γόνυ

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόνῠ Medium diacritics: γόνυ Low diacritics: γόνυ Capitals: ΓΟΝΥ
Transliteration A: góny Transliteration B: gony Transliteration C: gony Beta Code: go/nu

English (LSJ)

τό, gen. γόνατος, Ep. and Ion. γούνατος (for γόνϝατος) Il.21.591, Hdt.2.80: pl. nom.
A γούνατα Il.5.176, Hes.Op.587, Hdt.1.199, Schwyzer694.7 (Chios, iv B. C.), gen. γουνάτων Hdt.9.76, dat. γούνασι Il.9.455, Hdt.4.152 (also Pi.I.2.26), γονάτεσσι Theoc.16.11, Epigr.Gr. 782 (Halic.); also Ep. gen. γουνός (expl. as for γόνυος by Hdn.Gr.2.768, A.D.Synt.342.9) Il.11.547: pl. γοῦνα 6.511; γούνων 1.407, al.: dat. γούνεσσι 9.488, al. (v.l. γούνασσι):—Aeol. acc. pl. γόνα Alc.39.7 (prob.), but γόννα acc. to St.Byz. s.v. Γόννοι, Eust.335.39: gen. pl. γόνων Alc.Supp.10:
E has γουνάτων Hec.752, 839, γούνασι Supp.285 (lyr.), Andr.529 (lyr.), but not γουνός (γοῦν' acc. pl. was read by Sch. in Ph.852): gen. pl. γεύνων, Hsch.:—knee, γόνυ γουνὸς ἀμείβων Il.11.547, etc.: freq. of clasping the knees in earnest supplication, ἥψατο γούνων 1.512; ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων 21.71, 1.407, etc.; τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt.9.76; ποτὶ (v.l. περὶ) or ἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν Od.6.310, 7.142; περὶ γόνυ χέρας ἱκεσίους ἔβαλον E.Or.1414, cf. Ph.1622, etc.; τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Il.18.457, cf. Od.7.147, etc.; κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεθ' 9.266; ἀντίος ἤλυθε γούνων Il.20.463; γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp.165; σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας Id.Andr.895; ἐς γούνατά τινι or τινος πεσεῖν Hdt.5.86, S.OC1607; ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν E.Hec.787; γόνυ τινός or πρὸς γόνυ προσπίπτειν ib.339, HF79; γόνασί τινος προσπίπτειν Id.Or.1332 (but προσπίτνω σε γόνασιν = on my knees, S.Ph.485); πίπτειν πρὸς τὰ γ. τινος, τινι, Lys.1.19, D.19.198; also γούνων λίσσεσθαι Il.9.451; ἐλλιτανεύειν Od.10.481; γουνάζεσθαι Il.22.345; ἄντεσθαι πρὸς τῶν γονάτων E.Med.710; ἱκετεῦσαι πρὸς τ. γ. D.58.70.
2 of a sitting posture, φημί μιν ἀσπασίως γ. κάμψειν will be glad to bend the knee so as to sit down and rest, Il.7.118, cf. 19.72; but also, bow the knee in submission, ἐμοὶ κάμψει (intr.) πᾶν γ. LXX Is.45.23; γ. ὀκλάζειν τινί ib.3 Ki.19.18, v. sub κάμπτω: ἐπὶ γούνασι on one's knees, ἐπὶ γούνασι πατρός Il.22.500; ποτὶ γ. 5.408; γούνασιν ἐφέσσεσθαι φίλον υἱόν 9.455; σ' ἐπ' ἐμοῖσι… γούνεσσι καθίσσας 9.488; τόν ῥά οἱ… ἐπὶ γούνασι θῆκεν Od.19.401; ἐν τοῖς γόνασί τινος στρέφεσθαι Pl.R. 617b; πέπλον… θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν to lay it on her lap (as an offering), Il.6.92, cf. Schwyzer l.c.: hence metaph., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται it rests in the lap of... Il.17.514, Od.1.267, etc.; but ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας victorious, Pi.I.2.26.
3 of the knees as the seat of strength, ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε Il.17.569; of swiftness, λαιψηρά γ. 22.204, etc.; γούνατά τινος λύειν disable, kill him, 5.176, etc.; ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν 11.579; βλάπτειν γ. τινι, κάματος δ' ὑπὸ γ. ἐδάμνα, 7.271, 21.52:—Pass., αὐτοῦ λύτο γούνατα 21.114, etc.
4 metaph., ἐς γόνυ βάλλειν bring down upon the knee, i.e. humble, conquer, Hdt.6.27; ἐς γ. ῥίπτειν, κλίνειν, App.BC3.20,30; ἐς γ. ἐλθεῖν Procop.Arc.14, Pers.1.17; Ἀσία δὲ χθὼν… ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers.931 (lyr.).
5 prov., ἀπωτέρωγόνυ κνάμα 'blood is thicker than water', 'charity begins at home', Theoc.16.18; γ. κνήμης ἔγγιον Arist.EN1168b8, Ath.9.383b.
II joint of grasses or plants, Hdt.3.98, X.An.4.5.26, Thphr.HP8.2.4, Porph.Antr.19. (Cf. Skt. jā́nu, Lat. genu, etc.)

