ὄνειδος

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνειδος Medium diacritics: ὄνειδος Low diacritics: όνειδος Capitals: ΟΝΕΙΔΟΣ
Transliteration A: óneidos Transliteration B: oneidos Transliteration C: oneidos Beta Code: o)/neidos

English (LSJ)

εος, τό,
A reproach, rebuke, censure, blame, esp. by word, προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι Il.1.291; λέγ' ὄνειδος 2.222; ὄνειδος βάζεις Od.17.461; εἶχε ὄνειδος καὶ ἀτιμίην was in disgrace, Hdt.9.71; ὄνειδος ὀνειδίζειν S.Ph.523; ὄνειδος φέρει = it brings reproach, Pl.R. 590c; ὄ. τινὶ περιθεῖναι Antipho 5.18; περιάψειν Lys.21.24; ὡς ἐν ὀνείδει = by way of reproach, Pl.Grg. 512c, cf. R.431b (without ὡς Smp. 189e); ὀνείδει ἐνέχεσθαι, ὀνείδει συνέχεσθαι, Id.Lg.808e, 944e: pl., ὀνείδη κλύειν A.Pers.757; κολάζειν ὀνείδεσι with censures, Pl.Lg.847a; ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα Id.R. 344b; ὀνείδη ἐπιφέρειν Arist.EN1123a32.
2 matter of reproach, disgrace, σοὶ γὰρ ἐγὼ.. κατηφείη καὶ ὄνειδος Il.16.498; σοὶ μὲν δὴ.. κατηφείη καὶ ὄνειδος, εἰ.. 17.556, cf. Hdt.2.36; ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν Od. 22.463; τέκνοις ὄνειδος λιπεῖν E.Heracl.301; ὀνειδῶν καὶ κακῶν μέστους D. 22.31; ὄνειδός [ἐστι] c. inf., E.Andr.410: c. gen., τὸ.. πόλεως ὄνειδος the disgrace of the city, A.Th.539; αὑτῆς ὄνειδος S.OC984; ὄνειδος Ἑλλάνων Id.Aj. 1191 (lyr.); τὸ Λυσίου ὄνειδος Pl.Phdr.277a; Oedipus calls his daughters τοιαῦτ' ὀνείδη, S.OT1494, cf. Ar.Ach.855, D.21.132.
3 the statement of Eust.88.15, 647.36 that ὄνειδος meant originally any report of one, reputation, character, is not borne out by the passages he cites—ὄνειδος οὐ καλόν S.Ph.477; Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος E.Ph.821 (lyr.); καλὸν ὄνειδος Id.Med.514, IA305, which are plainly ironical. (Cf. Skt. nindati, nid- 'insult', Goth. ga-naitjan 'slander', Lett. naids 'hatred'.)

German (Pape)

[Seite 345] τό (ὄνομα, eigtl. übh. Ruf s. a. E., oder richtiger mit vorgeschlagenem ο von der Wurzel νιδ, Neid), Schimpf, Schmach, Vorwurf, bes. Schmährede, Schimpfwort; ὀνείδεα μυθήσασθαι, Il. 1, 291; λέγειν, προφέρειν, 2, 222. 251; βάζειν, Od. 17, 461; αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν μητέρι θ' ἡμετέρῃ, 22, 463, öfter; ἀρχαῖον, κακοποιόν, Pind. Ol. 6, 80 N. 8, 33; τοιάδ' ἐξ ἀνδρῶν ὀνείδη πολλάκις κλύων κακῶν, Aesch. Pers. 743; ἄλγησον ἦπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν, Eum. 130, öfter; τοὔνειδος ὀνειδίσαι, Soph. Phil. 519 (s. auch das verb.); κοὔπω τις λόγον κακὸν ἠνέγκατ' οὐδ' ὄνειδος, Tr. 462; ἐμοὶ ὄνειδος μὴ θανεῖν ὑπὲρ τέκνου, mir ist es Schande, Eur. Andr. 411; τέκνοις ὄνειδος λιπεῖν, Heracl. 302; auch in Prosa, Her. 7, 160; ὅτι τὸ φιλότιμόν τε καὶ φιλάργυρον εἶναι ὄνειδος λέγεταί τε καὶ ἔστιν, Plat. Rep. I, 347 b; καὶ ψόγος, Legg. XI, 926 d; ὀνείδει ἔνοχος ἔστω, V, 742 b, wie ὀνείδει ἐνεχέσθω τῷ μεγίστῳ XII, 808 e; auch ὀνείδη ἐχέτω, VI, 762 a, öfter. – Auch der Gegenstand des Schimpfes, der Schande, σοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα κατηφείη καὶ ὄνειδος ἔσσομαι, Il. 16, 498, vgl. 17, 556; Her. 2, 36; u. concret, der mit Schande bedeckt ist u. Andern Schande bringt; so heißen τοιαῦτ' ὀνείδη die Töchter des Oedipus, Soph. O. R. 1494; Λυσίστρατος Χολαργέων ὄνειδος, Ar. Ach. 820; τῆς πόλεως ὄνειδος γεγενημένος, Lycurg. 5; vgl. Dem. ep. 3 p. 644; τῇ πόλει, Mid. 132. – Wie Soph. Phil. 475 sagt σοὶ δ' ἐκλιπόντι τοῦτ' ὄνειδος οὐ καλόν, diesen nicht schönen Leumund, so ist Eur. Phoen. 828 Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος verbunden, Ruhm, Ehre (guter Leumund).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 reproche, blâme : ὄνειδος ἔχειν HDT être l'objet d'un blâme ; ὄνειδος ὀνειδίζειν SOPH adresser un blâme;
2 sujet de honte ; honte, déshonneur ; par antiphrase titre de gloire.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Νιδ, blâmer, dédaigner.

Russian (Dvoretsky)

ὄνειδος: εος τό
1 упрек, порицание, хула: ὀνείδεα λέγειν, βάζειν, προφέρειν, μυθήσασθαι Hom. осыпать упреками, поносить, бранить; ὄ. ὀνειδίσαι εἴς τινα Soph. бросить упрек кому-л.;
2 позор, бесчестие (ὄ. καὶ ψόγος, τὸ φιλάργυρον εἶναι ὄ. λέγεταί τε καὶ ἔστιν Plat.): ὄ. ἔχειν Her. подвергнуться бесчестию;
3 слава, честь (Θήβαις κάλλιστον ὄ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄνειδος: τό, (λέγεται ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἐσήμαινε πᾶσαν φήμην καλὴν ἢ κακὴν περί τινος, ὡς τὸ κλέος, κληδών, Λατ. fama, Εὐστ. 88. 15., 647. 36· ἀλλὰ τὰ ὑπ’ αὐτοῦ μνημνονευόμενα χωρία - τοῦτ’ ὄνειδος οὐ καλὸν Σοφ. Φιλ. 477· Θήβαις κάλλιστον ὄνειδος Εὐρ. Φοίν. 821· καλὸν ὄνειδος ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 514, Ι. Α. 305, - εἶναι προφανῶς εἰρωνικά· μάλισταἔννοια τῆς μομφῆς ὑπάρχει ἐν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ τῆς λέξεως, ἴδε κατωτ.). Ι. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ὄνειδος, μομφή, ἔλεγχος, ψόγος, ἐπιτίμησις, μάλιστα διὰ λόγου, ὀνείδεα μυθήσαθαι, λέγειν, βάζειν Ἰλ. Α. 291, Β. 22, Ὀδ. Ρ. 461, κτλ.· αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Χ. 463· ὄνειδος ἔχω, εἶμαι περιφρονημένος, Ἡρόδ. 9. 71· ὀνείδη κλύειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 757· ὄνειδος ὀνειδίζειν Σοφ. Φιλ. 523· ὄνειδος λιπεῖν τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 301· ὄν. φέρει, φέρει μομφήν, ψόγον, κατηγορίαν, Πλάτ. Πολ. 590C· ὄνειδός [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ἀνδρ. 410·. ὀνειδός τινος περιθεῖναι Ἀντιφῶν 131. 31· περιάπτειν Λυσ. 164. 1· ὀνειδῶν καὶ κακῶν μεστοὺς Δημ. 603. 6· ὡς ἐν ὀνείδει, ὀνειδιστικῶς, Πλάτ. Γοργ. 512C, πρβλ. Πολ. 431Α, Συμπ. 189Ε· ὀνείδει ἐνέχεσθαι, συνέχεσθαι Νόμ. 808Ε, 944Ε· κολάζειν ὀνείδεσι, δι’ ἐπιτιμήσεων ἢ μομφῶν, αὐτόθι 847Α· ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Πολ. 341Β· ὄν. ἐπιφέρειν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 2, 22.
2) ὑπόθεσις δι’ ὄνειδος, αἰτία ἢ ἀντικείμενον ὀνείδους, καταισχύνης, σοὶ γὰρ ἐγὼ ... κατηφείη καὶ ὄνειδος Ἰλ. Π. 498· σοὶ μὲν δὴ ... κατηφείη καὶ ὄν., εἰ ... Ρ. 556, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 36· μετὰ γεν., τὸ ... πόλεως ὄν. Αἰσχύλ. Θήβ. 539· αὐτῆς ὄν. Σοφ. Ο. Κ. 984· ὄν. Ἑλλάνων ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1191· τὸ λύσιον ὄν. Πλάτ. Φαῖδρ. 277Α· οὕτωςΟἰδίπους καλεῖ τὰς θυγατέρας του: τοιαῦτ’ ὀνείδη, Σοφ. Ο. Τ. 1494, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 855, Δημ. 558. 5. (Ἡ Σανσκρ. ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι nid (vituperare, spernere)· πρβλ. Γοτθικὸν ga-nait-jain (ἀτιμᾶν), nait-eins (βλασφημίαὥστε τὸ ὀ- δέον νὰ θεωρηθῇ εὐφωνικόν).

English (Autenrieth)

εος: reproach, often pl., ὀνείδεα μῦθεῖσθαι, λέγειν, προφέρειν, βάζειν, κατ' ὀνείδεα χεῦαί τινι, ‘overwhelm one with reproach,’ Od. 22.463; then matter of reproach, disgrace, Il. 16.489.

English (Slater)

ὄνειδος reproach, disgrace γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν (O. 6.89) πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)

English (Strong)

probably akin to the base of ὄνομα; notoriety, i.e. a taunt (disgrace): reproach.

English (Thayer)

ὀνείδους, τό (from ὄνομαι to blame, to revile), from Homer down, reproach; equivalent to shame: Sept. chiefly for חֶרְפָּה; three times for כְּלִמָּה disgrace, Proverbs 18:13.)

Greek Monotonic

ὄνειδος: τό,
1. λοιδορία, επίκριση, κατηγορία, σε Όμηρ.· ὄνειδος ἔχειν, είμαι ατιμασμένος, περιφρονημένος, σε Ηρόδ.· ὄνειδός (ἐστι), με απαρ., σε Ευρ.· ὡς ἐν ὀνείδει, υβριστικά, σε Πλάτ.· πληθ., ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα, στον ίδ. κ.λπ.
2. αντικείμενο περιφρόνησης, αιτία χλευασμού, σοὶ μὲν δὴ κατηφείη καὶ ὄν., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τὸ πόλεως ὄν., ντροπή της πόλης, σε Αισχύλ.· ὄν. Ἑλλάνων, σε Σοφ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τις κόρες του τοιαῦτ' ὀνείδη, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: reproach, rebuke, abuse, disgrace (Il.).
Derivatives: ὀνειδείη f. id. (Nic.; cf. on ἐλεγχείη s. ἐλέγχω), ὀνείδειος baling, scolding (Hom., AP), ὀνειδείω to blame (Thebaïs Fr. 3; < -εσ-ι̯ω); mostly ὀνειδίζω, also with prefix as ἐξ-, προσ-, to make reproaches, to abuse, to scold with several derivv.: ὀνείδ-ισμα n. reproach, abuse (Hdt.), -ισμός (ἐξ-) m. id. (D.H., J.), -ιστήρ (E., κατ- ὄνειδος Man.), -ιστής (Arist.) railer (Fraenkel Nom. ag. 2, 14 a. 18), (ἐξ-)ονειδιστικός abusive (hell.); on itself ἐπ-ονείδ-ιστος deserving a reproach, blameworthy (Att.), prob. for *ἐπ-ονειδής after the many verbal adj. in -ιστος.
Origin: IE [Indo-European] [760] *h₃neid- revile
Etymology: Old, in Grek isolated verbal noun without exact non-Greek agreement. The basic primary verb, which in Greek was replaced by the denomin. ὀνειδίζω, is in other languages often retained: Skt. nid-āná- reproached, athem. aor. ptc., beside which the passive formation nid-yá-māna- id. and the nasal present ní-n-d-ati (cf. on ὄνομαι); Av. nāis-mī < *nāid-s-mi I reproach, lengthened grade athem. pres. with s-enlargement (if not analogical after forms like ipf. nāis-t < *nāid-t, 2. pl. nis-ta < *nid-ta); Balt. e.g. Latv. nîdu, inf. nîdêt, nîst squint at, not tolerate, hate. Further fom German. the deverbal or denominative secondary formation in Goth. ga-naitjan revile. Especially interesting for Greek is because of the vowelprothesis Arm. anicanem, aor. anici < *o-neid-s- (on Arm. a- < o- cf. on ὄναρ, on -s- Meillet MSL 20, 211). -- Further forms with lit. and uncontrollable root analysis in WP. 2, 322f., Pok. 760, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. v., Kuiper Nasalpräs. 130, Specht Ursprung 126, 167; see also Mayrhofer s. níndati and Fraenkel s. níedėti.

Middle Liddell

ὄνειδος, εος, τό,
1. reproach, censure, blame, Hom.; ὄνειδος ἔχειν to be in disgrace, Hdt.; ὄνειδός [ἐστι], c. inf., Eur.; ὡς ἐν ὀνείδει by way of reproach, Plat.:—pl., ὀνείδη ἔχειν τὰ μέγιστα Plat., etc.
2. matter of reproach, a reproach, disgrace, σοὶ, μὲν δὴ κατηφείη καὶ ὄν., Il.; c. gen., τὸ πόλεως ὄν. the reproach of the city, Aesch.; ὄν. Ἑλλάνων Soph.; so, Oedipus calls his daughters τοιαῦτ' ὀνείδη Soph.

Frisk Etymology German

ὄνειδος: {óneidos}
Grammar: n.
Meaning: Vorwurf, Tadel, Schmähung, Schmach (seit Il.).
Derivative: Davon ὀνειδείη f. ib. (Nik.; vgl. zu ἐλεγχείη s. ἐλέγχω), ὀνείδειος tadelnd, scheltend (Hom., AP), ὀνειδείω tadeln (Thebaïs Fr. 3; aus -εσι̯ω); vor allem ὀνειδίζω, auch mit Präfix wie ἐξ-, προσ-, Vorwürfe machen, schmähen, schelten mit mehreren Ablegern: ὀνείδισμα n. Vorwurf, Schmähung (Hdt.), -ισμός (ἐξ-) m. ib. (D.H., J. usw.), -ιστήρ (E., κατ- ~ Man.), -ιστής (Arist.) Schimpfer (Fraenkel Nom. ag. 2, 14 u. 18), (ἐξ-)ονειδιστικός schmähsüchtig (hell. u. sp.); für sich steht ἐπονείδιστος einen Vorwurf verdienend, tadelnswert (att.), wohl für *ἐπονειδής nach den zahllosen Verbaladj. auf -ιστος.
Etymology : Altes, im Griech. isoliertes Verbalnomen ohne genaue außergriech. Entsprechung. Das zugrunde liegende primäre Verb, das im Griech. von dem Denominativum ὀνειδίζω verdrängt wurde, ist in anderen Sprachen mehrfach erhalten: aind. nid-āná- getadelt, athem. Aor. Ptz., woneben die Passivbildung nid--māna- ib. und das Nasalpräsens -n-d-ati (vgl. zu ὄνομαι); aw. nāis- aus *nāid-s-mi ich schmähe, dehnstuf. athem. Präs. mit s-Erweiterung (wenn nicht analogisch nach Formen wie Ipf. nāis-t < *nāid-t, 2. pl. nis-ta < *nid-ta); balt. z.B. lett. nîdu, Inf. nîdêt, nîst scheel ansehen, nicht leiden, hassen. Hinzu kommt aus dem German. die deverbale oder denominative Sekundärbildung in got. ga-naitjan schmähen. Von besonderem Interesse für das Griech. ist wegen der Vokalprothese arm. anicanem, Aor. anici aus *o-neid-s- (zu arm. a- aus o- vgl. zu ὄναρ, zu -s- Meillet MSL 20, 211). — Weitere Formen mit Lit. und unkontrollierbarer Wurzelzerlegung bei WP. 2, 322f., Pok. 760, Feist vgl. Wb. d. got. Spr. s. v., Kuiper Nasalpräs. 130, Specht Ursprung 126, 167; dazu noch Mayrhofer s. níndati und Fraenkel s. níedėti.
Page 2,394

Chinese

原文音譯:Ôneidoj 哦尼多士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:責備 相當於: (חֶרְפָּה‎)
字義溯源:醜名*,辱罵,恥辱,羞恥,責難,責備,指責;或出自(ὄνομα)=名字),而 (ὄνομα)又出自(γινώσκω)=知道*)。參讀 (αἰδώς / δέος)同義字
同源字:1) (ὀνειδίζω)誹謗 2) (ὀνειδισμός)侮辱 3) (ὄνειδος)醜名
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 羞恥(1) 路1:25

English (Woodhouse)

discredit, disgrace, dishonour, infamy, insult, reproach, a discredit to, a disgrace to, object of scorn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ψόγος, κατηγορία). Τό ο εἶναι προθεματικό. Ἡ κατάληξη nid δηλώνει χλευασμό καί συναντιέται σέ πολλές ἰαπετ. γλῶσσες.
Παράγωγα: ὀνειδίζω (=κατηγορῶ), ὀνείδισις, ὀνείδισμα, ὀνειδισμός, ὀνειδιστέον, ὀνειδιστής, ὀνειδιστικός, ὀνείδιστος, ἐπονείδιστος (=ἀξιοκατάκριτος).

Lexicon Thucydideum

probrum, reproach, infamy, 8.27.2.

Translations

reproach

Arabic: تَأْنِيب‎, عَذَل‎, مَلاَمَة‎; Azerbaijani: irad, qaxınc; Bulgarian: упрек, укор; Chinese Czech: výtka, výčitka; Danish: bebrejdelse; Dutch: berisping; Esperanto: riproĉo; Finnish: moite; French: reproche; Georgian: საყვედური; German: Vorwurf; Gothic: 𐌲𐌰𐍃𐌰𐌷𐍄𐍃; Ancient Greek: ὄνειδος; Hungarian: szemrehányás; Irish: aifirt, oirbhire, aisc, achasán; Italian: rimbrotto, rimprovero, appunto, richiamo, reprimenda; Norwegian Bokmål: bebreidelse; Persian: سرزنش‎; Polish: zarzut; Portuguese: reprimenda, reproche, admoestação; Romanian: reproș; Russian: упрёк, укор; Sanskrit: निन्दा; Scottish Gaelic: achmhasan, càineadh, cronachadh, trod; Serbo-Croatian: prekor, prijekor, zamjerka, prigovor, zamerka; Spanish: reproche; Tagalog: pagsabihan; Ukrainian: докір

disgrace

Arabic: عَار‎, خِزْي‎, خَزًى‎; Armenian: խայտառակություն; Azerbaijani: rüsvay; Belarusian: ганьба, бясчэсце, сорам; Bengali: অপমান; Bulgarian: позор, срам; Catalan: desgràcia; Chinese Mandarin: 恥辱, 耻辱, 恥, 耻, 辱; Czech: ostuda, hanba; Danish: skændsel, vanære; Dutch: schande; Estonian: häbi; Finnish: häpeä, epäsuosio; French: honte, disgrâce, ignominie; Georgian: შერცხვენა; German: Ungnade, Schande; Gothic: 𐌹𐌳𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: δυσμένεια, όνειδος, ανυποληψία; Ancient Greek: αἰσχύνη; Hebrew: חֶרְפָּה‎; Hindi: अपमान; Hungarian: kegyvesztettség, szégyen; Icelandic: óvirðing; Ido: deshonoro; Italian: vergogna; Japanese: 恥, 恥辱, 不名誉; Kazakh: масқара; Korean: 치욕(恥辱); Kyrgyz: маскара; Ladino: manziya, desgrasia; Latin: dedecus, ignominia; Macedonian: срам, срамота; Manx: anghoo; Maori: māteatea; Norwegian Bokmål: vanære; Old Church Slavonic Cyrillic: срамъ; Glagolitic: ⱄⱃⰰⰿⱏ; Old East Slavic: соромъ; Old English: sċand; Persian: فضاحت‎, رسوایی‎; Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, sromota; Portuguese: desgraça; Romanian: dizgrație; Russian: позор, бесчестие, срам, срамота; Sanskrit: अपकीर्ति, अकीर्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: срамо̀та; Roman: sramòta; Slovak: hanba; Slovene: sramota; Spanish: desgracia; Swedish: skam, onåd, vanära; Tajik: фазихат, фазоҳат, расвои, иснод; Ukrainian: ганьба, сором; Uzbek: sharmandalik, uyat, isnod; Vietnamese: sỉ nhục; Yiddish: שאַנד‎

shame

Aklanon: huya'; Albanian: turp; Arabic: خَجَل‎; Aragonese: vergüenya; Armenian: ամոթ, խայտառակություն; Aromanian: arushini; Assamese: লাজ; Asturian: vergoña, vergüeña, vergüenza, virgüenza, vergonza; Azerbaijani: abır, ayıb, utanc; Bashkir: оят; Belarusian: сорам, стыд; Bengali: লজ্জা, শরম; Bikol Central: supog; Bulgarian: срам, свян; Catalan: vergonya; Chechen: эхь; Chinese Mandarin: 羞辱, 羞恥, 羞耻, 恥辱, 耻辱; Corsican: vargogna; Crimean Tatar: ayıp; Czech: stud, hanba; Danish: skam; Dutch: schaamte, schande; Emilian: vargåggna; Esperanto: honto; Estonian: häbi; Fala: vergonza; Finnish: häpeä; French: honte; Friulian: vergonze, vergonge; Galician: vergoña, vergonza; Georgian: სირცხვილი; German: Scham, Schande; Gothic: 𐌹𐌳𐍅𐌴𐌹𐍄, 𐌰𐌹𐍅𐌹𐍃𐌺𐌹; Greek: ντροπή; Ancient Greek: αἰδώς, αἴδως, αἶσχος, αἰσχύνη, αἰσχυντηλία, ἀσχημόνησις, ἀσχημοσύνη, ἐντροπή, ἐντροπίη, κατήφεια, ὄνειδος, σέβας; Hebrew: בּוּשָׁה‎; Hindi: शर्म, लज्जा; Hungarian: szégyen; Icelandic: háðung, skömm; Ido: shamo; Indonesian: malu; Ingush: эхь; Irish: náire; Istriot: varguogna; Italian: vergogna; Japanese: 恥, 羞恥心, 面汚し; Javanese: isin; Kazakh: ұят; Khmer: ខ្មាស, អាស្រូវ, ហិរិ, លជ្ជាភាព; Korean: 수치; Kurdish Central Kurdish: عەیب‎, شەرم‎, شوورەیی‎; Northern Kurdish: şerm, eyb; Kyrgyz: уят; Latgalian: kauns; Latin: pudor; Latvian: kauns; Lezgi: айиб; Lingala: nsóni; Macedonian: срам; Maori: ngaringariā, whakamā, aniutanga, māteatea; Mirandese: bergonha, bargonha; Mongolian Cyrillic: ичгүүр; Mongolian: ᠢᠴᠢᠭᠦᠷᠢ; Nahuatl: pinauia; Neapolitan: scuorno; Norwegian: skam; Occitan: vergonha; Old Church Slavonic Cyrillic: срамъ, сти̑д; Glagolitic: ⱄⱃⰰⰿⱏ; Old East Slavic: соромъ; Old English: sċamu; Old Javanese: isin; Ossetian: ӕфсӕрм; Pashto: شرم‎; Persian: شرم‎; Plautdietsch: Schaund; Polish: wstyd, hańba, sromota; Portuguese: vergonha; Romanian: rușine; Russian: стыд, срам, позор; Sanskrit: लज्जा; Sardinian: bergugna, bregúngia, birgonza, bregunza, brigunza, frigonza, vilgonza, bilgonza; Serbo-Croatian Cyrillic: сра̑м; Roman: srȃm, stȋd; Sichuan Yi: ꎲ; Sicilian: virgogna, vrigogna, vriogna, vivrogna, briogna, russura; Slovak: stud, hanba; Slovene: sram; Spanish: vergüenza, acholo; Swahili: aibu; Swedish: skam; Tagalog: hiya; Tajik: шарм; Tamil: வெட்கம்; Tatar: оят; Telugu: సిగ్గు; Tetum: moe; Thai: ความละอายใจ; Tocharian B: kwīpe, yase; Turkish: utanç, ayıp; Turkmen: utanç, uýat; Ugaritic: 𐎁𐎅𐎘; Ukrainian: сором, ганьба, стид; Urdu: شرم‎; Uyghur: نومۇس‎, ئۇيات‎; Uzbek:, nomus, uyat, sharm; Venetian: vargogna; Vietnamese: sự xấu hổ, sự thẹn, sự ngượng, sự hổ thẹn; Yagnobi: шарм; Zazaki: şerm, eyv, eib, ar

dishonour

Bengali: অসম্মান, জিল্লত; Bulgarian: срам, позор; Esperanto: malhonoro; French: déshonneur; Old French: desonor; German: Schande; Gothic: 𐌿𐌽𐍃𐍅𐌴𐍂𐌹𐌸𐌰; Greek: ατίμωση, ντροπή, ντρόπιασμα, ατιμασμός; Ancient Greek: αἶσχος, αἰσχύνη, ἀσχημόνησις, ἀσχημοσύνη, ἀτιμασία, ἀτιμασμός, ἀτιμία, ἀτιμίη, ἀτίμωσις, κακία, λώβη, ὄνειδος, τὸ αἰσχρόν, τὸ ἀπρεπές; Ido: deshonoro; Italian: disonore; Latin: ignominia; Malayalam: മാനക്കേട്; Maori: kaipirau, hōnorekore; Norwegian: skam, vanære; Old English: ǣwisċ; Old Norse: vanheiðr; Old Occitan: deshonor; Persian: ننگ‎; Plautdietsch: Oniea, * Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, dyshonor; Portuguese: desonra; Russian: позор, бесчестие, срам; Sanskrit: विमान; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчашће; Roman: beščašće; Swedish: vanheder; Ukrainian: безчестя, ганьба

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur

rebuke

Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: verwijt, berisping; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: reproche, réprimande; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: Tadel, Anschiss, Rüge, Schelte, Zurechtweisung, Vorhaltung; Greek: μομφή, επίπληξη, παρατήρηση; Ancient Greek: βλασφημία, ἔνιγμα, ἐνιπή, ἐπικρότησις, ἐπίπλαξις, ἐπίπληγμα, ἐπίπληξις, ἐπίρρησις, ἐπιτίμησις, μέμψις, μομφή, ὁμοκλή, ὄνειδος, προφορά, ψόγος; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: rimbrotto, reprimenda, rimprovero, richiamo, ammonimento, disappunto, rampogna; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت‎, عتاب‎; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: bronca, crítica, repreensão, censura; Russian: выговор, укор, упрёк; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: reproche, reprensión, reprimenda, reprobación, regañina, regaño; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження