ημέρα
Greek Monolingual
και μέρα, η (AM ἡμέρα, Μ και μέρα, Α επικ. και ιων. τ. ἡμέρη, δωρ. τ. ἀμέρα και ἁμέρα, λοκρ. τ. ἀμάρα)
1. το χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου (α. «μέρα μεσημέρι» β. «ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν», Ομ. Οδ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έζησε ή έδρασε κάποιος, καιρός, εποχή, ζωή (α. «περάσαμε δύσκολες ημέρες» β. «ἐν ταῑς ἡμέραις Ἡρώδου», ΚΔ.)
3. γιορτή ή επέτειος (α. «ημέρα Χριστουγέννων» β. «ημέρα του ΟΧΙ»)
4. χρονικό διάστημα πραγματοποίησης γεγονότος ή φαινομένου (α. «ημέρα κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία
β. «ημέρα καύσωνος» γ. «ημέρα αναπαύσεως» δ. «αποφράς ημέρα» — η μέρα που συνέβη κάτι κακό
ε. «τακτή ημέρα» ή «ρητή ημέρα» — καθορισμένη ημέρα)
5. φρ. α) «παρ' ημέραν», «μέρα παρά μέρα» — κάθε δεύτερη μέρα, κάθε δύο μέρες
β) «από μέρα σε μέρα», «μέρα με την (η)μέρα», «ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν», «ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» — εξακολουθητικά, συν τω χρονω, βαθμηδόν
νεοελλ.
1. ολόκληρο το ημερονύκτιο, χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών («λείπει τριάντα μέρες»)
2. ο ορισμένος χρόνος για την ημερήσια εργασία («αρρώστησα κι έλειψα από το γραφείο τρεις ημέρες»)
3. αστρον. ο χρόνος που απαιτείται για να εκτελέσει ένα ουράνιο σώμα μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά του
4. φρ. α) «ηλιακή ημέρα» — το χρονικό διάστημα από τη φαινομένη ανατολή του ηλίου μέχρι τη φαινομένη δύση του
β) «αστρική ημέρα» — χρονικό διάστημα που είναι συντομότερο κατά 0,0084 δευτερόλεπτα σε σύγκριση με την ημέρα
γ) «μέση ηλιακή ημέρα» — χρονικό διάστημα κατά τέσσερα περίπου λεπτά της ώρας μεγαλύτερο από τη διάρκεια της αστρικής ημέρας
δ) «πολιτική ημέρα» — μέση ηλιακή ημέρα διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών ακριβώς, η αρχή της οποίας έχει καθοριστεί στις 12 τα μεσάνυχτα
ε) «είδε το φως της ημέρας» — γεννήθηκε
στ) «σώθηκαν οι μέρες του» — σε λίγο καιρό θα πεθάνει
ζ) (λαογρ.) «ημέρες της γριάς» — οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου
η) «είναι η μέρα μου» — είναι η σειρά μου
θ) «μέρα μου και μέρα σου» — σειρά μου και σειρά σου
ι) «καλή μέρα» — ευχή που λέγεται το πρωί
ια) «την κακή ψυχρή σου μέρα» — υβριστική φράση
ιβ) «έφαγα τη μέρα μου» — διέθεσα τη μέρα μου για να κάνω κάτι το οποίο ίσως δεν άξιζε τον κόπο ή διέθεσα περισσότερο χρόνο από όσο έπρεπε για κάτι
ιγ) «κρίσιμη μέρα» — η μέρα κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η έκβαση κάποιας σοβαρής κατάστασης
ιδ) «της ημέρας» — σημερινός ή πολύ πρόσφατος («αβγά της ημέρας»)
ιε) «είμαι της ημέρας» — έχω υπηρεσία μια ορισμένη ημέρα, είμαι εφημερεύων
ιστ) «μέρα και νύχτα» ή «νύχτα μέρα» — διαρκώς, πάντοτε
ιζ) «άσπρη μέρα» — καλή μέρα, αίσια μέρα
5. παροιμ. α) «κάθε μέρα δεν είναι τ' Άι Γιαννιού» — τα ευχάριστα περιστατικά δεν επαναλαμβάνονται συνεχώς
β) «όλες οι μέρες είναι του θεού» — δεν πρέπει να θεωρούνται μερικές μέρες ως γρουσούζικες
γ) «η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται» — η έκβαση και ο χαρακτήρας μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου φαίνονται από την αρχή
μσν.
(φρ)
1. «εἰς τὲς ἡμέρες» — τον κατάλληλο καιρό
2. «εἰς τὴν ἡμέρα» ή «μέρα - μέρα» — κάθε μέρα
αρχ.
1. ο χρόνος («ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια», Σοφ.)
2. ως κύρ. όν.. η Ημέρα
θεά, προσωποποίηση της ημέρας
3. φρ. α) «ἅμα ἡμέρᾳ» — μόλις ξημέρωσε
β) «τῆς ἡμέρας ὀψέ» — αργά την ημέρα, προς το βράδυ
γ) «ἐπίπονος ἁμέρα» — τα καθημερινά βάσανα (Σοφ.)
δ) «παλαιά ἁμέρα» — τα γεράματα (Σοφ.)
ε) «αἱ μακραὶ ἁμέραι» — η μακρόχρονη ζωή (Σοφ.)
στ) «νέα ἁμέρα» — η νεότητα
ζ) «ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡμέρα» — κατά το τέλος της ζωής (Αριστοτ.)
η) «ἡμερῶν ὀλίγων» — μέσα σε όριο λίγων ημερών (Πλάτ.)
θ) «τῇδε θἠμέρᾳ» — σήμερα
ι) «ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην» — κάθε μέρα (Ηρόδ.)
ια) «εἰς ἡμέραν» — μία φορά τον χρόνο (ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ἦμαρ. Η κατάλ. -έρα θυμίζει τα επίθ. σε -ερος, πράγμα που οδήγησε στην υπόθεση ότι το ἡμέρα προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο επίθ., παράγωγο του ἦμαρ. Η δασύτητα απαντά μόνο στην ιων.-αττ. (πρβλ. δωρ. ἀμέρᾱ, λοκρ. ἀμάρᾱ) και οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το ἑσπέρα. Ο νεοελλ. τ. μέρα προήλθε από τη σίγηση του προτονικού αρχικού φωνήεντος (πρβλ. ερωτώ > ρωτώ). Το επίρρ. σήμερα προέρχεται από αμάρτυρο επίθ. κι-άμερος (με α΄ συνθετικό κι- «εδώ, αυτός»), το ουδ. γένος του οποίου απέκτησε επιρρηματική σημασία κατά το αὔριον και έδωσε το σήμερον. Η νεοελλ. προσφώνηση καλημέρα είναι «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση καλήν ημέραν (εύχομαι). Ως β΄ συνθετικό η λ. ημέρα απαντά σε πολλά σύνθ. επίθ. με τη μορφή -(ή)μερος. Όσων από αυτά το α' συνθετικό είναι αριθμητικό (διήμερος, τριήμερος, δεκαήμερος), το ουδ. γένος σε (ή)μερο(ν)-ερα χρησιμοποιείται και ως ουσ. (διήμερο(ν), εννιάμερα). Τέλος, από τα αυθήμερος, νυχθήμερος παράγονται τα επιρρ. αυθημερόν, νυχθημερόν. Η λ. ημέρα έχει σε όλες τις περιόδους της Ελληνικής τη βασική σημ. «χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου» και, με τη σημ. αυτή, αντιτίθεται προς τη νύχτα. Από αυτή τη σημ. η λ. (η)μέρα στη Νέα Ελληνική έλαβε, κατ' επέκταση, τη σημ. «από το πρωί μέχρι το βράδυ» (πρβλ. λείπει όλη τη μέρα από το σπίτι) καθώς επίσης και «όλο το εικοσιτετράωρο» (πρβλ. 15 ημερών ταξίδι)
στη Νέα Ελληνική επίσης η λ. (η)μέρα χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκφράσεις και με στενότερη, πιο εξειδικευμένη, σημ. «ορισμένες ώρες της μέρας» (πρβλ. μην περνάς τη μέρα σου χαζεύοντας) ή μόνο «τις ώρες ημερήσιας εργασίας» (πρβλ. πέρασα δύσκολη μέρα σήμερα στη δουλειά). Επίσης, η λ. (η)μέρα στον πληθ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ορισμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία συνέβησαν κάποια συγκεκριμένα (και σημαντικά) γεγονότα ή μια παρωχημένη εποχή η οποία αντιπαραβάλλεται προς το παρόν (πρβλ. οι μέρες της κατοχής, οι μέρες που περάσαμε μαζί, στις μέρες μας δούλευε ηαγία ράβδος).
ΠΑΡ. ημερήσιος, ημέριος, ημερίς
αρχ.
ημεραίος, ημερεύω, ημερίδης ημερινός, ημερούσιος
μσν.
ημερώον
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. ημερ(ο)- (Β' συνθετικό) (πλην τών επιθ. με α' συνθετικό αριθμητικό): αυθήμερος, ευήμερος, εφήμερος, ισήμερος, μακροήμερος, νυχθήμερος, ολοήμερος, υπερήμερος
αρχ.
αλιτήμερος, αμφήμερος, αφήμερος, ετερήμερος, καλήμερος, κακήμερος, λιπήμερος, μεθαμέρα, μισοκαλήμερος, μονήμερος, νεαμέρα, ολιγήμερος, οψημέρα, πανήμερος, παρήμερος, προσήμερος
(νεοελλ.] ενήμερος, μονοήμερος, ολιγοήμερος].