαινέμεν ἄγρην ist = dem Fange nachgehen, Opp. H. 4, 418. Häufiger in Prosa, μεταβαίνειν ἐς ταῦτα τὰ χωρία, Her. 1, 57; μεταβαίνοντα εἰς ἕτερον ἀεὶ τόπον, Plat. Legg. X, 893 d; übrtr., ἐκ τῆς τιμαρχίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, Rep. VIII, 550 d; ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον, Parm. 65 a; ἐκ τούτου μὴ μεταβαῖνον, nicht da herausgehend, 146 a; ὡς τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας μεταβαίνει, daraus hervorgeht, Rep. VIII, 569 c; auch bei Sp., ἀπὸ τοῦ παιδὸς εἰς τὸν ἄνδρα, Luc. Amor. 24; μεταβέβηκα εἰς ἀλεκτρυόνα, Gall. 4; bes. in der Rede auf etwas Anderes übergehen; – μετάβα = μετάβηθι wird aus Alexis angeführt B. A. 108. – 2) der aor. I. in trans. Bdtg, δαμέντα – ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι, hinüberfahren, Pind. Ol. 1, 42; ἄστρων μετέβασ' ὁδοὺς Ζεύς, Eur. El. 728 nach Musgr.
French (Bailly abrégé)
f. μεταβήσομαι, ao.2 μετέβην, etc.
I. intr. 1 passer d'un endroit à un autre : ἔκ τινος εἴς τι passer d'une situation à une autre ; ματαβαίνειν εἰς ἀλεκτρύονα LUC être changé en coq;
2 sortir de, naître de : τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας μεταβαίνει PLAT la tyrannie naît de la démocratie;
II. tr., à l'ao. μετέβησα;
1 faire passer, transporter;
2 faire changer, changer.
Étymologie: μετά, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μεταβαίνω: (fut. μεταβήσομαι)
1 переходить, переезжать, переселяться (ἐς τὴν Ἀσίην Her.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; ἐντεῦθεν ἐκεῖ NT): μετὰ δ᾽ ἄστρα βεβήκει Hom. звезды перешли (высшую точку), т. е. склонялись к закату;
2 перен. переходить (ἄλλον ἐς ὕμνον HH; ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον Plat.): ἀλλ᾽ ἄγε δὴ μετάβηθι Hom. перейди же (к другому), т. е. спой о чем-л. другом; ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει Aesch. куда ведет, т. е. как требует справедливость; οἱ μεταβαίνοντες ἐκ παίδων Plat. выходящие из детского возраста; ἀπὸ τοῦ παιδὸς εἰς τὸν ἄνδρα μ. Luc. становиться из ребенка взрослым человеком;
3 исходить, проистекать (ἔκ τινος Plat.);
4 (только aor.) перенести (ἄνω βίοτον Eur.);
5 (только aor.) сместить, изменить (ἄστρων ὁδούς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. μετέβην, προστ. μετάβα (ἀντὶ -βηθι) Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 2, πρκμ. -βέβηκα. Ὑπάγω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, μετὰ δ’ ἄστρα βεβήκει (ἀντὶ μετεβεβήκει), μετέβησαν πρὸς τὴν δύσιν, Ὀδ. Μ. 312., Ξ. 482· (ὡς τὸ προβέβηκε ἐν Ἰλ. Κ. 252)· οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, μετ. ἐς τὴν Ἀσίην Ἡρόδ. 7. 73, πρβλ. 1. 57· μεταφορ., Διόθεν τῇδε τελευτᾶν, ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει, «τούτῳ τῷ τρόπῳ εἴη ἀποβῆναι, καθάπερ ἐπινεύει τὸ δίκαιον» (Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 308. 2) ἐν τῷ γραπτῷ ἢ προφορικῷ λόγῳ, μεταβαίνω ἀπὸ μιᾶς ὑποθέσεως εἰς ἄλλην, μετάβηθι, μετάβαλε τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου σου, Ὀδ. Θ. 492· μεταβάντες, μεταστραφέντες, Ἡρόδ. 8. 4· μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 294, κ. ἀλλ.· ὅθεν δεῦρο ἀπέβημεν Πλάτ. Κρατ. 438Α· ἀπό τινος πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 265C. 3) μεταβαίνω ἀπὸ μιᾶς καταστάσεως εἰς ἄλλην, μεταβάλλομαι, αἱ πολιτεῖαι οὐκ εὐθὺς μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4, κτλ.· - συχνάκις μετὰ προθ., μ. ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον Πλάτ. Παρμ. 165Α· ἐπὶ τῶν μεταβολῶν τῆς τύχης ἐν δράματι, μετ. εἰς εὐτυχίαν Ἀριστ. Ποιητ. 18, 2· μ. ἐκ τῆς τιμαρχίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν Πλάτ. Πολ. 550D· μεταβαίνει τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας αὐτόθι 569C· ἀπὸ τοῦ παιδὸς εἰς τὸν ἄνδρα Λουκ. Ἔρωτες 24· μ. εἰς ἀλεκτρυόνα ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλ. 4· πρβλ. ἀνὴρ ΙΙΙ. 4) μετ’ αἰτ., μεταβαίνω εἰς ἄλλην κατάστασιν, πτηνὸς ἄνω μεταβὰς βίοτον, ἀλλάξας τὸν βίον σου καὶ γενόμενος πτηνόν, Εὐρ. Ἱππ. 1292· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὑπάγω κατόπιν τινός, ἀκολουθῶ, ἢ ἐπιδιώκω τι μετὰ ζήλου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 418. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄ μεταβῆσαι, μετενεγκεῖν, μετακομίσαι, μ. τινὰ ποτὶ δῶμα Διὸς Πινδ. Ο. 1. 68· μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, ὁδοὺς ἄστρων Εὐρ. Ἠλ. 728.
