ὅπλον

From LSJ
Revision as of 13:35, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅπλον Medium diacritics: ὅπλον Low diacritics: όπλον Capitals: ΟΠΛΟΝ
Transliteration A: hóplon Transliteration B: hoplon Transliteration C: oplon Beta Code: o(/plon

English (LSJ)

τό, A tool, implement, mostly in plural, like ἔντεα, τεύχεα: (prob. from ἕπω A): I a ship's tackle, tackling, Hom.(only in Od.), 2.390, al., Hes.Op.627; esp. ropes, halyards, etc., δησάμενοι δ' ἄρα ὅπλα Od. 2.430, etc.; in which sense Hom. twice uses the sg., rope, 14.346, 21.390: generally, any ropes, Hdt.7.25, 9.115, Hp.Art.78. II tools, strictly so called, in Hom. especially of smiths' tools, Il.18.409,412; in full, ὅπλα χαλκήϊα Od.3.433 : in sg., ὅπλον ἀρούρης sickle, AP6.95 (Antiphil); ὅπλον γεροντικόν staff, Call.Epigr.1.7; δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον, of the wine-flask, AP6.248 (Marc. Arg.). III in plural, also, implements of war, arms and armour, Hom. (only in Il.), αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε, of the arms of Achilles, 18.614, cf. 19.21; ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην 10.254,272; so in Pi.N.8.27, IG12.1.9, E.Hec. 14, etc.: rarely in sg., weapon, οὐδέ τι ἀρήϊον ὅπλον ἐκτέαται Hdt.4.23, cf. 174, E.HF161,570,942, Pl.R.474a, X.Cyr.7.4.15; ποτὶ πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον ὅπλον ἁ πονηρία [Epich.]275; piece of armour, D.S.3.49. 2 the large shield, from which the men-at-arms took their name of ὁπλῖται (εἰκόνα γραπτὴν ἐν ὅπλῳ IG22.1012.18 (ii B. C.), cf. IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), Th.7.75, D.S.15.44, 17.18); ὅπλον στύππινον IG11(2).203 B99 (Delos, iii B. C.) : metaph., τῆς πενίας ὅπλον ἡ παρρησία Nicostr.Com.29; ὅ. μέγιστον . . ἁρετὴ βροτοῖς Men. Mon.433, cf. 619. 3 in plural, also, heavy arms, Hdt.9.53; ὅπλων ἐπιστάτης, = ὁπλίτης, opp. κώπης ἄναξ, A.Pers.379; ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Th.1.83; ὅπλα παραδοῦναι Id.4.69; ὅπλα ἀποβάλλειν Ar.V.27, etc. 4 ὅπλα, = ὁπλῖται, men-at-arms, πολλῶν μεθ' ὅπλων S.Ant.115 (lyr.): and freq. in Prose, ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι to have a muster of the men-at-arms, Th.4.74, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγός, opp. ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, Decr. ap. D.18.38, Decr.ib. 115; χειροτονηθεὶς ἐπὶ τὰ ὅ. πρῶτος . . στρατηγός IG22.682.44 (iii B. C.); στρατηγεῖν ἐπὶ τὰ ὅ. SIG697 E (Delph., ii B. C.), etc. 5 τὰ ὅ. the place of arms, camp, ἦλθεν εἰς τὰ ὅ. Lys.13.12, cf.X.Cyr.7.2.5, etc.; ἐκ τῶν ὅ. προϊέναι Th.1.111, cf. 3.1. 6 Phrases : ἐνέδυνον (v.l. ἐνέδυντο) τὰ ὅ. Hdt.7.218, etc.; ἐν ὅπλοισι εἶναι or γενέσθαι to be in arms, under arms, Id.1.13, cf.E.Ba.303, Th.6.56; ἐν ὄπλοισι [ἰππομ]άχεντας Sapph.Supp.5.19; ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Pl.Grg.456d; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη Id.Lg.833e; ποιῆσαι ἐξέτασιν ἐν ὅπλοις Decr. ap. Arist.Ath.31.2; εἰς τὰ ὅ. παραγγέλλειν X.An.1.5.13; ἐφ' ὅπλοις or παρ' ὅπλοις ἧσθαι, E.Supp.674,357; μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις X.Cyr.7.2.8; for ὅπλα ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, v. sub vocc.; for ὅπλα τίθεσθαι, v. τίθημι. IV of the arms possessed by animals for self-defence, [τὸν ἄνθρωπον] οὐκ ἔχοντα ὅπλον πρὸς τὴν ἀλκήν Arist.PA687a25, cf. b4, al. V membrum virile, Nic.Fr.74.30, APl.4.242 (Eryc.), Hsch. VI a gymnastic exercise, the last which came on in the games, Artem.1.63.

German (Pape)

[Seite 360] τό (nach Buttm. Lexil. II, 216 mit ἕπω zusammenhangend; verwandt mit Wappen, Waffe), übh. Werkzeug, Geräth; bes. – a) alles zur Ausrüstung eines Schiffes Gehörige, Takelwerk; πάντα ὅπλα, τά τε νῆες φορέουσιν, Od. 2, 390, öfter in der Od., auch ein einzelnes Tau, ὅπλον νεός, 21, 390, wie ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14, 346; u. so übh. Tau, Strick, τὰ ἐκ τῶν γεφυρέων Her. 9, 115, vgl. 7, 25. – b) von allem Handwerkzeuge; ἦλθε δὲ χαλκεύς, ὅπλ' ἐν χερσὶν ἔχων χαλκήϊα, Od. 3, 433, des Schmiedes, wie Il. 18, 409. 412; ἀρούρης ὅπλον heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95). – c) am gewöhnlichsten das Kriegsgeräth, Harnisch und Schild; ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην, Il. 10, 254; 19, 21. 11, 17 ff.; χρυσέων ὅπλων στερηθείς, Pind. N. 8, 27; ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις, P. 10, 14; χάλκεα, N. 10, 14 u. öfter; ἀρήϊα ὅπλα, Aesch. Spt. 114 und öfter, nur im plur., wie auch bei Soph., πολλῶν μεθ' ὅπλων, d. i. mit vielen Bewaffneten, Ant. 115; Eur. hat den sing. Herc. Fur. 161. 570. 942, sonst immer den plur. – Bes. ist bei Her. u. den Attikern τὸ ὅπλον der große Schild (dah. ὅπλα προβάλλεσθαι, μεταβάλλεσθαι, vgl. Pol. 1, 22, 10. 3, 71, 4), mit dem das nach ihm benannte schwere Fußvolk bewaffnet ist, u. der Harnisch, dah. gern der plur. gebraucht wird; Her. hat den sing. 4, 23, οὐδέ τι ἀρήϊον ὅπλον ἐκτέαται, wie 4, 177; ὅτι ἑκάστῳ παρέ τυχεν ὅπλον, Plat. Rep. V, 474 a, sonst auch bei Plat. immer im plur.; ἐν ὅπλοις μάχεσθαι, Gorg. 456 d; ὅπλα ἀπ οβαλών, Conv. 179 a; ὅπλα ἀφείς, Apol. 39 a, wie Xen. u. A.; auch ῥίπτειν τὰ ὅπλα, παραδιδόναι u. ä., s. diese verba; ὅταν ὅπλα εἰς τὰς χεῖρας λάβωμεν, Plat. Legg. I, 638 a; ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι, in den Waffen, bewaffnet sein, Xen. An. 3, 2, 28; vgl. Her. 1, 13; Thuc. 6, 74; κατατίθεσθαι, die Waffen niederlegen, Xen. An. 5, 2, 15 u. öfter; τίθεσθαι τὰ ὅπλα, die Waffen, bes. den Schild vor die Füße hinsetzen, was sowohl beim Haltmachen geschieht, Xen. An. 1, 5, 14. 4, 2, 16 u. öfter, als beim Antreten u. sich in Reih' u. Glied Aufstellen, οἱ ὁπλῖται ἔθεντο τὰ ὅπλα, οἱ μὲν περὶ τὰ σταυρώματα, οἱ δὲ κατὰ τὴν ὁδόν, 5, 2, 19 (vgl. Hell. 3, 1, 23; Her. 9, 52; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα, Thuc. 2, 2); vollständiger, εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τίθεσθαι, 2, 2, 8; auch ἀντία τὰ ὅπλα τίθ., 4, 3, 26 (vgl. Hell. 7, 3, 9; Her. 1, 62. 5, 74); κατὰ χώραν, auf seinen Platz zurückkehren u. die Waffen, den Schild u. Speer hinstellen, 1, 5, 17; dah. κεῖται τὰ ὅπλα, die Bewaffneten stehen, 4, 2, 20; παραγγέλλειν εἰς τὰ ὅπλα, unter die Waffen treten lassen, 1, 5, 13; νυκτερεύειν ἐν τοῖς ὅπλοις, unter den Waffen die Nacht zubringen, 6, 2, 27. Wie An. 2, 2, 20 zeigt, wurden die Waffen vor der Front aufgestellt; dah. τὰ ὅπλα auch geradezu »das Lager« heißt, πρὸ τῶν ὅπλων, An. 2, 4, 15; für die ὁπλῖται selbst steht es offenbar An. 2, 2, 4, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ τὰ μὲν ὑποζύγια ἔχοντες πρὸς τοῦ ποταμοῦ, τὰ δὲ ὅπλα ἔξω, vgl. 3, 2, 36 Cyr. 5, 4, 45, wie man auch ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι Thuc. 4, 74 nehmen kann, u. so bei Sp.; – ἥκειν ἐν τοῖς ὅπλοις, Pol. 9, 6, 6; ἐποιοῦντο συναγωγὰς ἐπὶ τῶν ὅπλων, 5, 64, 4. – Uebtr. τῶν ὅπλων τῶν ἐπὶ τὴν Ἴλιον μετεσχηκότες, Ael. N. A. 1, 1. – Bei Nic. Ir. 2, 31 das männliche Glied.

Greek (Liddell-Scott)

ὅπλον: τό, ἐργαλεῖον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τά: ἔντεα, τεύχεα· (πιθαν. ἐκ τοῦ ἕπω, ὃ ἴδε). Ι. τὰ τῆς νεὼς ὅπλα, σκεύη ἢ ὁπλίσματα, ἐξάρτια, ἄρμενα πλοίου, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ νηῒ) ὅπλ᾿ ἐτίθει, τὰ τε νῆες ἐΰσελμοι φορέουσιν, «ὅρα ὅτι ὅπλα κἀνταῦθα λέγει τὴν σκευὴν τῆς νεὼς» (Εὐστ.), Β. 390, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 625· ἰδίως τὰ σχοινία, καλῴδια, κτλ., δησάμενοι δ᾿ ἄρα ὅπλα Ὀδ. Β. 430, κτλ.· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρ. χρῆται δὶς τῷ ἑνικῷ, καλῴδιον, Ξ. 346, Φ. 390· ― καθόλου, πᾶν εἶδος σχοινίου, Ἡρόδ. 9. 115, πρβλ. 7. 25. ΙΙ. τὰ κυρίως καλούμενα ἐργαλεῖα, παρ᾿ Ὁμήρῳ ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐργαλείων τοῦ σιδηρουργοῦ, Ἰλ. Σ. 409, 412· πλῆρες: ὅπλα χαλκήια Ὀδ. Γ. 433· ― ἐν τῷ ἑνικ., ὅπλον ἀρούρης, δρέπανον, Ἀνθ. Π. 6. 95· ὅπλον γεροντικόν, βακτηρία, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 7· δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον, ἐπὶ οἰνοδόχου ἀγγείου, Ἀνθ. Π. 6. 248. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, ὅπλα πολεμικά, ὁπλισμός, πανοπλία, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ᾿ ὅπλα κάμε, ἐπὶ τῶν ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Σ. 612, πρβλ. Τ. 21· ὅπλοισιν ἐνὶ δεινοῖσιν ἑδύτην Κ. 254, 272· οὕτως ἐν Πινδ. Ν. 8. 47, Τραγ., κλ.· ― σπανίως καθ᾿ ἑνικ., «ὅπλον», οὔτε τι ἀρήιον ὅπλον ἐκτέαται Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. 174, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 161, 570, 942, Πλάτ. Πολ. 474Α, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 15· ποτὶ πονηρὸν οὐκ ἄχρηστον ὅπλονπονηρία Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 21Ε· μέρος τοῦ ὁπλισμοῦ, Διόδ. 3. 49. 2) παρὰ τοῖς Ἱστορικοῖς ὅπλον συνήθως ἐσήμαινε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, ἐξ ἧς οἱ βαρέως ὡπλισμένοι πολεμισταὶ ἔλαβον τὸ ὄνομα ὁπλῖται (τῆς γραπτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 27, πρβλ. Θουκ. 7. 75, Διόδ. 15. 44., 47. 18)· μεταφορ., τῆς πενίας ὅπλον παρρησία Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 5· ὅπλον μέγιστον .. ἁρετὴ βροτοῖς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 433, πρβλ. 619· ― ἀκολούθως, 3) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, βαρέα ὅπλα, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ὅπλων ἐπιστάτης, = ὁπλίτης, ἀντίθετον τῷ κώπης ἄναξ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 379· ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον ἀλλὰ δαπάνης Θουκ. 1. 83· ὅπλα παραδοῦναι ὁ αὐτ. 4. 69· ὅπλα ἀποβάλλειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 27, κτλ.· ― ὅθεν, 4) ὅπλα, ὁπλῖται, πολλῶν μεθ᾿ ὅπλων Σοφ. Ἀντ. 115, καὶ συχνάκις παρὰ πεζολόγοις, οἷον, ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐπιθεωρεῖν τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 4. 74, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγός, ἀντίθετον τῷ: ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, παρὰ Δημ. 238. 13, πρβλ. 265. 8· οὕτως, ὁ στρατ. ὁ ἐπὶ τὰ ὅπλα Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 46, πρβλ. 186. 5) τὰ ὅπλα, ὡσαύτως, ἡ θέσις τῶν ὅπλων, τὸ στρατόπεδον, Ἡρόδ. 1. 62., 5. 74, Λυσ. 130. 40, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5, κτλ.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Θουκ. 1. 111, πρβλ. 3. 1. β) φράσεις: ἔδυντο τὰ ὅπλα Ἡρόδ. 7. 218, κτλ.· ἐν ὅπλοισι εἶναι ὁ αὐτ. 1. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 303, Θουκ., κλ.· ἐν ὅπλοις μάχεσθαι Πλάτ. Γοργ. 456D· ἡ ἐν ὅπλοις μάχη ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 833D· εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλειν Ξεν. Ἀν. 1. 5. 13· ἐφ᾿ ὅπλοις ἢ παρ᾿ ὅπλοις ἦσθαι Εὐρ. Ἱκέτ. 674, 257· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 7. 2. 8· ― περὶ τῶν φράσεων: ὅπλα ἀποβάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, κατατίθεσθαι, ἴδε τὰς λέξ.· περὶ δὲ τοῦ ὅπλα τίθεσθαι ἴδε τίθημι Α. Π. 10. IV. ἐπὶ τῶν ὅπλων ἅ κέκτηνται τὰ ζῷα πρὸς ἄμυναν, [τὸν ἄνθρωπον] ... οὐκ ἔχοντα ὅπλον πρὸς τὴν ἀλκὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 22, πρβλ. 24, κ. ἀλλ. V. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἡσύχ., Ἀνθ. Πλαν. 242, καὶ (κατὰ τὸν Hemst.) Νικ. παρ᾿ Ἀθην. 683Ε. VI. γυμναστική τις ἄσκησις, ἡ ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἐσχάτη, Ἀρτεμίδ. 1. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
instrument ; τὰ ὅπλα outillage, appareil ; particul.
I. t. milit. arme ; τὰ ὅπλα armes, armement, armure : παραγγέλλειν εἰς τὰ ὅπλα XÉN, κελεύειν ἐπὶ τὰ ὅπλα XÉN appeler aux armes ; ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι HDT être sous les armes, être en armes ; τίθεσθαι τὰ ὅπλα, poser les armes pour camper, pour faire halte, pour se ranger ; εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ ὅπλα XÉN poser les armes pour se ranger ; particul. arme défensive, dans Hérodote et chez les Att. grand bouclier, ou en gén. armes pesantes (bouclier, cuirasse, lance) ; p. suite τὰ ὅπλα, c. οἱ ὁπλῖται, soldats pesamment armés ; p. ext. lieu où les armes sont rassemblées, càd place d’armes, camp;
II. t. de mar. 1 équipement d’un navire ; τὰ ὅπλα équipement complet, gréement ; particul. cordages ; ὅπλον un cordage;
2 câble, amarre;
III. outil d’artisan.
Étymologie: DELG ἕπω.

English (Autenrieth)

mostly pl., ὅπλα, implements, arms (armor), rigging of a ship, Il. 18.409, Od. 3.433, Od. 10.254, Od. 2.390; sing., rope, cable, Od. 21.390, Od. 14.346.

English (Slater)

ὅπλον (-α, -ων, -οις(ιν).) pl.,
   1 arms, armour ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις (P. 10.14) ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι (N. 1.51) ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας i. e. the armour of Achilles (N. 7.25) χρυσέων γὰρ Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν the armour of Achilles (N. 8.27) ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν (N. 9.22) ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν (N. 10.14) ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος (sc. ἐξοχώτατά ἐστι) fr. 106. 5. ὁπλοι[ P. Oxy. 841, fr. 93.

English (Strong)

probably from a primary hepo (to be busy about); an implement or utensil or tool (literally or figuratively, especially, offensive for war): armour, instrument, weapon.

English (Thayer)

(allied to ἐπω, Latin sequor, socius, etc.; Curtius, § 621), ὅπλου, τό, as in classical Greek from Homer down, any tool or implement for preparing a thing (like the Latin arma); hence,
1. plural arms used in warfare, weapons: τῆς δικαιοσύνης, whichδικαιοσύνη furnishes, τοῦ φωτός, adapted to the light, such as light demands, L marginal reading ἔργα).
2. an instrument: ὅπλα ἀδικίας, for committing unrighteousness, opposed to ὅπλα δικαιοσύνης, for practising righteousness, Romans 6:13.

Greek Monotonic

ὅπλον: τό, εργαλείο, σύνεργο, σκεύος, κυρίως στον πληθ.
I. εξοπλισμός πλοίου, τα ξάρτια, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ιδίως, σκοινιά πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· στον ενικ. το σκοινί, σε Ομήρ. Οδ.
II. εργαλεία, λέγεται για εργαλεία σιδηρουργού, σε Όμηρ.· στον ενικ., ὅπλον ἀρούρης, δρεπάνι, σε Ανθ.· δείπνων ὅπλον, λέγεται για φλασκί κρασιού, στο ίδ.
III. 1. στον πληθ. επίσης, σύνεργα πολέμου, εξοπλισμός, οπλισμός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανίως στον ενικ., όπλο, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. στους Αττ., μεγάλη ασπίδα από την οποία οι στρατιώτες έλαβαν την ονομασία τους, ὁπλῖται, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· έπειτα, στον πληθ. βαρέα όπλα, σε Ηρόδ., Αττ.· ὅπλων ἐπιστάτης = ὁπλίτης, σε Αισχύλ.
3. ὅπλα = ὁπλῖται, άντρες υπό τα όπλα, στρατιώτες, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
4. τὰ ὅπλα, επίσης, τόπος όπου βρίσκονται όπλα, στρατόπεδο, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι, σε Θουκ.
5. φράσεις: ἐν ὅπλοισι εἶναι, είμαι στα όπλα, υπό τα όπλα, σε Ηρόδ.· εἰςτὰ ὅπλα παραγγέλλειν, σε Ξεν.· ἐφ' ὅπλοις ή παρ' ὅπλοις ἧσθαι, σε Ευρ.· μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις, σε Ξεν.· ὅπλα τίθεσθαι, βλ. τίθημι, Α. I. 7.

