ἐκεῖ

From LSJ
Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκεῖ Medium diacritics: ἐκεῖ Low diacritics: εκεί Capitals: ΕΚΕΙ
Transliteration A: ekeî Transliteration B: ekei Transliteration C: ekei Beta Code: e)kei=

English (LSJ)

(not in Hom.), Aeol. κῆ Sapph.51 : Dor. τηνεῖ (q.v.):—Adv.

   A there, in that place, opp. ἐνθάδε, Th.6.83 ; οἱ ἐ. S.El.685, etc.; τἀκεῖ what is or happens there, events there, E.Fr.578.5, Th.1.90 ; redundant, οὗ ἦν ἐ. LXX 1 Ki.9.10.    2 freq. as euphem. for ἐν Ἅιδου, in another world, κἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα Ζεὺς ἄλλος A.Supp.230, cf. Ch.359 (lyr.), S.Ant.76 ; εὐδαιμονοίτην, ἀλλ'ἐ. E.Med.1073 ; εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ Ar.Ra.82, cf. Pl.Phd.64a, al. ; in full, ἐκεῖ δ' ἐν Ἅιδου E.Hec.418 ; οἱ ἐ. euphem. for the dead, A.Ch.355 (lyr.), S.OT776, Pl.R. 427b, Isoc.14.61.    3 Philos., in the intelligible world, Plot.1.2.7, 2.4.5, etc.    II with Verbs of motion, for ἐκεῖσε, thither, ἐ. πλέομεν Hdt.7.147 ; ἐ. ἀπικέσθαι v.l. in Id.9.108 ; ὁδοῦ τῆς ἐ. S.OC1019 ; οἱ ἐ. καταπεφευγότες Th.3.71, cf. Plb.5.101.10 ; βλέψον δὲ κἀκεῖ Men.Epit.103.    III rarely, of Time, then, S.Ph.395 (lyr.), D.22.38.

German (Pape)

[Seite 758] dort, daselbst, Tragg. u. in Prosa überall, oft mit der Krasis, κἀκεῖ, Aesch. Ch. 703; Soph. Ai. 842; κἀκεῖ κἀνθάδ' ὤν 1351, wie εἴπερ ἐκεῖ καὶ ἐνθάδε Plat. Rep. V, 451 b; Ggstz von ἐνταῦθα, Prot. 323 b; τἀκεῖ κἀνθάδε, Alexis Ath. VIII, 354 d; bes. in der Unterwelt, wie Soph. El. 348 Ant. 76; Eur. öfter; ἐκεῖ ἐν Ἅιδου Hec. 418; Plat. Conv. 192 e; οἱ ἐκεῖ, die Verstorbenen Rep. IV, 427 b, wie εἴ τις ἄρα αἴσθησις τοῖς ἐκεῖ περὶ τῶν ἐνθάδε γινομένων Lycurg. 136. Mit dem Artikel, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ Soph. El. 675; τἀκεῖ, das Dortige, das Obige, früher Gesagte, Plat. Phaedr. 250 a u. öfter; auch ἐκεῖ allein, oben, früher in einer Disputation, τὸ ἐκεῖ πέλαγος Tim. 24 c u. ähnl. sonst; ἐκεῖ ἔστι, im Gesetz steht, Is. 6, 47. – Auch bei Verbis der Bewegung, wo man ἐκεῖσε erwartet, wie ὁδοῦ κατάρχειν τῆς ἐκεῖ Soph. O. C. 1023; οἱ ἐκεῖ καταπεφευγότες, eigtl. die dort eine Zuflucht gefunden haben, Thuc. 3, 71; ἐπεὶ δὲ ἐκεῖ τε ἀπίκετο Her. 9, 108; ἡμεῖς ἐκεῖ πλέομεν 7, 147; Sp. – Von der Zeit, damals, Soph. Phil. 394; vgl. Dem. 22, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκεῖ: Δωρ. τηνεὶ Θεόκρ.: ἐπιρρ. ἐκεῖ, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λατ. illic, συχν. παρ’ Ἀττ., ἀντιτίθεται τῷ ἐνθάδε: - οἱ ἐκεῖ Σοφ. Ἠλ. 685, κτλ.· τἀκεῖ, τὰ ἐκεῖ ὄντα ἢ συμβαίνοντα, Εὐρ. Ἀποσπ. 582, Θουκ. 1. 90. 2) παρὰ Τραγ. ὡς εὐφημισμὸς ἀντὶ τοῦ ἐν Ἅιδου, ἐν τῷ ἄλλῳ κόσμῳ, τἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα Ζεὺς ἄλλος Αἰσχύλ. Ἱκ. 230· πρβλ. Χο. 358, Σοφ. Ἀντ. 76· εὐδαιμονίτην, ἀλλ’ἐκεῖ Εὐρ. Μήδ. 1073· συχν. ἐν Πλάτ. Φαίδωνι πλῆρες· ἐκεῖ δ’ ἐν Ἅιδου Εὐρ. Ἑκ. 418· προσέτι, οἱ ἐκεῖ, κατ’ εὐφημ. οἱ τεθνεῶτες, οἱ νεκροί, Αἰσχύλ. Χο. 355, Σοφ. Ο. Τ. 776, Πλάτ. Πολ. 427Β, Ἰσοκρ. 308Β, κτλ.· πρβλ. ἐκεῖσε. ΙΙ. μετὰ ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν ἀντὶ τοῦ ἐκεῖσε, ἐκεῖ πλέειν Ἡρόδ. 7. 147· ἐκεῖ ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 9. 108· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1019, Θουκ. 3. 71, κτλ. ΙΙΙ. ὡσαύτως, ἀλλὰ σπανίως ἐπὶ χρόνου = τότε, Σοφ. Φ. 395, Δημ. 605. 10.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec idée de lieu là, là même (avec ou sans mouv.) ; chez les Att. euphém. pour ἐν ᾌδου, dans les enfers;
2 avec idée de temps alors.
Étymologie: DELG particule dém. i.-e. *ke-

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. κεῖ Archil.247, Herod.1.26, Call.Del.195 (var.); eol. κῆ Sapph.141.1, Inc.Lesb.303.2S (dud.)
I adv. de lugar, indic. lejanía
1 allí, allá c. verb. no de mov.:
a) concr. κῆ δ' ἀμβροσίας μὲν κράτηρ ἐκέκρατ' Sapph.l.c., ἐ. κατέφθιτο A.Pers.319, cf. Ch.714, Eu.81, ὡς ηὐδᾶτ' ἐ. S.OT 940, cf. OC 339, Ζεὺς δ' ἔστ' ἐ. ...; ¿es que allí hay un Zeus? E.Ba.467, ἐ. ποτὲ ἐπὶ στρατιᾶς Pl.Smp.220c, cf. Ar.Au.110, ὅρκους δ' ἐ. ... δότε prestaos juramentos allí fuera de la Acrópolis, Ar.Lys.1185, τοὐκεῖ πέλαγος Pl.Ti.25d, cf. D.1.13, 25, ἐ. μὲν γὰρ οὐ γίγνονται, κάτω δέ allí (en la región celeste) no se producen (ciertos fenómenos), aquí abajo, sí Arist.Mete.341a33, ἔθετο ἐ. τὸν ἄνθρωπον LXX Ge.2.8, cf. 11, 12, ἐ. μέλλει ἀριστᾶν LXX Ge.43.25, ἐ. πρὸς τῷ ὄρει Eu.Marc.5.11, cf. PFay.110.13 (I d.C.)
op. ἐνθάδε: κἀκεῖ κἀνθάδ' ὤν S.Ai.1372, ἐ. που σεμνὸς ἦσθ', οὐκ ἐνθάδε E.Hel.454, cf. Pl.R.451b, op. ἐνταῦθα Arist.Mete.347b31, op. ἔξω: ἔξω μὲν γὰρ ἦν νότος, ἐκεῖ δὲ βορέας fuera soplaba el noto, pero allí (en Acaya) el bóreas Arist.Mete.368b7
en uso adnom. τὴν ... ἐ. ἀρχήν Th.6.83, sólo c. art. πᾶσι τοῖς ἐ. σέβας motivo de admiración para todos los que estaban allí al relatar una escena pasada, S.El.685, ἀνὴρ ἀστῶν μέγιστος τῶν ἐ. S.OT 776, cf. X.HG 1.6.4, Isoc.14.61, Pl.Ti.20a, PRyl.239.9 (III d.C.), τἀκεῖ κατ' οἴκους πάντ' ἐπίστασθαι καλῶς saber bien todo lo de allí, desde casa el viajero gracias a la escritura, E.Fr.578.5, cf. Th.1.36; op. τοὐνθένδε E.Supp.758
en correl. con el adv. relat. ὅπου PEleph.1.14 (IV a.C.), Eu.Io.12.26, Plu.2.122d;
b) ref. a lo que está fuera de la realidad tangible: el Hades ἐ. ἐν ᾍδου κείσομαι E.Hec.418, cf. Pl.Smp.192e
abs., elíptico y euf. allá, en el otro mundo κἀκεῖ δικάζει τἀμπλακήματα y allá (e.d. en el Hades) juzga los pecados A.Supp.230, cf. Ch.359, S.Ai.855, Pl.Phd.64a, tb. op. ἐνθάδε S.Ant.76, E.Med.1073, Ar.Ra.82, Pl.R.427b, en uso adnom. τῶν μεγίστων χθονίων ἐκεῖ τυράννων A.Ch.359, sólo c. art. οἱ ἐ. los que están en el otro mundo, los difuntos, IGLNovae 182.18 (imper.)
ref. a la esfera intelectual en un caso hipotético καλῶς ἐ. ἕξει Pl.Euthd.299b, op. ἐνταῦθα Arist.Metaph.1079a31
en la esfera trascendente, Plot.1.2.7, 2.4.5.
2 allí, allá, hacia allí, hacia allá c. verb. de mov. o que indica direcc., real o fig. ἐ. πλέομεν Hdt.7.147, cf. 1.209, ἐλθὼν δὲ ἐ. πατέρα ... εὑρήσεις Hdt.1.121, οἱ ἐ. καταπεφευγότες Th.3.71, νῦν δ' ἐ. πέμπει Arr.Epict.3.24.113, βλέψον δὲ κἀκεῖ Men.Epit.144, cf. Eu.Matt.2.22, Ep.Rom.15.24, ἵνα ἐ. πέμπω τὰς ἐπιστολάς PMeyer 20.46 (III d.C.), ἐκδραμεῖν ἐ. πρὸς Φίλιππον PFlor.125.7, cf. 133.9 (ambos III d.C.)
c. subst. que implica direcc. o mov. ὁδοῦ ... τῆς ἐ. S.OC 1019, ἡ ἐ. διάβασις Plb.5.101.10.
II adv. de tiempo entonces σὲ κἀκεῖ ... ἐπηυδώμαν S.Ph.395, cf. D.22.38, cf. κηνεῖ, κήνουι, κήνω, τηνεῖ
en aquel caso, en la ocasión πολλὰ καὶ ἐ. ψευσάμενοι habiendo mentido mucho en esa ocasión, IMaced.186.6 (II d.C.).

• Etimología: Formación sobre la partíc. dem. *ke/ki que encontramos en lat. cedo, hic, het. ki-, lituan. šis, etc.

English (Strong)

of uncertain affinity; there; by extension, thither: there, thither(-ward), (to) yonder (place).

English (Thayer)

adverb of place, there;
a. properly: ἐκεῖ is not used for ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ followed by ὅταν (at that time ... when etc.), but means in that place whither ye have been banished; cf. Meyer at the passage οἱ ἐκεῖ, namely, ὄντες, standing there, Tr marginal reading αὐτοί ἐκεῖ). It answers to a relative adverb: οὗ τό πνεῦμα, ἐκεῖ ἐλευθερία, ἐκεῖ is added to this verb pleonastically: G T Tr WH (ὅπου ἔχει ἐκεῖ τόπον), ὅπου τρέφεται ἐκεῖ); cf. αὐτός after a relative.
b. by a negligent use common also in the classics it stands after verbs of motion for ἐκεῖσε, thither: so after ἀπέρχομαι, μεταβαίνω, ὑπάγω, ἔρχομαι, προπέμπομαι, Lob. ad Phryn., pp. 43f, 128; Hermann on Sophocles Antig. 515; Trachin. 1006; Alexander Buttmann (1873) on Philoct. 481; Winer s Grammar, § 54,7; Buttmann, 71 (62) and 378 (324).

Greek Monolingual

και κει (AM ἐκεῑ)
επίρρ.
1. σ' εκείνη τη θέση, σ' εκείνο το μέρος
2. προς εκείνη την κατεύθυνση
3. χρον. τότε
4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ' έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ.
β. «τράβηξε προς τα κει»)
5. με αναφορική πρόταση («καθόμουν εκεί που χωρίζουν οι δυο δρόμοι»)
νεοελλ.
1. (για στάση ή κίνηση) συνεκφέρεται με άλλα μόρια, επιρρήματα ή προθέσεις ώστε να προσδιοριστεί σαφέστερα η έννοιαεκεί ψηλά, κοντά»)
2. με την πρόθ. από δηλώνει προέλευση, από τόπο κίνηση («απ' εκεί βγήκα στο χωριό», «απ' εδώ κι απ' εκεί»)
3. με την πρόθεση κατά δηλώνει την κίνηση σε τόποτράβα κατά κει»)
4. «εκεί που»
α) εισάγει χρονικές αναφορικές προτάσεις αφηγηματικά για περασμένο χρόνο («εκεί που μιλούσαμε»)
β) εισάγει εναντιωματικές προτάσεις
ενώ, αν και, αντί να («εκεί που μάς το χρωστούσανε, μάς πήραν και το βόδι»)
5. με ρήματα που σημαίνουν αίσθηση δηλώνει αποδοκιμασία («για ιδές εκεί παλιανθρωπιά»)
6. φρ. «ακούς εκεί» — φράση που προτάσσεται για να δείξει έκπληξη, επίκριση, αγανάκτηση κ.λπ.
7. «ώς εκεί» — ώς αυτό το σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τοπικό επίρρ. εκεί ανάγεται στο ΙΕ δεικτικό μόριο ke- / ki- που απαντά επίσης στα λατ. cě-do, «προχωρώ, βαδίζω» hi-c «εδώ», ci-s «πάνω σε κάτι», χεττ. ki «αυτό», λιθ. ši-s «αυτός». Το μόριο αυτό χρησιμοποιούνταν ως δεικτικό για αντικείμενα κοντινής αποστάσεως και μόνο στην Ελληνική και υπό την επίδραση του (ε)κείνος χρησιμοποιήθηκε για τη δείξη απομακρυσμένων προσώπων ή πραγμάτων. Με αυτόν τον τρόπο προήλθε το τοπικό επίρρ. κει, αρχαία τοπική πτώση του ko- καθώς και το αιολ. κῆ, αρχαία οργανική πτώση. Το αρχικό ε- του τ. εκεί (που απαντά στην αττική διάλεκτο και στον Ηρόδοτο και είναι πιο εύχρηστος από τον τ. κει) πρέπει να ήταν αρχαίο δεικτικό μόριο (πρβλ. ε-κείνος, ε-χθές), εμφανίζεται επίσης στα οσκ. e-tanto «τόση», λατ. e-quidem, ρωσ. e-tot «αυτός», αρχ. ινδ. a-sak «εκείνος». Η υπόθεση, τέλος, ότι το εκεί είναι υποχωρητικός σχηματισμός κατά το τε-ενος (δωρ. τήνος) -τεί-δε δεν είναι πειστική].

Greek Monotonic

ἐκεῖ: Δωρ. τηνεί, επίρρ.,
I. 1. εκεί, σε εκείνο το μέρος, Λατ. illic, Αττ.
2. ευφημ. αντί ἐν Ἅιδου, στον άλλο κόσμο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οἱ ἐκεῖ, δηλ. οι νεκροί, στον ίδ.
II. με ρήμ. κίνησης αντί ἐκεῖσε, όπως λέμε εκεί αντί προς τα εκεί, ἐκεῖ πλέειν, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκεῖ: дор. τηνόθι, τηνῶ и τηνεῖ adv.
1) там (ἐ. καὶ ἐνθάδε Plat.; ἐ. καὶ ἐνταῦθα Arst.): ὁ ἐ. Soph., Plat. etc. находящийся там, тамошний, тот; τἀκεῖ Plat. те места или тамошние обстоятельства;
2) на том свете (ἐ. ἐν Ἃιδου Eur., Plat.): οἰ ἐ. Plat. почившие;
3) (= ἐκεῖσε) туда Soph., Her., Thuc., Polyb., Luc.;
4) (= τότε) тогда, в то время Soph.: οἱ ἐ. εἶχον τὸ βουλευτήριον Dem. которые тогда имели в совете решающее влияние.