English (Autenrieth)
aor. imp. μετάβηθι: pass over to a new subject, Od. 8.492†.
English (Slater)
μεταβαίνω fut. & aor. 1 act., in causal sense, transfer, remove (φθέγξομαί σε) τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι χρυσέαισί τ ἀν ἵπποις ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι (O. 1.42) φαντὶ δὲ Λαμνόθεν ἕλκει τειρόμενον μεταβάσοντας ἐλθεῖν ἥροας ἀντιθέους Ποίαντος υἱόν (Kayser: μεταλ(λ)άς(ς)οντας codd.) (P. 1.52)
English (Strong)
from μετά and the base of βάσις; to change place: depart, go, pass, remove.
English (Thayer)
future μεταβήσομαι; 2nd aorist μετεβην, imperative μετάβηθι and (in L T Tr WH) μετάβα (see ἀναβαίνω, at the beginning); perfect μεταβέβηκα; from Homer down; to pass over from one place to another, to remote, depart: followed by ἀπό with a genitive of the place, ἐξ οἰκίας εἰς οἰκίαν (cf. Winer's Grammar, § 52,4. 10), ἐκ τοῦ κόσμου πρός τόν πατέρα, ἐντεῦθεν, ἐκεῖθεν, ἐντεῦθεν (L T Tr WH ἔνθεν) ἐκεῖ (for ἐκισε (cf. Winer's Grammar, § 54,7; Buttmann, 71 (62))), of a thing, equivalent to to be removed, ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, 1 John 3:14.
Greek Monolingual
(ΑM μεταβαίνω) βαίνω
1. πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, μετατοπίζομαι («μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.)
2. (στον λόγο) μεταπηδώ από το ένα θέμα στο άλλο, αλλάζω θέμα (α. «μεταβαίνουμε στη συζήτηση του επόμενου θέματος» β. «μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου», Ομ. Οδ.)
μσν.
μτφ. παραβαίνω, ξεφεύγω από την υπόσχεσή μου
μσν.-αρχ.
αλλάζω κατάσταση, μεταβάλλομαι («μετέβαινεν ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον», Πλάτ.)
αρχ.
1. (στη λογική του Επικούρου) κάνω μετάβαση από μία κρίση σε άλλη, εξάγω συμπέρασμα κατ' αναλογία ή ομοιότητα
2. αναζητώ κάποιον ή επιδιώκω κάτι
3. μεταφέρω, μετακομίζω
4. μεταβάλλω («ἄστρων μετέβασ' ὁδοὺς Ζεύς», Ευρ.).
Greek Monotonic
μεταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ μετέβην, παρακ. μεταβέβηκα·
I. 1. περνώ από ένα μέρος σε ένα άλλο, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει (αντί μετεβεβήκει), τα άστρα είχαν διαβεί τον μεσημβρινό, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβαίνω ἐς τὴν Ἀσίην, σε Ηρόδ.· περνώ στην άλλη, στην αντίθετη πλευρά, σε Αισχύλ.
2. περνώ από το ένα θέμα στο άλλο, μετάβηθι, άλλαξε το θέμα σου, σε Ομήρ. Οδ.· μεταβάντες, αλλάζοντας την πορεία τους, τριγυρνώντας, σε Ηρόδ.· μεταβαίνω ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον, σε Πλάτ.
3. με αιτ., μεταβὰς βίοτον, έχοντας μεταβάλει τον τρόπο ζωής του, σε Ευρ.
II. θαμιστικό στον αόρ. αʹ μεταβῆσαι, αλλάζω στάση, αλλάζω, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -βήσομαι aor2 μετέβην perf. μεταβέβηκα
I. to pass over from one place to another, μετὰ δ' ἄστρα βεβήκει ( for μετεβεβήκεἰ the stars had passed over the meridian, Od.; μ. ἐς τὴν Ἀσίην Hdt.: to go over to the other side, Aesch.
2. to pass from one point to another, μετάβηθι change thy theme, Od.; μεταβάντες changing their course, turning round, Hdt.; μ. ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον Plat.
3. c. acc., μεταβὰς βίοτον having passed to another life, Eur.
II. Causal in aor1 μεταβῆσαι, to carry over, to change, Eur.
Chinese
原文音譯:metaba⋯nw 姆他-白挪
詞類次數:動詞(12)
原文字根:同著-步
字義溯源:更換地方,越過去,橫過去,出來,搬,離,離開,挪去;由(μετά)*=同)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (κινέω)同義字比較: (ὑπερβαίνω)=超越
出現次數:總共(12);太(6);路(1);約(3);徒(1);約壹(1)
譯字彙編:
1) 離開(2) 太15:29; 徒18:7;
2) 你⋯挪去(1) 太17:20;
3) 離(1) 約13:1;
4) 它⋯將必挪去(1) 太17:20;
5) 我們⋯出來(1) 約壹3:14;
6) 你離開(1) 約7:3;
7) 已經(1) 約5:24;
8) 他就離開(1) 太11:1;
9) 他離開(1) 太12:9;
10) 搬(1) 路10:7;
11) 他離(1) 太8:34