ὅσιος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pl.Lg.831d, D.H.5.71:—
A hallowed, i.e. sanctioned or allowed by the law of God or of nature, δίκη Thgn.132; θοῖναι A.Pr.529 (lyr.); λουτρά S.Aj.1405 (anap.); καθαρμοί E.Ba.77 (lyr.); μέλος Ar.Av.898; οὐχ ὅσιος unhallowed, ὕβρις E.Ba. 374 (lyr.); ἔρως Id.Hipp.764 (lyr.); θυσίαι Id.IT465 (anap.).—The sense of ὅσιος often depends on its relation on the one hand to δίκαιος (sanctioned by human law), on the other to ἱερός (sacred to the gods):
1 opp. δίκαιος, sanctioned by divine law, hallowed, holy (μόριον τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον Pl.Euthphr.12d), δικαιότερον καὶ ὁσιώτερον καὶ πρὸς θεῶν καὶ πρὸς ἀνθρώπων Antipho 1.25; τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅ. Plb.22.10.8: hence, in a common antithesis, τὰ δίκαια καὶ ὅσια things of human and divine ordinance, Pl. Plt.301d, etc., cf. Euthphr.6e; also ὅ. καὶ νόμιμα Ar.Th.676(lyr.); οὐ.. νόμιμον οὐδ' ὅ. ἂν εἴη Pl.Lg.861d; θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν discharge a duty men owe the gods, E.Supp.40, cf. Hipp.1081; τὸ ὅσιον = εὐσέβεια, Pl.Euthphr.5d: in an imprecatory formula, ἀποδοῦσι μὲν αὐτοῖς ὅσια ᾖ, μὴ ἀποδοῦσι δὲ ἀνόσια SIG1199 (Cnidus), cf. ἀνοσία II; so ὅσια καὶ ἐλεύθερα ib.1180.6 (ibid.).
2 opp. ἱερός, permitted or not forbidden by divine law, profane, ἱερὰ καὶ ὅ. things sacred and profane, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως Th.2.52, cf. Pl.R. 344a, Lg.857b, etc.; κοσμεῖν τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τοῖς ὁσίοις with sacred and profane buildings, Isoc.7.66; τῶν ἱερῶν μὲν χρημάτων τοὺς θεούς, τῶν ὁσίων δὲ τὴν πόλιν ἀποστερεῖ D.24.9; ἀργυρίου ὁσίου IG12.186.13; ὁ ταμίας τῶν ὁ. προσόδων OGI229.58 (Smyrna, iii B. C.); ὁ ταμίας τῶν ὁ. Supp.Epigr.1.366.58 (Samos, iii B. C.); ὅσιον χωρίον = a lawful place (for giving birth to a child), Ar.Lys.743; ὅσιόν ἐστι followed by inf., it is lawful, it is not forbidden by any law, E.IT1045, etc.; οὐκ ὅσιόν ἐστι = nefas est, Hdt.6.81; οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι I deem it impious, Id.2.170, cf. D.Ep.5.3; οὐδὲ ὅσια (sc. ἐστι).. μιαίνειν Pl.R. 416e; οὐ γάρ σοι θέμις οὐδ' ὅσιον.. ἱστάναι κτερίσματα S.El.432; ὅσια ποιέειν Hdt.6.86.α'; λέγειν Id.9.79; φωνεῖν S.Ph.662; φρονεῖν E.El.1203 (lyr.).
II of persons, pious, devout, religious, ἄνδρες A.Supp.27 (anap.), cf. E.Med.850 (lyr.), etc.; Παλλάδος ὁσία πόλις Id.El.1320 (anap.); ὅ. θιασῶται, μύσται, Ar.Ra.327,336 (both lyr.); ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον παρέχειν Antipho 2.2.2; ὅσιοι πρὸς οὐ δικαίους ἱστάμεθα Th.5.104; opp. ἀνόσιος, E.Or.547; opp. ἐπίορκος, X.An.2.6.25; ὅσιος εἴς τινα, περὶ ξένους, E.Heracl.719, Cyc.125; πρὸς τοὺς τοκέας Gorg.6.
2 sinless, pure, ἐξ ὁσίων στομάτων Emp.4.2; ὅσιος ἔστω καὶ εὐαγής Lex Solonis ap.And.1.96: c. gen., ἱερῶν πατρῴων ὅσιος in regard to the sacred rites of his forefathers, A.Th.1015; ὅσιος ἀπ' εὐνᾶς E.Ion150 (lyr.); also ὅσιαι χέρες pure, clean hands, A.Ch.378 (anap.), cf. S.OC470.
3 rarely of the gods, holy, Orph.H.77.2; θεοῖς ὁ. καὶ δικαίοις CIG3830 (Cotyaeum), cf. 3594 (Alexandria Troas).
4 title of five special priests at Delphi, Plu.2.292d, 365a.
5 οἱ ὅσιοι = 'the saints', LXX Ps. 29(30).4, al.
