κάλαμος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
[κᾰ], ὁ,
A reed, used for thatching or wattling, Hdt.5.101, al., Th.2.76; for wreaths, κάλαμος λευκός Ar.Nu.1006 (anap.); for bedding, Plu.Lyc.16; for fuel, PCair.Zen.85 (iii B.C.); various species, κάλαμος εὐώδης, κάλαμος ἀρωματικός, sweet flag, Acorus calamus, Thphr.HP4.8.4, 9.7.1, Od.33, Dsc.1.18; κάλαμος αὐλητικός = pole-reed, Arundo donax, Thphr.HP4.11.1, 9; κάλαμος εἰλετίας = marram, Ammophila arundinacea, ib.13; κάλαμος ἐπίγειος = bush-grass, Calamagrostis epigeios, ibid.; κάλαμος Ἰνδικός = bamboo, Bambusa arundinacea, ibid., Dsc.5.92, PLond.2.191.11 (ii A.D.), Gp.2.6.23, cf. Hdt.3.98; κάλαμος Ἰνδικὸς ὁ ἄρρην = male bamboo, Dendrocalamus strictus, Thphr.HP4.11.13; κάλαμος κύπριος = δόναξ, Asclep. ap.Gal.12.414; κάλαμος πλόκιμος = spear-grass, Phragmites communis, Thphr.HP4.11.1; κάλαμος Χαρακίας = Arundo donax, ibid.
II applied to various uses,
1 reed-pipe, flute, Pi.O.10(11).84, N.5.38, E. El.702 (lyr.), IT1126 (lyr.).
2 fishing rod, Pl.Com.11, Theoc. 21.43, Luc.DMort.27.9; κάλαμος ἁλιευτικός Arist.PA693a23.
3 limed twig used by fowlers, BionFr.10.5, Aesop.171, 296.
4 shaft of an arrow, Ptol.Alm.7.5; made of κάλαμος τοξικός, or Κρητικός, Thphr.HP4.11.11.
5 reed-pen, LXXPs.44(45).1, 3 Ep.Jo.13, Plu.Dem.29, Luc. Hist.Conscr.38; κάλαμοι γραφικοί PGrenf.2.38.7 (i B.C.); κάλαμοι γραφεῖς Poll.10.61.
6 measuring-rod, Apoc.11.1, al.: hence, a definite measure, IG9(1).61.50 (Daulis, ii A.D.); = 5 πήχεις, Hero *Geom.4.11; = 6 ⅔ πήχεις, ib.23.13.
7 Medic., tube for insufflation, Aret. CA1.9, Asclep. ap. Gal.12.985; for fumigation, Dsc.Eup.1.56; for extraction, Cels.7.5.2; also, splint, Pall.in Hp.Fract.12.282 C.
8 ornament of female dress, AP6.292 (Hedyl.).
9 stake to which vines were tied, PFlor.369.4 (ii A.D.), Jul.Or.3.125b, etc.
III collectively,
1 reed, i.e. reeds, Arist.Mete.359b1, POxy.742.2 (i B.C.), etc.: in plural, reed-beds, Plb.3.71.4.
2 of plants, which are neither shrub nor bush (ὕλη), nor tree (δένδρον), X.An.1.5.1.
3 mat of reeds, Pl.R.372b; roof of reeds (Coan), Hsch.
IV = καλάμη, stalk of wheat, X.Oec.18.2.
V ὁ κάλαμος τοῦ σκέλους = the shinbone, Sch.Luc.VH1.23.
VI ticket for obtaining corn-rations = tessera frumentaria, Glossaria (Cf. Lat. culmus, OHG. halm, etc.)
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ (vgl. καλάμη), das Rohr; καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her. 5, 101; καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται 3, 99; Folgde; ἐκάθευδον ἐπὶ στιβάδων, ἃς αὐτοὶ συνεφόρουν τοῦ παρὰ τὸν Εὐρώταν πεφυκότος καλάμου Plut. Lyc. 16. Bei Xen. An. 1, 5, 1 neben ὕλη, übh. rohrartiges Gewächs. – Es wurde gebraucht, 1) zur Rohrflöte, Rohrpfeife; σὺν καλάμοιο βοᾷ Pind. N. 5, 38; μολπὰ πρὸς κάλαμον Ol. 11, 88; ὁ κηροδέτας κ. Πανός Eur. I. T. 1126; Theophr.; – auch zum Stege der Lyra, Soph. frg. 34 bei Schol. Ar. Ran. 235. – 2) zum Schreiben, Schreibrohr, das die Stelle unserer Schreibfeder vertrat, Themist.; κάλαμοι γραφεῖς Poll. 10, 61. – 3) Angelruthe; Theocr. 21, 43; Luc. D. Mort. 27, 9; ἁλιευτικός Arist. part. an. 4, 12; – auch Leimruthe, s. die compp. – 4) Meßruthe, auch ein bestimmtes Maaß, 6⅔ πήχεις, Sp. – 5) Rohrpfeil, zu dem man das nicht hohle, inwendig mit Mark angefüllte Rohr brauchte, κάλαμος ναστός u. μεστοκάλαμος. – 6) ein Zeichen, eine Marke, auf die man Getreide bekam, Byz., s. καλαμηφορέω. – 7) Rohrdach, Hesych. – 81 bei Hedyl. 6 (VI, 292) scheinen ληρῶν χρύσεοι οἱ κάλαμοι Streifen oder ein ähnlicher Zierrath am Kleide zu sein.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
I. roseau, d'où
1 chalumeau, pipeau;
2 ligne pour pêcher;
3 natte de jonc;
4 perche, mesure d'arpentage att. valant 10 pieds;
II. chaume, paille, n. génér. de plantes qui ne sont ni arbrisseaux (ὕλη) ni arbres (δένδρον).
Étymologie: cf. lat. calamus, culmus, de la R. Καλ, être droit ou élevé ; cf. κολωνός, lat. collis, celsus.
English (Slater)
κᾰλᾰμος (-οιο, -ῳ, -ον.) reed, reed-pipe χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84) ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται (N. 5.38) ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς (Pae. 9.36) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (cf. Σ (P. 12.44) a., ἐν γὰρ τῷ Κηφισσῷ οἱ αὐλητικοὶ κάλαμοι φύονται· εἴρηται δὲ καὶ ἐν παιᾶσιν περὶ αὐλητικῆς) fr. 70. 3.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a reed (the plant or its stem, or that of a similar plant); by implication, a pen: pen, reed.
English (Thayer)
καλάμου, ὁ, from Pindar down, Latin calamus, i. e.
a. a reed: a staff made of a reed, a reed-staff (as in a measuring reed or rod: a writer's reed, a pen: 3 John 1:13; (see Gardthausen, Griech. Palaeogr., p. 71 f).
Greek Monolingual
ο (AM κάλαμος)
το φυτό καλάμι
νεοελλ.
1. πένα, κονδυλοφόρος
2. ανατ. «κάλαμος γραφικός» ή «του Ηροφίλου» — η κάτω γωνία του ρομβοειδούς βόθρου, στην τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου
μσν.-αρχ.
δελτίο με το οποίο έπαιρνε κανείς σιτηρέσιο
αρχ.
1. τα φύλλα του κορμού του καλαμιού που χρησιμοποιούνται για στέγαση οικημάτων ή για κατασκευή στρωμάτων, πλεγμάτων, στεφανιών κ.λπ.
2. καλαμένια στέγη
3. ονομασία διαφόρων φυτών παραπλήσιων με το καλάμι
4. ελαφρά καύσιμη ύλη
5. κάθε φυτό που δεν είναι δέντρο, ούτε θάμνος, ούτε χόρτο
6. καλάμινο πλέγμα, καλάθι, κοφίνι, πανέρι
7. καλάμινος αυλός
8. αλιευτικό εργαλείο, καλαμίδι
9. κυνηγετικό εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα
10. μέτρο μήκους, ράβδος για την καταμέτρηση μήκους, με διάφορο κατά τόπους μήκος, από 5 ώς 6 2 / 3 πήχεις
11. καλαμένια γραφίδα
12. ιατρ. σωλήνας που χρησιμοποιούνταν για εμφύσηση
13. σωλήνας που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση ή για εξαγωγή διαφόρων επιβλαβών σωμάτων από όργανα του σώματος, από τραύματα κ.λπ.
14. σκελετός από μικρά ξύλα ή σύρμα, με τον οποίο επιτυγχανόταν η ακινησία μέλους του σώματος που είχε υποστεί θλάση, νάρθηκας
15. πάπ. πάσσαλος στον οποίο προσδένονται τα δέντρα
16. μεταλλικό εργαλείο που πυρακτωνόταν και χρησιμοποιούνταν για το κατσάρωμα τών μαλλιών
17. είδος καρφοβελόνας που χρησιμοποιούνταν για διακόσμηση τών μαλλιών
18. κόσμημα του γυναικείου χιτώνα
19. το καλαμένιο στέλεχος του σταχιού
20. το οστό της κνήμης, το καλάμι
21. το στέλεχος βέλους κατασκευασμένου από ένα φυτό παραπλήσιο με το καλάμι
22. στον πληθ. οι κάλαμοι
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. κάλαμος όσο και ο παράλληλός του καλάμη εικάζεται ότι προήλθαν από κόλαμος, κολάμᾱ (με αφομοίωση του -ο-) και ότι ανάγονται σε IE kolәmo-, kolәmā- «καλάμι», όπως και τα: λατ. culmus «καλάμη», αρχ. άνω γερμ. Halm «άχυρο», αρχ. σλαβ. slama, ρωσ. soloma κ.ά. Το ουσ. κάλαμος μαρτυρείται στη λατ. πιθ. ως δάνειο με τη μορφή calamus.
ΠΑΡ. καλαμίδα(-ίς), καλαμίζω, καλάμινος, καλαμίσκος, καλαμίτης, καλαμώδης, καλαμώνας, καλαμώνω(-όω, -ώ)
αρχ.
καλαμεία, καλαμεύς, καλαμευτής, καλαμία, καλαμικός, καλάμιον, καλάμιστρος, καλαμόεις
αρχ.-μσν.
καλαμηδόν
μσν.- νεοελλ.
καλαμάρι(-ιον).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καλομοειδής
αρχ.
καλαμαύλης, καλαμαυλητής, καλάμαυλος, καλαμηφάγος, καλαμηφόρος, καλαμοδόας, καλαμογλύφος, καλαμογραφία, καλαμοδύτης, καλαμοθήκη, καλαμοθήρας, καλαμοκεντρίτις, καλαμοκόπος, καλαμόκρινον, καλαμοπώλης, καλαμοστασία, καλαμοστεφής, καλαμοσφάκτης, καλαμότομος, καλαμουργώ, καλαμόφθογγος
αρχ.-μσν.
καλαμόφυλλος
μσν.
καλαμοκόπιον. (Β' συνθετικό) αρχ. επικάλαμος, θρυοκάλαμος, λεπτοκάλαμος, μονοκάλαμος, ολεσισιαλοκάλαμος, ολιγοκάλαμος, ολοκάλαμος, ορθοκάλαμος, παχυκάλαμος, πολυκάλαμος.
Greek Monotonic
κάλᾰμος: [κᾰ], ὁ,
I. καλάμι μεγαλύτερο από τον δόνακα, Λατ. arundo, που χρησιμοποιείται στη στέγαση σπιτιών ή ακόμη και στην ανέγερση, κατασκευή τοίχων, σε Ηρόδ.· χρησιμ. στην κατασκευή στρωμάτων ή πλεγμάτων, στον ίδ., Θουκ.
II. οτιδήποτε φτιαγμένο από καλάμι·
1. καλαμένιος αυλός, φλάουτο, σε Πίνδ., Ευρ.
2. ψαροκάλαμο, καλάμι ψαρέματος, σε Θεόκρ.
3. βέλος, σε Οράτ.
III. 1. περιληπτικά λέγεται για φυτά, όσα δεν είναι ούτε θάμνοι (ὕλη), ούτε δέντρα (δένδρον), σε Ξεν.
2. καλαμένιο πλέγμα, σε Πλάτ.
IV. καλάμη, στέλεχος, κοτσάνι, καυλός του σιταριού (δηλ. το καλάμι), σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλαμος -ου, ὁ plant riet, rietstengel:; καλάμου... ἓν γόνυ één enkel lid van de rietstengel Hdt. 3.98.3; collect. rietveld; als materiaal voor allerlei doeleinden:. καλάμου εἶχον τὰς ὀροφάς (de huizen) hadden daken van riet Hdt. 5.101.1; ἐν ταρσοῖς καλάμου in rieten manden Thuc. 2.76.1; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ zich bekranst hebbend met blank riet Aristoph. Nub. 1006. riet, metonym. voor rieten voorwerpen: van een fluit, mat, hengel, stok, meetlat, pen; ook voor versiersel aan een gewaad.
Russian (Dvoretsky)
κάλᾰμος: (κᾰ) ὁ
1 тж. собир. камыш, тростник (καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.);
2 тростниковая тычина (κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.);
3 тростниковая свирель, цевница (Πανός Eur.);
4 (тж. κ. ἁλιευτικός Arst.) удилище или удочка Theocr., Luc.;
5 тростниковая палочка для письма, перо (διὰ μέλανος καὶ καλάμου γράφειν NT);
6 тростниковая цыновка (ἄρτους ἐπὶ κάλαμον παραβάλλειν Plat.);
7 стебель, солома (τοῦ σίτου Xen.);
8 (на ткани), полоска (κάλαμοι χρύσεοι Anth.);
9 калам (= ἄκαινα и δεκάπους), мера длины = 6 и ⅔ πήχεις, т. е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τὴν πόλιν τῷ καλάμῳ NT).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: reed, often metaph. of objects made of reed, flute of reed, fishing rod, writing teed etc. (h. Merc. 47 [cf. Zumbach Neuerungen 5], Pi., IA.); on the botanical meaning Strömberg Theophrastea 100f.
Compounds: Several compp., especially in the botan. terminology (Strömberg Theophrastea 112), z. B. μονοκάλαμος = with single stalk (Thphr.), καλαμηφόρος = with reed (X. HG 2, 1, 2; v.l. -o-; cf. Schwyzer 526), καλαμητόμος cutting off stalks (A. R.).
Derivatives: καλάμη f. stalk or straw (Hom., Hdt., X., Arist.).- Diminut. καλαμίσκος (Ar., medic.), καλάμιον (pap.); καλαμίς f. name of several objects made of reed (hell.; cf. Chantraine Formation 342f.); καλαμία (-εία) reed (pap.; collective); καλαμών id. (lit. pap.); καλαμάριον reed-case (pap.). - καλαμεύς fisher (Pankrat. ap. Ath.; cf. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 75); also καλαμευτής id. (AP; as if from *καλαμεύω, cf. Chantraine 318); καλαμίτης with κάλαμος etc. (D.; s. Redard Les noms grecs en -της 81f.). - καλάμινος made of reed (IA.), καλαμόεις of reed (E. in lyr.), καλαμώδης full of reed, reed-like (Arist., Thphr.), καλαμικός id. (pap.). - καλαμόω provide with reed, bind (a bone) with reed (Gal.) with καλαμωτή fence of r. (Eust.,H.); καλαμίζω blow a reed-flute (Ath.). - From καλάμη: καλαμαία f. kind of grasshopper (Theoc. 10, 18), καλαμαῖον n. kind of cicade (Paus. Gr., H.) cf. Gil Emerita 25, 315f.; cf. Georgacas Glotta 31, 216), καλαμάομαι collect grain-stalks, gather ears (of corn) (Kratin., LXX, Plu.) with καλάμημα (Thd.).
Origin: IE [Indo-European] [612] *kolh₂-m- reed, straw
Etymology: Old word for reed, straw wit forms in Latin (culmus), in Germanic, e. g. OHG halm, in Baltic and Slavic, e. g. OPr. salme straw, Latv. salms, Russ. solóma, Serb. slȁma . All forms except κάλαμος, -μη can go back to IE. *ḱolh₂mo-, ḱolh₂mā-; therefore κάλαμος has been explained from *κόλαμος (cf. ποταμός, πλόκ-αμος), through assimilation; but note on -μος, -μη Porzig Satzinhalte 283f. But the form may have been *klh₂-em-. - From κάλαμος Lat. calamus (s. Ernout-Meillet) like Skt. kaláma- writing reed, and Arab. qalam > Osman. kalém > NGr. καλέμι (Maidhof Glotta 10, 11). - More forms in W.-Hofmann s. culmus, calamus, Vasmer Russ. et. Wb. s. solóma, Pok. 612.
Middle Liddell
κᾰ́λᾰμος, ὁ,
I. a reed, larger than the δόναξ, Lat. arundo, being used for thatching houses or even for making the walls, Hdt.; for making mats or crates, Hdt., Thuc.
II. anything made of reed or cane:
1. a reed-pipe, flute, Pind., Eur.
2. a fishing-rod, Theocr.
3. an arrow, Hor.
III. collectively, of plants, which are neither bush (ὕλἠ, nor tree (δένδρον), Xen.
2. a mat of reeds, Plat.
IV. = καλάμη, the stalk of wheat, Xen.
Frisk Etymology German
κάλαμος: {kálamos}
Grammar: m.
Meaning: Rohr, Schilf, Grashalm, oft übertr. von Gegenständen, die aus Rohr verfertigt sind, Rohrpfeife, Angelrute, Schreibrohr usw. (h. Merc. 47 [vgl. Zumbach Neuerungen 5], Pi., ion. att.); zur botanischen Bed. Strömberg Theophrastea 100f.
Derivative: Daneben καλάμη f. Getreidestengel, Getreidehalm, Strohhalm, Stoppel (Hom., Hdt., X., Arist. usw.). Zahlreiche Kompp., bes. in der botan. Terminologie (Strömberg Theophrastea 112), z. B. μονοκάλαμος mit einfachem Halm (Thphr.), καλαμηφόρος schilftragend (X. HG 2, 1, 2; v.l. -o-; vgl. Schwyzer 526), καλαμητόμος Getreidehalme abschneidend (A. R.). — Wie die Kompp. gehören auch die Ableitungen im allg. zu κάλαμος: Deminutiva καλαμίσκος (Ar., Mediz.), καλάμιον (Pap. u. a.); καλαμίς f. Ben. verschiedener aus Rohr gemachten Gegenstände (hell. u. spät; vgl. Chantraine Formation 342f.); καλαμία (-εία) Röhricht (Pap.; kollektiv); καλαμών ib. (lit. Pap.); καλαμάριον Schachtel aus Rohr (Pap. u. a.). — καλαμεύς Angler (Pankrat. ap. Ath.; vgl. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 75); auch καλαμευτής ib. (AP; wie von *καλαμεύω, vgl. Chantraine 318); καλαμίτης ‘mit κάλαμος versehen’ (D. usw.; s. Redard Les noms grecs en -της 81f. m. Lit.). — καλάμινος aus Rohr gemacht (ion. att.), καλαμόεις aus Rohr bestehend (E. in lyr.), καλαμώδης voll von Schilf, rohrartig (Arist., Thphr. u. a.), καλαμικός aus Rohr bestehend (Pap.). — καλαμόω mit Rohr versehen, ein Bein schienen (Gal.) mit καλαμωτή ‘Gehege aus Rohr o. ä.’ (Eust.,H.); καλαμίζω auf einer Rohrpfeife blasen (Ath.). — Von καλάμη: καλαμαία f. Art Heuschrecke (Theok. 10, 18), καλαμαῖον n. Art Zikade (Paus. Gr., H.), beide nach dem Aufenthaltsort benannt (Gil Emerita 25, 315f.; vgl. Georgacas Glotta 31, 216), καλαμάομαι Getreidehalme sammeln, Ähren lesen (Kratin., LXX, Plu.) mit καλάμημα (Thd.). Auf καλάμη können sich ebenfalls beziehen die schon zu κάλαμος genannten καλαμευτής Mäher, Schnitter (Theok.), καλαμόομαι mit Stengeln versehen werden (Thphr.).
Etymology: Altes Wort für Rohr, Halm, Stroh mit Vertretern auch im Latein (culmus Halm), im Germanischen, z. B. ahd. halm, im Baltischen und Slavischen, z. B. apr. salme Stroh, lett. salms Strohhalm, russ. solóma, serb. slȁma Stroh. Alle Formen außer κάλαμος, -μη können auf idg. *ḱoləmo-, ḱoləmā- zurückgeführt werden; es liegt deshalb nahe, κάλαμος für *κόλαμος (vgl. z. B. ποταμός, πλόκαμος) als sekundär (durch Vokalassimilation; zunächst in καλάμη?) zu betrachten; vgl. anderseits θάλαμος, -μη, παλάμη, τάλαρος u. a. Zu -μος, -μη Porzig Satzinhalte 283f. — Aus κάλαμος stammen sowohl lat. calamus (vgl. Ernout-Meillet s. v.) wie aind. kaláma- Schreibrohr, ebenso arab. qalam > osman. kalém > ngr. καλέμι türkische Schreibfeder, Art Maurermeißel (Maidhof Glotta 10, 11). Auch toch. A kulmäṃts ‘Rohr(?)’ dürfte, wenn richtig erklärt, als LW hierher gehören. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 464, W.-Hofmann s. culmus, calamus, Vasmer Russ. et. Wb. s. solóma, Pok. 612.
Page 1,760-761
Chinese
原文音譯:k£lamoj 卡拉摩士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:蘆葦 相當於: (קָנֶה)
字義溯源:蘆葦*,禾稭,量桿,筆,葦子
同源字:1) (καλάμη)榖類的莖,禾稭 2) (κάλαμος)蘆葦
出現次數:總共(12);太(5);可(2);路(1);約叄(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 葦子(5) 太27:30; 太27:48; 可15:36; 啓21:15; 啓21:16;
2) 一根葦子(3) 太27:29; 可15:19; 啓11:1;
3) 蘆葦(3) 太11:7; 太12:20; 路7:24;
4) 筆(1) 約叄1:13
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ὁ (=καλάμι, αὐλός). Πρωτότυπη λέξη.
Παράγωγα: καλάμη, καλαμαῖος, καλαμεύς, καλάμινος, καλάμιον (ὑποκορ.), καλαμίτης, καλαμώδης, καλαμών, καλαμῶμαι (=μαζεύω καλάμια μετά τό θερισμό).
Léxico de magia
ὁ caña ποιή<σας> τοὺς καλάμους, δήσας αὐτοὺς ἐφ' ἓν νεύροις φοίνικος al preparar las cañas, átalas haciendo un manojo con fibras de palmera P IV 3196 σκευὴ μέλανος, ἐν ᾧ δεῖ γράφειν τοὺς καλάμους καὶ τὸ ἐλλύχνιον preparación de la tinta, con la que hay que pintar las cañas y la mecha P IV 3200 ἔστιν δὲ καὶ τὰ γραφόμενα ἐπὶ τοῖς καλάμοις esto es también lo que se escribe en las cañas P IV 3188 ἔστιν ἡ ἄρσις τῶν καλάμων πρὸ ἡλίου ἀνατολῆς la cogida de las cañas se hace antes de que salga el sol P IV 3173 usada para atravesar λαβὼν κάκουφον, ... ἐξάραξον αὐτῆς τὴν καρδίαν, κατάτρησον καλάμῳ toma una abubilla, arráncale el corazón y atraviésalo con una caña P III 425 λαβὼν καλαβοῦτιν ἰχωροφαγόντα, ἐν τοῖς μνημείοις εὑρισκόμενον, ἄρας αὐτοῦ τὴν δεξιὰν χεῖραν ἐν καλάμῳ κόψας ἔασον αὐτόν toma una salamanquesa que coma sangre, encontrada en las tumbas, coge su pata derecha, córtasela con una caña y déjala ir P VII 187 para colgar animales κάλαμον χωρικὸν ὡς πηχῶν δύο πήξας ἐν τῇ γῇ ὀλίγον ἐπικεκλιμένον καὶ ἐξαρτήσας αὐτοῦ θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον fija en la tierra una caña de la zona de dos codos de tamaño, un poco inclinada, y cuelga de ella con crines de caballo macho un escarabajo P IV 63 κρέμασον (τὸν βάθρακον) εἰς κάλαμον χωρίου ἐξ τριχῶν οὐρᾶς βοὸς μελάνης τοῦ ὀπιστίου cuelga la rana en una caña silvestre con pelos de la cola de una vaca negra, los del extremo P XXXVI 238 para dibujar ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν αἶρε τύπον τοῦ κρίκου τῷ καλάμῳ dibuja con una caña el borde del anillo, por dentro y por fuera P V 308 γράφε καινῷ καλάμῳ τὸ ζῴδιον, καθὼς περιέχει, εἰς πιττάκιον καθαρόν dibuja con una caña nueva, la figura, como está aquí, en un papiro limpio P XXXVI 265
Lexicon Thucydideum
Translations
reed
Aghwan: 𐕒𐔱𐕒𐕡𐕣; Arabic: قَصَبَة, بُوصَة; Egyptian Arabic: قصبة, بوصة; Moroccan Arabic: قصب, قصبة; Armenian: եղեգ; Aromanian: arugoz, trescã, shuvar; Assamese: ইকৰ; Asturian: cañavera; Azerbaijani: qarğı, qamış; Basque: ihi; Belarusian: трыснёг, чарот, трысцё; Bulgarian: тръстика; Cahuilla: paxal; Catalan: canya; Central Tarahumara: baká; Chinese Mandarin: 蘆葦, 芦苇; Classical Nahuatl: ācatl; Czech: rákosí, sítí; Danish: siv, rør; Dutch: riet; Esperanto: kano; Finnish: kaisla, ruoko; French: roseau; Galician: carrizo, cana, xunco; Georgian: ლერწამი; German: Schilf, Ried, Rohr; Gothic: 𐍂𐌰𐌿𐍃; Greek: καλάμι, καλαμιά; Ancient Greek: κάλαμος, θρύον; Hebrew: קָנֶה; Huichol: háca; Hungarian: nád; Icelandic: sef, reyr; Indonesian: alang, alang-alang; Irish: giolcach, biorrach; Italian: canna, canniccio, giunco; Japanese: 葦, 蘆; Kazakh: қамыс; Khmer: ប្របុស; Korean: 갈대; Latgalian: nīdre; Latin: harundo, iuncus; Latvian: niedre; Lithuanian: nendrė; Macedonian: трска; Mayo: baaca; Middle English: red; Mongolian: хулс, ᠬᠤᠯᠤᠰᠤ; Navajo: lókʼaaʼ; Northern Tepehuan: vaapákai; Norwegian: siv, rør; Occitan: canavèra, rausa, cana, canòta; Old English: hreod; Ottoman Turkish: قامش, كلیز; Persian: نی, روخ; Plautdietsch: Schelp; Polish: trzcina; Portuguese: junco, cana; Romanian: stuf, trestie; Russian: тростник, камыш; Serbo-Croatian: trska; Slovak: trstina, tŕstie, trsť; Slovene: trsje; Spanish: junco, carrizo, caña; Swedish: säv, vass, rör; Tagalog: tambo; Tetelcingo Nahuatl: öcatl; Thai: กก; Turkish: saz; Uab Meto: humusu; Ukrainian: очерет, тростина, комиш; Vietnamese: sậy; Walloon: rozea; Westrobothnian: sevi, röir, vaass