κῆπος

From LSJ
Revision as of 08:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆπος Medium diacritics: κῆπος Low diacritics: κήπος Capitals: ΚΗΠΟΣ
Transliteration A: kē̂pos Transliteration B: kēpos Transliteration C: kipos Beta Code: kh=pos

English (LSJ)

Dor.κᾶπος (also Inscr.Cypr. 135.20 H.), ὁ, A garden, orchard, or plantation, Od.7.129, 24.247, 338; πολυδένδρεος 4.737; of any rich, highly cultivated region, as Ἀφροδίτας κᾶπος, i.e. Cyrene, Pi. P.5.24; Διὸς κ., i.e. Libya, ib.9.53 (but Διὸς κῆποι, also of heaven, S. Fr.320 (lyr.); Φοίβου παλαιὸς κ., of the eastern sky, ib.956, cf.Pl.Smp. 203b; cf. Ὠκεανοῦ κ. Ar.Nu.271); κ. Εὐβοίας S.Fr.24; οἱ Μίδεω κῆποι, in Macedonia, Hdt.8.138; of the country round Panormus, Call. Hist.2; the enclosure for the Olympic games, Pi.O.3.24; οἱ ἀπὸ τῶν κ. the scholars of Epicurus, because he taught in a garden, S.E.M. 9.64, cf. D.L.10.10; οἱ Ἀδώνιδος κ., v. Ἀδωνις; οἱ Ταντάλου κ., prov. of illusory pleasures, Philostr.VS1.20.1: metaph., Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, i.e. poetic art, Pi.O.9.27; ἐκ Μουσῶν κ. τινῶν… δρεπόμενοι τὰ μέλη Pl.Ion534a; τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν Id.Phdr. 276d. II a fashion of cropping the hair, Poll.2.29, Ael.Dion.Fr. 230. III pudenda muliebria, D.L.2.116. IV v.l. for κῆβος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1432] ὁ, 1) der Garten; πολυδένδρεος Od. 4, 737; 7, 129; Il. 21, 285; κατάῤῥυτοι Eur. El. 777; Plat. Tim. 77 c u. A.; Pind. nennt auch den Kampfplatz in Olympia Διὸς κῆπος, Ol. 3, 25; übertr., ἐξαίρετον Χαρίτων κῆπον νέμομαι 9, 29, die Dichtkunst; so auch bei andern Dichtern übertr.; Ἀδώνιδος κῆποι, sprichwörtlich für jeden schnell vorübergehenden Reiz, für alles Gehaltlose, εἰς Ἀδώνιδος κήπους ἀρῶν Plat. Phaedr. 276 b; – οἱ ἀπὸ τῶν κήπων werden die Epikuräer genannt, weil Epikur in einem Garten lehrte, S. Emp. adv. phys. 1, 64; D. L. 10, 10 u. Sp. – 2) die weibliche Schaam, VLL.; vgl. D. L. 2, 16. – 3) eine gewisse Art die Haare zu scheeren, Schol. Ar. Av. 827; VLL. – 4) Eine geschwänzte Affenart, D. Sic. 3, 35; s. Iac. Ael. H. A. 17, 8; auch κεῖπος u. κῆβος.

Greek (Liddell-Scott)

κῆπος: Δωρ. κᾶπος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «περιβόλι», σύνδενδρος τόπος, φυτεία, Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, 338· πολυδένδρεος Δ. 737· ― τόποςχώρα καλῶς κεκαλλιεργημένη καὶ πλουσία εἰς παραγωγήν, ὡς Ἀφροδίτης κᾶπος, δηλ. ἡ Κυρήνη, Πινδ. Π. 5. 31· Διὸς κ., ἡ Λιβύη, αὐτόθι 9. 91 (ἀλλὰ Διὸς κῆποι, ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 298, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 203Β· πρβλ. ὡσαύτως Ὠκεανοῦ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 271)· κ. Εὐβοίας Σοφ. Ἀποσπ. 19· οἱ κῆποι τοῦ Μίδεω, ἐν Μακεδονίᾳ, Ἡρόδ. 8. 138· ἐπὶ τῆς περὶ τὸ Πάνορμον χώρας (Palermo), ἥτις τανῦν καλεῖται Concha d’oro, Ἀθήν. 542Α· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ περιπεφραγμένου μέρους ἔνθα ἐτελοῦντο οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Πινδ. Ο. 3. 43· ― οἱ ἀπὸ τῶν κήπων, οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἐπικούρου διδάσκοντος ἐν κήπῳ, Διογ. Λ. 10. 10, πρβλ. κηπολόγος, κηποτύραννος· ― οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, ἴδε Ἄδωνις· ― μεταφ., Χαρίτων κῆπον νέμομαι, τὴν ποίησιν, Πινδ. Ο. 9. 40· ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν… δρεπόμενοι τὰ μέλη Πλάτ. Ἴων. 534Α· τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 276D. ΙΙ. εἶδος κουρᾶς καὶ διακοσμήσεως τῆς κόμης, Πολυδ. Β΄, 29, κτλ.· ἴδε μάχαιρα Ι. 3. ΙΙΙ. γυναικεῖον αἰδοῖον, Λατ. hortus, Διογ. Λ. 2. 116. IV. διάφ. γραφ. ἀντὶ κῆβος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 jardin;
2 sorte de singe, animal;
3 joliment glosé par un dictionnaire hortus muliebris.
Étymologie: DELG cf. all. Hufe, Hube « pièce de terre, arpent », lat. campus.

