καρδία

Revision as of 16:58, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (thayer-88-linked)

English (LSJ)

ἡ, Ion. καρδίη, Ep. κρᾰδίη (καρδίη in Hom. only in

   A καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι Il.2.452, al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr.881, Th.781, E.Med.99, Hipp.1274); Aeol. κάρζα EM407.21 (but καρδία Sapph.2.6); Cypr. κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):—heart, ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει Il.13.282; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp.215e, cf. Ar.Nu.1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger, οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646; τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225; [σφηκῶν] κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266; ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547, etc.; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch.166; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R.492c; of sorrow or joy, ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489; κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548; ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171, cf. 10.10, B.10.85, etc.; καρδίην ἰαίνεται Archil.36; κελαινόχρως . . πάλλεταί μου κ. A.Supp.785; ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or.466; of love, Sapph.l.c., etc.; ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to... LXXJd.19.3.    2 inclination, desire, purpose, ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib.244; καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant.1105.    3 mind, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441; κραδίη πόρφυρε Od.4.572; κραδίη προτιόσσετ' ὄλεθρον 5.389; εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38.    II cardiac orifice of the stomach, Th.2.49, Hp.Prorrh.1.72, Gal.8.338, al.    III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6; ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245, cf. PMag. Leid.V.13.24; λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51.    IV metaph., κ. θαλάσσης depths of the sea, LXXEz.27.4.    V Κ. Λέοντος, name of the star Regulus, Gem.3.5. (I.-E. [kcirc ]ṛd-, cf. Lat. cor(d)-, Lith. širdis 'heart', etc.)

German (Pape)

[Seite 1326] ἡ, ion. καρδίη, poet. κραδία u. κραδίη, so bei Hom., der die Form καρδίη nur im Anfang des Verses hat, Il. 2, 452. 11, 12. 14, 152; vgl. κέαρ; – 1) das Herz; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει, schlägt in der Brust, Il. 13, 282, wie πηδᾷ Plat. Conv. 215 d; Ar. Nubb. 1391; ἔξω στήθεος ἐκθρώσκει Il. 10, 94; δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει 13, 442; ἀλέκτορος Aesch. Eum. 823; συός Luc. salt. 85. Häufig als Sitz der Gefühle und Leidenschaften, bes. der Furcht, ἔχων κραδίην ἐλάφοιο Il. 1, 225; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ Aesch. Ch. 165, denn bei der Furcht schlägt der Puls schneller; Sitz des Muthes, θρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pind. P. 10, 44; ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε Il. 21, 547, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ 2, 452; des Zornes, οἰδαίνεται κραδίη χόλῳ Il. 9, 546; ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; πάροιθεν δὲ πρώρας δριμὺς ἧσται καρδίας θυμός Aesch. Ch. 386; καρδίᾳ θυμουμένῃ Soph. Ant. 1239; ἔπαυσε καρδίας χόλον Eur. Med. 245; τὸ θυμοειδὲς περὶ τὴν καρδίαν Tim. Locr. 100 a; der Freude, χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; der Trauer, ἵξετ' ἄχος κραδίην Il. 23, 47, ἀναστεναχίζειν ἐκ κραδίης 10, 10, ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od. 17, 489, ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il. 2, 171; auch ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἦτορ, 20, 169; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; der Liebe, καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ Eur. Hipp. 27; ἐκ τῆς καρδίας με φιλεῖς, liebst mich von Herzen, Ar. Nubb. 86, wie ἀπὸ καρδίας Theocr. 29, 4 u. N. T. ἐξ ὅλης καρδίας. Aber τὸ ἀπὸ καρδίας λέγειν ist = vom Herzen, von der Leber wegsprechen, Eur. I. A. 475, wie fr. bei Plut. de ad. et am. discr. 31. – Uebh. Neigung, Begierde, oft verbunden κραδίη καὶ θυμός με ἐποτρύνει, z. B. Il. 10, 220, u. κραδίη θυμός τε κελεύει. Dah. κλῦθι μου πρόφρονι καρδίᾳ, mit wohlwollendem Herzen, Aesch. Suppl. 344; σιδηρέη Od. 4, 293, vgl. Il. 3, 60; τίνα οἴει καρδίαν ἔχειν, welche Gesinnung, Plat. Rep. VI, 492 c. – Aber auch der Sitz des Denkvermögens, διχθὰ δὲ κραδίη μέμονε φρεσίν Il. 16, 435, κραδίη πόρφυρε Od. 4, 572, πολλὰ δέ οἱ κρ. προτιόσσετ' ὄλεθρον 5, 389, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il. 21, 441; ἐν καρδίαις σοφίαν ἐμβάλλειν Pind. Ol. 13, 16; προφθάσασα καρδίαν γλῶσσα Aesch. Ag. 999. – 2) der obere Magenmund, Theocr. 2, 49. – 3) das Mark der Pflanzen, Theophr., auch der Kern des Holzes. – 4) LXX. vrbdt καρδία θαλάσσης, die Tiefe.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cœur :
1 comme organe du corps;
2 comme siège des passions ou des facultés de l’âme : ἐκ καρδίας φιλεῖν AR aimer de tout cœur ; τὰ ἀπὸ καρδίας ἐρεῖν ou λέγειν EUR parler à cœur ouvert, franchement, librement ; ἐκπέσει φίλας καρδίας EUR tu seras précipité de tes chères espérances;
3 comme siège de l’intelligence;
II. p. anal. orifice supérieur de l’estomac ; estomac.
Étymologie: cf. κέαρ, lat. cor, th. cord-.

English (Slater)

καρδία (cf. κραδία: καρδίᾳ, -ίαν; -ίαις.)
   1 heart ἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ (P. 2.91) fig., of the feelings: καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.2) πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.16) βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ (P. 1.11) ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν (P. 3.96) ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9) θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν (P. 10.44) οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν (N. 10.30) τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225.

Spanish

corazón, médula, centro de una rama

English (Abbott-Smith)

καρδία, -ας, ἡ, [in LXX chiefly for לֵבָב ,לֵב;]
the heart,
1.the bodily organ which is regarded as the seat of life ( II Ki 18:14, IV Ki 9:24, al.).
2.In a psychological sense, the seat of man's collective energies, the focus of personal life, the seat of the rational as well as the emotional and volitional elements in human life, hence that wherein lies the moral and religious condition of the man (DB, ii, 317f.; DGG, ii, 344a);
(a)of the seat of physical life ( Jg 19:5, Ps 101 (102):5 103 (104):15): Ac 14:17, Ja 5:5;
(b)of the seat of spiritual life: Mt 5:8, Mk 7:19, Lk 1:51, Ac 5:3, Ro 10:9, 10 Eph 6:5, al.; pl., Mt 9:4, Mk 2:6, al.; opp. to στόμα, χείλεα, πρόσωπον, Mt 15:8, Mk 7:6, Ro 10:8, 9 II Co 5:12; περιτομὴ καρδίας, Ro 2:29; ἐκ κ., Ro 6:17, I Pe 1:22; ἀπὸ τῶν κ., Mt 18:35; ἐν ὅλῃ (ἐξ ὅλης), Mt 22:37, Mk 12:30 (LXX); γινώσκειν (ἐρευνᾶν, δοκιμάζειν) τὰς κ., Lk 16:15, Ro 8:27, I Th 2:4; to think, etc., ἐν τ. κ., Mt 9:4, Mk 2:6, Lk 12:45, Ro 10:6; συνιέναι (νοεῖν) τῇ κ., Mt 13:15, Jo 12:40; ἐπαχύνθη ἡ κ.,Mt 13:15 (LXX); πωροῦν τὴν κ., Jo 12:40; κ. εὐθεῖα, Ac 8:21; πονηρά, He 3:12; ἀμετανόητος, Ro 2:5; εἶναι (ἔχειν) ἐν τῇ κ., II Co 7:3, Phl 1:7; ὀδύνη τῇ κ., Ro 9:2.
3.Of the central or innermost part of anything (of the pith of wood, Arist.): τ. γῆς, Mt 12:40 (Cremer, 343ff.).

English (Strong)

prolonged from a primary kar (Latin cor, "heart"); the heart, i.e. (figuratively) the thoughts or feelings (mind); also (by analogy) the middle: (+ broken-)heart(-ed).

English (Thayer)

καρδίας, ἡ, poetic κραδία and καρδίη (in the latter form almost always in Homer (only at the beginning of a line in three places; everywhere else by metathesis κραδιη; Ebeling, Lex. Homer, under the word)) (from a root signifying to quiver or palpitate; cf. Cartius § 39; Vanicek, p. 1097 (Etym. Magn. 491,56 παρά τό κραδαίνω, τό σείω. ἀεικινητος γάρκαρδία); allied with Latin cor; English heart); the Sept. for לֵב and לֵבָב; the heart;
1. properly, that organ in the animal body which is the center of the circulation of the blood, and hence, was regarded as the seat of physical life: καρδία denotes the seat and center of all physical and spiritual life; and a. the vigor and sense of physical life (στήρισον τήν καρδίαν σου ψωμῷ ἄρτου, τρέφειν τάς καρδίας, ἐμπιπλῶν τάς καρδίας τροφῆς, βάρειν τῆς καρδίας κραιπάλῃ καί μέθη, δ. below);
b. the center and seat of spiritual life, "the soul or mind, as it is the fountain and seat of the thoughts, passions, desires, appetites, affections, purposes, endeavors" (so in English heart, inner Prayer of Manasseh , etc.); α. universally: R L text Tr marginal reading); R G L marginal reading; L T Tr WH text); T WH marginal reading singular); ἡ καρδία is distinguished from τό στόμα or from τά χειλεα: τό πρόσωπον: περιτομή καρδίας, ἀπερίτμητοι τῇ καρδία, L T Tr WH text καρδίαις, WH marginal reading genitive καρδίας, cf. Buttmann, 170 (148)). of things done from the heart i. e. cordially or sincerely, truly (without simulation or pretence) the following phrases are used: ἐκ καρδίας (Aristophanes nub. 86), L T Tr WH in R G ἐκ καθαρᾶς καρδίας, as in ἀπό τῶν καρδιῶν, ἀπό καρδίας εὐχάριστος τοῖς θεοῖς, Antoninus 2,3); ἐν ὅλῃ τῇ καρδία and ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, in μετ' ἀληθινῆς καρδίας, ἐρευναν τάς καρδίας, δοκιμάζειν, γινώσκειν, ἐτάζειν, διανοίγειν τήν καρδίαν (see διανοίγω, 2), ἦν ἡ καρδία καίψυχή μία, there was perfect unanimity, agreement of heart and soul, τιθέναι τί ἐν τῇ καρδία (בְּלֵב and לֵב עַל שׂוּם, τιθέναι ἐν στηθεσσιν, ἐν φρεσίν, etc., in Homer), to lay a thing up in the heart to be considered more carefully and pondered, to fix in the heart i. e. to purpose, plan, to do something, A. V. conceived in thy heart); also εἰς τήν καρδίαν (L T Tr WH ἐν τήν καρδίαν) followed by the infinitive, βάλλειν εἰς τήν καρδίαν τίνος, followed by ἵνα, to put into one's mind the design of doing a thing, διδόναι followed by an infinitive, ἀναβαίνει ἐπί τήν καρδίαν τίνος, followed by an infinitive, the purpose to do a thing comes into the mind, ἐν τῇ καρδία joined to verbs of thinking, reflecting upon, doubting, etc.: ἐνθυμεῖσθαι, διαλογίζεσθαι, λέγειν, εἰπεῖν (בְּלִבּו אָמַר), to think, consider with oneself, συμβάλλειν, to revolve in mind, διακρίνεσθαι, to doubt, διαλογισμοί ἀναβαινουσι, of persons in doubt, R G L marginal reading plural); ἀναβαίνει τί ἐπί καρδίαν, the thought of a thing enters the mind, β. specifically, of the understanding, the faculty and seat of intelligence (often so in Homer also (cf. Nägelsbach, Homer. Theol., p. 319f; Zezschwitz, Profangräcität as above with, pp. 25f, 50); cor domicilium sapientiae, Lactantius, de opif. dei c. 10, cf. Cicero, Tusc. 1,9; לֵב, διανοίας); συνιέναι τῇ καρδία, νόειν τῇ καρδία, ἐπαχύνθη ἡ καρδία, πωρουν τήν καρδίαν, πεπωρωμένη καρδία, ἡ πώρωσις τῆς καρδίας, βραδύς τῇ καρδία, slow of heart, κάλυμμα ἐπί τήν καρδίαν κεῖται, γ. of the will and character: ἁγνίζειν καρδίας, καθαρίζειν τάς καρδίας, ῥερραντίσμενοι τάς καρδίας, καρδία εὐθεῖα (cf. Winer's Grammar, 32), πονηρά, Winer's Grammar, 194 (183)); ἀμετανόητος, γεγυμνασμενη πλεονεξίας, στηρίζειν τάς καρδίας, βεβαιουν, in passive, σκληρύνειν, ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας, αἱ βουλαί τῶν καρδιῶν προαιρεῖσθαι τῇ καρδία, κρίνειν (to determine) and ἑδραῖος ἐν τῇ καρδία, δ. "of the soul so far forth as it is affected and stirred in a bad way or good, or of the soul as the seat of the sensibilities, affections, emotions, desires, appetites, passions": ἡ καρδία καιομένη ἦν, of the soul as greatly and peculiarly moved, αἱ ἐπιθυμίαι τῶν καρδιῶν, στηρίζειν τάς καρδίας, of the cultivation of constancy and endurance, ἐήξειν τινα ἐν τῇ καρδία, to have one in one's heart, of constant remembrance and steadfast affection, `te tamen in toto pectore semper habet' Ovid. trist. 5,4, 24); εἶναι ἐν τῇ καρδία τίνος, to be cherished in one's heart, to be loved by one perpetually and unalterably, εὐδοκία τῆς καρδίας, ηὐφράνθη ἡ καρδία, χαρήσεται ἡ καρδία, ἀνήρ κατά τήν καρδίαν τοῦ Θεοῦ, i. e. in whom God delights, Winer's Grammar, 156 (148) note) see 2a. above). in reference to grief, pain, anguish, etc.: ἡ λύπη πεπλήρωκε τήν καρδίαν, ὀδύνη τῇ καρδία μου, ἡ καρδία ταράσσεται, συνοχή καρδίας, βάρειν τῆς καρδίας μερίμναις βιωτικαῖς, διαπρίομαι τῇ καρδία, συντετριμμένος τήν καρδίαν, R L brackets; κατενύγησαν τῇ καρδία, L T Tr WH τήν καρδίαν); συνθρύπτειν τήν καρδίαν, ε. of a soul conscious of good or bad deeds (our conscience): לֵבָב, ἡ καρδία πατασσει τινα, of the middle or central or inmost part of anything, even though inanimate: τῆς γῆς (which some understand of Hades, others of the sepulchre), τῆς θαλάσσης, לֵב; and for the same ἐν μέσῳ θαλάσσης, Baruch 6: (Epistle Jer.) τῆς κλεψυδρας, Aristotle, probl. 16,8 (others, κώδια)). Cf. Beck, Biblical Seelenlehre, chapter iii. § 20ff, p. 64ff; Delitzsch, Biblical Psychologie (Leipz. 1861) iv. § 12, p. 248ff (also in Herzog 2, vi. 57ff); Oehler in Herzog vi., p. 15ff (also in his O. T. Theol. (edited by Day) § 71); Wittichen in Schenkel iii. 71f.