Spanish (DGE)

(γόνῠ) γόνατος, τό
• Alolema(s): jón. ép. y poét. restos de decl. heterocl. sobre γουν- Il.5.176, Hes.Op.587, Alcm.85b, Pi.I.2.26, Hdt.1.199, Sokolowski 2.77.7 (Quíos V/IV a.C.), etc.
• Morfología: [otras formas heterócl.: plu. dat. γονάτεσσι Theoc.16.11, SEG 28.840.5 (Halicarnaso III/II a.C.); formas no heterócl.: gen. γουνός Il.11.547, γόνυος Hdn.Gr.2.768, A.D.Synt.342.9; plu. nom.-ac. γοῦνα Il.6.511, eol. γόνα Sapph.58.15, Alc.347.5, γόννα St.Byz.s.u. Γόννοι, Eust.335.40; gen. γούνων Il.1.407, eol. γόνων Alc.44.7, Sch.E.Ph.852; dat. γούνεσσι Il.9.488]
1 anat. rodilla
a) como articulación de los miembros inferiores γ. γουνὸς ἀμείβων paso a paso, Il.11.547, γ. κάμψειν doblar la rodilla, sentarse, descansar, Il.7.118, 19.72, A.Pr.32, 396, cf. Hp.Fract.22, tb. de anim. ἔστι δὲ ἡ βοῦς ... ἐν γούνασι κειμένη Hdt.2.132;
b) op. a otras partes de la pierna γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες θ' Il.17.386, cf. 21.611, 23.444, Hp.Art.53, Mochl.21, τὰ κατὰ τὸ γ. ὀστέα Hp.Fract.37, cf. Arist.HA 494a18, IA 709a3, (φλέβες) παρὰ τὸ γ. Diog.Apoll.B 6, tb. de anim. κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τεσσέρας μήρους καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103
prov. ἀπωτέρω ἢ γ. κνάμα la rodilla está más arriba que la espinilla, e.e. ‘antes son mis dientes que mis parientes’, Theoc.16.18, cf. Arist.EN 1168b8, Ath.383b
op. la cabeza u otras partes del cuerpo κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα Od.20.352, cf. Hes.Op.587, κεφάλαν καὶ γόνα Σείριος ἄσδει Alc.347.5;
c) como una de las sedes del vigor y la fuerza vital ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε Il.17.569, cf. 13.711, por lo tanto elegida como blanco en la batalla γ. δουρὶ βαλὼν ἠρύκακε Il.20.458, γούνατα λύειν aflojar, deshacer las rodillas, e.d. matar, Il.5.176, cf. 11.579, 21.114, βλάπτειν γ. Il.7.271, κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα Il.21.52, cf. A.A.64, λαιψερὰ γοῦνα Il.22.204, γόνα δ' [ο] ὐ φέροισι Sapph.l.c., γούνατ' ἐλαφρά Tyrt.6.19, cf. Thgn.978, ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν Pi.N.5.20, θοὰ γούνατα Emp.B 29.2, tb. de anim. ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει μετὰ ... νομὸν ἵππων Il.6.511, cf. Hdt.7.88
como ref. para señas de identidad οὐλ(ὴ) ὑπὸ γ. ἀριστ(ερόν) POxy.3602.21 (III d.C.)
fig. Ἀσία δὲ χθὼν ... ἐπὶ γ. κέκλιται la tierra de Asia ha doblado la rodilla, e.d. está vencida A.Pers.931;
d) plu. y sg. por plu. de las rodillas abrazadas en el gesto del suplicante ἥψατο γούνων Il.1.512, cf. Alc.44.7, Pi.N.8.13, ἑλεῖν γούνων Il.21.71, λαβεῖν γούνων Il.1.407, cf. Hdt.9.76, ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310, cf. 7.142, E.Ph.1622, Or.1414, γ. σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp.165, σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας E.Andr.895
c. verbos en uso pregnante γούνων λίσσεσθαι Il.9.451, γούνων γουνάζεσθαι Il.22.345, γούνων λιτανεῦσαι Od.10.481, ἱκετεῦσαι πρὸς τῶν γονάτων D.58.70, τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Il.18.457, cf. Od.7.147, 9.266, ἀντίος ἤλυθε γούνων Il.20.463, ἄντομαι ... πρὸς ... γονάτων E.Med.710
en ac. c. πίπτω caer a los pies (de) σφεὰ δὲ ποτὶ γούνατα πίπτω Alcm.l.c., cf. Hdt.5.86, S.Ph.485, ἀμφὶ σὸν πίπτω γ. E.Hec.787, ἐς δὲ γούνατα πατρὸς πεσοῦσαι S.OC 1607, πρόσπιπτε ... Ὀδυσσέως γ. E.Hec.339
fig. c. verbos que significan ‘tirar’, ‘arrojar’ c. ἐς tirar, arrojar al pie o a los pies, someter ἡ ναυμαχίη ... ἐς γ. τὴν πόλιν ἔβαλε Hdt.6.27, ἐς γ. ῥίπτειν App.BC 3.20, κλίνειν App.BC 3.30, ἐς γ. ἐλθεῖν Procop.Arc.14.19, Pers.1.17.40;
e) de la postura para dar a luz γοῦνα δ' ἔρεισε λειμῶνι μαλακῷ de Leto h.Ap.117, πεσεῖν τε ἐς γόνατα καὶ οὕτω τεκεῖν τὸν παῖδα (rel. la imagen de Αὔγη ἐν γόνασι en un templo de Ilitía), Paus.8.48.7;
f) esp. c. ἐπί, ἐς y ac. c. verbos que significan ‘poner(se)’ de rodillas ἑζόμενος δ' ἐπὶ γούνατα de un herido Il.14.437, como signo de humillación o respeto πάντες γ. πεπτηῶτες Carm.Conu.26.8, tb. en dat. τοῖσι γούναισι ἐρηρεισμένοι (κολοσσοί) (figuras de colosos) puestos de rodillas Hdt.4.152
esp. en la relig. oriental: en el culto de la Dea Syria Luc.Syr.D.55, en lit. jud. crist. πίπτειν ἐπὶ τὰ γόνατα caer de hinojos LXX 2Pa.6.13, ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ ante mí se doblará toda rodilla, e.d. todos se arrodillarán LXX Is.45.23, τιθῆναι τὰ γόνατα ponerse de rodillas, Eu.Marc.15.19, Eu.Luc.22.41, Eus.HE 5.5.1, en la liturgia A.Paul.p.1.13, Petr.I Al.Ep.Can.15, fig. κάμπτειν τὰ γόνατα τῆς καρδίας 1Ep.Clem.57.1;
g) en dat. c. o sin prep. en, sobre las rodillas en posición sedente, frec. de niños colocados o sentados en las rodillas o en el regazo de su padre o familiar μή ποτε γούνασιν οἷσιν ἐφέσσεσθαι φίλον υἱόν Il.9.455, cf. 488, 21.506, Od.16.443, epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.14, ἐπὶ γούνασι πατρός Il.22.500, νηδύος ἐξ ἱερῆς μητρὸς πρὸς γούναθ' ἵκοιτο (cada vez que un niño) vino desde el vientre sagrado de la madre (Tierra) hacia las rodillas Hes.Th.460, cf. Od.19.401, (πέπλον) θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν colocar (el peplo) en las rodillas de la estatua sedente de Atenea Il.6.92, cf. 273, 303, Od.21.55, ὁ δὲ εἶχεν ... ἐπὶ τοῖν γονάτοιν βιβλίον Hp.Ep.17.2
fig. θεῶν ἐν γούνασι κεῖται está en las rodillas de los dioses, e.d. depende de los dioses, Il.20.435, Od.16.129, ἐν γούνασι πίτνοντα Νίκας cayendo en el regazo de la Victoria, e.d. alcanzando la victoria Pi.I.2.26, ἐν τοῖς τῆς Ἀνάγκης γόνασιν Pl.R.617b.
2 bot. nudo Hdt.3.98, X.An.4.5.26, Thphr.HP 8.2.4, Porph.Antr.19.
• Etimología: De *gonH- n. antiguo que presenta dif. grados vocálicos: e lat. genū, het. kenu; ē, ō: ai. jānu; ō: toc. A kam-weṃ, toc. B kenīnelas dos rodillas’; grado ø: gr. γνύξ, ai. pra-jñu, gót. kniu.

German (Pape)

[Seite 502] τό, γόνατος, ion. γούνατος, auch γουνός, γοῦνα, γούνων, äol. plur. γόνα od. γόννα, f., Neue zu Sappho frg. 25; Hom. γόνυ, γούνατος Íliad. 21, 591, γουνός Iliad. 11, 547 Odyss. 19, 450, γοῦνα, γούνατα, ἄμφω γούνατ' ἔκαμψεν Odyss. 5, 453, γούνων, γούνασι(ν), γούνεσσι (ν) Iliad. 9, 488. 17, 451. 569, var. lect. γούνασσι(ν), Aristarch Iliad. 9, 488 γούνεσσι, ἔχει μέντοι λόγον καὶ ἡ διὰ τοῦ α, γούνασσι, Scholl. Didym. – 1) das Knie (genu), von Hom. an überall, von Menschen; von Tieren, z. B. von Pferden, Iliad. 17, 451; von Kameelen, Her. 3, 103; Xen. Equ. 1, 6; Arist. öfter. Das Berühren u. Umfassen des Kniees war Zeichen demütigen Flehens, dah. ἅψασθαι γούνων, λαβεῖν γούνων, γούνατα, Hom. ἥψατο γούνων Iliad. 1, 512, λαβὲ γούνων 1, 407, λαβὲ γούνατα Πηλείωνος 24, 465, ἐμὲ λισσέσκετο γούνων 9, 451; λαβομένη τῶν γουνάτων Her. 9, 76; Prosa, προσπίπτειν πρὸς τὰ γόνατά τινος, unser: Einem zu Füßen fallen; προσπίτνω σε γόνασι Soph. Phil. 483; γόνυ κάμπτειν, das Knie beugen, sich niederlassen, ausruhen, Il. 7, 118. 19, 72; Aesch. Prom. 32 u. öfter. – Das Knie wird als Hauptsitz der Schnellfüßigkeit u. Körperkraft übh. angesehen, ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκεν II. 17, 569; ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα 22, 204; γούνατα δ' ἐρρώσαντο, die, Kniee bekamen Kraft, Odyss. 23, 3; εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, so lange ich kräftig bin, Iliad. 9, 610; ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ' ὀρώρῃ Odyss. 18, 133; μή μιν λιμὸς ἀτερπὴς γούναθ' ἵκοιτο Iliad. 19, 354. Dah. γούνατα λύειν τινός, die Kniee Jemandes lösen, erschlaffen machen, tödten, Iliad. 5, 176 ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ' ἔλυσεν, Odyss. 20, 118 οἳ δή μοι καμάτῳ θυμαλγέι γούνατ' ἔλυσαν ἄλφιτα τευχούσῃ; parodirt von Metagen. Ath. XIII, 571 b; ὑπολύεταί μοι τὰ γόνατα Ar. Lys. 216. Ähnlich wie wir: γόνυ πάλλεται γερόντων, schlottert. Ar. Ran. 345; κάμνει Eur. Phoen. 834; ἇς γόνυ χλωρόν, vom jugendlichen Alter, Theocr. 14, 70; θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Iliad. 17, 514. 20, 435 Odyss. 1, 267. 400. 16, 129, es liegt im Schooße der Götter, es hängt von dem Willen der Götter ab; Νύμφαι ἐπὶ γούνασι κοῦρον ἔχοισαι Theocr. 13, 53. Übertr. wird ἐς γόνυ βάλλειν, κλίνειν, ῥίπτειν, πίπτειν auch von Völkern u. Städten gesagt, stürzen, in Verfall bringen u. geraten, τὴν πόλιν Her. 6, 27; Ἀσία χθὼν αἰνῶς ἐπὶ γόνυ κέκλιται Aesch. Pers. 930; oft bei Sp., wie App., Ael. V. H. 3, 17; vgl. B. A. p. 40. – 2) die Jahresschüsse, Absätze, Knoten der Halmenpflanzen, des Rohres, Her. 3, 98; Xen. An. 4, 5, 26 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

