κῶμος: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[revel]], [[carousal]], [[merry-making of youths]], [[Dionysiac festive procession and festive songs]], [[feast]] (posthom.).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">κωμ-ῳδός</b> [[singer of a κῶμος]] (Att.), [[comic player]] (hell.) with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-ία</b> etc., <b class="b3">σύγ-κωμος</b> <b class="b2">comrade of a κ.</b> (Att.; rather backformation from <b class="b3">συγ-κωμάζω</b>).<br />Derivatives: [[κωμικός]] = [[κωμῳδικός]] [[belonging to a comedy]] (Aeschin., Arist., hell.); [[κωμάζω]] [[participate in a κῶμος]], [[drink]] (posthom.) with [[κωμασία]] [[festive procession]], [[κωμαστής]] [[drinker]], [[member of a festive procession]] (Att., pap.), [[κωμαστήριον]] [[place where κωμασταί assemble]] (pap.), [[κωμαστικός]] <b class="b2">belonging to a κωμαστής or a κῶμος</b> (D. H., Ph.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: As the development of the meaning of [[κῶμος]] is uncertain, the etymology rests on assumptions: with [[κώμη]], Goth. [[haims]] etc. (s. [[κώμη]]) to a supposed <b class="b2">*kōi-</b> [[assemble]], [[range oneself]] (Bezzenberger BB 27, 168); to [[κώμυς]] (Persson Beitr. 1, 160); as [[banquet]] to Lat. [[cibus]] (?; Osthoff Etym. parerga 1, 7). - I suggest that this was a Pre-Greek word. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A revel, carousal, merry-making, εἰς δαῖτα θάλειαν καὶ χορὸν ἱμερόεντα καὶ ἐς φιλοκυδέα κ. h.Merc.481, cf. Thgn.829, 940; πίνειν καὶ κώμῳ χρᾶσθαι Hdt.1.21, cf. E.Alc.804, etc.; κῶμοι καὶ εὐφροσύναι B.10.12; δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι Pl.Tht.173d; ἑορταὶ καὶ κ. Id.R.573d; ἐν κώμῳ εἶναι, of a city, X.Cyr.7.5.25; ἔρχεσθαί τισιν ἐπὶ κῶμον Id.Smp.2.1; ἐπὶ κῶμον βαδίζειν Ar.Pl.1040; especially in honour of gods, τοῖς ἐν ἄστει Διονυσίοις ἡ πομπὴ… καὶ ὁ κ. Lexap.D. 21.10, cf. IG2.971, etc.; κώμῳ θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι Pratin.Lyr. 1.8; χοροῖς ἢ κώμοις Ὑακίνθου E.Hel.1469 (lyr.). 2 concrete, band of revellers, κ. εὐίου θεοῦ Id.Ba.1167 (lyr.); especially of the procession which celebrated a victor in games, Pi.P.5.22, etc.: generally, rout, band, κ. Ἐρινύων A.Ag.1189; of an army, κ. ἀναυλότατος E.Ph.791 (lyr.); κ. ἀσπιδηφόρος Id.Supp.390; band of hunters, Id.Hipp.55; of maidens, Id.Tr.1184; of doves, Id.Ion 1197. II the ode sung at one of these festive processions, Pi.P.8.20, 70, O.4.10, B.8.103; μελιγαρύων τέκτονες κώμων Pi.N.3.5, cf. Ar.Th.104, 988 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ (vgl. über das Wort Welcker bei Jacobs Philostr. 1, 2 p. 202 ff. u. κωμάζω), ein fröhliches Gelage, ein Festschmaus, gewöhnlich von jungen Leuten begangen, mit Musik, Gesang u. Tanz verbunden; H. h. Herc. 481, mit δαίς u. χορός verbunden; Theogn. 827. 943; öfter bei Pind., z. B. P. 2, 45, dessen Hymnen großen Theils für solche κῶμοι gedichtet sind, mit denen der Sieg in den Festspielen oder dessen Jahrestag gefeiert wurde; die Hymnen wurden beim Schmause von einem Chor abgesungen und gewöhnlich mit der Lyra begleitet; bei Aesch. Ag. 1162, πεπωκὼς βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει, ist zugleich an die Theilnehmer des Gelags zu denken, die Furien; ἐπ ὶ κῶμ ον ἕρπειν πρὸς κασιγνήτους θέλει Κύκλωπας ἡσθεὶς τῷδε Βακχίου ποτῷ Eur. Cycl. 444, vgl. 497. 534. – Besonders finden solche Freudengelage an Feiertagen in Beziehung auf irgend eine Gottheit statt, vorzugsweise an Festen des Bacchus; daher heißt es Ar. Thesm. 104 τίνι δαιμόνων ὁ κῶμος, wo Phöbus und Artemis gefeiert werden; ἐγὼ δὲ κώμοις σε φιλοχόροισι μέλψω Εὔϊον, ὦ Διόνυσε ib. 989, vgl. Eur. Bacch. 1157 u. κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ D. Per. 578. – Bei Ar. Plut. 1040 heißt es ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν von einem jungen Manne, der στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται; denn solche Festgelage gingen bald in öffentliche Aufzüge oder Umzüge über, indem die Theilnehmer unter Musik und Tanz durch die Straßen zogen; daher Einige das Wort von κώμη ableiten, während Andere noch wunderlicher es mit κῶμα in Verbindung setzen, weil solche Gelage u. Umzüge bis tief in die Nacht, wo die andern Menschen schlafen, fortgesetzt zu werden pflegten. – Solche Aufzüge werden bei Flötenklang gehalten, und gern zog man dabei vor die Wohnung eines Freundes oder der Geliebten, um ihnen eine Nachtmusik, ein Ständchen zu bringen. – In Prosa vrbdt Her. 1, 121 πίνειν καὶ κώμῳ χρέεσθαι ἐς ἀλλήλους u. Plat. δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι, Theaet. 173 d (vgl. Xen. Conv. 2, 1; so von Flötenweisen Ath. XIV, 618 c); ἑορταὶ γίγνονται παρ' αὐτοῖς καὶ κῶμοι Rep. IX, 573 d; Sp.; τίς γὰρ εἰς ἑστίασιν ἢ κῶμον ὡπλισμένος ἔρχεται; Hdn. 3, 12, 23; κώμῳ χρώμενος διὰ Καρμανίας Plut. Alex. 67; Luc. Ter. 12. – Nonn. sagt κῶμον ἐπιτύμβιον ἐγείρειν, D. 17, 148. 179, u. κ. ὑμεναίων, 19, 104. – Allgemeiner bedeutet es einen größeren Zug, einen Schwarm, z. B. von Jagdgenossen, Eur. Hipp. 55, von Jungfrauen, Troad. 1191; ἀσπιδηφόρος Suppl. 390, vgl. Phoen. 802.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμος: -ου, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) φαιδρὰ πανήγυρις μετὰ μουσικῆς καὶ χοροῦ, διασκέδασις, «γλέντι», Λατ. comessatio, ἐς δαῖτα θάλειαν καὶ χορὸν ἱμερόεντα καὶ ἐς φιλοκυδέα κῶμον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 481, πρβλ. Θέογν. 827, 934· πίνειν καὶ κώμῳ χρέεσθαι Ἡρόδ. 1. 21· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., Εὐρ., κτλ.· δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι Πλατ. Θεαίτ. 173D· ἑορταὶ καὶ κ. ὁ αὐτ. Πολ. 573D· ἐν κώμῳ εἶναι, ἐπὶ πόλεως, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25. ― Αἱ πανηγύρεις αὗται γινόμεναι ἐν ἡμέραις ἑορτῶν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατέληγον εἰς πομπώδη παρέλασιν τῶν διασκεδαζόντων ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐστεμμένων καὶ μετὰ λαμπάδων (Ἀριστοφ. Πλ. 1040), ᾀδόντων, ὀρχουμένων καὶ παιζόντων παντὸς εἴδους παιγνίδια (πρβλ. κωμάζω). Προϊόντος τοῦ χρόνου δημόσιοι κῶμοι ἤρξαντο γινόμενοι εἰς τιμὴν θεῶν τινων, κυρίως τοῦ Βάκχου, Εὐρ. καὶ Δημ. ἔνθα κατωτ. ΙΙ, Διόδ. 17. 72· οὕτω, χοροῖς ἢ κώμοις Ὑακίνθου Εὐρ. Ἑλ. 1469· ― ὡσαύτως εἰς τιμὴν τῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι νικητῶν, ἦσαν δὲ οἱ κῶμοι οὗτοι πανηγυρικαὶ ἑορταὶ σωφρονέστεραι μετέχουσαι τῆς φύσεως τοῦ χοροῦ· αἱ πλεῖσται τῶν σῳζομένων ᾠδῶν τοῦ Πινδάρου ἐποιοῦντο ὅπως ψάλλωνται κατὰ τοιούτους κώμους, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. ΙΙ. ὁ ὅμιλος τῶν εὐθυμούντων διερχόμενος ἐν πομπῇ τὰς ὁδοὺς ὡς ἀνωτέρω περιεγράφη, Εὐΐου θεοῦ Εὐρ. Βάκχ. 1168· τοῖς ἐν ἄστει Διονυσίοις ἡ πομπή... καὶ ὁ κ. Νόμ. παρὰ Δημ. 517· τέλ.· ἐντεῦθεν κώμῳ θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι Πρατίν. 1. 10. 2) μεταφ., ὅμιλος, κ. Ἐρινύων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1189· ἐπὶ στρατεύματος, Εὐρ. Φοίν. 791· κ. ἀσπιδηφόρος ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1184· περιστερῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1197. ΙΙΙ. ἡ ᾠδὴ ἡ ψαλλομένη κατὰ τοιαύτην τινὰ πομπήν, Πινδ. Π. 8. 29, 99, κτλ., πρβλ. Ο. 4. 15, Π. 5. 28, Ἀριστοφ. Θεσμ. 104, 988· κ. ὑμεναίων Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 37. (Πιθ. ἐκ τοῦ κώμη, διότι αἱ ἑορταὶ τοῦ Βάκχου ἔλαβον τὴν ἀρχὴν αὐτῶν ἐκ κώμαις· πρβλ. κωμῳδία).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. fête dorienne avec chants et danses en l’honneur de Dionysos;
II. p. anal. :
1 partie de plaisir où les invités parcouraient les rues, après une fête ou un festin, avec de la musique, des chants et des danses;
2 p. ext. troupe impétueuse en parl. des Érinyes;
III. festin, banquet.
Étymologie: R. Κι, être couché ; cf. κεῖμαι, κοιμάω.
English (Slater)
(-ου, -ῳ, -ον, -ων.)
1 victory procession, triumph of a victor Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον (O. 4.9) ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾷ (O. 6.18) σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον (O. 6.98) τόνδε κῶμον καὶ στεφανοφορίαν δέξαι (O. 8.10) ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα (O. 14.16) κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις (P. 3.73) δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων (P. 5.22) ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ (P. 8.20) κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε (P. 8.70) (κρατῆρα), γλυκὺν κώμου προφάταν (N. 9.50) οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.31) esp., the triumph song sung in conjunction with the procession, μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (κώμων θ codd.: θ del. byz.: ὕμνων coni. Pauw, Beck) (P. 5.100) μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι (N. 3.5) Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων (I. 6.58) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.4)
English (Strong)
from κεῖμαι; a carousal (as if letting loose): revelling, rioting.
English (Thayer)
κωμου, ὁ (from κεῖμαι; accordingly equivalent to German Gelag; cf. Curtius, § 45); from (Homer h. Merc., Theognis) Herodotus down; a revel, carousal, i. e. in the Greek writings properly, a nocturnal and riotous procession of half-drunken and frolicsome fellows who after supper parade through the streets with torches and music in honor of Bacchus or some other deity, and sing and play before the houses of their male and female friends; hence, used generally, of feasts and drinking-parties that are protracted till late at night and indulge in revelry; plural (revellings): Trench, § lxi.)
Greek Monolingual
κῶμος, -ου, ὁ (Α)
1. διασκέδαση σε συμπόσιο καθώς και η μετά από αυτό θορυβώδης έξοδος στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, ιδίως νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη συνοδεία οργάνων, κυρίως αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι εἰς ἀλλήλους», Ηρόδ.
β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», Αριστοφ.)
2. λαῑκή και αγροτική εορτή, με πομπή και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης και προς τιμήν θεού, ιδίως του Διονύσου και της ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», Ευρ.)
3. ομάδα ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική πομπή ή σε πομπή προς τιμήν κάποιου νικητή
4. συγκεντρωμένο πλήθος ατόμων («ὁμηλίκων κώμους ἐπάξω», Ευρ.)
5. το τραγούδι που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῑ», Πίνδ.)
6. είδος βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα κοινός, κεάζω, οπότε η αρχική της σημ. θα ήταν «αγέλη». Συνδέεται επίσης με τα κώμη, κώμος.
ΠΑΡ. κωμικός
αρχ.
κωμάδιος, κωμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμωδός
αρχ.
κωμηγέτης, κώμαρχος, κωμοφύλαξ. (Β' συνθετικό) αγλαόκωμος, αείκωμος, εγρεσίκωμος, επίκωμος, ηδύκωμος, κραιπαλόκωμος, πολύκωμος, σύγκωμος, φιλόκωμος.
Greek Monotonic
κῶμος: -ου, ὁ (κώμη), κυρίως γιορτή χωρικών·
I. διασκέδαση, γλέντι, ξεφάντωμα, Λατ. comissatio, σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν. κ.λπ.· κατέληγαν σε πομπώδη παρέλαση των γλεντοκόπων στους δρόμους, οι οποίοι τραγουδούσαν και χόρευαν κρατώντας λαμπάδες και κάνοντας σκανταλιές, σε Αριστοφ.
II. όμιλος γλεντοκόπων, εύθυμη ομάδα, σε Ευρ.· μεταφ., συντροφιά, παρέα, κ. Ἐρινύων, σε Αισχύλ.· λέγεται για στράτευμα, σε Ευρ. κ.λπ.
III. ωδή που ψαλλόταν κατά τη διάρκεια αυτών των πομπικών παρελάσεων, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῶμος -ου, ὁ [~ κώμη?] feest:; πίνειν... καὶ κώμῳ χρῆσθαι ἐς ἀλλήλους drinken en samen feest vieren Hdt. 1.21.2; σύνοδοι καὶ δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι samenkomsten en banketten en feesten met fluitspeelsters Plat. Tht. 173d; feestelijke optocht; religieus feest; feestlied:. ἐγὼ δὲ κώμοις σε φιλοχόροισι μέλψω ik zal je bezingen in feestliederen met koren Aristoph Th. 988. groep feestgangers:; δέχεσθ ’ ἐς κῶμον εὐίου θεοῦ neem haar op in de stoet van de juichende god Eur. Ba. 1167; uitbr. groep personen:. κῶμος ἀναυλότατος een stoet zonder fluitspel (leger) Eur. Phoen. 791; πτηνός... κῶμος πελειῶν een gevleugelde zwerm duiven Eur. Ion 1197.
Russian (Dvoretsky)
κῶμος: ὁ
1) веселое шествие, шумное гуляние (ἐν κώμῳ εἶναι Xen.; ἑορταὶ καὶ κῶμοι Plat.; κῶμοι καὶ μέθαι NT);
2) торжественное шествие (в честь бога, победителя на играх и проч.) (κῶμοι Ὑακίνθου Eur.);
3) веселая толпа, шумная гурьба гуляк (ἡ πομπὴ καὶ ὁ κ. Dem.);
4) толпа, рой, сонм (Ἐρινύων Aesch.; ὁμηλίκων Eur.);
5) рать, войско (ἀσπιδηφόρος Eur.);
6) стая (πελειῶν Eur.);
7) песнь, славословие (κώμοις τινὰ μέλπειν Arph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: revel, carousal, merry-making of youths, Dionysiac festive procession and festive songs, feast (posthom.).
Compounds: Compp., e.g. κωμ-ῳδός singer of a κῶμος (Att.), comic player (hell.) with -έω, -ία etc., σύγ-κωμος comrade of a κ. (Att.; rather backformation from συγ-κωμάζω).
Derivatives: κωμικός = κωμῳδικός belonging to a comedy (Aeschin., Arist., hell.); κωμάζω participate in a κῶμος, drink (posthom.) with κωμασία festive procession, κωμαστής drinker, member of a festive procession (Att., pap.), κωμαστήριον place where κωμασταί assemble (pap.), κωμαστικός belonging to a κωμαστής or a κῶμος (D. H., Ph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As the development of the meaning of κῶμος is uncertain, the etymology rests on assumptions: with κώμη, Goth. haims etc. (s. κώμη) to a supposed *kōi- assemble, range oneself (Bezzenberger BB 27, 168); to κώμυς (Persson Beitr. 1, 160); as banquet to Lat. cibus (?; Osthoff Etym. parerga 1, 7). - I suggest that this was a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κῶμος, ου, κώμη
I. properly a village festival: a revel, carousal, merry-making, Lat. comissatio, Hhymn., Theogn., etc.: it ended in the party parading the streets crowned, bearing torches, singing, dancing, and playing frolics, Ar.
II. a band of revellers, a jovial troop, Eur.:—metaph. a rout, band, κ. Ἐρινύων Aesch.; of an army, Eur., etc.
III. the ode sung at one of these festive processions, Pind.
{{FriskDe
|ftr=κῶμος: {kō̃mos}
Grammar: m.
Meaning: Umzug bezechter Jugend, dionysischer Festzug und Festgesang, Festgelage (nachhom.).
Composita : Kompp., z.B. κωμ-ῳδός [[Sänger eines κῶμος (att.), komischer Schauspieler (hell. u. sp.) mit -έω, -ία usw., σύγκωμος ‘Genosse eines κ.’ (att.; eher Rückbildung aus συγκωμάζω).
Derivative: Davon κωμικός = κωμῳ-δικός zu einer Komödie gehörig (Aeschin., Arist., hell. u. sp.); κωμάζω [[an einem κῶμος teilnehmen]], zechen (nachhom.) mit κωμασία festlicher Aufzug, κωμαστής Zecher, Teilnehmer eines Festzugs (att., Pap.), κωμαστήριον Versammlungsort der κωμασταί (Pap.), κωμαστικός ‘zu einem κωμαστής od. einem κῶμος gehörig’ (D. H., Ph. u. a.).
Etymology : Da sich die Bedeutungsentwicklung bei κῶμος verschiedentlich auffassen läßt, ist man für die Etymologie auf bloße Vermutungen hingewiesen: mit κώμη, got. haims usw. (s. κώμη) zu einer angeblichen Wz. qōi- sich gesellen, scharen (Bezzenberger BB 27, 168); zu κώμυς (Persson Beitr. 1, 160); als Schmaus zu lat. cibus usw. (?; Osthoff Etym. parerga 1, 7).
Page 2,62
}}
Chinese
原文音譯:kîmwj 可摩士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:狂歡(的)
字義溯源:宴飲狂歡,幻想,宴樂,荒宴;源自(κεῖμαι)*=躺)。參讀 (κραιπάλη)同義字
出現次數:總共(3);羅(1);加(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 荒宴(3) 羅13:13; 加5:21; 彼前4:3
English (Woodhouse)
revel, revelry, band of revellers, band of roisterers, flock of birds, merrymaking