III Adv. ὁσίως Antipho 2.4.12, etc.; ὁσίως οὔχ, ὑπ' ἀνάγκας δέ E.Supp.63 (lyr.); οὐχ ὁσίως Id.Hipp.1287 (anap.), cf. Th.2.5 (v.l.); καλῶς καὶ ὁ. Pl.Phd. 113d; δικαίως καὶ ὁσίως Id.R.331a; ὁσίως καὶ κατὰ νόμον Id.Lg.799b; ὁσίως ἂν ὑμῖν ἔχοι τοῦτον θύειν.. it would be right for you that he should... X.Cyr.8.5.26: c. part., ὁ. ἂν ἔχοι αὐτῷ μὴ δεχομένῳ.. Id.HG4.7.2: Comp. ὁσιώτερον E.IT1194, etc.: Sup., ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Pl.Men.81b, etc. (Not in Hom., who has only Subst. ὁσίη, v. ὁσία.)
German (Pape)
[Seite 394] (wird von den Alten auf Ζεύς, Διός, dor. Σιός, zurückgeführt, schwerlich richtig), durch göttliches Gesetz bestimmt, erlaubt, dem Naturgesetz entsprechend; bes. ὁσία, ion. ὁσίη, substantivisch, wobei man βουλή, δίκη zu ergänzen pflegt, das göttliche, natürliche Recht, οὐχ ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν, es ist nicht nach göttlichem Recht erlaubt, nefas, Od. 16, 423, vgl. 22, 402; ὁσία προσενεγκεῖν, Pind. P. 9, 37; Her. 2, 45; ὁσία ἐστίν, es ist nach göttlichem oder natürlichem Rechte erlaubt, 3, 171; ἐκ πάσης ὁσίης, nach vollem Rechte, H. h. Merc. 470; πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος νομίσαι, d. i. eine Sache für ganz recht halten, Ar. Plut. 682; vgl. Dem. τὸ τῆς ὁσίας, ὅτι δήποτ' ἐστί, τὸ σεμνὸν καὶ τὸ δαιμόνιον συνηδίκηται, 21, 126. – So verbindet Soph. auch οὐ γάρ σοι θέμις, οὐδ' ὅσιον ἐχθρᾶς ἀπ ὸ γυναικὸς ἱστάναι κτερίσματα, El. 425, vgl. Phil. 658; οὔτε Θήβαις ἐνοικεῖν ὅσιον, Eur. Herc. Fur. 1282. – Bes. was sich auf die Götter bezieht, im Gegensatz des Menschlichen, von Allem, was der Mensch den Göttern zu erzeigen schuldig ist, Gottesdienst; ὁσία κρεάων, der Brauch des Fleischkostens beim Opfern, H. h. Merc. 130; ὁσίης ἐπιβῆναι, einen heiligen Dienst, Brauch begehen, h. Cer. 211 Merc. 173; ὁσίη γένετο, der heilige Brauch ging vor sich, h. Apoll. 237; θεοὺς ὁσίαις θοίναις ποτινισσομένα, Aesch. Prom. 527; κἀγὼ νο μίσας πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος, Ar. Plut. 682, d. h. ich glaubte, fromm und recht zu thun; κτήνεα θύειν οὐκ ἔστι ὁσίη, Her. 2, 45; von dem, was man den Todten schuldig ist, wie λουτρὰ ὅσια, die heiligen Waschungen, Soph. Ai. 1384, vgl. ὅσια πανουργήσασα. Ant. 74, Antigone will den Todten ihr Recht widerfahren lassen und dadurch das Gesetz des Kreon übertreten; so auch Plat. ἀπὸ τῶν ὁσίων τε καὶ νομίμων, auf die Gebräuche bei Bestattung der Todten gehend, Phaed. 108 a; heilig, ehrwürdig, ἱερῶν πατρῴων δ' ὅσιος ὤν, d. i. die heiligen Gebräuche der Väter in Ehren haltend, μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν, Aesch. Spt. 1001, vgl. Ag. 754; rein, τῶν δὲ κρατούντων χέρες οὐχ ὅσιαι στυγερῶν τούτων, Eum. 372; δι' ὁσίων χειρῶν θιγών, Soph. O. C. 471, mit reinen Händen, dic man vor dem Opfer waschen mußte; ὅσιος ἀπ' εὐνᾶς ὤν verbindet Eur. Ion. 150, der es auch dem ἄδικος entgegensetzt, Herc. Fur. 773; Ar. Thesm. 674 läßt auf σεβίζειν δαίμονας folgen δικαίως τ' ἐφέποντας ὅσια καὶ νόμιμα μηδομένους ποιεῖν ὅ, τι καλῶς ἔχει; u. so in Prosa : ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν, Her. 9, 79; οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι, ich halte es für gottlos, 2, 170; εἰ τούτοις τοῖς ἀνθρώποις μὴ ὅσιόν ἐστιν αὐτοὺς ἑαυτοὺς εὖ ποιεῖν, Plat. Phaed. 62 a; Euthyphr. 6 e (in welchem Dialog dieser Begriff ausführlich behandelt wird) heißt es ἔστι τὸ μὲν τοῖς θεοῖς προσφιλὲς ὅσιον, τὸ δὲ μὴ προσφιλὲς ἀνόσιον; oft mit δίκαιος vrbdn, ζῆν τὸν ὅσιον καὶ δίκαιον βίον, Legg. II, 663 b, wie τὰ δίκαια καὶ ὅσια διανέμειν όρθῶς πᾶσι, Polit. 301 b; Sp., wie Pol. τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅσια, 23, 10, 8; selten von Menschen, welche die durch das göttliche Gesetz vorgeschriebenen Pflichten gegen Andere erfüllen, δίκαιοι καὶ ὅσιοι, Plat. Rep. X, 615 b; ὅπως ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη, Legg. XII, 959 b; ὅσιοι καὶ ἀλήθειαν ἀσκοῦντες, im Gegensatz von ἐπίορκοι καὶ ἄδικοι, Xen. An. 2, 6, 25, vgl. Mem. 1, 1, 11; Thuc. 5, 104; ἑστίας οὔτε ὁσιώτερον χωρίον ἐν ἀνθρώποις, Xen. Cyr. 7, 5, 56. – Aber auch im Gegensatze von ἱερός bezeichnet es eigentlich das nicht von Menschen den Göttern Geweihte, sondern durch das göttliche Gesetz oder allgemeine Übereinkunft Geheiligte, erlaubte Dinge, sowohl von Staats-, als von Privatsachen, nach den alten Erklärern τὸ ἰδιωτικόν, ἱερὰ καὶ ὅσια of tneben einander, Plat. Legg. IX, 857 f; oft bei Rednern, wie schon Harpocr. bemerkte, Is. 6, 47; τὴν πόλιν κοσμεῖν καὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τοῖς ὁσίοις, Isocr. 7, 66, wobei man an Tempel und an Staatsgebäude und andere Einrichtungen denken kann; ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως, Thuc. 2, 52; ἱερῶν θεούς, ὁσίων τὴν πόλιν ἀποστερεῖν, Dem. 24, 9; daher χωρίον ὅσιον, ein Ort, der nicht den Göttern geweiht ist, von Menschen betreten werden darf, wie βέβηλος, Ar. Lys. 743 u. Sp. – Der Ausdruck ὁσίας ἕνεκα ποιεῖσθαί τι, z. B. Ephipp. bei Ath. VIII, 359 b, bezieht sich auf die erste Bedeutung, Etwas nur deshalb thun, weil es ein alter heiliger Brauch ist, nur so der Gewohnheit wegen, ohne sich weiter Etwas dabei zu denken, also nur obenhin und des äußern Scheins wegen thun, um sich damit einer Pflicht entledigt zu haben, ohne daß es vom Herzen kommr, Harpocr. v. ἀφοσιόω; vgl. Seidler zu Eur. I. T. 1428 u. Ruhnk. ad H. h. Cer. 211; öfter bei D. Hal. u. a. Sp. – Spätere wie Iambl. brauchen ὁσία, ἡ, = ὁσιότης. – Adv., ὁσίως ἐξείργειν καὶ κατὰ νόμον, Plat. Legg. VII, 749 b, u. oft mit δικαίως verbunden; ὁσίως ἂν ὑμῖν ἔχοι, τοῦτον θύειν τὰ ἱερὰ ὑπὲρ ὑμῶν, Xen. Cyr. 8, 5, 26; Folgde.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. en parl. de choses;
1 établi, ordonné ou permis par la loi divine, sacré, saint : ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσία δὲ καὶ λέγειν HDT accomplir les devoirs religieux et prononcer les paroles saintes ; ὅσιόν ἐστιν ou simpl. ὅσιον cela est juste ou permis, il n'y a point de loi divine qui s'y oppose : οὐχ ὅσιον ποιοῦμαι ou ἡγοῦμαι, suivi de l'inf. HDT je tiens pour impie de ; de même οὐ θέμις οὐδ' ὅσιον SOPH cela n'est permis par aucune loi divine ; ὅσιά τε καὶ νόμιμα, usages conformes au droit divin et humain ; τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια THC les lois divines et humaines;
2 consacré : χωρίον ὅσιον XÉN territoire consacré;
II. en parl. de pers.
1 pieux, religieux;
2 juste, honnête ; avec le gén. : ἱερῶν πατρῴων ὅσιος ESCHL qui tient en honneur les saintes coutumes de ses pères;
3 pur : οἱ ὅσιοι, les purs, n. de prêtres à Delphes;
Cp. ὁσιώτερος;
NT: pieux.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Russian (Dvoretsky)
ὅσιος: 3, реже
1 установленный богами (для людей), ритуальный, священный (θοῖναι Aesch.; λουτρά Soph.; καθαρμοί Eur.): μέλος ὅσιον Arph. молитвенное песнопение;
2 благочестивый, набожный (βίος Plat.; τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅσια Polyb.): ὅσιοι καὶ ἀλήθειαν ἀσκοῦντες Xen. (люди) благочестивые и праведные; οὐχ ὅ. Eur. нечестивый, бесчестный, недостойный;
3 освященный (χωρίον Xen.);
4 подвергшийся очищению, (ритуально) чистый (χεῖρες Soph.): οἱ ὅσιοι Plut. чистые (о жрецах Дельфийского храма);
5 посвященный, священный (Παλλάδος ὁσία πόλις Eur.);
6 преисполненный благоговения или уважения, почтительный (εἴς и περί τινα Eur.): ἱερῶν πατρῴων ὅ. Aesch. свято чтущий (чтивший) священные обычаи предков;
7 дозволенный или одобряемый богами, т. е. честный, правильный, нравственно безупречный (ὅσια μὲν ποιέειν, ὅσια δὲ καὶ λέγειν Her.): τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια Thuc. законы божеские и человеческие.
Greek (Liddell-Scott)
ὅσῐος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 831D, Διον. Ἁλ. 5. 71· π. Συγκρ., ὁσιαίτερος διάφ. γραφ., Εὐρ. Ἀποσπ. 457· ― ἡγιασμένος. ὁ ὑπὸ τοῦ θείου ἢ τοῦ κατὰ φύσιν νόμου συγκεχωρημένος ἢ ὡρισμένος, τεθειμένος, καθωρισμένος, δίκη Θέογν. 132· θοῖναι Αἰσχύλ. Προμ. 530· λουτρὰ Σοφοκλ. Αἴ. 1405· καθαρμ. Εὐρ. Βάκχ. 77· μέλος Ἀριστοφ. Ὄρν. 898· ― οὐχ ὅσιος, ἀνόσιος, ἄναγνος, ὕβρις, ἔρως θυσίαν Εὐρ., κλ. ― Ἡ ἔννοια τοῦ ὅσιος συχνάκις ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς σχέσεως αὐτοῦ ἔνθεν μὲν πρὸς τὸ δίκαιος (ὁ καθωρισμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου νόμου), ἑτέρωθεν δὲ πρὸς τὸ ἱερὸς (καθιερωμένος τοῖς θεοῖς): 1) ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιος, καθωρισμένος ὑπὸ τοῦ θείου νόμου, ἡγιασμένος, ἅγιος. (μόριον τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον Πλάτ. Εὐθύφρων 12D) πρὸς θεῶν ὅσιον καὶ πρὸς ἀνθρώπων δίκαιον Ἀντιφῶν 114. 9· τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δίκαια καὶ τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ὅσια Πολύβ. 23. 10, 8· ἐντεῦθεν ἐν κοινῇ καὶ συνήθει ἀντιθέσει, τὰ ὅσια καὶ δίκαια, τὰ κατὰ θείαν καὶ ἀνθρωπίνην διέταξιν, Πλάτ. Πολιτ. 301D, κτλ.· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Εὐθύφρονα 6Ε· ― ὡσαύτως, ὅσια καὶ νόμιμα Ἀριστοφ. Θεσμ. 676, πρβλ. 684· τὰ ὅσιά τε καὶ νόμιμα, ἐπὶ προσφορᾶς εἰς τοὺς νεκρούς, Λατ. justa, Πλάτ. Φαίδων 108Α, πρβλ. Νόμ. 861 ― θεοὺς ὅσιόν τι δρῶ, ἐκπληρῶ καθῆκον ἐκ τῶν ὀφειλομένων παρὰ τῶν ἀνθρώπων εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ἱκέτ. 40, πρβλ. Ἱππ. 1081· ― τὸ ὅσιον = εὐσέβεια, Πλάτ. Εὐθύφρων 5 C καὶ D. 2) κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἱερός, ὁ συγχωρούμενος ἢ μὴ ἀπαγορευόμενος ὑπὸ τοῦ θείου νόμου, κοσμικός, ἱερὰ καὶ ὅσια, πράγματα ἱερὰ καὶ ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ κύκλου, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως Θουκ,. 2. 52, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 857Β, κτλ.· κοσμεῖν τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τοῖς ὁσίοις, κοσμεῖν τὴν πόλιν δι’ ἱερῶν οἰκοδομημάτων καὶ κοσμικῶν, Ἰσοκρ. 153Β· τῶν ἱερῶν μὲν χρημάτων τοὺς θεούς, τῶν ὁσίων δὲ τὴν πόλιν ἀποστερεῖ Δημ. 703. 1· ― ὅσιόν ἢ ὅσιά [ἐστι], ἑπομένου ἀπαρεμφάτου, εἶναι νόμιμον, ὑπ’ οὐδενὸς νόμου ἀπαγορεύεται, ἐμποδίζεται, Ἡρόδ. 9. 79, Πινδ. Π. 9. 62, Εὐρ., κλ.· οὐκ ὅσιόν ἐστι, nefas est, Ἡρόδ. 6. 81· οὐκ ὅσιον ποιεῦμαι, θεωρῶ ἄνομον, ἀσεβές, ὁ αὐτ. 2. 170, Δημ. 1490. 17· σοὶ γὰρ οὐ θέμις οὐδ’ ὅσιον... ἱστάναι Σοφ. Ἠλ. 432. ― ἐντεῦθεν, ὅσιον χωρίον, τόπος ὃν δύναταί τις νὰ πατήσῃ χωρὶς νὰ ἁμάρτῃ, ἑπομένως οὐχὶ ἱερός, = βέβηλος, Λατιν. profanus, Ἀριστοφ. Λυσ. 743, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 167· οὕτως ὅσια ποιέειν Ἡρόδ. 6. 86, 1· λέγειν 9. 79· φωνεῖν Σοφ. Φιλ. 662· φρονεῖν Εὐρ. Ἠλ. 1203· ἐφέπειν Ἀριστοφ. Θεσμ. 676. ― Περὶ τῆς διττῆς ταύτης σχέσεως τοῦ ὅσιος, ἴδε Ruhnk. εἰς Τίμ., Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 344Α. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὐσεβής, ἀφωσιωμένος εἰς τὸ θεῖον, θρῆσκος, ἄνδρες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 27, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 850, κλ.· Παλλάδος ὁσία πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1319· ὅσιοι μύσται, θιασῶται Ἀριστοφ. Βάτρ. 336, κλ.· ὅσιον παρέχειν ἑαυτὸν Ἀντιφ. 116. 30· ὅσιοι πρὸς οὐ δικαίους ἱστάμεθα Θουκ. 5. 104· ἀντίθ. τῷ ἀνόσιος, Εὐρ. Ὀρ. 547· τῷ ἐπίορκος, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 25· ὅσιος εἲς τινα, περί τινα Εὐρ. Ἡρακλ. 719, Κύκλ. 125. 2) ἀναμάρτητος, καθαρός, ἄγιος, ἁγνός, ἐξ ὁσίων στομάτων Ἐμπεδ. 46· ὅσ. ἔστω καὶ εὐαγὴς Νόμ. Σόλωνος παρὰ Ἀνδοκ. 13. 8· οὕτω μετὰ γεν., ἱερῶν πατρῴων ὅσιος, σεβόμενος τὰς ἱερὰς τελετὰς τῶν προγόνων του, Αἰσχύλ. Θήβ. 1010· ὅσιος ἀπ’ εὐνᾶς Εὐρ. Ἴων 150· ὡσαύτως, ὅσιαι χεῖρες, καθαραί, ἁγναί, Αἰσχύλ. Χο. 378, Σοφ. Ο. Κ. 470. 3) σπανίως ἐπὶ τῶν θεῶν, ἅγιος, Ὀρφ. Ἀργ. 27, Ὕμν. 77. 2· θεοῖς ὁσίοις καὶ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 3830, πρβλ. 3594. 4) πέντε ἱερεῖς ἐν Δελφοῖς ἐκαλοῦντο ἰδίως ὅσιοι, Πλούτ. 2. 292D, 365Α. ΙΙΙ. Ἐπίρ., ὁσίως, Εὐρ. Ἱππ. 1287, Ἀντιφῶν 120. 28, κτλ.· ὁσίως οὔχ, ὑπ’ ἀνάγκας δὲ Εὐρ. Ἱκέτ. 63· οὐχ ὁσίως Θουκ. 2. 5· καλῶς καὶ ὁσ. Πλάτ. Φαίδων 113D· δικαίως καὶ ὁσ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 331Α· ὁσ. καὶ κατὰ νόμον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 799Β· ― ὁσίως ἔχει τινί, μετ’ ἀπαρ., ἐπιτρέπεται, συγχωρεῖται εἴς τινα νὰ πράξη, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 26· οὕτω μετὰ μετοχ., ὁσίως ἂν ἔχοι αὐτῷ μὴ δεχομένῳ ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 7, 2· ― ὡσαύτως ὅσια ὡς ἐπίρρ., ἐξ ἐμοῦ ... οὐχ ὅσι’ ἔθνησκες Εὐρ. Ἴων 1501· ― συγκρ. ὁσιώτερον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1194, κτλ.· ὑπερθ., ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον Πλάτ. Μένων 81Β, κτλ. IV. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ οὐσιαστικὸ ὁσίη, ἴδε ἐν λ. ὁσία.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; properly, right (by intrinsic or divine character; thus distinguished from δίκαιος, which refers rather to human statutes and relations; from ἱερός, which denotes formal consecration; and from ἅγιος, which relates to purity from defilement), i.e. hallowed (pious, sacred, sure): holy, mercy, shalt be. 342
English (Thayer)
ὅσια, ὅσιον, and once (Plato, legg. 8, p. 831d.; Dionysius Halicarnassus, Antiquities, 5,71at the end; cf. Winer's Grammar, § 11,1; Buttmann, 26 (23); the feminine occurs in the N.T. only in the passage cited); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. chiefly for חָסִיד (cf. Grimm, Exgt. Hdbch. on Sap., p. 81 (and references under the word ἅγιος, at the end)); "undefiled by sin, free from wickedness, religiously observing every moral obligation, pure, holy, pious" (Plato, Gorgias, p. 507b. περί μέν ἀνθρώπους τά προσηκοντα πράττων δικαἰ ἄν πραττοι, περί δέ θεούς ὅσια. The distinction between δίκαιος and ὅσιος is given in the same way by Polybius 23,10, 8; Schol. ad Euripides, Hec. 788; Chariton 1,10; (for other examples see Trench, § lxxxviii.; Wetstein on Trench, as above; indeed Plato elsewhere (Euthyphro, p. 12e.) makes δίκαιος the generic and ὅσιος the specific term)); of men: οἱ ὅσιοι τοῦ Θεοῦ, the pious toward God, God's pious worshippers (A. V. thy Holy One): χεῖρες (Aeschylus cho. 378; Sophocles O. C. 470), holy: Orphica, Arg. 27; hymn. 77,2; of God in יָשָׁר; חָסִיד, cf. τά ὅσια Δαυίδ, the holy things (of God) promised to David, i. e. the Messianic blessings, Isaiah 55:3.
Greek Monotonic
ὅσιος: -α, -ον και -ος, -ον,
I. καθαγιασμένος, επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, σε Θέογν., Τραγ.· οὐχ ὅσιος, μιαρός, σε Ευρ. κ.λπ.
1. αντίθ. προς το δίκαιος (επικυρωμένος από τον ανθρώπινο νόμο), επικυρωμένος από τον θεϊκό νόμο, τὰ ὅσια καὶ δίκαια, πράγματα που υπάγονται στον θεϊκό και τον ανθρώπινο νόμο, σε Πλάτ.· θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν, εκπληρώνω ένα καθήκον που οι άνθρωποι οφείλουν στους θεούς, σε Ευρ.
2. αντίθ. προς το ἱερός (λέγεται αποκλειστικά για θεούς), επιτρεπτός ή μη απαγορευμένος από τον θεϊκό νόμο, ἱερὰ καὶ ὅσια, πράγματα θεϊκά και εγκόσμια, κοσμικά, σε Θουκ. κ.λπ.· ὅσιόν ή ὅσιά (ἐστι), ακολουθ. από απαρ., είναι νόμιμο, Λατ. fas est, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οὐκ ὅσιόν ἐστι, Λατ. nefas est, στον ίδ.· ὅσιον χωρίον, τόπος που μπορεί να πατηθεί χωρίς διάπραξη ασέβειας, και επομένως = βέβηλος, Λατ. profanus, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὅσια ποιέειν, σε Ηρόδ.· φρονεῖν, σε Ευρ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, ευσεβής, θεοσεβής, θρησκευλαβής, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
2. αγνός, ἱερῶν πατρῴων ὅσιος, ευλαβής στην επιτέλεση τελετουργιών των προγόνων του, σε Αισχύλ.· ὅσιαιχεῖρες, αγνά, αμόλυντα χέρια, στον ίδ.
III. επίρρ. ὁσίως, σε Ευρ. κ.λπ.· οὐχ ὁσίως, σε Θουκ.· ὁσίως ἔχει τινι, με απαρ., είναι επιτρεπτό για κάποιον να πράξει κάτι, σε Ξεν.· επίσης, το ὅσια, ως επίρρ., ἐξ ἐμοῦ οὐχ ὅσι' ἔθνησκες, με ανόσιο τρόπο, σε Ευρ.· συγκρ. ὁσιώτερον, στον ίδ.· υπερθ. ὡς ὁσιώτατα, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: offered or permitted by the gods or nature, pleasing to the gods, just (= Lat. fas), devout, ritually pure (Thgn., IA.; cf. ὁσίη below).
Other forms: (τὸ) ὅσιον, (τὰ) ὅσια.
Compounds: As 2. member in ἀν-όσιος (IA.), prob. prop. bahuvrihi who is without τὸ ὅσιον, ἡ ὁσία (Frisk Adj. priv. 10 f.), ἀφ-όσιος = ἀν-όσιος (Egypt. inscr. Ia; Strömberg Prefix Studies 41).
Derivatives: ὁσία, Ion. -ίη f. divine or natural law, law, holy custom, holy service (Od.), prob. for ὁσι-ία (Frisk Eranos 43, 220 w. lit.; diff. Porzig Satzinhalte 208); ὁσιό-της f. divine obedience, piety (Pl., X.). Denominative ὁσιό-ομαι, -ω, esp. w. ἀφ-, also w. καθ- a. ἐξ-, to purify (oneself), to hallow (IA.) with (ἀφ-, καθ-)οσίωσις f. purification, hallowing (D.H., Plu.), ἀφοσιώματα καθάρ-ματα, καθάρσια H., ὁσιωτήρ m. "the purificator", name of a sacrificial animal in Delphi (Plu.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the meaning of ὅσιος, -ίη s. beyond the lit. on ἱερός also W. J. Terstegen Εὑσεβής en ὅσιος. Diss. Utrecht 1941, Jeanmaire REGr. 58, 66ff., van der Walk REGr. 64, 417ff. No convincing etymology. Since Brugmann Grundr.2 II: 1, 401 mostly explained as ιο-deriv. of a ptc. *s-o-to-(from *es- to be) beside seeming *s-e-to- in ἐτά ἀληθῆ (s. ἐτάζω); the root is now established as *h₁s-. As improbable alternative B. considers transformation of an *ἁτιος = Skt. satyá- true (< IE *sn̥t-ii̯o-) after *ὁντ-. Schwyzer 344 considers Aeolic origin (ὁ- for ἁ-) as possible. The derivation from *soto- (root *set- in ἐτάζω) is defended by Pinault, Langue, style (1996) 43f.: *sotii̯o- conforme à l'ordre établi, pieux. -- Well argued criticism by v. Windekens Le Pélasgique 124 (with Pelasgian explanation (to Lat. iūs right etc.). Cf. Benveniste, Vocab. inst. 2, 198-202.
Middle Liddell
ὅσιος, η, ον
I. hallowed, sanctioned by the law of God, Theogn., Trag.:— οὐχ ὅσιος unhallowed, Eur., etc
1. opp. to δίκαιος (sanctioned by human law), sanctioned by divine law, τὰ ὅσια καὶ δίκαια things of divine and human ordinance, Plat.; θεοὺς ὅσιόν τι δρᾶν to discharge a duty men owe the gods, Eur.
2. opp. to ἱερός (sacred to the gods), permitted or not. forbidden by divine law, ἱερὰ καὶ ὅσια things sacred and profane, Thuc., etc.:— ὅσιόν or ὅσιά [ἐστι], foll. by inf., it is lawful, fas est, Hdt., etc.; οὐκ ὅσιόν ἐστι nefas est, Hdt.; ὅσιον χωρίον a place which may be trodden without impiety, and so = βέβηλος, Lat. profanus, Ar.; so, ὅσια ποιέειν Hdt.; φρονεῖν Eur.
II. of persons, pious, devout, religious, Aesch., Eur., etc.
2. pure, ἱερῶν πατρῴων ὅσιος scrupulous in performing the rites of his forefathers, Aesch.; ὅσιαι χεῖρες pure, clean hands, Aesch.
III. adv. ὁσίως Eur., etc.; οὐχ ὁσίως Thuc.:— ὁσίως ἔχει τινί, c. inf., it is allowed for one to do, Xen.:—also ὅσια as adv., ἐξ ἐμοῦ οὐχ ὅσι' ἔθνησκες in unholy manner, Eur.:—comp. ὁσιώτερον, Eur.: Sup., ὡς ὁσιώτατα Plat.
Frisk Etymology German
ὅσιος: {hósios}
Forms: (τὸ) ὅσιον, (τὰ) ὅσια
Meaning: ‘von den Göttern od. der Natur geboten od. erlaubt, gottgefällig, gerecht (= lat. fas), fromm, rituell rein’ (Thgn., ion. att.; vgl. ὁσίη unten).
Composita : Als Hinterglied in ἀνόσιος (ion. att.), wohl eig. Bahuvrihi dem τὸ ὅσιον, [[ἡ ὁσία fremd ist]] (Frisk Adj. priv. 10 f.), ἀφόσιος = ἀνόσιος (ägypt. Inschr. Ia; Strömberg Prefix Studies 41).
Derivative: Davon ὁσία, ion. -ίη f. ‘das göttliche od. natürliche Recht, Gesetz, heilige Sitte, heiliger Dienst’ (seit Od.), wohl für ὁσιία (Frisk Eranos 43, 220 m. Lit.; anders Porzig Satzinhalte 208); ὁσιότης f. ‘gött- licher Gehorsam, Frömmigkeit’ (Pl., X. usw.). Denominativum ὁσιόομαι, -ω, bes. m. ἀφ-, auch m. καθ- u. ἐξ-, ‘(sich) entsühnen, weihen’ (ion. att.) mit (ἀφ-, καθ-)οσίωσις f. Entsühnung, Weihung (D.H., Plu. u.a.), ἀφοσιώματα· καθάρματα, καθάρσια H., ὁσιωτήρ m. "der Einweihende", Bez. eines Opfertiers in Delphi (Plu.).
Etymology : Zur Bed. von ὅσιος, -ίη s. außer d. Lit. zu ἱερός noch W. J. Terstegen Εὐσεβής en ὅσιος. Diss. Utrecht 1941, Jeanmaire REGr. 58, 66ff., van der Walk REGr. 64, 417ff. Keine überzeugende Etymologie. Seit Brugmann Grundr.2 II: 1,401 gewöhnlich als ιο-Ableitung eines Ptzs. *s-o-to-(von es- sein) erklärt neben angeblichem *s-e-to- in ἐτά· ἀληθῆ (s. ἐτάζω). Als unwahrscheinlichere Alternative erwägt B. Umbildung eines *ἁτιος = aind. satyá- wahr (aus idg. *sn̥t-ii̯o-) nach *ὁντ-. Schwyzer 344 hält äolischen Ursprung (ὁ- für ἁ-) für möglich. — Wohlbegründete Kritik bei v. Windekens Le Pélasgique 124 mit pelasgischer Erklärung (zu lat. iūs Recht usw.). Von Merlingen Das "Vorgriechische" (Wien 1955) S. 18 ebenso unerschrocken mit ἅγιος identifiziert; ablehnend Chantraine Rev. de phil. 82, 285.
Page 2,435
Chinese
原文音譯:Ósioj 何西哦士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:仁慈 相當於: (חָסִיד) (יָשָׁר)
字義溯源:神聖的,正直*,敬虔的,聖的,聖者,聖潔,虔誠的,認可的;(來自神聖的性情)信徒是聖的,稱為聖徒;但惟有主耶穌是不見朽壞的聖者( 徒2:27; 13:35)。參讀 (ἅγιος)同義字
同源字:1) (ἀνόσιος)不虔誠的 2) (ὅσιος)正直,神聖的 3) (ὁσιότης)虔誠 4) (ὁσίως)虔誠地
出現次數:總共(8);徒(3);提前(1);多(1);來(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 聖者(3) 徒2:27; 徒13:35; 啓16:5;
2) 聖潔(3) 徒13:34; 多1:8; 來7:26;
3) 你是聖的(1) 啓15:4;
4) 聖潔的(1) 提前2:8
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἁγιασμένος, εὐσεβής). Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τά ἔθος ἦθος (σϝοθι-ος = σόθιος = ὅθιος = ὅσιος).
Παράγωγα: ὁσίως, ὁσία (=ὁ θεῖος νόμος), ὁσιόω, ὁσίωμα, ἀφοσίωμα, ὁσίωσις, ἀφοσίωσις, καθοσίωσις, ἀφοσιωτέον.
Léxico de magia
-ον 1 santo de un demon δὸς ἱερὸν ἄγγελον ἢ πάρεδρον ὅσ<ι>ον διακονήσοντα τῇ σήμερον νυκτί dame un sagrado ángel o un santo asesor que me sirva esta noche P VII 884 ὅτι ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας καὶ ἄρρητος καὶ ὅ. ... τοῦ μεγάλου θεοῦ δαίμων porque te lo manda el grande, inefable y santo demon del gran dios P XII 171 2 piadoso de personas τὴν σὴν μορφὴν ἐπίτειλον, ἀνθρώπῳ, ὁσίῳ ἱκέτῃ envíame tu forma a mí, un hombre piadoso suplicante P XVIIb 22 P V 417 3 adv. -ως piadosamente ὁσίως πράξας ἐπιτεύξῃ si actúas piadosamente, tendrás suerte P VII 808
Lexicon Thucydideum
pius, dutiful, loyal, 5.104.1,
fas, divine law, right, 3.56.2, 3.84.2,
PLUR. 1.71.6, 2.52.3, 3.58.3.
Translations
Aghwan: 𐕌𐕒𐕡𐕟𐕒𐕡𐕙; Albanian: shenjtë; Arabic: مُقَدَّس; Egyptian Arabic: مقدس; Armenian: սուրբ; Aromanian: sãntu, sãmtu; Azerbaijani: müqəddəs; Belarusian: святы́, свяшчэ́нны; Bulgarian: свят, свеще́н; Catalan: sagrat, sagrada, sant, santa; Chinese Mandarin: 神聖, 神圣, 聖, 圣; Czech: svatý; Dalmatian: suant; Danish: hellig; Dutch: heilig, sacraal, gewijd; Esperanto: sankta; Estonian: puhä; Faroese: heilagur, halgur; Finnish: pyhä; French: saint, sacré; Friulian: sant; Galician: sagrado, sacro; Georgian: წმინდა; German: heilig; Gothic: 𐍅𐌴𐌹𐌷𐍃; Greek: άγιος; Ancient Greek: ἅγιος, ἱερός, ὅσιος; Greenlandic: illernartoq; Hebrew: קדוש, קדושה; Hidatsa: xubáa; Hindi: पवित्र; Hungarian: szent; Hunsrik: heilich; Icelandic: heilagur, helgur; Indonesian: kudus, keramat; Irish: beannaithe, naofa; Istriot: santo; Italian: sacro; Japanese: 神聖, 聖なる; Kashubian: swiati; Korean: 거룩한, 신성한; Latin: sacer; Latvian: svēts; Lithuanian: šventas; Luxembourgish: helleg; Macedonian: свет; Malay: suci; Maori: tapu; Mari: шнуй; Navajo: diyin; Norman: saint; Norwegian Bokmål: hellig; Occitan: sant; Old Occitan: sant; Old English: hāliġ; Persian: مقدس, اسپنتا, سپنتا; Plautdietsch: heilich; Polish: święty; Portuguese: santo, sagrado, sacro; Rapa Nui: tapu; Romanian: sfânt, sfântă; Romansch: sontg, sogn, son, sench, sonch; Russian: святоой, священный; Sardinian: santu; Scots: haly; Scottish Gaelic: naomh, coisrigte; Serbo-Croatian Cyrillic: свет; Roman: svet; Sicilian: santu; Slovak: svätý; Slovene: svet; Sorbian Lower Sorbian: swěty; Spanish: santo, sagrado; Swedish: helig; Thai: ศักดิ์สิทธิ์; Turkish: kutsal, mukaddes; Ugaritic: 𐎖𐎄𐎌; Ukrainian: святи́й, свяще́нний; Venetian: santo; Vietnamese: thánh, thần thánh; Welsh: sanctaidd; Yiddish: הייליק; Yup'ik: tanqilria