θρῆνος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "κωχυτός" to "κωκυτός")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 60: Line 60:
{{trml
{{trml
|trtx====[[lamentation]]===
|trtx====[[lamentation]]===
Ancient Greek: [[θρῆνος]]; Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]], [[lamentatie]], [[rouwklacht]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]], [[lamentum]]; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: [[плач]], [[стенание]]; Tocharian B: kwasalñe
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]], [[lamentatie]], [[rouwklacht]]; Greek: [[θρήνος]]; Ancient Greek: [[ἀνάκλαυσις]], [[ἀπολόφυρσις]], [[βρυχηθμός]], [[γόος]], [[ἐπιθρήνησις]], [[θρῆνος]], [[θρηνῳδία]], [[κωκυτός]], [[οἴκτισμα]], [[οἰκτισμός]], [[οἰμωγά]], [[οἰμωγή]], [[ὀλολυγμός]], [[ὀλοφυδνός]], [[ὀλοφυρμός]], [[ὀλόφυρσις]], [[πένθημα]], [[ποτνιασμός]], [[στόνος]], [[σχετλιάσις]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]], [[lamentum]]; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: [[плач]], [[стенание]]; Tocharian B: kwasalñe
}}
}}

Latest revision as of 21:36, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνος Medium diacritics: θρῆνος Low diacritics: θρήνος Capitals: ΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: thrē̂nos Transliteration B: thrēnos Transliteration C: thrinos Beta Code: qrh=nos

English (LSJ)

ὁ, (θρέομαι)
A dirge, lament, Il.24.721, Sapph.136, Pi.I.8(7).64, Hdt.2.79,85, etc.; θ. οὑμός for me, A.Pr.390; εἰπεῖν… θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς Id.Ag.1322.
2 complaint, sad strain, h.Pan.18; Τοργόνων οὔλιον θ. Pi.P.12.8; θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί Pl.R. 398d, etc.: pl., lamentations, θρήνων ᾠδάς S.El.88 (lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. ἐπικήδειον by Trypho ap.Ammon. Diff.p.54 V. (cf. Ptol.Asc.p.404H.), ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ.)

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ (vgl. θρέομαι), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων οὔλιος θρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = θρηνῳδός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
thrène :
1 lamentation sur un mort, chant funèbre;
2 p. ext. chant de deuil, chant plaintif ; deuil.
Étymologie: θρέω.

Russian (Dvoretsky)

θρῆνος:
1 (тж. θ. ἐπιτυμβίδιος Aesch.) погребальная песнь, плач об умершем: θρήνων ἔξαρχοι Hom. запевалы похоронных песен, плакальщики;
2 (тж. θρήνων ᾠδή Soph.) жалоба, жалобная песнь, сетование (κόμμος θ. κοινὸς χοροῦ καὶ ἀπὸ σκηνῆς, sc. ἐστιν Arst.): ὄρνις θρῆνον ἐπιπροχέουσα HH птица, изливающаяся в жалобной песне, πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρῆνοι Plat. большие жалобы по малым поводам.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνος: ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος θρηνῳδία, θρῆνος, ὀδυρμός, ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· θρῆνος οὑμός, δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.

English (Autenrieth)

dirge, Il. 24.721.

English (Slater)

dirge θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' Ἀθάνα (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν (sc. Μοῖσαι) (I. 8.58)

English (Strong)

from the base of θροέω; wailing: lamentation.

English (Thayer)

θρήνου, ὁ (θρέομαι to cry aloud, to lament; cf. German Thräne (?), rather drönen; Curtius, § 317)), a lamentation: (Sept; for קִינָה, also נְהִי; O. T. Apocrypha; Homer, Pindar, Tragg., Xenophon, Ages. 10,3; Plato, others.)

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ θρῆνος)
1. κλάμα, οδυρμός, μοιρολόγι
2. ποίημα θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή
β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — τίτλος ποιήματος που αναφέρεται στην άλωση της Κωνσταντινουπόλεως)
νεοελλ.
φρ. «έγινε θρήνος» — έγινε μεγάλη καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θρήνος, όπως και τα θρέομαι, θόρυβος, θρύλος, παρουσιάζουν σημασιολογική συνάφεια εκφράζοντας την έννοια της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. θρήνος συνδέθηκε η γλώσσα του Ησυχίου θρώναξ
κηφήν (Λάκωνες) και τενθρήνη «κηφήνας», καθώς επίσης και τα αρχ. ινδ. dhranati «αντηχώ», αρχ. σαξ. dreno, γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Αρχαία συνών. της λ. είναι τα: οδυρμός, ολοφυρμός, οιμωγή.
ΠΑΡ. θρηνώ, θρηνώδης
αρχ.
θρήνωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θρηνολογώ, θρηνῳδός
αρχ.
θρήνερως, θρηνολάλος, θρηνοποιός
μσν.
θρηνόφθογγος
νεοελλ.
θρηνολόγος, θρηνοτράγουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. αξιόθρηνος, δύσθρηνος, ένθρηνος, πολύθρηνος, φιλόθρηνος.
(II)
θρῆνος, τὸ (ΑΜ)
ο θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος (ο) με αλλαγή γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. έδαφος, μήκος)].

Greek Monotonic

θρῆνος: ὁ (θρέομαι),
1. επικήδειο άσμα, θρήνος, οδυρμός, Λατ. naenia, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· θρῆνος οὑμός, για μένα, σε Αισχύλ.
2. παράπονο, θλιμμένη μελωδία, σε Πίνδ., κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dirge, lament, lamentation (IE, Ω 721; on the meaning Diehl RhM 89, 90 a. 112).
Compounds: Compp. e. g. θρην-ῳδός who sings a lament (Alciphr.) with -έω, -ία (E., Plu.), ἔν-θρηνος full of lament (Pap.).
Derivatives: θρηνώδης like a lament (Pl.), θρήνωμα = θρῆνος (pap. Ia; -ωμα only enlarging, Chantraine Formation 186f.). Denomin. verb θρηνέω, aor. θρηνῆσαι, also with prefix, e. g. ἐπι-, κατα-, start a lament, lament, wail for (Ω 722) with several derivv.: θρήνημα lament (E.), θρηνη-τής, -ητήρ (A.; cf. Benveniste Noms d'agent 42) lamentation, also θρηνήτωρ (Man.); θρηνητικός (Arist.); ἐπιθρήν-ησις (Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To θρῆνος in the first place ablauting θρώναξ κηφήν. Λάκωνες H. and reduplicated τενθρήνη hornet (cf. also on ἀνθρηδών; see Kuiper Μνήμης χάριν 1, 221f.). Also in other languages we find comparablewords denoting sounds: Skt. dhráṇati sounds (gramm.) and the Germanic word for Drohne, e. g. OS dreno, with which cf. also Goth. drunjus sound, NGerm. drönen drōhnen a. o., Lat. drēnsō, -āre the sound of swans (from Gaulic); in all these cases we have to assume an onomatopoetic elementary relation rather than a genetic connection. (Not here Arm. dṙnč̣im blow the horn (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.). Cf. with different anlaut Lith. trinkėti ! drone; uncertain Toch. A träṅk- speak. - Pok. 255f., W.-Hofmann s. drēnsō, Mayrhofer s. dhráṇati. (Hardly to θρέομαι, θόρυβος, θρῦλος.) - We have prob. a Pre-Greek word.

Middle Liddell

θρῆνος, ὁ, θρέομαι
1. a funeral-song, dirge, lament, Lat. naenia, Il., Hdt., Trag.; θρῆνος οὑμός for me, Aesch.
2. a complaint, sad strain, Pind., etc.

Frisk Etymology German

θρῆνος: {thrē̃nos}
Grammar: m.
Meaning: Klage, Totenklage, Klagelied (ion. att. seit Ω 721; über Bedeutung und Gebrauch Diehl RhM 89, 90 u. 112).
Composita: Kompp. z. B. θρην-ῳδός der eine Totenklage singt (Alkiphr. u. a.) mit -έω, -ία u. a. (E., Plu.), ἔνθρηνος klagevoll (Pap.).
Derivative: Davon θρηνώδης klageähnlich (Pl. usw.), θρήνωμα = θρῆνος (Pap. Ia; -ωμα nur erweiternd, Chantraine Formation 186f.). Denominatives Verb θρηνέω, Aor. θρηνῆσαι, auch mit Präfix, z. B. ἐπι-, κατα-, ein Klagelied anstimmen, beklagen, beweinen (seit Ω 722) mit mehreren Ablegern: θρήνημα Klage (E.), θρηνητής, -ητήρ (A. u. a.; vgl. Benveniste Noms d'agent 42) Wehklagen, auch θρηνήτωρ (Man.); θρηνητικός (Arist. u. a.); ἐπιθρήνησις (Plu.).
Etymology: Zu θρῆνος gesellen sich in erster Linie das damit ablautende θρώναξ· κηφήν. Λάκωνες H. und das reduplizierte τενθρήνη Hornisse (vgl. noch zu ἀνθρηδών; anfechtbare Kombinationen bei Kuiper Μνήμης χάριν 1, 221f.). Auch in anderen Sprachen gibt es anklingende Schallwörter: aind. dhráṇati tönt (Gramm.) und das germanische Wort für ‘Drohne’, z. B. asächs. dreno, wozu noch got. drunjus Schall, nd. drönendrōhnen’ u. a., lat. drēnsō, -āre Naturlaut der Schwäne (aus dem Gall.); in allen diesen Fällen ist aber eher onomatopoetische Elementarverwandtschaft als genetischer Zusammenhang anzunehmen. Lautlich damit nicht vereinbar ist jedenfalls arm. dṙnč̣im Horn blasen (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.); vgl. mit anderem Anlaut lit. trinké̇ti dröhnen; lautlich mehrdeutig toch. A träṅk- sprechen. — WP. 1, 860f., Pok. 255f., W.-Hofmann s. drēnsō, Mayrhofer s. dhráṇati. Vgl. θρέομαι, θόρυβος, θρῦλος.
Page 1,681-682

Chinese

原文音譯:qrÁnoj 特雷挪士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喧囂 相當於: (יָלַל‎) (קִינָה‎) (תָּנָה‎)
字義溯源:哭號,號咷,悲悼,輓歌,舉哀;源自(θροέω)=喧鬧);而 (θροέω)出自(θρέμμα)X*=哭泣)。註:和合本以 (κλαυθμός)代替 (θρῆνος
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 號咷(1) 太2:18

English (Woodhouse)

dirge

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι (=ξεφωνίζω).
Παράγωγα: θρηνῶ, θρήνημα, θρηνητέος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνήτωρ, θρηνητήριος, θρηνητικός, θρηνήτρια, θρηνητός, ἀθρήνητος, θρηνώδης.

Translations

lamentation

Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe