δασύς
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
English (LSJ)
δασεῖα, δασύ, Ion. fem.
A δασέα Hdt.3.32; opp. ψιλός in all senses:
I with a shaggy surface,
1 hairy, shaggy, δέρμα… μέγα καὶ δ. Od.14.51; ὀ δ. γενέσθαι, of the bald, recover their hair, Hp. Aph.6.34; of young hares, downy, Hdt.3.108; γέρρα δ. βοῶν, βοῶν δασειῶν ὠμοβόεινα shields of skin with the hair on, X.An.5.4.12, 4.7.22; ὀσφὺν δασέαν SIG1037.6 (Milet., iv/iii B. C.); of birds, Thphr. Fr.180; τὰ σώματα δασεῖς Arr.Ind.24: Sup., Arist.Phgn.812b17. Adv. δασέως, ἔχειν περὶ τὴν κοιλίαν ib.15.
2 thick with leaves, Od.14.49; θρίδαξ δασέα, opp. παρατετιλμένη, Hdt.3.32; of places, thickly wooded, bushy, abs., Id.4.191, cf. Hp.Aë. 1; διὰ… τῶν δασέων through the thickets, Ar.Nu.325: c. dat. modi, δ. ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21; ἴδησι παντοίῃσι ib.109; ἐλαίαις Lys.7.7: rarely c.gen., δ. παντοίων δένδρων X.An.2.4.14; τὸ δ. bushy country, ib.4.7.7; δ. γῆ Schwyzer 734 (Zelea).
3 generally, rough, thick, μαλακαὶ καὶ δ. νεφέλαι D.S. 3.45.
4 δ. οὖρα cloudy, Hp.Epid.7.112.
II hoarse, ἀναπνοή Gal.18(1).574.
2 aspirated, Arist.Aud. 804b8, Ph.1.29, D.T.631.22, etc.; ἡ δασεῖα (Sc. προσῳδία) Seleuc. ap. Ath.9.398a, A.D.Synt.319.20; δ. τὸ θ καὶ τὸ φ καὶ τὸ χ D.H.Comp.14. Adv. δασέως, ἀναγνῶναι, ἐκφέρειν, A.D.Pron.78.16,S.E.M.1.59.
III δ. παράγωγος, Hsch. (Perh. for δn̥-δύς, cf. Lat. densus.)
Spanish (DGE)
(δᾰσύς) δασεῖα, δασύ
• Alolema(s): jón. fem. δασείη Schwyzer 734 (Zelea), δασέα Hdt.3.32, Sokolowski 1.46.6 (Mileto IV/III a.C.), δασέη Hp.Epid.7.42
A I1de seres vivos o rel. ellos cubierto de pelo, velludo, peludo de anim. δέρμα ... αἰγός Od.14.51, del lebrato, Hdt.3.108, τετράποδα καὶ ζῳοτόκα Arist.HA 498b16, τράγοι PLond.2141.50 (III a.C.), cf. PHib.37.6 (III a.C.), Nonn.D.19.68, θηρίδιον Plu.2.733c, de las patas de un león, Opp.C.3.44
•de anim. lanosos con lana, sin esquilar κριοὶ δασεῖς op. ψιλοί PCair.Zen.2141.51 (III a.C.), πρόβατον PHib.36.12 (III a.C.)
•de una pieza de sacrificio ὀσφῦς δασέα dud., prob. lomo con piel, Sokolowski l.c. (pero quizá subst. ἡ δασέα piel con su pelo)
•de serpientes escamoso Arist.HA 607a32
•de aves cubierto de plumas Arist.HA 561b28, Thphr.Fr.180
•de cosas hechas c. pieles de anim. χλαῖνα Hippon.43.2, ἀσκέραι Hippon.43.3, γέρρα ... δασειῶν βοῶν escudos de pieles de bueyes con su pelo X.An.4.7.22, cf. 5.4.12
•de pers. y partes del cuerpo ποιητής Ar.Th.160, μασχάλαι Ar.Ec.61, κνῆμαι Arist.Phgn.812b13, κοιλία Arist.Phgn.812b17, τὸ γένειον Arist.HA 518b18, ἡ ὑπήνη Polem.Phgn.67 (p.420), τῶν ἀνθρώπων οἱ δασεῖς ἀφροδισιαστικοί Arist.GA 774b2, τὰ σώματα Arr.Ind.24.9, χεῖρες LXX Ge.27.23, κεφαλή Synes.Regn.16, ἀνήρ LXX Ge.27.11, Luc.Pseudol.32, cf. D.Chr.33.54, I.AI 9.22, AP 11.190 (Lucill.), 398 (Nicarch.), 12.26 (Stat.Flacc.), 204 (Strat.), φαλακροὶ ... γίνονται δασέες los calvos recuperan el cabello Hp.Aph.6.34
•c. ac. de rel. δ. ... τὰ σκέλη Luc.Salt.5, τὴν καρδίαν αὐτὴν ... δασεῖς D.Chr.35.3, c. giro prep. ἐπὶ κνήμαισιν D.Chr.33.17, ἀπὸ κεφαλῆς ἐπὶ τοὺς πόδας I.AI 1.258
•del propio pelo denso, espeso, abundante στέρνα ... τετριχωμένα θριξὶ δασείαις Adam.Epit.Matr.25 (p.395), cf. Polem.Phgn.67 (p.419)
•subst. τὸ δ. el cabello ᾗ ἀπολήγει τὸ δασύ donde termina el cabello Hp.Morb.2.18
•fig. rasposo γλῶσσα ... δασέη lengua peluda, e.e. que raspa como si tuviera pelos Hp.Epid.7.42, τὸ χαρτίον Plu.2.60a.
2 de vegetales frondoso, cubierto de hojas ῥῶπες Od.14.49, θρῖδαξ Hdt.3.32, δένδρος LXX De.12.2, Is.57.5, I.AI 8.238, στέφανος Pl.Smp.212e, Plu.2.596d, ὕλη Ach.Tat.8.6.7, X.Eph.2.11.11
•de lugares cubiertos de vegetación frondoso, boscoso, espeso γῆ op. ψιλός Hp.Aër.1, cf. 13, de Libia occidental, Hdt.4.191, ἄρουραι D.P.Au.3.6
•c. dat. instrum. γῆν νεμόμενοι πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ que ocupan un territorio cubierto todo por un bosque exuberante de todo tipo de especies Hdt.4.21, cf. 109, πολλὰ ... δασέα ... ἐλάαις Lys.7.7, χωρίον ... δ. πίτυσι X.An.4.7.6, δ. ὕλαις ὁδός Plu.Pyrrh.25, ᾐὼν ... δ. καλάμῳ καὶ δένδροις D.Chr.36.3
•c. gen. ἐγγὺς παραδείσου ... δασέος παντοίων δένδρων X.An.2.4.14
•sup. subst. τὸ δασύτατον ... τῆς ὕλης lo más espeso del bosque X.Eph.2.11.3.
II de otras clases de palabras
1 medic. espeso, turbio de los sedimentos de la orina, Hp.Epid.7.112.
2 aspirado, áspero, ronco en un cont. medic. para explicar sonidos de letras καλοῦσι δ' ἔνιοι μὲν τοιαύτην ἀναπνοὴν δασεῖαν Gal.18(1).574
•gram. aspirado δασεῖαι δ' εἰσὶ τῶν φωνῶν ὅσαις ἔσωθεν τὸ πνεῦμα εὐθέως συνεκβάλλομεν μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud.804b8, cf. Po.1456b33, D.H.Comp.14.22, φθόγγος Ph.1.29, σύμφωνα ... δασέα consonantes aspiradas D.T.631.22, cf. Aristid.Quint.41.16
•del espíritu áspero οἱ ἦχοι Demetr.Eloc.73, πνεύματα δύο, δασύ, ψιλόν Gramm.Pap.15.2
•fig. de pers. que pronuncia (el griego) con aspiración, ásperamente c. ac. de rel. βάρβαροι δασεῖς τε τὴν φωνὴν καὶ θηριώδεις τὴν δίαιταν Gr.Nyss.Ep.19.18.
3 espeso, denso νεφέλαι D.S.3.45.
4 δ.· παράγωγος Hsch.
III adv. δασέως
1 de aspecto peludo o velludo οἱ δὲ (λάγνοι) περὶ τὰ στήθη καὶ τὴν κοιλίαν ... δ. ἔχοντες Arist.Phgn.812b15.
2 de la pronunciación de forma aspirada τοὺς δ. ἀναγνόντας A.D.Pron.78.16
•con espíritu áspero ἐξενεγκεῖν Luc.Sol.10, ἐκφέροντα τὴν πρώτην συλλαβήν S.E.M.1.59.
B subst.
I ref. la naturaleza
1 ἡ δ. tierra arbolada ἡμικλήριον δασείης Schwyzer l.c.
2 τὸ δασύ = la espesura X.An.4.7.7
•τὰ δασέα las espesuras, los bosques διὰ ... τῶν δασέων Ar.Nu.325, cf. Democr.B 5.3, Arist.HA 543b1.
II gram.
1 τὰ δασέα = consonantes aspiradas ἀντιστοιχεῖ δὲ τὰ δασέα τοῖς ψιλοῖς, τῷ μὲν π τὸ φ D.T.631.26
•τὰ δασέα vocales aspiradas Sch.D.T.33.20.
2 ἡ δ. el signo de la aspiración, el espíritu áspero ἦν δὲ τὸ παλαιὸν σύμβολον τῆς δασείας τὸ παρ' ἡμῖν νῦν Η Sch.D.T.35.9, cf. 187.26, 496.11, A.D.Synt.319.20, Seleuc.70, Dosith.379.14, Pomp.Gram.132.28, Audax 331.3, EM 248.48G.
•abstr. la aspiración que diferencia hebr. φας, φασέκ de su transcr. gr. πάσχα Origenes Pasch.1.26.
• Etimología: Hoy se rechaza la rel. c. lat. densus. ¿Quizá de δατυ-? ¿O comp. de δα (cf. δάσκιος) y σῦς q.u.?
German (Pape)
[Seite 524] εῖα, ὑ, dicht, rauch; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καί δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) dichtbehaart; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Gegensatz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch ἱμάτιον, Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; χωρίον δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., χωρίον δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; παράδεισος δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. στέφανος Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) πνεῦμα δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα προσῳδία, vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, θ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
I. touffu :
1 velu, poilu;
2 chevelu;
3 barbu;
4 feuillu, couvert de feuilles;
5 couvert d'arbres, boisé : γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d'arbres de toute sorte ; rar. avec le gén. δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d'arbres de toute sorte ; abs. τὸ δασύ XÉN pays boisé;
II. p. ext. dense, épais;
III. t. de gramm. rude ou aspiré (son) ; δασὺ πνεῦμα esprit rude ; ἡ δασεῖα (προσῳδία) l'esprit rude ; τὰ δασέα (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).
Étymologie: cf. lat. densus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύς δασεῖα, δασύ dicht opeen:. ῥῶπας δ’ ὑπέχευε δασείας hij strooide er een dikke laag takken onder Od. 14.49. dicht begroeid:; γῆν... πᾶσαν δασέαν ὕλῃ παντοίῃ het hele land dicht begroeid met allerlei bomen Hdt. 4.21; δασέα... ἐλάαις dicht begroeid met olijfbomen Lys. 7.7; subst. τὸ δασύ struweel, kreupelhout, bosjes:. διὰ... τῶν δασέων door de bosjes Aristoph. Nub. 325. behaard:. δέρμα... ἀγρίου αἰγός,... μέγα καὶ δασύ de huid van een wilde geit, groot en behaard Od. 14.51; γέρρα... δασειῶν βοῶν schilden van ruige runderhuiden Xen. An. 4.7.22. geneesk. troebel.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύς: δᾰσεῖα (ион. δᾰσέη и δᾰσέα), δᾰσύ
1 густо обросший, волосатый (μασχάλαι Arph.; κεφαλή, σιαγόνες Arst.);
2 мохнатый, косматый, пушистый (δέρμα αἰγός Hom.; χειρίδες, γέρρα βοῶν Xen.; ἱμάτιον Diog. L.);
3 ветвистый, густолиственный (ῥῶπες Hom.);
4 густой, пышный (θρῖδαξ Her.; στέφανος Plat.);
5 густо поросший (γῆ ὕλῃ Her.; ποταμὸς δ. δένδρεσι, но παράδεισος δ. δένδρων Xen.; ὕλαις ὁδός Plut.): πολλὰ δασέα ὄντα ἐλαίαις Lys. много масличных рощ;
6 лесистый (χωρίον Thuc.);
7 густой, плотный (νεφέλαι Diod.);
8 грам. густой, аспирированный (φωναί Arst.): πνεῦμα δασύ Sext. густое придыхание.
English (Autenrieth)
εῖα, ύ: thick, shaggy, Od. 14.49 and 51.
Greek Monolingual
δασεία, δασύ και δασός, δασιά, -ό (AM δασύς, δασεῖα, δασύ)
1.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. πυκνός
3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός
4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση
5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με δασεία
II. δασέως και δασιά (AM δασέως) επίρρ.
πυκνά, φουντωτά
αρχ.
με δασύ πνεύμα
αρχ.
1. (για τα ούρα) σκοτεινός, θολός
2. φρ. α) (για φαλακρό) «δασὺς γίγνομαι» — βγάζω πάλι μαλλιά
β) «γέρα δασέα βοῶν» ή «βοῶν δασειῶν ὠμοβόινα» — δερμάτινες ασπίδες από τις οποίες δεν έχει αφαιρεθεί η τρίχα
το θηλ. ως ουσ. δασεία (AM δασεῖα)
1. το δασύ πνεύμα
2. το σύμβολο του δασέος πνεύματος (‘)
νεοελλ.
1. γένος κολεόπτερων εντόμων
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασέα, τα
δασώδεις ή θαμνώδεις περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE dns-, συνεσταλμένη βαθμίδα του dens- «πυκνός, δασύς». Κατ άλλους ο τ. δασύς < δασσύς (πρβλ. dens- / dns-) με απλοποίηση τών δύο -σσ·. Τέλος υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η λ. δασύς συνδέεται με το Δελφικό κύριο όνομα Δατύς.
ΠΑΡ. δασύνω, δασύτης
αρχ.
Δασύλλιος, δάσυμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δασύκνημος, δασύμαλλος, δασύπους, δασύπρωκτος, δασυπώγων, δασύστερνος, δασύστηθος, δασύστομο (Α -ς), δασύφλοιος
αρχ.
δασυγραφώ, δασυκνήμις, δασυκνήμων, δασύπυγος, δασύτρωγλος
αρχ.-μσν.
δασύθριξ, δασύκερκος, δασυχαίτης
μσν.
δασυμέτωπος, δασύτονος
μσν.- νεοελλ.
δασυγένειος, δασύτριχος, δασύφυλλος
νεοελλ.
δασύπτερος, δασύπτίλος, δασύσκιος. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφίδασυς, ένδασυς, επίδασυς, υπέρδασυς, υπόδασυς].
Greek Monotonic
δᾰσύς:δασεῖα, δασύ, Ιων. θηλ. δασέα, αντίθ. προς το ψιλός με όλες τις σημασίες:
1. πυκνότριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, δασύτριχος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, χνουδωτός, σε Ηρόδ.
2. με πυκνό φύλλωμα, πυκνόφυλλος, σε Ομήρ. Οδ.· θρίδαξ δασέα, μαρούλι που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή βλάστηση γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, δασώδης, δασωτός, δασόφυτος, στον ίδ.· διὰ τῶν δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· δ. ὕλῃ, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με γεν., δασὺς δένδρων, σε Ξεν.· τὸ δασύ, δασώδης χώρα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύς: εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. δασέα Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, τριχώδης, πυκνόθριξ, τραχύς, δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα δασέα βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν τρίχα, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) πυκνόφυλλος, Ὀδ. Ξ. 49· θρίδαξ δασέα, ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι αὐτόθι 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, δασώδης χώρα, ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) καθόλου, τραχύς, πυκνός, νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ πνεῦμα, Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. προσῳδία), τὸ δασὺ πνεῦμα, Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο δασυλός, πρβλ. ἡδύλος ἡδύς, παχυλὸς παχύς· ὥστε θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει ὡσαύτως καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ βάθος πρὸς τὸ βένθος· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ λάσιος, ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: hairy; aspirated as grammatical term (Od., Ion.-Att.).
Compounds: ἀμφί- (Hom.), ἐν- (Dsc.), ἐπί- (Thphr.), ὑπέρ- (X.), ὑπό- (Dsc.).
Derivatives: δασύτης hairiness, aspiration (Arist.), δάσος n. thicket, shaginess (Men.), δάσυμα eye-disease = τράχωμα (Sever. Med.; cf. Chantr. Form. 186f.); δασυλλίς f. hypocor. of bears (EM 248, 55); Δασύλλιος surname of Dionysos (Paus.; acc. to EM l. c. παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους). Denomin. δασύνομαι, -ω become, make hairy (Ar.) with δασυντής, -τικός aspirating (gramm.), δασυσμός (Dsc.). - Note δασκόν δασύ H.; cf. Specht Ursprung 64, 188, unless with Latte from δάσκιον. On δάσκιλλος s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The old connection with Lat. dēnsus depends on -σ- after sonantic n̥ on which s. Schwyzer 307, Hoenigswald Lang. 29, 290f. Heth. daššuš heavy, strong is of uncertain interpretation (Tischler HEW)..
Middle Liddell
opp. to ψιλός in all senses:
1. thick with hair, hairy, shaggy, rough, Od.; of young hares, downy, Hdt.
2. thick with leaves, Od.; θρίδαξ δασέα a lettuce with all the leaves on, Hdt.:—of places, thick with bushes or wood, Od.; διὰ τῶν δασέων through the copses, Ar.; δ. ὕληι thick with copse-wood, Hdt., etc.; rarely c. gen., δασὺς δένδρων Xen.:— τὸ δασύ bushy country, Xen.
Frisk Etymology German
δασύς: {dasús}
Meaning: dichtbewachsen, haarig, dichtbelaubt, auch aspiriert als Grammatikerterminus (ion. att. seit Od.).
Composita: Kompp. ἀμφί- (Hom.), ἐν- (Dsk.), ἐπί- (Thphr.), ὑπέρ- (X., Ael.), ὑπό- (Dsk.).
Derivative: Ableitungen: δασύτης Behaarung, Aspiration (Arist., Plb. usw.), δάσος n. Dickicht, Behaarung (Men., Str. usw.), δάσυμα Bez. einer Augenkrankheit = τράχωμα (Sever. Med.; zur denominalen Ableitung vgl. Chantraine Formation 186f.); δασυλλίς f. Kosename des Bären (EM 248, 55; zum Bildungstypus Leumann Glotta 32, 218f.); Δασύλλιος Bein. des Dionysos (Paus.; nach EM l. c. παρὰ τὸ δασύνειν τὰς ἀμπέλους). Denominatives Verb: δασύνομαι, -ω ‘haarig werden bzw. machen’ (Ar., Hp., Thphr. usw.) mit δασυντής, -τικός aspirierend (Gramm.; von den Attikern), δασυσμός (Dsk.). — Daneben δασκόν· δασύ H.; vgl. Specht Ursprung 64, 188, falls nicht mit Latte z. St. aus δάσκιον entstellt. Zu δάσκιλλος s. bes.
Etymology: Die Richtigkeit der alten Zusammenstellung mit lat. dēnsus hängt davon ab, ob -σ- hinter sonantischem n̥ erhalten blieb; s. zu dieser strittigen Frage Schwyzer 307 m. Lit., Hoenigswald Lang. 29, 290f. Für ein ursprüngliches *δατύς sind von Brugmann Sächs. Ber. 1901, 92ff. die mehrdeutigen EN Δατυς (delph.), Δατυου (phthiot.) angeführt worden. Gegen unmittelbare Identität von δασύς: dēnsus spricht jedenfalls der lat. o-Stamm; man hätte vielmehr *densuis erwartet. Die Grundform von dēnsus bleibt ebenfalls unsicher: *dens-os, *dn̥s-os, *densu̯os, *dn̥t-tos?, s. W.-Hofmann s. v., wo auch reiche Lit.; dazu noch Szemerényi Glotta 33, 257ff. — Alb. dënt mache dicht, walke ist besser fernzuhalten, s. Jokl bei W.-Hofmann s. v. Heth. daššuš schwer, stark, fest läßt sich schwerlich gleichzeitig mit δασύς und dēnsus vereinigen, da für idg. n̥ zunächst heth. an zu erwarten wäre (anders Szemerényi KZ 73, 76).
Page 1,351
English (Woodhouse)
thick, covered with brushwood, covered with undergrowth, of hair
Mantoulidis Etymological
(=γεμάτος τρίχες, πυκνός). Ἀπό τό προθεματικό ἐπιτατικό πρόθημα δα.
Παράγωγα: δάσος, δασύνω, δασύτης, δασύμαλλος.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog