ἰσχύς

Revision as of 13:13, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")

English (LSJ)

[v. sub fin.], ύος, ἡ,
A strength of body, Hes.Th.146, 823, etc.; ἀκμαὶ ἰσχύος Pi.O.1.96; δεινὸν ἰσχύος θράσος S.Ph.104; τὴν ἰ. δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην Pl.Smp.190b; πρὸς ἰσχὺν ὀφθαλμοὶ ἄριστα πεφυκότες X.Smp.5.5: pl., ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Pl.R.618d; κατὰ σωμάτων ἰσχῦς καὶ εὐμορφίας Id.Lg.744c; of places, ἰσχὺς γῆς S.OC610; of a fortified place, Th.4.35.
2 might, power, θεοῦ, θεῶν, A.Th.226 (lyr.), S.Aj. 118; ἰ. βασιλεία A.Pers.590 (lyr.), cf. 12(anap.); ὅπου γὰρ ἰ. συζυγοῦσι καὶ δίκη might and right, Id.Fr.381; φύσεως ἰσχύς, of Themistocles, Th. 1.138; ἐπὶ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος to a great height of power, Id.2.97, cf. 1.85, etc.; παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως Id.7.66; ἰσχὺς μάχης fighting power, Id.2.97; ἰ. τῆς ἐλπίδος Id.4.65, cf. 2.62; ἡ τῶν νόμων ἰ. POxy.67.14 (iv A.D.); validity, PGrenf.2.71ii11 (iii A.D.), etc.
3 brute force, κατ' ἰσχύν = perforce, opp. δόλῳ, A.Pr.214; πρὸς ἰσχύος κράτος S.Ph. 594; πρὸς ἰσχύος χάριν E.Med.538; ὑπὸ τῆς ἰσχύος Epicr.3.10; κατέχοντες ἰσχύϊ τὸ πλῆθος Th.3.62; εἴ τι ἰσχύϊ πράττεται, ἰσχυρῶς πράττεται Pl.Prt.332b.
4 motive force, Arist.Ph.250a6; ἡ κινοῦσα ἰ. Id.Cael.275b20, al.
5 in Lit. Crit., vigour of style, D.H.Pomp.3, Comp. 2,al.
II in Tactics, the main body of troops, οὔπω ἡ ἰ. πάρεστιν X.Cyr.1.4.19. [ῠ in gen., etc.: in nom. and acc. sg. ῠ in Pi.N.11.31 (acc.): ῡ in Trag. and Com., A.Th.1080 (anap.), Ch.721 (anap.), S.Aj.118, Men.449.] (Perh. ϝισχύς, cf. βίσχυν, γισχύν.)

German (Pape)

[Seite 1273] ύος, ἡ (vgl. ἴς, ἴσχω), Stärke, Kraft; Hes. Th. 146. 823; ἀκμαὶ ἰσχύος Pind. Ol. 1, 96; ἰσχύος ἔργον I. 3, 86; ἔστι θεοῖς δ' ἔτ' ἰσχὺς καθυπερτέρα Aesch. Spt. 208; βασιλεία γὰρ διόλωλεν ἰσχύς Pers. 582; κατ' ἰσχύν, im Gegensatz von δόλῳ, Prom. 212; ὁρᾷς τὴν θεῶν ἰσχύν, ὅση Soph. Ai. 118; Eur.; in Prosa, σώματος Plat. Rep. VI, 491 c, καὶ ῥώμη Legg. VIII, 833 a, Gegensatz ἀσθένεια Gorg. 496 b, wie ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Rep. X, 618 d; Xen. u. Folgde. Von der Festigkeit eines Platzes Thuc. 4, 35; ἰσχὺς μάχης, ἐλπίδος, 2, 97. 4, 65. – [Υ ist in den zweisylbigen Casus lang, außer Pind. N. 11, 31 ἰσχύν, in den dreisylbigen kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
1 force physique ou matérielle, vigueur ; en parl. de choses ἰσχὺς γῆς SOPH fécondité de la terre;
2 fermeté, force de résistance ; ce qui fait la force d'une armée, le gros ou l'élite des forces;
3 puissance : θεῶν ESCHL des dieux ; βασιλεία ESCHL pouvoir royal ; ἐπὶ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος THC être parvenu à une grande puissance;
4 force brutale, violence : κατ' ἰσχύν ESCHL par la force.
Étymologie: cf. ἴσχω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχύς: ύος ἡ (ῡ только в двусложных формах, в трехсложных - за редким исключением, ῠ)
1 (тж. τὸ κράτος τῆς ἰσχύος NT) сила, могущество (ἰ. θεῶν, ἰ. βασιλεία Aesch.): ἐπὶ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος Thuc. достигнуть большого могущества;
2 мощь, мощность, крепость (ἰ. σώματος, ἰ. καὶ ῥώμη Plat.): ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Plat. сильные и слабые стороны; ἐξ (ὅλης τῆς) ἰσχύος NT изо всей силы;
3 возможность, способность: ἰ. ἡ κινοῦσα Arst. движущая сила; ἰ. μάχης Thuc. и ἰ. πολεμική Arst. боевая сила, боеспособность; ἰ. γῆς Xen., Soph. плодородие земли; παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως Thuc. ниже (своих) возможностей;
4 сила, твердость (τῆς ἐλπίδος Thuc.);
5 сила, насилие: ἰ. καὶ δίκη Aesch. сила и право; κατ᾽ ἰσχύν Aesch. и ἰσχύϊ Plat. силой, насильно; ἢ λόγῳ, ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος Soph. убеждением ли, или силой;
6 укрепленность, неприступность (χωρίου Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχύς: ἴδε ἐν τέλ., ύος, ἡ, (ἴσως συγγενές τῷ ἔχω, ἴσχω σωματικὴ δύναμις), Ἡσ. Θ. 146, 823, καὶ Ἀττ.· ἀκμαὶ ἰσχύος Πινδ. Ο. 1. 156· δεινὸν ἰσχύος θράσος Σοφ. Φιλ. 104· τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥώμην Πλάτ. Συμπ. 190Β· πρὸς ἰσχὺν ἄριστα πεφυκὼς Ξεν. Συμπ. 5, 5· ἐν τῷ πληθ., ἰσχύες καὶ ἀσθένειαι Πλάτ. Πολ. 618D· κατὰ σωμάτων ἰσχῦς καί εὐμορφίας ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744C· ὡσαύτως, ἰσχὺς γῆς Σοφ. Ο. Κ. 610· ἐπὶ ὠχυρωμένης θέσεως, Θουκ. 4. 35. 2) ἰσχύς, δύναμις, κράτος, ἐξουσία, θεῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 226, Σοφ. Αἴ. 118· βασιλεία γὰρ διόλωλεν ἰσχὺς Αἰσχύλ. Πέρσ. 590, πρβλ. 12· ὅπου γάρ ἰ. συζυγοῦσι καὶ δίκη, δύναμις καὶ τὸ δίκαιον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 311α· φύσεως ἰ., περὶ τοῦ Θεμιστοκλέους, Θουκ. 1. 138· ἐπὶ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος, εἰς μέγα ὕψος δυνάμεως ὁ αὐτ. 2. 97, πρβλ. 1. 85, κτλ.· παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 66· ἰ. μάχης, μαχομένη δύναμις, ὁ αὐτ. 2. 97· ἰ. τῆς ἐλπίδος ὁ αὐτ. 4. 65, πρβλ. 2. 62. 3) βία, οὐ κατ’ ἰσχὺν οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερόν, οὐχὶ διὰ τῆς βίας κτλ., ἀντίθετον τῷ δόλῳ, Αἰσχύλ. Πρ. 212· πρὸς ἰσχύος κράτος Σοφ. Φιλ. 594· πρὸς ἰσχύος χάριν Εὐρ. Μήδ. 538· ἀναρπάζοντες ὑπὸ τῆς ἰσχύος Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 2. 10· ἰσχύϊ Θουκ. 3. 62, Πλάτ. Πρωτ. 332Β. 4) κινητήριος δύναμις, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 3, π. Οὐρ. 1. 7, 16, κ. ἀλλ. ΙΙ. στρατιωτικὴ δύναμις, ἡμῖν δὲ οὔπω ἡ ἰσχὺς πάρεστιν Κύρ. 1. 4, 19. ῠ ἐν τῇ γεν., κτλ.· ἐν τῇ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. ῠ ἐν Πινδ. Ν. 11. 41, ἀλλ’ ἀείποτε ῡ παρὰ τοῖς Ἀττ., ὡς π.χ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1074, Χο. 721, Σοφ. Αἴ. 118.

English (Slater)

ἰσχῠς (physical) strength ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι (O. 1.96) Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον (N. 6.66) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλ- λαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.31) καὶ δέυτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (I. 4.68) λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4)

Spanish

poder

English (Strong)

from a derivative of is (force; compare eschon, a form of ἔχω); forcefulness (literally or figuratively): ability, might(-ily), power, strength.

English (Thayer)

ἰσχύος, ἡ (ἴσχω (allied with ἔσχον; to hold in check)) (from Hesiod down), the Sept. especially for כֹּחַ, חַיִל, עֹז, גְּבוּרָה; ability, force, strength, might: δύναμις); τό κράτος τῆς ἰσχύος, power (over external things) afforded by strength, ἡ δόξα τῆς ἰσχύος (see δόξα, III:3b. α. at the end), κράζειν ἐν ἰσχύει, with strength, mightily, ἐξ ἰσχύος, of one's strength, to the extent of one's ability, ὅλης added, L text T Tr WH read ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύι). (Synonym: see δύναμις, at the end.)

Greek Monolingual

-ύος, η (ΑΜ ἰσχύς)·1. η ιδιότητα του ισχυρού, σωματική δύναμη, ρώμη, ευρωστία, ακμή σωματικών δυνάμεων, σφρίγος
2. υλική δύναμη
3. ηθική δύναμη, ηθική επιβολή, κοινωνική ή πολιτική επιρροή
(«έχει μεγάλη ισχύ στην πολιτική ζωή»)
4. η εξουσία, το κράτος, η δύναμη επιβολής
5. νομικό ή πρακτικό κύρος, εγκυρότητα («η διάταξη που επικαλείσθε δεν έχει ισχύ σήμερα»)
νεοελλ.
1. (φυσ.-μηχανολ.) α) το μηχανικό έργο που πραγματοποιεί ένα φυσικό ή τεχνικό σύστημα στη μονάδα του χρόνου ή η ενέργεια που δέχεται είτε αποδίδει ένα φυσικό ή τεχνικὸ σύστημα στη μονάδα του χρόνου
β) η σχέση μεταξύ της τιμής που έχει ένα φυσικο-χημικό μέγεθος και της μέγιστης τιμής που μπορεί να προσλάβει το μέγεθος
2. τεχνολ. η ικανότητα παραγωγής ενός ορισμένου αποτελέσματος
μσν.
1. ανδρεία, γενναιότητα, γενναιοψυχία, ευψυχία
2. υπεροχή
3. αντίσταση
4. στερεότητα
5. θάρρος («ἰσχὺν ἀναλαβόμενος», Διγ. Ακρ.)
μσν.-αρχ.
το σύνολο του στρατεύματος, η στρατιωτική δύναμη
αρχ.
1. πνευματική δύναμη, το σύνολο τών πνευματικών δυνάμεων («έξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου», (ΚΔ)
2. η κινούσα, η κινητήρια δύναμη («ὁμοίως ἔχουσι ἡ ἰσχὺς πρὸς τὸ βάρος», Αριστοτ.)
3. (για ομιλία ή φιλολογική κριτική) έντονο ύφος, ισχυρή έκφραση
4. (για τη γη) ακμή, γομιμότητα, αποδοτικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με μία άποψη, η λ. εμφανίζει - προθεματικό, θ. -σχ- που συνδέεται με το σχ-εῖν του ἔχω και κατάλ. -υς (πρβλ. πληθύς). Στον Ησύχιο μαρτυρείται γλώσσα «βίσχυν
ἰσχύν, σφόδρα», που προϋποθέτει ένα αρχικό F- (Fισχύς), το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από άλλες μαρτυρίες. Αν το F- γίνει δεκτό, πρέπει να οφείλεται σε αναλογία προς το (F)ίς «δύναμη» και να είναι υστερογενές. Η λ. ἰσχύς ήδη από την Αρχαία Ελληνική δήλωνε, εκτός από τη σωματική δύναμη, και την ηθική και την υλική, από όπου έλαβε την ειδικότερη σημ. «δύναμη ασκήσεως επιρροής, επιβολής» και, κατ' επέκτ., «εγκυρότητα». Η λ. αυτή διαφοροποιείται σημασιολογικά από τη λ. δύναμη ως προς το ότι η έννοια της τελευταίας είναι πιο γενική και από τις λ. ἀλκή, ῥώμη ως προς το ότι αυτές δηλώνουν τη σωματική κυρίως δύναμη. Στη Νέα Ελληνική η λ. ισχύς χρησιμοποιείται για να δηλώσει κυρίως την πολιτική και κοινωνική δύναμη (π.χ. θα εκλεγεί σίγουρα βουλευτής γιατί έχει μεγάλη ισχύ στον τόπο του), την εγκυρότητα ενός νόμου, μέτρου κ.λπ. (π.χ. το μέτρο αυτό δεν θα έχει ισχύ τους θερινούς μήνες), καθώς και ως επιστημονικός όρος στην τεχνολογία.
ΠΑΡ. ισχυρός, ισχύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. άνισχυς].

