προσβολή

English (LSJ)

ἡ, (προσβάλλω)
A application, e.g. of the touchstone, A. Ag.391 (lyr., pl.); ἡ τῆς σικύας π. Arist.Rh.1405b3; ἡ π. τῶν ὀμμάτων πρός τι Pl.Tht.153e; φίλιαι π. προσώπων, of kisses, E.Supp.1138 (lyr.): abs., kiss, embrace, Id.Med.1074; τῆς γλώττης προσβολαί, opp. συμβολαὶ τῶν χειλῶν, Arist.PA660a6; ἄνευ προσβολῆς (sc. τῆς γλώττης) pronounced without applying the tongue to the teeth, etc., Id.Po.1456b26: metaph., π. τῆς φαντασίας Stoic.2.33: abs., of an act of intuition, Porph.Sent.43, Plot.2.9.1, 3.8.10, al.
2 in an auction, document recording the knocking down of a lot to a purchaser, PEleph.23.17 (iii B.C.), PTeb.814.28 (iii B.C.).
II (from intr. sense) falling upon, attack, assault (expld. by Hsch. as τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ κατοχή), π. Ἀχαιίς A.Th.28; προσβολὴν ποιέεσθαι πέριξ τὸ τεῖχος Hdt.3.158: pl., Id.4.128, Th.2.4, 5.61, X.HG 1.3.14, etc.; προσβολὰς παρασκευάζεσθαι τῷ τείχει Th.2.18; προσβολῆς γινομένης πρὸς τὸ τεῖχος Hdt.6.101; τὰς π. ἀποκρούεσθαι Id.4.200; προσβολαὶ ἱππέων Th.3.1, cf. X.An.3.4.2; π. sudden attacks, opp. ξυσταδὸν μάχαι, Th.7.81; ἐκ προσβολῆς = at the first assault, Philostr.Her.19.3; ἀντιφραττόμενοι ταῖς π. SIG780.19 (Epist.Augusti, i B.C.).
2 generally, attack, visitation, προσβολαὶ Ἐρινύων A.Ch. 283; μιασμάτοιν Id.Eu.600; δαιμόνων Ar.Pax39 (with allusion to the stench striking one's nose, cf. προσβάλλω 1.3); προσβολαὶ κακαί E.El.829; ἐκ θεοῦ προσβολῆς ἐμηνάμην Id.Cret.9; π. θεῖαι Antipho 3.3.8; πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ Pl.Lg.865b; attack, fit of disease, Dsc. 5.113; π. δεισιδαιμονίας Plu.2.43d: but, beat of pulse, Ruf.Syn.Puls. 7.5.
3 without hostile sense, impact of sound, βραδεῖα μὲν γὰρ ἐν λόγοισι π. μόλις δι' ὠτὸς ἔρχεται ῥυπωμένου, i.e. impressions through an old man's ears are slow, S.Fr.858; contact, π. καὶ ἐπαφή Stoic.2.123; τοῦ ἡλίου αἱ π. αἱ πρῶται Ael.NA14.23.
4 means of approaching, approach, παρέχειν π. καὶ ἐπαφήν Pl.Sph.246a; προσβολὰς ἀφράστους ἔχειν, of a place, Plu.Caes.53; π. ἔχειν τῆς Σικελίας to afford a means of entering Sicily, Th.4.1; ἡ τοῦ στομάχου π. Arist.HA507b3; οὔσης… τραχείας τῆς π. Plb.3.51.4; of ships, landing-place, harbour, place to touch at, ὁλκάδων π. Th.4.53; of a place, ἐν προσβολῇ εἶναι τῆς Σικελίας to be a port of call on the voyage to Sicily, Id.6.48; meeting-point, Pl.Ti.36c.
5 Rhet., in plural, approaches to a subject, ject, Philostr.VS1.9.1.
III (from Pass.) that which is put upon a weapon or tool, iron point, D.C.38.49 (pl.), Phryn.PSp.100 B. (nisi leg. προβολή).
2 point of attachment of a stake fixed in the ground, Plb.18.18.14 (pl.).

