σοφίζω
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
A make wise, instruct, LXX Ps.18(19).8; τινὰ εἰς σωτηρίαν 2 Ep.Ti.3.15.
2 Pass., become clever or be clever or be skilled in a thing, c. gen. rei, ναυτιλίης σεσοφισμένος skilled in seamanship, Hes.Op.649; Μοίσαι σεσοφισμέναι Ibyc.Oxy.1790.23; so ἐν τοῖς ὀνόμασι σοφίζω X.Cyn. 13.6: abs., to become wise or be wise, freq. in LXX, Ec.7.24(23), al.; βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.-Phoc.130.
3 Med., teach oneself, learn, ἐσοφίσατο ὅτι..he became aware that... LXX 1 Ki.3.8.
II Med. σοφίζομαι, with aor. Med. and pf. Pass. (v. infr.), practise an art, Thgn.19, IG12.678; play subtle tricks, deal subtly, E.IA744, D.18.227, etc.; οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι we use no subtleties in dealing with the gods, E.Ba.200; to be scientific, speculate, περὶ τὸ ὄνομα Pl.R. 509d, cf. Plt.299b, Muson.Fr.3p.12H., etc.; σοφιζόμενος φάναι to say rationalistically, Pl.Phdr.229c; καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου though he has dealt thus craftily, D.29.28; σοφίσασθαι πρός τι to use fraud for an end, Plb.6.58.12; οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι when they deal in subtleties, Hp.Fract. 1; οἱ μυθικῶς σοφιζόμενοι Arist.Metaph.1000a18, cf. HA582a35, D.35.56; σοφίζω πρὸς τὸν νόμον evade it, Plu.Dem.27.
2 c. acc. rei, devise cleverly or skilfully, Hdt.2.66, 8.27, cf. 1.80; καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ar.Nu.547; χαρίεντα καὶ σοφά Id.Av.1401; ἀλλότρια σοφίζω meddle with other men's craft, Id.Eq.299; with internal acc., ἀνόητα σοφίζω exercise one's skill without νοῦς, Pl.Hp.Ma.283a, cf. X.Mem.1.2.46; ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Arist.Pol.1297a14; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι this is the very thing one must gain by craft, S.Ph.77; οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων σοφίζω make spurious wine, Philostr.VA2.6; πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου Id.Her.19.15:—Pass., σεσοφισμένοι μῦθοι craftily devised, 2 Ep.Pet.1.16.
b σοφίζω νόμον evade a law, Philostr.VA2.40, cf. Ael.VH2.41, Palaeph.50, OGI383.208 (Commagene, i B.C.).
3 c. acc. pers., deceive, τὸν Τίτον J.BJ4.2.3; μή με σοφίζου AP12.25 (Stat. Flacc.); τὸν δῆμον Hdn.7.10.7; also σοφίζω τὴν αἴσθησιν Aret.SD 1.15.
4 'counter' by a device, σοφίζεται τὴν βίαν τοῦ μηχανήματος J.BJ3.7.20.
German (Pape)
[Seite 914] Einen geschickt machen, unterrichten, ihn klug und weise machen; im act. selten u. nur bei Sp., wie 2 Timoth. 3, 15, LXX.; – pass., οὔτε τι ναυτιλίης σεσοφισμένος, οὔτε τι νηῶν, Hes. O. 649, der Schifffahrt nicht kundig; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, klug erwägen, Soph. Phil. 77, kann aktivisch und passivisch genommen werden; in andern Stellen zweifellos dep., = klug, verständig sein, reden und handeln, u. mit dem acc. der Sache, Etwas geschickt, künstlich ersinnen, verständig machen u. einrichten; aor. med. Aristoph. Av. 1401 χαρίεντα ἐσοφίσω καὶ σοφά; Eur. I. A. 744 Bacch. 200, wie Ar. Equ. 718; ἀλλότρια, 299; Her. 2, 66. 8, 27; σεσόφισμαι mit aktiv. Sinne 1, 80; οὐκ οἶδ', ἅττα σοφίζει, Plat. Gorg. 497 a; περί τι, Rep. VI, 509 d Polit. 299 b; im entschieden guten Sinne, τοιαῦτα καὶ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα, Xen. Mem. 1, 2, 46; καί περ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, Dem. 29, 28, u. öfter; aor. med., ὁ σοφισάμενος πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον, Pol. 6, 58, 12, wie ein Sophist, listig sprechen und handeln; πρὸς τὸν νόμον, gegen das Gesetz listig handeln, es schlau umgehen, Plut. Dem. 27; a. Sp., μή με σοφίζου, täusche, überliste mich nicht, Flacc. 2 (XII, 25).
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἐσόφισα, pf. inus.
Pass. f. σοφισθήσομαι, ao. ἐσοφίσθην, pf. σεσόφισμαι;
1 rendre sage ou habile, acc. ; Pass. devenir habile, expérimenté;
2 faire ou imaginer avec ruse;
Moy. σοφίζομαι (f. σοφίσομαι, ao. ἐσοφισάμην, pf. σεσόφισμαι) agir ou parler en sophiste, càd user d'arguments sophistiques ou de moyens frauduleux : περί τι, πρός τι au sujet ou en vue de qqn ou de qch ; σ. πρὸς τὸν νόμον PLUT agir frauduleusement à l'égard de la loi ; avec un acc. de chose : σ. τι imaginer habilement qch;
NT: enseigner.
Étymologie: σοφός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφίζω [σοφός] wijs maken, onderwijzen; met gen. in iets. Hes. Op. 649. med. met aor. ἐσοφισάμην, aor. pass. ἐσοφίσθην slimmigheden bedenken, scherpzinnig redeneren, slim doen, zowel in positieve als negatieve zin; met dat., met πρός + acc. met betrekking tot iets:. σ. πρὸς τὸν νόμον een manier vinden om de wet te omzeilen Plut. Demosth. 27.8. met acc. v. h. inw. obj. (en daarbij pass.) listig bedenken of verzinnen:. πρὸς ταῦτα σοφίζονται τάδε daarop verzinnen ze het volgende Hdt. 2.66.2; αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι juist daarop moet iets bedacht worden Soph. Ph. 77; ὅσα... ἐν ταῖς πολιτείαις σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον zoveel trucs als ze in de staatsvormen verzinnen tegen het volk Aristot. Pol. 1297a14; ἀνόητα σ. onverstandige dingen bedenken (in zogenaamde slimheid) Plat. HpMa 283a; σεσοφισμένοι μῦθοι vernuftige verzinsels NT 2 Pet. 1.16.
Russian (Dvoretsky)
σοφίζω: учить, наставлять (τινὰ εἴς τι NT). - см. тж. σοφίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
σοφίζω: ποιῶ τινα σοφόν, ἐκπαιδεύω, διδάσκω, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΘ΄, 7)· τινὰ εἴς τι Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 15. 2) Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι σοφός, γίνομαι δεξιὸς ἢ ἔμπειρος περὶ τι, μετὰ γενικ. πράγμ., ναυτίλίης σεσοφισμένος, πεπειραμένος εἰς ναυτιλίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 647 (ὡς τὸ νηῶν πεπείρημα αὐτόθι 658)· οὕτω, σοφ. ἐν ὀνόμασι Ξεν. Κυν. 13, 6· - ἀπολ., ἐπιδιώκω σοφίαν, καλῶς διδάσκομαι, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 46· βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνὴρ Ψευδο-Φωκυλ. 130. 3) Μέσ., διδάσκω ἐμαυτόν, μανθάνω, τοιαῦτα ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2. 46· ἐσοφίσατο ὅτι.., ἔμαθεν, ἐπληροφορήθη ἢ ἐσκέφθη ὅτι.., Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Γ΄, 8). ΙΙ. σοφίζομαι. ὡς ἀποθ., μετὰ μέσ. ἀορ. καὶ παθ. πρκμ. (ἴδε κατ.), μηχανῶμαι τεχνάσματα εὐφυᾶ, εὐφυῶς ἢ δεξιῶς φέρομαι, Θέογν. 19, Εὐρ. Ι. Α. 744, Δημ. 303. 19, κτλ.· οὐδὲν σοφίζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι, δὲν ἰσχυριζόμεθα περὶ τῶν θεῶν σοφιστικῶς ἢ μετὰ λεπτολογημάτων, Εὐρ. Βακχ. 200, ἔνθα ἴδε τὸν Elmsl.· - ἐπὶ ὁμιλίας, μεταχειρίζομαι σοφιστικὰ ἐπιχειρήματα, σοφιστεύομαι, λεπτολογῶ, περὶ τὸ ὄνομα Πλάτ. Πολ. 509D, πρβλ. Πολιτικ. 299Β· σοφιζόμενος φάναι, λέγω σοφιστικῶς, «ὀρθολογιστικῶς», ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229C· καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, ἂν καὶ οὕτω πανούργως προσηνέχθη, Δημ. 853. 5· σοφίσασθαι πρός τι, πανουργίαν μεταχειρίζομαι πρός τινα σκοπόν, Πολύβ. 6. 58, 12· οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι, ὅταν εἰς λεπτὰ ζητήματα ἀσχολῶνται, Ἱππ. 750D· οἱ μυθικῶς σοφ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 14, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1, Δημ. 942. 26· σ. πρὸς τὸν νόμον, ὅπως ἐκφύγω αὐτόν, Πλουτ. Δημοσθ. 27. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ἐπινοῶ τι μετὰ πανουργίας ἢ δεξιότητος, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 66., 8. 27· καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 547· χαρίεντα καὶ σοφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1401· ἀλλότρια σ., ἀναμιγνύομαι εἰς τὰς πανουργίας ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 299· ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 6· ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖον πρέπει τις νὰ κερδήσῃ διὰ πανουργίας, Σοφ. Φιλ. 77· σοφ. οἶνον ἀπὸ τῶν φοινίκων, ἐξάγω νόθον οἶνον, Φιλοστρ. 54· πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου ὁ αὐτ. 744· -παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθητ., σεσοφισμένοι μῦθοι, πανούργως ἐπινοηθέντες, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 16· τὴν σεσοφισμένην μητέρα, τὴν ἀπατηθεῖσαν δι’ ὑποβολιμαίου τέκνου, Γρηγ. Νύσσ. 1. 171D. β) σ. τὴν ἀλήθειαν, σοφιστικῶς παραμορφώνω, κρύπτω καὶ παραλλάσσω διὰ σοφισμάτων τὴν ἀλήθειαν, Κλήμ. Ἀλ. 547· σ. νόμον, ἐκφεύγω διὰ τεχνάσματος, Φιλόστρ. 92, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41. γ) σ. τάς τρίχας, βάπτω αὐτάς, Κλήμ. Ἀλ. 262. 3) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἀπατῶ, μή με σοφίζου Ἀνθ. Π. 12. 25· οὕτω, σ. τὴν αἴσθησιν Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, Ἡσύχ. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 476.
English (Strong)
from σοφός; to render wise; in a sinister acceptation, to form "sophisms", i.e. continue plausible error: cunningly devised, make wise.
English (Thayer)
1st aorist infinitive σοφίσαι; (σοφός);
1. to make wise, teach: τινα, ἐσόφισάς με τήν ἐντολήν σου, οὔτε τί ναυτιλιης σεσοφισμενος, οὔτε τί νηῶν, Hesiod, Works, 647).
2. Middle in Greek writings from Herodotus down, mostly as a deponent, to become wise, to have understanding (ἐσοφίσατο ὑπέρ πάντας ἀντρωπους, to invent, play the sophist; to devise cleverly or cunningly: perfect passive participle σεσοφίσμενοι μυθοι, κατασοφίζομαι.)
Greek Monolingual
Α
βλ. σοφίζομαι.
Greek Monotonic
σοφίζω: μέλ. -σω (σοφός)·
I. 1. κάνω κάποιον σοφό, διδάσκω, καθοδηγώ, συνετίζω, σε Καινή Διαθήκη
2. Παθ., είμαι επιδέξιος ή πεπειραμένος σε κάτι, με γεν., ναυτιλίης σεσοφισμένος, πεπειραμένος, επιδέξιος ή έμπειρος σε κάτι, επιδέξιος στη ναυτιλία, σε Ησίοδ.· απόλ., επιδιώκω τη γνώση, τη σοφία, έχω λάβει καλή παιδεία, σε Ξεν.
3. Μέσ., διδάσκομαι, μαθαίνω, τι, στον ίδ.
II. 1. σοφίζομαι, ως αποθ. με Μέσ. αόρ. αʹ και Παθ. παρακ., επινοώ έξυπνα τεχνάσματα, φέρομαι ευφυώς, μηχανεύομαι, σκαρφίζομαι, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι, δεν χρησιμοποιούμε σοφίσματα για τους θεούς, σε Ευρ.· λέγεται για την ομιλία, χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα, στρεψοδικώ, απατώ, ξεγελώ, λεπτολογώ, περί τι, σε Πλάτ.· καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, παρότι ο άντρας αυτός έχει συμπεριφερθεί με τέτοια πανουργία, σε Δημ.
2. με αιτ. πράγμ., επινοώ με πανουργία ή με επιτηδειότητα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἀλλότρια σοφίζομαι, αναμειγνύομαι στις πανουργίες άλλων ανθρώπων, σε Αριστοφ.· τὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, αυτός ακριβώς είναι που πρέπει να κερδηθεί με πανουργία, σε Σοφ.· μτχ. παρακ. σεσοφισμένος με Παθ. σημασία, αυτός που έχει επινοηθεί με δόλο, σε Καινή Διαθήκη
3. με αιτ. προσ., εξαπατώ, ξεγελώ, σε Ανθ.
Middle Liddell
σοφίζω, fut. -σω σοφός
I. to make wise, instruct, NTest.
2. Pass. to be clever or skilled in a thing, c. gen., ναυτιλίης σεσοφισμένος skilled in seamanship, Hes.:—absol. to pursue wisdom, be well instructed, Xen.
3. Mid. to teach oneself, learn, τι Xen.
II. σοφίζομαι, as Dep., with aor1 mid. and perf. pass. to play subtle tricks, deal subtly, Theogn., Eur., etc.; οὐδὲν σοφιζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι we argue not subtly about the gods, Eur.:—in speaking, to use sophistical arguments, to quibble, περί τι Plat.; καίπερ οὕτω τούτου σεσοφισμένου though this man has dealt thus craftily, Dem.
2. c. acc. rei, to devise cleverly or skilfully, Hdt., Ar.; ἀλλότρια ς. to meddle with other men's craft, Ar.; τὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι this one must gain by craft, Soph.:—perf. part. σεσοφισμένος in pass. sense, craftily devised, NTest.
3. c. acc. pers. to deceive, Anth.
Chinese
原文音譯:sof⋯zw 所非索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使用)智慧的
字義溯源:(使)有智慧,智慧,乖巧捏造,指導;源自(σοφός)*=智慧的)
出現次數:總共(2);提後(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 乖巧捏造的(1) 彼後1:16;
2) 有智慧(1) 提後3:15