γόνατος (τό) :
I. genou ; particul. pour marquer;
1 la force : γούνατά épq. τινος λύειν IL, ὑπὸ γούνατα λύειν OD faire se relâcher les genoux de qqn, càd faire que les genoux de qqn s'affaissent, d'où tuer qqn ; Pass. λύτο γούνατα IL ses genoux s'affaissèrent ; δαμνᾶν γούνατα IL ou βλάπτειν IL faire chanceler qqn sur ses genoux litt. dompter ou endommager les genoux de qqn ; Pass. βλάβεται γούνατ' IL, OD ses genoux s'affaissent litt. sont affaiblis ; fig. ἐς γόνυ βάλλειν HDT litt. faire tomber (une ville) sur le genou, càd abattre, soumettre, dompter ; Ἀσία χθὼν ἐπὶ γόνυ κέκλιται ESCHL la terre d'Asie est affaissée, càd vaincue;
2 le repos : γόνυ κάμπτειν, IL plier le genou, càd s'asseoir, d'où rester au repos : ἐπὶ γοῦνα ἕζεσθαι, IL être assis sur ses talons ; p. suite (avec idée de fixité, de volonté, immuable, ou toute-puissante) : ἐν γούνασι θεῶν κεῖται IL, OD litt. cela est sur les genoux des dieux, càd dépend de leur volonté;
3 l'affection : ἐπὶ γουνέασι καθίζειν IL ou θεῖναι OD faire asseoir ou poser (un enfant) sur les genoux (de qqn), sur ses propres genoux;
4 une idée de prière, de supplication : ἅψασθαι γούνων IL toucher les genoux (de qqn), càd prendre l'attitude d'un suppliant ; de même : γούνων ou γοῦνα λαβεῖν IL, OD, τῶν γουνάτων λαβέσθαι HDT, ἑλεῖν γούνων, prendre ou saisir les genoux (de qqn) ; γούνατά τινος ἱκάνεσθαι IL ou ἱκάνειν OD venir aux genoux de qqn ; πρὸς γοῦνά τινος καθέζεσθαι OD s'asseoir aux genoux de qqn (en suppliant) ; χεῖρας βαλεῖν περὶ ou ἀμφὶ γούνασί τινος OD jeter ses bras autour des genoux de qqn;
5 ◊ prov. : γόνυ κνήμης ἔγγιον, le genou est plus près que la jambe, pour signifier qu'il faut aller d'abord au plus pressé;
II. nœud d'une tige, point d'arrêt de sa pousse annuelle en parl. du roseau, etc.
Étymologie: cf. lat. genu.

English (Autenrieth)

gen. γούνατος and γουνός, pl. γούνατα and γοῦνα, gen. γούνων, dat. γούνασι and γούνεσσι: knee; γόνυ κάμπτειν, phrase for sitting down to rest, ἐπὶ γούνεσσι καθίσσᾶς, taking upon the ‘lap,’ Il. 9.488, Il. 5.370; freq. as typical of physical strength, εἰσόκε μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, so long as my ‘knees can spring,’ so long as my strength shall last; but oftenest of suddenly failing strength, swooning, death, πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλῦσεν (Helen caused the death of many men); λύτο γούνατα, Od. 4.703, ‘knees were relaxed,’ of Penelope. From the custom of embracing the knees in supplication come the phrases γοῦνα or γούνων λαβεἶν, ἅψασθαι, ὑπὲρ γούνων or γούνων λίσσεσθαι, ‘by’ the knees, ‘by your life’; hence θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, ‘rests with’ the gods, ‘in the gift’ of the gods, Od. 1.267.

English (Slater)

γόνυ
1 knee ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν i. e. so as to jump the distance required of me (N. 5.20) ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θὑπὲρ φίλας ἀστῶν θὑπὲρ τῶνδἅπτομαι (N. 8.13) χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας (I. 2.26)

English (Strong)

of uncertain affinity; the "knee": knee(X -l).

English (Thayer)

γονατος, τό (from Homer down), the knee: τιθέναι τά γόνατα to bend the knees, kneel down, of persons supplicating: προσπίπτειν τοῖς γόνασι τίνος, Euripides, Or. 1332); κάμπτειν τά γόνατα to bow the knee, of those worshipping God or Christ: τίνι, πρός τινα, γόνυ καμπτει τίνι, to i. e. in honor of one, ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ, Isaiah 45:23).

Greek Monolingual

το
βλ. γόνατο.

Greek Monotonic

γόνῠ: τό, γεν. γόνατος, Ιων. γούνατος· Επικ. επίσης, γουνός, δοτ. γουνί, πληθ. γοῦνα, γούνων, γούνεσσι· οι Ιων. τύποι γούνατος, -ατι στους Τραγ., αλλά ποτέ γουνός, γουνί·
I. 1. γόνατο, Λατ. genu, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ἅψασθαι γούνων, κρατώ σφιχτά τα γόνατα σε στάση ικεσίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων, στο ίδ.· τῶν γουνάτων λαβέσθαι, σε Ηρόδ.· περὶ ή ἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν, σε Ευρ.· γούνων λίσσεσθαι, προβαίνω σε ικεσία μέσω αφής των γονάτων, σε Όμηρ.· ἄντεσθαι ή λίσσεσθαι πρὸς τῶν γονάτων, σε Ευρ.
3. λέγεται για δήλωση της στάσης καθίσματος, γόνυ κάμψειν, λυγίζω το γόνατο έτσι ώστε να καθίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ γούνασι, (κάθομαι) στα γόνατα κάποιου, λέγεται για ένα παιδί, στο ίδ.· πέπλον θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν, εναποθέτω στην ποδιά της (ως προσφορά), στο ίδ.· μεταφ., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, δηλ. επαφίεται στη θέληση τους και στην ευχαρίστησή τους, βρίσκεται υπό την εξουσία τους, σε Όμηρ.
4. τα γόνατα στον Όμηρ. είναι η βάση της δύναμης· γούνατά τινος λύειν, αποδυναμώνω, καθιστώ κάποιον κουτσό, σκοτώνω κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μεταφ., ἐς γόνυ βάλλειν, αναγκάζω κάποιον να πέσει στα γόνατα, δηλ. ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποτάσσω κάποιον, σε Ηρόδ.
5. παροιμ., ἀπωτέρωγόνυ κνάμα, «η φιλανθρωπία ξεκινά από το ίδιο σου το σπίτι», σε Θεόκρ.
II. η άρθρωση ή ο αρμός κάποιων φυτών και χόρτων, όπως του καλαμιού, Λατ. geniculum, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γόνῠ: γόνᾰτος, ион. γούνᾰτος, эп. тж. γουνός τό (эп. dat. тж. γουνί; pl.: nom. и acc. γόνατα, γούνατα и γοῦνα, gen. γονάτων, γουνάτων и γούνων, dat. γόνασι, γούνασι, γούνεσσι и γονάτεσσι)
1 колено (κάμηλος ἔχει τέσσερα γούνατα Her.; τὰ γόνατα κάμπτειν Hom., Arst.): ἑζόμενος ἐπὶ γοῦνα Hom. опустившись на колени; ὀλίγον γ. γουνὸς ἀμείβων Hom. медленно переставляя ноги; γούνατά τινος (ὑπο)λύειν, δαμνᾶν или βλάπτειν Hom. сбивать с ног кого-л; ὑπολύεταί μοι τὰ γόνατα Arph. у меня ноги подкашиваются; Ἀσία χθὼν ἐπὶ γ. κέκλιται Aesch. повержена на колени Асийская земля; ἐς γ. τὴν πόλιν βαλεῖν Her. сокрушить государство; ἐν γούνασι θεῶν κεῖται Hom. (это) в воле богов; как символ мольбы: γούνατά τινος ἱκάνειν и ἱκάνεσθαι, πρὸς γοῦνά τινος καθέζεσθαί (тж. λιτανεύειν, λίσσεσθαι или ἅψασθαί) τινα γούνων Hom., ἱκετεύειν πρὸς τῶν γονάτων Dem. припадать с мольбой к чьим-л. коленам; γούνων или γοῦνα λαβεῖν и ἑλεῖν, χεῖρας βαλεῖν ἀμφὶ или περὶ γούνασί τινος Hom., τῶν γουνάτων λαβέσθαι Her. или γ. τινὸς ἀμπίσχειν χερί Eur. с мольбой обнимать (чьи-л.) колени; γ. κνήμης ἔγγιον Arst. или ἀπωτέρω ἢ γ. κνάμα Theocr. погов. колено ближе голени (ср. «своя рубашка ближе к телу»);
2 бот. узел (τὸ ξύλον ῥᾷον κατεάσσεται περὶ τὸ γ. Arst.);
3 бот. колено, междоузлие (καλάμου Her., Xen.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: knee (Il.); also joint of plants (Hdt.; cf. Strömberg Theophrastea 101).
Other forms: Gen. (*γόνϜ-ατος >) γόνατος, ep. Ion. γούνατος, ep. also γουνός (< *γονϜ-ός), pl. γόνατα, γούνατα, ep. also γοῦνα
Derivatives: γονατώδης with joints (Thphr.); denom. γουνάζομαι clasp the knees (as suppliant) (Il.) with γούνασμα (Lyc.), γουνασμός (Eust.), also γουνόομαι id.; γονατόομαι get joints (Thphr.), γονατίζω bend the knee (Cratin.).
Origin: IE [Indo-European] [380] ǵenu, ǵonu knee
Etymology: Old word for knee. Skt. jā́nu, Av. zanu-drajah-, MPers. zānūk (PIE. *o, long through Brugmann's law); Hitt. genu, Lat. genū, Toch. A kanw-eṃ, B kenīne (both) knees (du.), Arm. cun-r, pl. cun-g-k`; note the zero grade in Av. žnu-byas-čit_ (dat. pl.; cf. γνύ-ξ); from *ǵneu- (from the gen. *ǵneu-s), e.g. Goth. kniu (PGm. *kneu̯-a-, PIE. *ǵneu̯-o-. - On Hom. θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Schwyzer Ἀντίδωρον 283ff. - Cf. ἰγνύη. On γνύξ (with πρόχνυ) and γωνία s.vv.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γόνυ γόνατος, τό, ep. gen. γουνός, Ion. γούνατος; plur. γόνατα, γονάτων, γόνασι, ep. γοῦνα γούνων, γούνεσσι, ep. Ion. γούνατα, γουνάτων, γούνα(σ)σι en γονάτεσσι; Aeol. γόνα, γόνων knie, i.h.b. als zetel van kracht (meestal plur.):; πολλῶν … γούνατ’ ἔλυσεν hij deed de knieën van velen verslappen Il. 5.176; ὑπὸ γούνατ’ ἔλυσεν hij ontnam hem de kracht in zijn knieën Il. 13.412; ἐμὸν κάμνει γόνυ ik ben uitgeput Eur. Phoen. 843; bij staan of zitten:; γόνυ κάμπτειν de knie buigen, d.w.z. gaan zitten Il. 7.118; γούνασιν οἷσιν ἐφέσσεσθαι op zijn knieën zitten Il. 9.455; overdr.:; ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται dat ligt in de schoot der goden Il. 17.514; ἐς γόνυ τὴν πόλιν ἔβαλε hij dwong de stad op de knieën Hdt. 6.27.3; van smekelingen:; γούνων λαβεῖν de knieën vatten Il. 1.500 = τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt. 9.76.1; vgl..; γούνων λίσσεσθαι bij de knieën smeken Il. 9.451; spreekw.:; γόνυ κνήμης ἔγγιον de knie is dichterbij dan het scheenbeen (het hemd is nader dan de rok) Aristot. EN 1168b8; uitbr. knoop, geleding:. κάλαμοι... γόνατα οὐκ ἔχοντες rietstengels zonder geledingen Xen. An. 4.5.26.

Middle Liddell

[the ionic forms γούνατος, -ατι in Trag., but never γουνός, γουνί]
I. the knee, Lat. genu, Hom., etc.
2. ἅψασθαι γούνων to clasp the knees as a suppliant, Il.; so ἑλεῖν, λαβεῖν, γούνων Il.; τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt.; περὶ or ἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν Od.; ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν Eur.; γούνων λίσσεσθαι to supplicate by [clasping] the knees, Hom.; ἄντεσθαι or λίσσεσθαι πρὸς τῶν γονάτων Eur.
3. of a sitting posture, γόνυ κάμψειν bend the knee so as to sit down, Il.:— ἐπὶ γούνασι on one's knees, of a child, Il.; πέπλον θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν to lay it on her lap (as an offering), Il.; metaph., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, i. e. rests on their will and pleasure, Hom.
4. the knees are in Hom. the seat of strength; hence, γούνατά τινος λύειν to weaken, lame, kill him, Il.: also, metaph., ἐς γόνυ βάλλειν to bring down upon the knee, i. e. to humble, conquer, Hdt.
5. proverb., ἀπωτέρωγόνυ κνήμη "Charity begins at home, " Theocr.
II. the knee or joint of grasses, such as the cane, Lat. geniculum, Hdt., Xen.

Frisk Etymology German

γόνυ: {gónu}
Forms: Gen. (*γόνϝατος >) γόνατος, ep. ion. γούνατος, ep. auch γουνός (aus *γονϝός), pl. γόνατα, γούνατα, ep. auch γοῦνα
Meaning: Knie (seit Il.), auch Glieder, Knoten an den Halmen (Hdt., X., Thphr.; vgl. Strömberg Theophrastea 101).
Derivative: Davon γονατώδης mit Knoten versehen (Thphr. u. a.) und mehrere Denominativa: γουνάζομαι ‘jmds. Kniee umfassen’ (ep. seit Il.) mit γούνασμα (Lyk.) und γουνασμός (Eust.), auch γουνόομαι (nur Präsensstamm) ib. (zur Bildung Fraenkel REIE 2, 34ff. und Schwyzer 734: zu λάβε γούνων; aus der Ritualsprache, Shipp Studies 40); γονατόομαι Knoten erhalten (Thphr.), γονατίζω die Kniee beugen (Kratin., Aq. u. a.). — Zu γνύξ und γωνία s. bes.
Etymology: Altes Erbwort für Knie, das in mehreren Sprachen bewahrt ist. Nur im Ablaut des Stammvokals weichen davon ab heth. genu, lat. genū (idg. ĕ), aind. jā́nu, mpers. zānūk (idg. ō, auch ē möglich); dagegen mit idg. ŏ wie γόνυ aber im Auslaut modifiziert toch. A kanw-eṃ, B kenīne die beiden Kniee (du.), arm. cun-r (auch idg. ō an sich möglich), pl. (eig. du.?) cun-g-k‘ (aus ĝō̆nu̯- ?); mit Schwundstufe der Anfangssilbe z. B. aw. žnu-byas-čit_ (Dat. pl.; vgl. γνύξ); ebenso, aber mit gleichzeitiger Hochstufe des Stammendes und Hinzufügung eines thematischen Vokals germ., z. B. got. kniu (urg. *kneu̯-a-, idg. *ĝneu̯-o-, vgl. zu δρῦς; zu den germ. Formen noch Smith Lang. 14, 95ff.). Weitere Einzelheiten zur Stammbildung und Flexion Schwyzer 520. — Anknüpfung an γένυς (s. d.) unter Annahme einer "Grundbedeutung" Winkel, Krümmung bleibt gänzlich unsicher; daß γίγνομαι ein Denominativum von γόνυ wäre (Lit. bei W.-Hofmann s. genū, außerdem z. B. Onians The origins of European thought 174ff.), ist schon aus morphologischen Gründen ausgeschlossen; zur Bedeutung vgl. Benveniste BSL 27, 51ff. — Über den hom. Ausdruck θεῶν ἐν γούνασι κεῖται Schwyzer Ἀντίδωρον 283ff. — Vgl. ἰγνύη und γουνός.
Page 1,321

Chinese

原文音譯:gÒnu 哥匿
詞類次數:名詞(12)
原文字根:膝
字義溯源:膝*,屈膝,跪,腿。新約所提十二次的屈膝,幾乎全與禱告和敬拜有關連
同源字:1) (γόνυ)膝 2) (γονυπετέω)屈膝
出現次數:總共(12);可(1);路(2);徒(4);羅(2);弗(1);腓(1);來(1)
譯字彙編
1) 膝(10) 可15:19; 路5:8; 徒7:60; 徒9:40; 徒20:36; 徒21:5; 羅11:4; 羅14:11; 弗3:14; 腓2:10;
2) 腿(1) 來12:12;
3) 跪(1) 路22:41

Mantoulidis Etymological

το (=γόνατο). Ἰαπετική προέλευση.
Παράγωγα: γονατίζω (=πέφτω στά γόνατα), γονάτιον (ὑποκορ. τοῦ γόνυ), γονυκλινής, γονυπετής (=γονατιστός).

Translations

knee

Abkhaz: ашьамхы; Adyghe: лъэгуанджэ; Afar: gulub; Afrikaans: knie; Ainu: コッカサパ; Akan: kotodwe; Aklanon: tuhod; Albanian: gju; Amharic: ጉልበት; Arabic: رُكْبَة‎; Egyptian Arabic: ركبة‎; Moroccan Arabic: ركبة‎; Aragonese: chenullo; Aramaic Hebrew: ברכא‎; Syriac: ܒܘܪܟܐ‎; Argobba: ጉልብ; Armenian: ծունկ; Aromanian: dzinuclju, dzãnuclju, dzenuclju; Assamese: আঁঠু; Asturian: rodiya, rodiella; Avar: наку; Azerbaijani: diz; Baluchi: کونڈ‎; Bashkir: тубыҡ; Basque: belaun; Bau Bidayuh: koruob; Belarusian: калена; Bengali: হাঁটু; Bikol Central: tuhod; Breton: glin; Brunei Malay: tuhut; Bulgarian: коляно; Burmese: ဒူး; Buryat: үвдэг; Cappadocian Greek: γόνατο; Catalan: genoll; Cebuano: tuhod; Central Atlas Tamazight: ⴰⴼⵓⴷ; Central Melanau: bukou; Chamicuro: melo'ti; Chechen: гола; Chepang: क्य्रोङः; Cherokee: ᎧᏂᎨᏂ; Chichewa: bondo; Chinese Cantonese: 膝頭哥/膝头哥, 膝頭/膝头; Mandarin: 膝, 膝蓋/膝盖; Chuvash: чӗркуҫҫи; Coptic: ⲕⲉⲗⲓ, ⲫⲁⲧ; Corsican: ghjinochju; Crimean Tatar: tiz; Czech: koleno; Dalmatian: denacle; Danish: knæ; Daur: tolcig; Dongxiang: odou; Dutch: knie; Eastern Arrernte: ampere; Emilian: źnòć; Esperanto: genuo; Estonian: põlv; Even: хэнӈэн; Evenki: хэнңэн; Faroese: knæ; Fijian: duru; Finnish: polvi; French: genou; Old French: genoill; Friulian: zenoli, genoli; Galician: xeonllo; Gallurese: ghinocchiu; Ge'ez: ብርክ; Georgian: მუხლი; German: Knie; Alemannic German: Chnüü; Gothic: 𐌺𐌽𐌹𐌿; Greek: γόνατο; Ancient Greek: γόνυ; Gujarati: ઘૂંટણ; Haitian Creole: jenou; Hausa: gwiwa; Hawaiian: kuli; Hebrew: בֶּרֶךְ‎; Higaonon: tuhud; Hiligaynon: tuhod; Hindi: घुटना; Hittite: 𒄀𒉡; Hopi: tamö; Hungarian: térd; Icelandic: hné, kné; Ido: genuo; Indonesian: lutut, dengkul; Ingush: гола; Iranun: leb; Irish: glúin; Old Irish: glún; Istriot: zanucio; Istro-Romanian: jeruncľu; Italian: ginocchio; Japanese: 膝; Javanese: dhengkul, jengku; Kabuverdianu: duedju; Kalmyk: өвдг; Kannada: ಮೊಣಕಾಲು; Kapampangan: tud; Kashubian: kòlano; Kazakh: тізе; Khinalug: ник; Khmer: ជង្គង់; Kikuyu: iru; Kimaragang: totud; Korean: 무릎; Kurdish Northern Kurdish: çok; Kyrgyz: тизе; Lak: ник; Lao: ຫົວເຂົ່າ; Latgalian: ceļs; Latin: genu, geniculum; Latvian: celis; Laz: burguli; Limburgish: kneen; Lithuanian: kelis; Lombard: zeneugg; Lotud: totud, otud; Low German: Knee; Luxembourgish: Knéi; Macedonian: колено; Maguindanao: leb; Malay: lutut, tuhut, dengkul; Malayalam: കാൽമുട്ട്; Maltese: rkoppa; Manchu: ᡨᠣᠪᡤᡳᡟᠠ; Mandinka: kumbaliŋo; Mangghuer: bodo; Mansaka: tood; Manx: glioon; Maore Comorian: gunguni; Maori: turi; Maranao: leb; Marathi: गुडघा; Megleno-Romanian: zinucľu; Mirandese: zinolho; Mon: က္ၜံၚ်; Mongghul: yiidog; Mongolian Cyrillic: өвдөг; Mongolian: ᠡᠪᠦᠳᠦᠭ; Nanai: пэйнгэн; Navajo: agod; Nepali: घुँडा; Ngazidja Comorian: gunguno, gungunu; Nivkh: пих; Norman: g'nou; Northern Ohlone: tú̄mis; Norwegian: kne; Nottoway-Meherrin: sunsheke; Occitan: genolh; Odia: ଆଣ୍ଠୁ; Ojibwe: ingidig; Old Church Slavonic: колѣно; Old East Slavic: колѣно; Old English: cnēow; Old Javanese: dĕkung; Oromo: jilba; Ossetian: уӕраг, зоныг; Ottoman Turkish: دیز‎, زانو‎, ركبه‎; Pangasinan: pueg; Pashto: زنګون‎; Pennsylvania German: Gnie; Persian: زانو‎; Pitjantjatjara: muṯi; Plautdietsch: Kjnee; Polish: kolano; Pontic Greek: γόνοτο; Portuguese: joelho; Punjabi: ਗੋਡਾ; Romagnol: znoc; Romanian: genunchi; Romansch: schanugl, schnuogl; Rungus: otud; Russian: колено; Sabah Bisaya: otud; Saho: gulub; Sami Inari: iidâ; Northern: čibbi, buolva; Skolt: puõlvv; Sanskrit: जानु; Scottish Gaelic: glùn, glùin; Sebop: lep; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀љено, ко̀лено; Roman: kòljeno, kòleno; Sherpa: པིས་མུང; Sinhalese: දණ; Slovak: koleno; Slovene: koleno; Somali: jilib; Sorbian Lower Sorbian: kóleno; Upper Sorbian: koleno; Southern Altai: тизе; Spanish: rodilla, hinojo; Sranan Tongo: kindi; Sundanese: tuur, teku; Svan: ღულა̈ჲ; Swahili: goti; Swedish: knä; Sylheti: ꠀꠑꠥ; Tagal Murut: atur; Tagalog: tuhod; Tajik: зону; Tambunan Dusun: totud; Tamil: முழங்கால்; Tarantino: genocchie; Tatar: тез; Tausug: tuhud; Telugu: మోకాలు; Tetum: ain-tuur; Thai: เข่า, หัวเข่า; Tibetan: པུས་མོ; Tigrinya: ብርኪ; Timugon Murut: atur; Tiruray: tur; Tocharian A: kanweṃ du; Tocharian B: keni du; Tok Pisin: skru, skru bilong lek; Tsakonian: γου̃να; Turkish: diz; Turkmen: dyz; Tuvan: дискек; Udmurt: пыдес; Ugaritic: 𐎁𐎗𐎋; Ukrainian: колі́но; Urdu: گھٹنا‎; Uyghur: تىز‎; Uzbek: tizza; Venetian: zenocio; Vietnamese: đầu gối, gối; Vilamovian: kni; Volapük: kien; Walloon: djno, djino; Waray-Waray: tuhod; Welsh: pen-glin, pen-lin, glin; West Coast Bajau: tu'ut; West Frisian: knibbel; White Hmong: hauv caug; Winnebago: huuporo; Wolof: óom; Xhosa: idolo; Yagara: buhn; Yagnobi: зонк; Yakut: түһах; Yámana: tulepuS; Yiddish: קני‎; Yoruba: orúnkún, eékún; Zazaki: çoq; Zealandic: knie; Zhuang: gyaeujhoq, hoq; Zulu: idolo