German (Pape)

[Seite 754] ἡ, das Hinzuwerfen, Hinzuführen, Hinzubringen; τρίβῳ καὶ προσβολαῖς, Aesch. Ag. 380; ὀμμάτων εἴς τι, Plat. Theaet. 153 e; der Angriff, das Anstürmen, das Berennen einer Stadt, oft bei Her., πρὸς τὸ τεῖχος, 8, 101; Thuc. προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι μηχαναῖς τε καὶ ἄλλῳ τρόπῳ, 2, 18, u. öfter; Ἐρινύων, Aesch. Ch. 281, vgl. Spt. 78; auch δυοῖν γὰρ εἶχε προσβολὰς μιασμάτων, Eum. 570; Angriff, ὅτου δαιμόνων, Ar. Pax 39; – auch freundlich, φίλιαι προσβολαὶ προσώπων, Eur. Suppl. 1137; Umarmung, Med. 1074; – παρέχει προσβολὴν καὶ ἐπαφήν τινα, Plat. Soph. 246 a; πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ, Legg. IX, 865 b; Xen. εἰς προσβολὴν καθιέντες τὰ δόρατα, An. 6, 3, 25, wo v.l. ist προβολήν, zum Angriff die Speere senken, fällen; προσβολὴν ποιεῖσθαι πρὸς τὸν λόφον, Pol. 2, 66, 10, u. öfter, bes. vom Stürmen der Städte; auch τῇ ἄκρᾳ προσβολὰς ποιούμενος, 5, 48, 14; auch πᾶσαι προσβολαὶ χάρακος, Angriffspunkte, 18, 1, 14; – Landungsplatz, ἦν γὰρ αὐτοῖς τῶν τε ἀπ' Αἰγύπτου καὶ Λιβύης ὁλκάδων προσβολή, Thuc. 4, 53; ἐν προσβολῇ, Luc. Tox. 37. – Auch pass., das Zugeworfene, Schicksal, κακαί, Eur. El. 829; προσβολαὶ θεῖαι, göttliche Schickungen, Antiph. 3 γ 8. – Am Eisen, προσβολὴ σιδήρου, nach Phryn. in B. A. 58 die Verstählung, τὸ στόμωμα, τὸ προστιθέμενον ἐπ' ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. action d'appliquer sur ou contre, frottement;
B. I. action de s'élancer vers, sur ou contre, d'où
1 élan impétueux, poursuite : Ἐρινύων ESCHL poursuite des Érinyes;
2 attaque, agression : προσβολὴν ποιεῖσθαι τῷ τείχει THC diriger une attaque contre le rempart;
3 atteinte, impression : δυοῖν μιασμάτων ESCHL atteinte de deux fléaux;
II. action de s'élancer à terre, action de débarquer ; lieu de débarquement.
Étymologie: προσβάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσβολή -ῆς, ἡ [προσβάλλω] aanraking:; δυοῖν γὰρ εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν want zij was in aanraking met een dubbele bezoedeling Aeschl. Eum. 600; τοῦτο εἶναι μόνον ὃ παρέχει προσβολήν dat slechts dát bestaat wat zich laat aanraken Plat. Sph. 246a; raakpunt; Plat. Tim. 36c; het in aanraking brengen, het aanleggen:; τῆς σικύας προσβολή het aanleggen van de laatkop (voor aderlating) Aristot. Rh. 1405b3; omarming:. ὦ γλυκεῖα προσβολή ach heerlijke omarming Eur. Med. 1074. aanval:; ἱππέων π. aanval van ruiters Thuc. 3.1.2; π. τῷ τεῖχει aanval op de muur Thuc. 2.18.1; overdr.. προσβολὰς Ἐρινύων aanvallen van de Erinyën Aeschl. Ch. 283; κακὰς ἔφαινον... προσβολάς (de voortekenen) lieten dreigend onheil zien Eur. El. 829. aanlegplaats:. προσβολὴν... τῆς Σικελίας een landingsplaats op Sicilië Thuc. 4.1.2.

Russian (Dvoretsky)

προσβολή:
1 прикладывание, приложение (ἡ τῆς σικύας π. Her., Arst.);
2 прикосновение: τρίβῳ καὶ προσβολαῖς Aesch. от трения и (постоянных) прикосновений (стершаяся монета); ὃ παρέχει προσβολὴν καὶ ἐπαφήν Plat. то, что можно щупать и осязать; προσβολαὶ προσώπων Eur. поцелуи; μετὰ προσβολῆς Arst. с прикосновением, т. е. участием (органов речи);
3 применение: προσβολῇ πυρὸς ἢ χειμῶνος Plat. путем применения огня или холода;
4 обращение, вращение, поворачивание (τῶν ὀμμάτων πρός τι Plat.);
5 вход, подступ, доступ (ἡ τοῦ στομάχου π. Arst.): ἡ περὶ τὸ Ἑπτάχαλκον ἔφοδος καὶ π. Plut. вход и подступ к Гептахалку; προσβολὴν ἔχειν τῆς Σικελίας Thuc. представлять (удобный) подступ к Сицилии;
6 место захода или место стоянки, бухта, гавань (τῶν ὁλκάδων Thuc.);
7 нападение, натиск, атака (πρὸς τὸ τεῖχος Her. и τῷ τείχει Thuc.; προσβολὰς ποιεῖσθαι κατὰ γῆν ἅμα καὶ κατὰ θάλασσαν Plut.): προσβολαὶ Ἐρυνύων Aesch. посещения Эриний; προσβολαὶ κακαί Eur. тяжелые удары (судьбы);
8 перен. клеймо, пятно: δυοῖν εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν Aesch. (Клитемнестра) была запятнана двумя преступлениями.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσβάλλω
έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.)
νεοελλ.
1. βλάβη της υγείας («προσβολή του νευρικού συστήματος»)
2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη προσβολή με το φέρσιμό του»)
3. αμφισβήτηση του κύρους, της νομιμότητας
4. φρ. α) «προσβολή της αιδούς»
(ποιν. δικ.) έγκλημα το οποίο συνίσταται: i) στη διενέργεια ακόλαστων πράξεων με σκοπό τη διέγερση της γενετήσιας ορμής
ii) στην επιχείρηση τών πράξεων αυτών μπροστά σε τρίτο πρόσωπο
iii) στη βαναυσότητα της προσβολής της αιδούς
β) «γωνία προσβολής»
(αερον.) η γωνία που σχηματίζεται από τη χορδή μιας αεροτομής, δηλαδή την ευθεία η οποία συνδέει το χείλος προσβολής με το χείλος εκφυγής, και από τη διεύθυνση της νηματικής ροής του αέρα που προσβάλλει την πτέρυγα
γ) «χείλος προσβολής» (αερον.) το εμπρός τμήμα της τομής μιας πτέρυγας, σε αντιδιαστολή προς το οπίσθιο, που είναι το χείλος εκφυγής
αρχ.
1. επίθεση, τοποθέτηση («ἡ τῆς σικύας προσβολή», Αριστοτ.)
2. κατεύθυνση και απόθεση του βλέμματος («ἐκ τῆς προσβολῆς τῶν ὀμμάτων πρὸς τὴν προσήκουσαν φοράν», Πλάτ.)
3. επαφή («φίλιαι προσβολαὶ προσώπων», Ευρ.)
4. εναγκαλισμός ή φίλημα
5. η κατά την προφορά επαφή της γλώσσας προς το φατνίο και το έσω χείλος («ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν τὸ ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν», Αριστοτ.)
6. προσέγγιση, πλησίασμα («βραδεῖα μὲν γὰρ ἡ 'ν λόγοισι προσβολὴ μόλις δι' ὠτὸς ἔρχεται ῥυπωμένου», Σοφ.)
7. τρόπος προσέγγισης («τοῦτο εἶναι μόνον ὃ παρέχει προσβολὴν καὶ ἐπαφήν τινα», Πλάτ.)
8. τόπος κατάλληλος για να διέλθει κάποιος
9. τόπος κατάλληλος για αγκυροβολία («ὁρῶντες προσβολὴν ἔχον τὸ χωρίον τῆς Σικελίας», Θουκ.)
10. τόπος συνάντησης
11. (φιλοσ.) η προσέγγιση με την ενόραση
12. αιφνίδια επιθετική ενέργεια, σε αντιδιαστολή προς την εκ του συστάδην μάχη
13. κάθε καταστρεπτική ή τιμωρός ενέργεια, κατάσταση ή κάθε φυσικό φαινόμενο που ενσκήπτει (α. «οὐ δίκαιον τὰς θείας προσβολὰς διακωλύειν γίγνεσθαι», Αντιφ.
β. «ἢ πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ», Πλάτ.)
14. η σιδερένια αιχμή όπλου
15. φρ. α) «ἡ τοῦ στομάχου προσβολή» — το μέρος όπου ο οισοφάγος ενώνεται με το στομάχι
β) «ἐκ προσβολῆς» — με την πρώτη επίθεση.

Greek Monotonic

προσβολή: ἡ (προσβάλλω),
I. επιβολή, επίθεση, π.χ. λέγεται για τη Λυδία λίθο (βλ. βάσανος), σε Αισχύλ.· λέγεται για τη βεντούζα, σε Αριστ.· φίλιαι προσβολαὶ προσώπων, λέγεται για τα φιλήματα, σε Ευρ.· απόλ., φιλί ή εναγκαλισμός, στον ίδ.
II. 1. (από αμτβ. σημασία), επίθεση, έφοδος, εφόρμηση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· προσβολὴ Ἀχαιΐς, επίθεση Αχαιών, σε Αισχύλ.
2. γενικά, επιθέσεις, προσβολές, επισκέψεις, προσβολαὶ Ἐρινύων, στον ίδ.· μιασμάτοιν, στον ίδ.
3. χωρίς καμία εχθρική σημασία, πλησίασμα, μέσα της προσέγγισης, προσβολὴν ἔχειν τῆς Σικελίας, διαθέτω τα μέσα να εισέλθω στη Σικελία, σε Θουκ.· λέγεται για πλοία, τόπος προσορμίσεως, μέρος για αγκυροβόλι, στον ίδ.· ἐν προσβολῇ εἶναι, είναι τόπος κατάλληλος για προσάραξη των πλοίων, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσβολή: ἡ, (προσβάλλω) ἐπιβολή, ἐπίθεσις, ἐπαφή, οἷον τῆς Λυδίας λίθου (ἴδε βάσανος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 391· ἡ τῆς σικύας πρ., τῆς «βεντούζας», Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12· ἡ πρ. τῶν ὀμμάτων πρός τι (πρβλ. προσβάλλω Ι. 4) Πλάτ. Θεαίτ. 153Ε· πάντας μιᾷ πρ. προσβλέπειν, μὲ ἓν βλέμμα, «μὲ μιὰ’μματιά», Κλήμ. Ἀλ. 821· φίλιαι πρ. προσώπων, ἐπὶ φιλημάτων, Εὐρ. Ἱκέτ. 1138· καὶ ἀπολ, φίλημα ἢ ἐναγκαλισμός, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1074 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· τῆς γλώττης προσβολαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβουλαὶ τῶν χειλῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2, 16, 15· ἄνευ προσβολῆς (δηλ. τῆς γλώσσης), χωρὶς νὰ ἐγγίσῃ (ἡ γλῶσσα), ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 20. 2· ἡ τοῦ στομάχου πρ., τὸ μέρος ἔνθαοἰσοφάγος ἑνοῦται μετὰ τοῦ στομάχου, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9. ΙΙ. (ἐκ τῆς ἀμεταβ. σημασίας), ἐπίθεσις, ἔφοδος, (ἣν ὁ Ἡσύχ. ὁρίζει ὡς «τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ κατοχή»), πρ. Ἀχαιὶς Αἰσχύλ. Θήβ. 28· προσβολὴν ἢ -λὰς ποιεῖσθαι πέριξ τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 3. 158., 4. 128, πρβλ. Θουκ. 2. 4., 5. 61, Ξεν., κτλ.· προσβολὰς παρασκευάζεσθαι τῷ τείχει Θουκ. 2. 18· προσβολὴ ἐγένετο πρὸς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 6. 101· τὰς προσβολὰς ἀποκρούεσθαι Ἡρόδ. 4. 200· προσβολαὶ ἱππέων Θουκ. 3. 1, Ξεν.· πρ., αἰφνίδιοι προσβολαί, ἀντίθετον τῷ αἱ ξυσταδὸν μάχαι, Θουκ. 7. 81· ἐκ προσβολῆς, μὲ τὴν πρώτην προσβολήν, Φιλόστρ. 731· ― περὶ τῆς ναυτικῆς προσβολῆς, ἴδε ἐν λέξ. ἐμβολή. 2) καθόλου, προσβολαί, ἐπιθέσεις, ἐνσκήψεις, θεομηνίαι, τιμωρίαι, προσβολαὶ Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Χο. 283· μιασμάτων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 600· δαιμόνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 39 (ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν δυσωδίαν τὴν προσβάλλουσαν τὴν ὄσφρησίν τινος, πρβλ. αὐτόθι 180, ἴδε ἐν λ. προσβάλλω Ι. 3)· προσβολαὶ κακαὶ Εὐρ. Ἠλ. 829· πρ. θεῖαι Ἀντιφῶν 123. 23· πρ. δεισιδαιμονίας Πλούτ. 2. 45D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· ἑνικ., προσβολὴ πυρὸς ἢ χειμῶνος Πλάτ. Νόμ. 865Β. 3) ἄνευ ἐννοίας τινὸς ἐχθρικῆς, πλησίασις, βραδεῖα μὲν γὰρ ἡ ἐν λόγοισι πρ. μόλις δι’ ὠτὸς ἔρχεται, ὅ ἐστι αἱ διὰ τῶν ὤτων ἐντυπώσεις εἶναι βραδύτεραι ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 737· τοῦ ἡλίου αἱ πρ. αἱ πρῶται Αἰλ. π. Ζ. 14. 23. 4) μέσον προσεγγίσεως, προσέγγισις, παρέχειν προσβολὴν καὶ ἐπαφὴν Πλάτ. Σοφιστ. 246Α· προσβολὰς ἔχειν, ἐπὶ τόπου, Πλουτ. Καῖσ. 53. ὁρῶντες προσβολὴν ἔχον τὸ χωρίον τῆς Σικελίας, προσόρμισιν, μέρος ἁρμόδιον πρὸς τὸ εἰσελθεῖν εἰς τὴν Σικ., Θουκ. 4. 1· ἡ τοῦ στομάχου πρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9· οὔσης… τραχείας τῆς πρ. Πολύβ. 3. 51, 4· ― ἐπὶ πλοίων, τόπος προσορμίσεως, λιμήν, τόπος ἀγκυροβολίας, ὁλκάδων πρ. Θουκ. 4. 53· ἐπὶ τόπου, ἐν προσβολῇ εἶναι, ἐν καταλλήλῳ τόπῳ πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ὁ αὐτ. 6. 48· ― τόπος συναντήσεως, Πλάτ. Τίμ. 36C. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ τιθέμενον ἐπὶ ὅπλου, ἡ σιδηρᾶ αὐτοῦ αἰχμή, Δίων Κ. 38. 49. ― Κατὰ Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 58, 16 «προσβολὴ σιδήρου: τὸ στόμιον τὸ προστιθέμενον ἐπ’ ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ ἐν ἐργαλείοις»· ἀλλ’ ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι προβολή.

Middle Liddell

προσβολή, ἡ, προσβάλλω
I. a putting to, application, e. g. of the touchstone (v. βάσανοσ), Aesch.; of the cupping-glass, Arist.; φίλιαι πρ. προσώπων, of kisses, Eur.; absol. a kiss or embrace, Eur.
II. (from intr. sense) a falling upon, an attack, assault, Hdt., etc.; πρ. Ἀχαιΐς an assault of the Achaeans, Aesch.
2. generally, attacks, assaults, visitations, προσβολαὶ Ἐρινύων Aesch.; μιασμάτοιν Aesch.
3. without any hostile sense, an approach, a means of approach, προσβολὴν ἔχειν τῆς Σικελίας to afford a means of entering Sicily, Thuc.:—of ships, a landing-place, place to touch at, Thuc.; ἐν προσβολῇ εἶναι to be a place for ships to touch at, Thuc.

English (Woodhouse)

access, application, assault, attack, impact, visitation, applying, means of approach, outbreak of disease

Lexicon Thucydideum

impetus, incursio, attack, assault, 2.4.1, 3.1.1, 4.12.1. 7.70.4, 7.80.1. 7.81.5. 7.84.2. 7.85.4.
oppugnatio, assault, siege, 2.18.1, 2.18.2, 4.13.1. 4.23.2, 4.115.1. 5.61.4. 8.100.4.
appulsus, arrival, landing, 4.1.2, 4.53.3, 6.48.1, (de Messana concerning Messene) 8.4.5.

