φόρος
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ὁ, (φέρω)
A that which is brought in by way of payment, tribute, tax, φόρου ἀπαγωγή Hdt.1.6,27, cf. IG12.65.2, al., Th.1.96, etc.; ξυμμάχους φόρου ὑποτελεῖς subject to pay tribute, Id.1.56; φόρον ὑποτελέειν to pay tribute, Hdt.1.171, cf. Isoc.12.116; ἀπάγειν Ar.V.707 (anap.); φέρειν Id.Av.191, X.An.5.5.7, Ath.2.1; πόλεις ἃς οἱ ἰδιῶται ἐνέγραψαν φ. φέρειν IG12.212.88; φόρον τάξασθαι to agree to pay tribute Hdt.3.13; φόρον ταῖς πόλεσι τάξαι to fix their quotas of tribute, And.4.11, cf. Isoc.4.120, D.23.209, Aeschin.2.23; φόρον δέχεσθαι to receive tribute, Th.1.96 (of the Ἑλληνοταμίαι), cf. X.Ath.3.2; φ. προσῄει tribute came in, And. 3.9; τὸν φόρον ἀπὸ τῶν πόλεων τὸν προσιόντα Ar.V.657 (anap.): pl., φόροι ἥκουσιν Id.Ach.505, cf. Eq.313 (troch.): ὁ βασιλικὸς φόρος, at Sparta, Pl.Alc.1.123a.
2 generally, any payment, φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ X.Smp.4.32; κατὰ φόρους = by instalments, Senatus consultum ap.Plb.18.44.7; ἐπιβαλλειν φόρον = impose a forced levy, Plu. Ant.24.
German (Pape)
[Seite 1300] ὁ, eigtl. das Getragene, Dargebrachte, gew. der Tribut; zuerst bei Her. 1, 6. 27. 3, 13 u. öfter; übh. Abgabe, Steuer, Zoll (vgl. σύνταξις), Ar. Ach. 478; φόρον φέρειν Av. 191; ὁ προσιὼν ἀπὸ τῶν πόλεων φόρος Vesp. 657; φόρου ὑποτελής Thuc. 1, 56; Plat. Gorg. 519 a Polit. 298 a; vgl. φορά. – Bei Sp. = forum der Römer.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 taxe, tribut, impôt : φόρον ὑποτελέειν HDT acquitter l'impôt ; φέρειν AR apporter la contribution ; τάξασθαι HDT se laisser imposer une contribution;
2 paiement en gén.
Étymologie: φέρω.
Russian (Dvoretsky)
φόρος: ὁ φέρω
1 налог, подать или дань Her., Thuc. etc.: τοὺς φόρους τάττειν Isocr., Aeschin., Dem. устанавливать налоги; φόρον τάξασθαι Her. наложить на себя, т. е. предложить дань;
2 уплата, платеж: δοῦναι χίλια τάλαντα κατὰ φόρους ἐν ἔτεσι δέκα Polyb. уплатить тысячу талантов в рассрочку в течение десяти лет;
3 произведение, плод (φόροι γᾶς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φόρος: ὁ, (φέρω) τὸ εἰσφερόμενον ἢ ἀποτινόμενον, φόρος, Λατ. tributum, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· κυρίως τὸ χρηματικὸν ποσὸν ὅπερ ἀποτίνουσιν οἱ ὑπήκοοι εἰς τὴν κυβερνῶσαν ἀρχήν, οἷον ὑπὸ τῶν νησιωτῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς Ἀθηναίους, = φορὰ χρημάτων Θουκ. 1. 96 (ἴδε φορὰ Β. Ι. 2)· φόρου ἀπαγωγὴ Ἡρόδ. 1. 6, 27· ξυμμάχους φόρου ὑποτελεῖς, ὑποκειμένους εἰς τὴν ἀπότισιν φόρου, Θουκ. 1. 56 φόρον ὑποτελέειν, ἀποτίνειν φόρον. Ἡρόδ. 1. 171, πρβλ. Ἰσοκρ. 256Ε· ἀπάγειν Ἀριστοφ Σφ. 707· φέρειν ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 191, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 9, Ἀθήν. 2. 1· φ. τάξασθαι Ἡρόδ. 3. 13· ἀλλά, φόρον τάσσω πόλεσι, ὁρίζω τὸν ἀναλογοῦντα ἑκάστῃ πόλει φόρον, Ἀνδοκ. 30. 21, πρβλ. Ἰσοκρ. 65Ε, Δημ. 690. 1, Αἰσχίνην 31. 20, 90. 20· φ. δέχεσθαι, λαμβάνειν φόρον, Θουκ. 1. 96 (ἐπὶ τῶν Ἑλληνοταμιῶν), Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2 φόρ. προσῇει, εἰσεφέρετο, εἰσεπράττετο, Ἀνδοκ. 24. 29· ὁ προσιὼν ἀπὸ τῶν πόλεων φ. Ἀριστοφ. Σφ. 657· ἐν τῷ πληθ., φόροι ἥκουσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 505, πρβλ. Ἱππ. 313· ― ὁ βασιλικὸς φ., ἐν Σπάρτῃ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Α. 2) καθόλου, πᾶσα πληρωμὴ χρημάτων, φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ Ξεν. Συμπ. 4. 32· κατὰ φόρους, «κατὰ δόσεις», Ψήφισμα παρὰ Πολυβ. 18. 27, 7· ― συχν. παρὰ Πλουτ. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 674, ὁ Ahr. γράφει φόρους ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς καρποφορίας ἢ παραγωγῆς. ΙΙΙ. ἡ Ρωμαϊκὴ ἀγορὰ, Λατ. forum, Σουΐδ. ἐν λ. IV. τοῦ βωμοῦ ἡ περικόσμησις, Συλλ. Ἐπιγρ. 8697c. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 29.
English (Strong)
from φέρω; a load (as borne), i.e. (figuratively) a tax (properly, an individual assessment on persons or property; whereas τέλος is usually a general toll on goods or travel): tribute.
English (Thayer)
φόρου, ὁ (from φέρω, hence, properly, ὁ φέρεται; cf. φόβος), from Herodotus down, the Sept. for מַס and (2Esdr. 4:20 2Esdr. 6:8; מִדָּה, tribute, especially the annual tax levied upon houses, lands, and persons (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 387,13; Grotius as quoted in Trench, § 107:7; see τέλος, 2): φόρον, φόρους διδόναι, Καίσαρι, ἀποδιδόναι, τέλειν, Romans 13:6.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
1. καθετί που εισφέρει, που προσφέρει κάποιος σε άλλον («φόρος τιμής»)
2. (ιδίως) χρηματικό ποσό ή εισφορά σε είδος που καταβάλλουν οι υπήκοοι χώρας στην κυβερνητική εξουσία (α. «οι φόροι βάρυναν ανέκαθεν τις εργαζόμενες τάξεις» β. «οἳ φέρουσι τὸν φόρον καὶ κατὰ γῆν κράτιστοί εἰσι», Αριστοφ.)
3. φρ. «φόρου υποτελής» — βλ. υποτελής
νεοελλ.
1. καταβολή σε χρήμα ή σε είδος που επιβάλλεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους φορολογουμένους, άμεσα, ή στα καταναλισκόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, έμμεσα, υπέρ του κράτους ή υπέρ άλλων νομικών προσώπων, όπως είναι λ.χ. οι δήμοι και οι κοινότητες
2. φρ. α) «άμεσοι φόροι»
(νομ.-οικον.) φόροι που δεν μετακυλίονται από τον φορολογούμενο σε κάποιον άλλο, είναι κυρίως προσωπικοί και επιβάλλονται στο εισόδημα ή στον καθαρό πλούτο του φορολογουμένου και καταβάλλονται απευθείας στο δημόσιο ταμείο
β) «έμμεσοι φόροι»
(νομ.-οικον.) φόροι που μετακυλίονται εν όλω ή εν μέρει στον τελικό καταναλωτή και εισπράττονται από το κράτος με την επιβολή τους στα καταναλισκόμενα αγαθά και στις υπηρεσίες
γ) «αναλογικός φόρος» — βλ. φορολογία, αναλογική
δ) «προοδευτικός φόρος» — βλ. φορολογία, προοδευτική
ε) «αντιστρόφως προδευτικός φόρος» — βλ. φορολογία, αντιστρόφως προοδευτική
στ) «φόρος εισοδήματος
(νομ.-οικον.) φόρος που επιβάλλεται στο εισόδημα φυσικών και νομικών προσώπων και αποτελεί κύρια πηγή τών κρατικών εσόδων
ζ) «φόρος επιτηδεύματος»
(νομ.-οικον.) φόρος που θεσπίστηκε το 1926, αποτέλεσε ένα από τα εξελικτικά στάδια του φόρου εισοδήματος και προέβλεπε την ξεχωριστή φορολόγηση τών κατά περίπτωση ιδιαίτερων εισοδημάτων, σε συνάρτηση με το επιτήδευμα, δηλαδή το επάγγελμα, του φορολογουμένου, αλλά τελικά απορροφήθηκε στον ενιαίως επιβαλλόμενο, από το 1955 και ύστερα, φόρο εισοδήματος
η) «φόρος ακίνητης περιουσίας»
(νομ.-οικον.) φόρος επιβαλλόμενος στην ακίνητη περιουσία, κυρίως γη και κτήρια, και, σε ορισμένες χώρες, στα μηχανήματα και τα αποθέματα επιχειρήσεων αλλά και σε προσωπικά είδη, όπως αυτοκίνητα, κοσμήματα, έπιπλα, εργαλεία και, τέλος, σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, λ.χ. ομολογίες, μετοχές κ.ά.
θ) «φόρος προστιθέμενης αξίας» — κυβερνητικός φόρος επί του ποσού το οποίο μια επιχείρηση προσθέτει στην τιμή ενός αγαθού κατά τη διάρκεια της παραγωγής και διανομής του, φόρος ο οποίος μετακυλίεται και επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή
ι) «φόρος αποδήμων»
(νομ.-οικον.) φόρος που αφορά ημεδαπούς οι οποίοι διαμένουν κατά περιόδους ή μόνιμα στην αλλοδαπή και του οποίου βασικό κριτήριο εφαρμογής αποτελεί η διατήρηση κατοικίας από τον υπόχρεο στην ημεδαπή
ια) «φόρος κύκλου εργασιών»
(νομ.-οικον.) έμμεσος φόρος καταναλώσεως που επιβάλλεται στα διάφορα στάδια παραγωγής ή μεταποίησης τών προϊόντων, καθώς και σε ορισμένες υπηρεσίες, χωρίς δυνατότητα εκπτώσεως, φόρος που από το 1987 αντικαταστάθηκε στην Ελλάδα από τον φόρο προστιθέμενης αξίας
ιβ) «φόρος μεταβιβάσεως ακινήτων»
(νομ.-οικον.) φόρος που επιβάλλεται και υπολογίζεται επί της αξίας κάθε μεταβιβαζόμενου ακινήτου και από τον οποίο εξαιρούνται οι δωρεές υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ τών κοινωφελών ιδρυμάτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
ιγ) «φόρος αυτοκινήτου»
(νομ.-οικον.) φόρος που επιβάλλεται στους κατόχους ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων και του οποίου το ύψος εξαρτάται από τον κυβισμό και την ηλικία του αυτοκινήτου
ιδ) «φόρος δωρεάς»
(νομ.-οικον.) φόρος επιβαλλόμενος σε περίπτωση μονομερούς μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή σε περίπτωση μεταβιβάσεως χωρίς αντάλλαγμα
ιε) «φόρος επί της δαπάνης»
(οικον.) φόρος που καταβάλλεται από τον φορολογούμενο κάθε φορά που προβαίνει σε κάποια δαπάνη
ιστ) «φόρος επί του κεφαλαίου»
(οικον.) άμεσος φόρος που επιβάλλεται ταυτόχρονα σε όλες τις μορφές κεφαλαίου όλων τών ατόμων που κατέχουν φορολογήσιμο πλούτο πέραν ενός ορίου
ιζ) «φόρος κατανεμόμενος»
(οικον.) φόρος που επιβαρύνει από κοινού μια ομάδα φορολογουμένων και του οποίου το συνολικό ύψος είναι εκ τών προτέρων γνωστό
ιη) «φόρος κληρονομίας»
(οικον.) φόρος που επιβαρύνει το τμήμα της περιουσίας του θανόντος που κληρονομείται από κάθε κληρονόμο του
ιθ) «φόρος μεταβιβάσεως λόγω θανάτου» — φόρος που επιβάλλεται στα ακίνητα που κληροδοτεί ο εκλιπών ή στο κληρονόμημα που κληρονομεί ο ευεργετούμενος από αυτόν
κ) «φόρος πολυτελείας» — βλ. πολυτέλεια
κα) «φόροι κατανάλωσης»
(νομ.-οικον.) φόροι που καταβάλλονται άμεσα ή έμμεσα από τον καταναλωτή για λόγους κατανάλωσης, πώλησης, χρήσης, ιδιοκτησίας και δασμών
κβ) «φόροι κυκλοφορίας» — άλλη ονομασία τών έμμεσων φόρων κατανάλωσης
κγ) «παρακρατούμενος φόρος» — φόρος που καταβάλλεται από τον φορολογούμενο σε ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια τον αποδίδει στο Δημόσιο Ταμείο
κδ) «πραγματικός φόρος» — φόρος που επιβαρύνει τον φορολογούμενο αναλόγως του εισοδήματός του ανεξαρτήτως λοιπών βαρών
κε) «φόρος υπέρ τρίτων»
(νομ.-οικον.) φόρος που θεσπίζεται από το κράτος υπέρ ενός νομικού προσώπου ή ενός οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως είναι λ.χ. ο φόρος υπέρ του ΟΓΑ
κστ) «κεφαλικός φόρος» — φόρος που επιβαρύνει ισόποσα κάθε άτομο, ανεξάρτητα από την οικονομική του δυνατότητα, είχε ισχύσει ακόμη από την αρχαιότητα και, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, ονομαζόταν χαράτσι
κζ) «φόρος δεκάτης» — βλ. δεκάτη
κη) «φόρος υποτελείας»
i) (στο παρελθόν) φόρος τον οποίο ήταν υποχρεωμένα να καταβάλλουν σε χρήμα και σε είδος, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τα υποτελή κράτη στις επικυρίαρχες πολιτείες
ii) μτφ. δυσβάστακτη οικονομική εισφορά ή συνδρομή που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει κάποιος χωρίς αντίρρηση ή διαμαρτυρία
κθ) «φόρος χαρτοσήμου»
(παλαιότερα) έμμεσος φόρος κατανάλωσης, που επιβαλλόταν σε κάθε συναλλαγή και ο οποίος αντικαταστάθηκε και αυτός από τον φόρο προστιθέμενης αξίας
λ) «φόρος χρήσεως»
(νομ.-οικον.) φόρος επιβαλλόμενος λόγω χρήσεως ή κατοχής ενός προϊόντος
λα) «βεβαίωση φόρων»
i) διαδικασία υπολογισμού του ύψους του αναλογούντος φόρου
ii) πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται η είσπραξη φόρων
λβ) «επίπτωση φόρου» — οι θετικές ή αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και λοιπές συνέπειες που μπορεί να έχει η επιβολή ενός φόρου
λγ) «έκπτωση φόρων» — η νόμιμη μείωση του βεβαιωθέντος φορολογικού βάρους εκ μέρους τών φορολογικών αρχών, η οποία μπορεί να οφείλεται στις οικογενειακές υποχρεώσεις του φορολογουμένου, στην ύπαρξη κάποιων κινήτρων για ενθάρρυνση επενδυτικών δραστηριοτήτων κ.α.
λδ) «επιστροφή φόρων» — η απόδοση φόρων στον φορολογούμενο εκ μέρους τών φορολογικών αρχών
λε) «παραγραφή φόρων» — η άρση μιας συγκεκριμένης φορολογικής υποχρέωσης ενός φορολογουμένου για διάφορους λόγους, όπως είναι κυρίως η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη βεβαίωση της κατά το οποίο δεν έγινε η καταβολή της από τον υπόχρεο
μσν.-αρχ.
κάθε προσφορά ή καταβολή χρημάτων
(
Greek Monotonic
φόρος: ὁ (φέρω)·
1. αυτό που εισφέρεται, φόρος, καθώς πληρώνεται από τους υπηκόους στην άρχουσα τάξη, όπως από τους Μικρασιάτες Έλληνες στους Αθηναίους, σε Θουκ.· φόρου ὑποτελεῖς, αναγκασμένοι να πληρώσουν φόρο, σε Ηρόδ.· ἀπάγειν, φέρειν, σε Αριστοφ.· φόρον τάξασθαι, συμφωνώ να τον πληρώσω, σε Ηρόδ.· τάξαι, τον επιβάλλω, σε Δημ.
2. κάθε πληρωμή, σε Ξεν., Πλούτ.
Middle Liddell
φόρος, ὁ, φέρω
1. that which is brought in, tribute, such as is paid by subjects to a ruling state, as by the Asiatic Greeks to Athens, Thuc.; φόρου ὑποτελεῖς subject to pay tribute, Thuc.; φόρον ὑποτελέειν to pay tribute, Hdt.; ἀπάγειν, φέρειν Ar.; φ. τάξασθαι toagree to pay it, Hdt.; τάξαι to impose it, Dem.
2. any payment, Xen., Plut.
Chinese
原文音譯:fÒroj 賀羅士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:攜帶
字義溯源:負擔,稅,貢物,付款,得糧,糧,納糧,納稅;源自(φέρω)*=負擔,攜帶)
出現次數:總共(5);路(2);羅(3)
譯字彙編:
1) 納糧(1) 羅13:7;
2) 得糧(1) 羅13:7;
3) 糧(1) 羅13:6;
4) 納稅(1) 路23:2;
5) 稅(1) 路20:22
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
tributum, tribute, tax, 1.19.1, 1.56.2. 1.66.1. 1.80.3. 1.96.2. 1.96.21.99.1, 1.108.4, 2.13.3, 2.97.3. 3.50.2, 4.57.4, 5.18.5, 5.18.57.28.4, 7.57.4. 7.57.47.5.1. 8.5.5. 8.5.58.6.1. 8.37.2.
Translations
tax
Afrikaans: belasting; Aghwan: 𐕆𐔰𐕙𐔼𐕄; Albanian: taksë, tatim; Amharic: ግብር; Arabic: ضَرِيبَة; Egyptian Arabic: رسم; Armenian: հարկ; Old Armenian: հարկ, տուրք, բաժ; Assamese: কৰ; Asturian: impuestu; Avar: налог, закат; Azerbaijani: vergi; Bashkir: һалым; Basque: zerga; Belarusian: падатак; Bengali: কর; Bikol Central: buwis; Bulgarian: налог, данък; Burmese: အကောက်, အခွန်; Catalan: impost, taxa; Cebuano: buhis; Chechen: налог; Chinese Cantonese: 稅/税; Dungan: фи; Hakka: 稅/税; Mandarin: 稅/税; Min Bei: 稅/税; Min Dong: 稅/税; Min Nan: 稅/税; Wu: 稅/税; Crimean Tatar: bergi; Czech: daň; Danish: skat; Dutch: belasting, taks; Esperanto: imposto; Estonian: maks; Finnish: vero; French: impôt; Galician: imposto; Georgian: გადასახადი, ბეგარა, ბაჟი; German: Steuer; Gothic: 𐌼𐍉𐍄𐌰, 𐌲𐌹𐌻𐌳; Greek: φόρος; Ancient Greek: ἀπαρχή, ἀποφορά, διαγραφή, ἐπιγραφή, τέλεσμα, τέλος, φόρος; Hebrew: מַס; Higaonon: buhis; Hiligaynon: buhis; Hindi: कर, टैक्स; Hungarian: adó; Icelandic: skattur; Ilocano: buis; Indonesian: pajak, cukai; Irish: cáin, cíos; Italian: tassa, imposta, accisa; Japanese: 税, 税金, 租税; Javanese: pajeg, paos; Kapampangan: buis; Kashubian: pòdatk; Kazakh: салық, долық, баж; Khmer: ពន្ធ, តាក់, ភាស៊ី; Korean: 세금(稅金), 세(稅), 조세(租稅); Kurdish Central Kurdish: باج; Northern Kurdish: bêş, bac; Kyrgyz: салык, налог; Ladino: taksa, חראגֿ; Lao: ພາສີ; Latin: vectigal, geldum, gabella; Latvian: nodoklis; Lithuanian: mokestis; Macedonian: данок; Maguindanao: buis; Malay: cukai; Malayalam: കരം, നികുതി; Manx: keesh; Maori: tāke; Maranao: bois; Middle English: taxe, taske; Mongolian Cyrillic: татвар; Navajo: ínáóltąʼí; Nepali: कर; Norman: taxe; Norwegian Bokmål: skatt, avgift; Nupe: èdú; Occitan: impòst, taxa; Old English: gafol; Ossetian: хъалон, налог; Pashto: مالیه, باج, ماليات; Persian: مالیات, تاکس, مالیه, باج, خراج; Plautdietsch: Taks; Polish: podatek inan; Portuguese: imposto, tributo; Romanian: taxă, impozit, dare; Russian: налог, сбор, пошлина, дань; Rusyn: дань; Sanskrit: कर; Scottish Gaelic: càin, cìs; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀рез, да̏нак; Roman: pòrez, dȁnak; Shan: ၶွၼ်ႇ; Sicilian: tascia; Sinhalese: බදු; Slovak: daň; Slovene: davek, davščina; Sorbian Lower Sorbian: dank; Upper Sorbian: dań; Spanish: impuesto, tasa, gabela; Swahili: ushuru, kodi; Swedish: skatt; Tagalog: buwis; Tajik: молиёт, андоз, налог, боҷ, хироҷ; Tamil: வரி; Tatar: салым; Telugu: పన్ను; Thai: ภาษี; Tibetan: ཁྲལ; Tocharian B: eñcil; Turkish: vergi, salma; Turkmen: salmak, salgyt; Ukrainian: податок; Urdu: مالیات, ٹیکس, محصول, باج; Uyghur: ئېلىق, باج, يۈك, بېسىم; Uzbek: soliq, toʻlov, oʻlpon; Vietnamese: thuế; Waray-Waray: buhis; Welsh: treth; Western Kayah: ꤢ꤬ꤗꤥ꤬ꤢ꤬ꤚꤢ; Yiddish: שטײַער; Yoruba: owó orí; Zazaki: bêj
tribute
Arabic: جِزْيَة; Azerbaijani: təzminat; Belarusian: дані́на, подаць, дань; Bulgarian: данък, дан; Catalan: tribut; Chinese Mandarin: 貢品, 贡品, 朝貢, 朝贡; Czech: daň; Finnish: pakkovero, tribuutti, suojeluraha; French: tribut; German: Tribut; Gothic: 𐌲𐌹𐌻𐍃𐍄𐍂, 𐌲𐌰𐌱𐌰𐌿𐍂; Greek: φόρος υποτέλειας; Ancient Greek: φόρος, δασμός, δῶρον; Indonesian: upeti; Italian: tributo; Japanese: 貢ぎ物, 貢ぎ, 朝貢; Korean: 조공; Latin: stipendium; Malay: ufti; Old English: gafol; Persian: باج, ساو; Polish: danina, trybut; Portuguese: tributo; Russian: дань, подать; Slovak: daň; Swahili: kodi; Ukrainian: данина, подать, податок, дань