English (Autenrieth)

garden.

English (Strong)

of uncertain affinity; a garden: garden.

English (Thayer)

κήπου, ὁ (thought to be allied with σκάπτω, Latin campus, etc.), from Homer down, the Sept. for גִּנָּה, גַּנָּה, גַּן; a garden: BB. DD., under the word Garden>.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κῆπος, Α δωρ. τ. κᾱπος)
περίφρακτος τόπος όπου καλλιεργούνται ευγενή ή διακοσμητικά ή εδώδιμα φυτά, δέντρα, άνθη και λαχανικά, περιβόλι (α. «το σπίτι τους έχει έναν πολύ μεγάλο κήπο» β. «ὁμοία ἐστί κόκκῳ σινάπεως, ὃv λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «βοτανικός κήπος» — επιστημονικό ίδρυμα και κήπος στον οποίο υπάρχουν και μελετώνται από επιστήμονες συλλογές ζωντανών φυτών που καλλιεργούνται σε φυσικό περιβάλλον ή σε θερμοκήπια
β) «Εθνικός Κήπος»
(γνωστός άλλοτε και ως Βασιλικός Κήπος, γιατί επί βασιλείας Όθωνος και Γεωργίου Α' ήταν ο κήπος τών ανακτόρων) ο καλύτερα συντηρούμενος δημόσιος κήπος της Αθήνας, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, έχει έκταση 175 περίπου στρέμματα, περιλαμβάνει πολλών ειδών φυτά, καθώς και μερικές προτομές και ένα ηλιακό ρολόι
γ) «ζωολογικός κήπος» — χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις για τη διαβίωση σπάνιων ή άγριων ζώων
δ) «κρεμαστοί κήποι» — οι κήποι που αποτελούνται από ανισόπεδα τμήματα κατά κλίμακες
ε) «οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος»
(κατά την παράδοση) τεχνητός λόφος με κατάφυτα επίπεδα υψωμένος πάνω σε μια θολωτή κατασκευή, τον οποίο θεωρούσαν ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου
στ) «παιδικός κήπος» — νηπιαγωγείο με κήπο, όπου φοιτούν παιδιά προσχολικής ηλικίας
ζ) «σχολικός κήπος» — κήπος προσαρτημένος σε σχολείο, που καλλιεργείται από τους μαθητές για παιδαγωγικούς σκοπούς
αρχ.
1. τόπος ή χώρα πλούσια σε καλλιέργεια και παραγωγή (α. «αμφὶ κᾱπον Ἀφροδίτης ἀειδόμενον» — η Κυρήνη, Πίνδ.
β. «κῆπος Εὐβοίας», Σοφ.)
2. μτφ. (για την ποίηση) χώρος ανθοστόλιστος («ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾱπον» — καρπώνομαι τον εξαίρετο χώρο τών Χαρίτων, Πίνδ.)
3. ο περιφραγμένος χώρος ὅπου γίνονταν οι Ολυμπιακοὶ αγώνες («ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος», Πίνδ.)
4. είδος κοψίματος και διακοσμήσεως τών μαλλιών
5. το εφήβαιο τών γυναικών
6. φρ. α) «Διὸς κῆποι»
i) η Λιβύη
ii) ο ουρανός
β) «οἱ ἀπὸ τῶν κήπων» — οι μαθητές του Επικούρου, ο οποίος δίδασκε σε κήπο
γ) «Ἀδώνιδος κῆποι» — φυτά που φυτεύονταν κατά τις εορτές τών Αδωνίων και που ξεραίνονταν σε λίγες μέρες, επειδή ήταν ακατάλληλη η εποχή
η φρ. λέγεται για πρόσκαιρα, εφήμερα πράγματα
7. παροιμ. «οἱ Ταντάλου κῆποι» — για μάταιη ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kāp- «κομμάτι γης, οικόπεδο», οπότε συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huoba «κήπος», αρχ. σαξ. hōba «κομμάτι γης», νέο άνω γερμ. Hufe, Hube «κομμάτι γης, πλέθρο», ολλ. hoere «αγροτικό κτήμα», αλβ. kopshte «κήπος».
ΠΑΡ. κηπαίος, κηπεύω
αρχ.
κηπάδιον, κήπειος, κηπεύς, κηπίδες, κηπίον
αρχ.-μσν.
κηπίδιον
μσν.
κηπούλι, κηπούριν νεοελλ. κηπάκι, κηπάριο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κηποκόμος, κηπουρός
αρχ.
κηποκόμας, κηπολαχανία, κηπολάχανον, κηπολόγος, κηποπαράδεισος, κηπόταφος, κηποτύραννος, κηπουργία, κηπωρός
μσν.
κηποποιία, κηπουργώ
μσν.- νεοελλ.
κηποπότισμα, κηποφυλαξ
νεοελλ.
κηπομανής, κηπομανία, κηπόπολη. (Β' συνθετικό) αγρόκηπος
αρχ.
αλεξίκηπος, μανιόκηπος, περίκηπος, φιλόκηπος
νεοελλ.
αγκιναρόκηπος, άκηπος, αμπελόκηπος, ανθόκηπος, βυσσινόκηπος, δενδρόκηπος, λαχανόκηπος, λουλουδόκηπος, ξερόκηπος, ροδόκηπος].

Greek Monotonic

κῆπος: Δωρ. κᾶπος, ,
1. κήπος, περιβόλι, φύτευση, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κάθε καλλιεργημένη, εύφορη περιοχή, Ἀφροδίτης κᾶπος, δηλ. η Κυρήνη, σε Πίνδ.· Διὸς κ., δηλ. η Λιβύη, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, βλ. Ἄδωνις.
2. κηπουρικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την ενασχόληση με τον κήπο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κῆπος: дор. κᾶπος
1) сад (πολυδένδρεος Hom.); перен. благодатный край, т. е. местопребывание: Ἀφροδίτης κ. Pind. = Κυρήνη; Διός κ. Pind. = Λιβύη; Διὸς κῆποι Soph. владения Зевса, т. е. небеса; Ὠκεανοῦ κῆποι Arph. морские пространства или глубины; κ. Εὐβοίας Soph. = (цветущая) Эвбея; οἱ ἀπὸ τῶν κήπων Sext., Diog. L. садовые философы (т. е. ученики Эпикура, который учил в своем саду); οἱ Ἀδώνιδος κῆποι Plat. сады Адонида (Адониса), т. е. мимолетные прелести; κ. Χαρίτων Pind. сад Харит или Μουσῶν κῆποι Plat. сады Муз, т. е. искусство, поэзия;
2) pudenda muliebria Diog. L.;
3) Diod. = κῆβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῆπος -ου, ὁ Dor. κᾶπος tuin, boomgaard; overdr.: ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν... δρεπόμενοι τὰ μέλη hun gezangen plukkend uit bepaalde tuinen der Muzen Plat. Ion 534a.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: garden, orchard, plantation (Il.), unworked piece of land (Cypr.; cf. Kretschmer Glotta 3, 303 with R. Meister).
Other forms: Dor. κᾶπος
Compounds: Often as 1. member, e. g. κηπουρός < *κηπο-Ϝορός (Att., hell.), also κηπ-ωρός (Archipp.; prob. after θυρωρός, s. on θύρα) gardener; κηπο-λάχανον garden of vergetables (pap.; type ἱππο-πόταμος, s. on ἵππος; cf. Strömberg Wortstudien 7), also κηπο-λαχαν-ία id. (pap.); κηπ-εργός gardener (Korykos; after ἔργον for -ουργός [Poll.]). Also as 2. member, e. g. περί-κηπος m. garden around the house (ptol. pap., D. S.; prob. after περί-χωρος); ἀγρό-κηπος (Att. inscr., Rom. Emp.), ἀγρο-κήπιον (Str.) field worked as garden.
Derivatives: Diminutiva κηπίον (Halic. Va, Th. etc.), -πίδιον (Plu., D. L.), -πάδιον (pap.); κηπαῖος of the garden (Arist.; Chantraine Formation 48), κηπεύς, Dor. καπεύς gardener (Philyll. Com. 14, AP; Bosshardt Die Nom. auf -ευς 49), κηπίδες Νύμφαι garden-Nymphs (Aristainet.). Denomin. verb κηπεύω work in the garden, cultivate (E., Eub., Arist.) with κηπεῖαι f. pl. gardens (Pl. Lg. 845d), κηπεύματα pl. garden-products, -fruits (Ar. Av. 1100), κηπευτής = κηπεύς (Gloss.), κηπεύσιμος grown up in a garden (Alex. Trall.; aftr φυτεύσιμος, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 86).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur. substr.
Etymology: But for the ending κῆπος, κᾶπος can be identical with a westgerm. word of comparable meaning, OHG huoba, OS hōba, NHG Hufe, Hube f. piece of land of a certain size, Dutch hoeve farm, IE. *kāpā́; here also Alb. kopshtë garden (with shtë-suffix), which has a velar in anlaut. On further connections, some uncertain or wrong (κάπετος, Lat. capiō, OHG habaro oats) s. Bq, Pok. 529. Beekes ?? Does it point to a European substratum?
2. Meaning: ape
See also: s. κῆβος.

Middle Liddell


a garden, orchard, plantation, Od.:—of any fertile region, Ἀφροδίτης κᾶπος, i. e. Cyrene, Pind.; Διὸς κ., i. e. Libya, Pind., etc.:— οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, v. Ἄδωνις 2.

Frisk Etymology German

κῆπος: 1.
{kē̃pos}
Forms: dor. κᾶπος
Grammar: m.
Meaning: Garten, eingehegtes bepflanztes Land (seit Il.), unbearbeitetes Grundstück (kypr.; vgl. Kretschmer Glotta 3, 303 mit R. Meister).
Composita : Oft als Vorderglied, z. B. κηπουρός aus *κηποϝορός (att., hell. u. sp.), auch κηπωρός (Archipp. u. a.; wohl nach θυρωρός, s. zu θύρα) Gartenhüter, Gärtner; κηπολάχανον Gemüsegarten (Pap.; Typus ἱπποπόταμος, s. zu ἵππος; dazu Strömberg Wortstudien 7), auch κηπολαχανία ib. (Pap.); κηπεργός Gärtner (Korykos; nach ἔργον für -ουργός [Poll.]). Auch als Hinterglied, z. B. περίκηπος m. um das Haus angelegter Garten (ptol. Pap., D. S. u. a.; wohl nach περίχωρος u. a.); ἀγρόκηπος (att. Inschr., Kaiserzeit), ἀγροκήπιον (Str.) als Garten bebautes Feld. -
Derivative: Ableitungen: Deminutiva κηπίον (Halik. Va, Th. usw.), -πίδιον (Plu., D. L.), -πάδιον (Pap.); κηπαῖος zum Garten gehörig (Arist. usw.; Chantraine Formation 48), κηπεύς, dor. καπεύς Gärtner (Philyll. Kom. 14, AP; Bosshardt Die Nom. auf -ευς 49), κηπίδες Νύμφαι ‘Garten-Nymphen’ (Aristainet.). Denominatives Verb κηπεύω im Garten bauen, heranziehen, pflegen (E., Eub., Arist. usw.) mit κηπεῖαι f. pl. Gärtnereien (Pl. Lg. 845d u. a.), κηπεύματα pl. ‘Gartengewächse, -früchte’ (Ar. Av. 1100 u. a.), κηπευτής = κηπεύς (Gloss.), κηπεύσιμος in einem Garten herangezogen (Alex. Trall.; nach φυτεύσιμος, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 86).
Etymology : Bis auf den Stammauslaut kann κῆπος, κᾶπος mit einem sinnverwandten westgerm. Wort identisch sein, ahd. huoba, asächs. hōba, nhd. Hufe, Hube f. Stück Land von einem gewissen Maße, ndl. hoeve Bauernhof, idg. *qāpā́; hierher noch alb. kopshtë Garten (mit shtë-Suffix), das für velaren Anlaut entscheidet. Über weitere, unsichere oder entschieden verfehlte Anknüpfungen (κάπετος, lat. capiō, ahd. habaro Hafer) s. Bq, WP. 1, 345f., Pok. 529, wo auch ältere und jüngere Lit. zu finden ist.
Page 1,842
2.
{kē̃pos}
Meaning: Affe
See also: s. κῆβος.
Page 1,842

Chinese

原文音譯:kÁpoj 咳坡士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:花園 相當於: (גַּן‎ / הַגָּן‎)
字義溯源:花園*,果園,林園,園子,園
同源字:1) (κῆπος)花園 2) (κηπουρός)園丁
出現次數:總共(5);路(1);約(4)
譯字彙編
1) 園子(2) 約18:26; 約19:41;
2) 一個園子(2) 約18:1; 約19:41;
3) 園(1) 路13:19

English (Woodhouse)

garden

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)