Translations

attack

Afrikaans: aanval; Albanian: sulm; Amharic: መምታት; Amharic: ማጥቃት; Arabic: هُجُوم‎ هَجْمَة‎, حَمْلَة‎; Azerbaijani: həmlə, hücum; Bashkir: һөжүм; Basque: eraso; Belarusian: напад, нападзенне; Breton: argadenn, kerc'h; Bulgarian: нападение; Catalan: atac; Chinese Mandarin: 攻擊, 攻击; Cornish: omsettyans; Czech: útok, napadení; Danish: angreb; Dutch: aanval, aanslag; Esperanto: atako, agreso; Estonian: kallaletung; Finnish: hyökkäys, päällekarkaus, rynnäkkö; French: attaque; Galician: ataque; Georgian: იერიში, თავდასხმა, შეტევა; German: Attacke, Angriff; Greek: επίθεση; Ancient Greek: προσβολή; Hebrew: הַתְקָפָה‎; Hindi: हमला, आक्रमण; Hungarian: támadás; Ido: atako; Irish: ionsaí, amas, aimsiú; Italian: attacco; Japanese: 攻撃; Kazakh: шабуыл; Korean: 공격(攻擊); Kurdish Northern Kurdish: êrîş; Kyrgyz: кол салуу, качыруу, качырып кирүү, чабуул, чабуул жасоо, асылуу, атака кылуу, таасир, таасирлөө, зыян; Latin: impetus, aggressio, impugnatio; Latvian: uzbrukums; Macedonian: напад; Malay: serangan; Malayalam: ആക്രമണം; Middle English: enemyte; Mongolian Cyrillic: дайралт; Ngazidja Comorian: shamɓulio; Norman: attaque; Norwegian Bokmål: angrep; Nynorsk: åtak, angrep; Occitan: atac; Old English: onrǣs; Oriya: ଆକ୍ରମଣ; Paelignian: attakin; Pashto: حمله‎, هجوم‎; Persian: حمله‎, هجوم‎; Polish: atak, napad; Portuguese: ataque; Romanian: atac; Russian: нападение, атака; Scottish Gaelic: ionnsaigh; Serbo-Croatian Cyrillic: напад; Roman: nápad; Slovak: útok, napadnutie; Slovene: napad; Spanish: ataque; Swedish: attack, anfall; Tajik: ҳамла, ҳуҷум; Tatar: һөҗүм; Telugu: దాడి; Thai: การโจมตี; Turkish: saldırı, hücum, hamle; Turkmen: hüjüm; Ukrainian: напад; Urdu: حملہ‎, آکرمن‎; Uyghur: ھۇجۇم‎; Uzbek: hamla, hujum; Vietnamese: sự tấn công, sự công kích; Volapük: tatak; Welsh: ymosodiad, cyrch; Yiddish: אַטאַקע‎, אַטאַק‎; Zazaki: gur, hıcum, hamle

attack of a disease

Armenian: նոպա; Azerbaijani: tutma; Bulgarian: пристъп; Catalan: atac; Danish: anfald; Estonian: haigushoog; Finnish: kohtaus, sairaskohtaus; Georgian: შეტევა; German: Anfall; Greek: προσβολή, κρίση; Ancient Greek: καταβολή, κατηβολή, προσβολή; Indonesian: anfal, kritis, serangan; Ingrian: ammus; Irish: taom, ruaig; Italian: attacco; Norwegian Bokmål: anfall; Nynorsk: anfall; Plautdietsch: Aunfaul; Polish: atak, napad; Portuguese: ataque; Russian: приступ, припадок; Slovene: napad; Spanish: ataque; Welsh: pwl; Zazaki: tepıştış

approach

Arabic: اِقْتِرَاب‎‎, مُقَارَبَة‎; Belarusian: набліжэ́нне, прыбліжэ́нне; Bulgarian: приближаване; Catalan: apropament, aproximació; Chinese Mandarin: 接近; Czech: přiblížení; Dutch: aantocht, benadering, komst; Esperanto: alproksimiĝo, proksimiĝo; Finnish: lähestyminen; French: approche; German: Annäherung; Greek: προσέγγιση; Ancient Greek: ἔφοδος, πρόσοδος‎, πόσοδος‎, πόθοδος‎; Irish: ionsaí; Italian: approccio, avvicinamento, contatto; Japanese: アプローチ, 接近; Korean: 접근; Latin: accessus; Macedonian: приближување; Norwegian: tilstundelse; Bokmål: tilnærmelse, tilnærming; Nynorsk: tilnærming; Polish: nadejście, podejście, zbliżenie; Portuguese: aproximação; Russian: приближение; Slovak: priblíženie, približovanie; Slovene: bližanje, približevanje; Spanish: acercamiento, aproximación, llegada; Ukrainian: наближення