Greek Monotonic

ἰσχύς: -ύος[ῡ], ἡ (πιθ. συγγενές προς τα ἔχω, ἴσχω
I. 1. δύναμη σώματος, σε Αττ., Ησίοδ.· λέγεται για οχυρωμένη θέση, σε Θουκ.
2. δύναμη, εξουσία, ισχύς, κράτος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· κατ' ἰσχύν, αναγκαστικά, στον ίδ.· πρὸς ἰσχύος χάριν, σε Ευρ.
II. στρατιωτική δύναμη, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

-ύος
Grammatical information: f.
Meaning: power, strength, might (seit Hes.).
Compounds: Comp. ἄν-ισχυς powerless (LXX). - as 1. member e. g. ἰσχυρο-ποιέω strengthen, fortify (Plb.), as 2. member (for uneasy -ισχυς, Frisk Adj. priv. 18) in ἀν-ίσχυρος not strong, without power (Hp., Str.), ὑπερ-ίσχυρος extremely strong (X., Arist.).
Derivatives: Denomin. verb ἰσχύω, aor. ἰσχῦσαι, also with prefix, ἐν-, ἐξ-, κατ-, ὑπερ- etc., have power, strength, might (Pi., Hp., att.) with ἴσχυσις (LXX). - Adj. ἰσχυρός powerful, strong, mighty, vehement (IA) - From there ἰσχυρικός strong (Pl. Tht. 169b; expressive enlargement?; diff. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 147) and the denominatives 1. ἰσχυρίζομαι, also with prefix as δι-, ἀπ-, ἀντ-, prove strong, exert oneself, proclaim emphatically etc. (Heraclit., Att.) with the desiderative ἰσχυρι-είω venture to affirm (Hp.); 2. κατ-ισχυρεύομαι be vehement (Aq.); Ίσχύλος PN (inscr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From H. (and Hdn. Gr. 1, 509) βίσχυν (Lac.), γισχύν ἰσχύν would lead to PGr. *Ϝισχύς (which Brugmann IF 16, 493f., Grundr.2 2 : 1, 209 connected with Skt. vi-ṣah- have in ones power; so to σχ-εῖν, ἔχειν (s. v.) with the prefix *u̯i- from one another, also augment.; cf. on ἴδιος). But Myc. isukuwo-doto shows no digamma. The connection with ἔχειν seems rather improbable. On the ū-stem (like πληθύς, νηδύς etc.) s. Schwyzer 463f.; further Meid IF 63, 1 1, who assumes an abstract formation from an adj. *Ϝι-σχ-ύς resisting (-υ- as in ἐχυ-ρός), which is also not convincing - Diff. Meillet BSL 27, 129ff.: prothetic ἰ-, adaptation to Ϝίς sec. - Chantraine Emerita 19, 134ff. considers connection with ἰξύς, ἰσχίον; there also on meaning and use (ἰσχύς as popular avoided by Hom. ?). Pre-Greek origin seems quite probable.

Middle Liddell

[perhaps akin to ἔχω, ἴσχω
I. strength of body, Attic, Hes.; a fortified place, Thuc.
2. might, power, force, Aesch., etc.; κατ' ἰσχύν perforce, Aesch.; πρὸς ἰσχύος χάριν Eur.
II. a force of soldiers, Xen.

Frisk Etymology German

ἰσχύς: -ύος
{iskhú̄s}
Grammar: f.
Meaning: Kraft, Stärke, Macht (seit Hes.).
Composita : Komp. ἄνισχυς kraftlos (LXX). — Denominatives Verb ἰσχύω, Aor. ἰσχῦσαι, auch mit Präfix, ἐν-, ἐξ-, κατ-, ὑπερ- usw., Kraft, Stärke, Macht besitzen (Pi., Hp., att., hell. u. spät) mit ἴσχυσις (LXX). — Adj. ἰσχυρός kräftig, stark, mächtig, heftig (ion. att.); als Vorderglied z. B. ἰσχυροποιέω verstärken, befestigen (Plb. usw.), als Hinterglied (für unbequemes -ισχυς, Frisk Adj. priv. 18) in ἀνίσχυρος nicht stark, ohne Stärke (Hp., Str. u. a.), ὑπερίσχυρος außerordentlich stark (X., Arist.).
Derivative: Davon ἰσχυρικός stark (Pl. Tht. 169b; expressive Erweiterung?; anders Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 147) und die Denominativa 1. ἰσχυρίζομαι, auch mit Präfix wie δι-, ἀπ-, ἀντ-, sich stark erweisen, sich anstrengen, nachdrücklich behaupten (Heraklit., att.) mit dem Desiderativum ἰσχυριείω behaupten wollen (Hp.); 2. κατισχυρεύομαι heftig sein (Aq.); Ἰσχύλος EN (Inschr.).
Etymology : Aus H. (und Hdn. Gr. 1, 509) βίσχυν (lak.), γισχύν· ἰσχύν folgt urgr. *ϝισχύ̄ς, das von Brugmann IF 16, 493f., Grundr.2 2 : 1, 209 ansprechend zu aind. vi-ṣah- in der Gewalt haben gestellt wird; somit zu σχεῖν, ἔχω (s. d.) mit dem Präfix *u̯i- auseinander, auch verstärkend (vgl. zu ἴδιος). Zum ū-Stamm (wie πληθύ̄ς, νηδύ̄ς usw.) s. Schwyzer 463f.; dazu Meid IF 63, 1 1, der es als Abstraktbildung von einem Adj. *ϝισχύς widerstehend (-υ- wie in ἐχυρός) erklären will. — Anders Meillet BSL 27, 129ff.: ἰ- prothetisch, Anlehnung an ϝίς sekundär. — Chantraine Emerita 19, 134ff. erwägt Zusammenhang mit ἰξύς, ἰσχίον; daselbst auch über Bedeutung und Gebrauch (ἰσχύς als volkstümlich von Hom. vermieden?).
Page 1,742-743

Chinese

原文音譯:„scÚj 衣士虛士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:強而有力的 相當於: (חַיִל‎ / חֵילֵךְ‎) (כֹּחַ‎)
字義溯源:力量,力,大力,能力,權能,堅強,強大;源自(ἶρις)X*=力)。參讀 (δύναμις)同義字參讀 (ἰσχύω)同源字
出現次數:總共(11);可(2);路(1);弗(2);帖後(1);彼前(1);彼後(1);啓(3)
譯字彙編
1) 力(3) 可12:30; 可12:33; 路10:27;
2) 力量(3) 弗6:10; 彼前4:11; 啓7:12;
3) 權能(2) 帖後1:9; 彼後2:11;
4) 強大(1) 啓18:2;
5) 能力(1) 啓5:12;
6) 大力(1) 弗1:19

English (Woodhouse)

authority, might, power, strength, violence, virtue, of drugs, operativeness

Mantoulidis Etymological

(=δύναμη). ϝισχύς = ἰσχύς. Ἔχει σχέση μέ τό ἴσχω = ἔχω. Ἀμφίβολο ἄν παράγεται ἀπό τό ϝις = ἴς.
Παράγωγα: ἰσχύω, ἐνίσχυσις, κατίσχυσις, ἰσχυτήριος (=δυναμωτικός), ἰσχυρός, ἰσχυρότης, ἰσχυρῶ (=στεριώνω), ἰσχυροποιῶ (=δυναμώνω), ἰσχυρίζομαι, ἰσχύρησις, ἰσχυριστέον, ἰσχυριείω (ἐφετ. = ἐπιθυμῶ νά ἰσχυριστῶ), ἰσχυρογνώμων.

Léxico de magia

poder de un dios εἴσελθε, φάνηθί μοι, κύριε, ὁ ἐν πυρὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἰσχὺν ἔχων ven, muéstrate a mí, señor, el que tiene en el fuego la fuerza y el poder P IV 1025 χώρει, δέσποτα, εἰς τοὺς σοὺς τόπους, εἰς τὰ σὰ βασίλεια καταλείψας ἡμῖν τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν εἰς σὲ εἰσάκουσιν vete, señor, a tus lugares, a tu reino, dejándonos el poder y la capacidad de oírte P II 182 δός μοί σου τὴν ἰσχύν, ἰὼ Ἀβρασάξ, δός μοί σου τὴν ἰσχύν dame tu poder, io Abrasax, dame tu poder P LXIX 1