Russian (Dvoretsky)

ὅπλον: τό (преимущ. pl.)
1) орудие, инструмент (φῦσαι ὅπλα τε πάντα Hom.): ὅπλον ἀρούρης Anth. = δρέπανον;
2) снасть (ὅπλα, τά τε νῆες φορέουσιν Hom.);
3) канат (ὅ. ἐϋστρεφές Hom.): ὅ. νεός Hom. корабельный канат;
4) посуда: δείπνων ὅ. Anth. = λάγυνος;
5) доспехи, оружие, вооружение (ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι Her., Thuc.; ὅπλῳ χρώμενος κορύνῃ Plut.): ὅπλα ἐπ᾽ ἀλλήλους οἴσειν Plat. обратить оружие друг против друга; παραγγέλλειν εἰς (или κελεύειν ἐπὶ) τὰ ὅπλα Xen. призывать к оружию; τίθεσθαι τὰ ὅπλα Her., Xen.; положить оружие, т. е. расположиться лагерем или устроить привал; εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ ὅπλα Xen. строиться в боевом порядке; τὰ ὅπλα τὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερά NT оружие в правой и левой руке, т. е. наступательное и оборонительное;
6) большой щит (типа ἀσπίς) Thuc.; перен. защита (μέγιστον ὅ. ἀρετὴ βροτοῖς Men.);
7) pl. тяжелое вооружение: ὅπλων ἐπιστάτης Aesch. = ὁπλίτης;
8) pl. (= οἱ ὁπλῖται) тяжеловооруженная пехота (ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγός Dem.);
9) pl. военная стоянка, лагерь: ἐν περιπάτῳ εἶναι πρὸ τῶν ὅπλων Xen. прогуливаться впереди лагеря; προϊέναι ἐκ τῶν ὅπλων Thuc. удаляться от лагеря.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: implement, tool, instrument, marine instruments, esp. tackles, (heavy) weapon(s) (Il.).
Other forms: pl. mostly ὅπλα
Compounds: Compp., e.g. ὁπλο-μάχ-ος who fights with heavy weapons, -έω, -ία (Att.). ἔν-οπλος under arms, armed (Tyrt., S., E.) with ιο-enlagrement ἐν-όπλ-ιος id., also subst. (sc. ῥυθμός) as name of a military rhythm (Pi.); on ὑπέρ-οπλος s. v.
Derivatives: 1. Dimin. ὁπλάριον (hell.). 2. Ο῝πλη-τες pl., gen. Όπλήθων name of one of the four oldest Ion. phyles (Hdt., Miletos); -θ- after πλῆθος or through breath-replacement? (Fraenkel Nom. ag. 2, 156 n. 1, Glotta 32,30). 3. ὁπλί-της Dor. -τας m. heavily armed (warriorr), hoplite (Pi., IA.), f. -τις (Poll.), with -τικός, -τεύω, -τεία (Att.). 4. ὁπλ-ικός pertaining to arms (Vett. Val.). 5. Όπλεύς m. PN (Hes. Sc., Bosshardt 120: shortened form for Όπλο-μάχος v.t.?). 6. Όπλό-σμιος m. surn. of Zeus in Arcadia (Arist., inscr. IIIa), -σμία f. surn. of Hera in Elis etc. (Lyc.), -δμία f. name of a phyle in Mantinea (IVa); formation unclear, cf. Schwyzer 208 w. lit. and Fraenkel Nom. ag. 1, 96. 7. ὁπλίας Λοκροὶ τοὺς τόπους, ἐν οἷς συνελαύνοντες ἀριθμοῦσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα H.; unclear (s.v.). 8. ὁπλότερος, s. v. -- 9. Denomin. verbs: a) ὁπλέω = ὁπλίζω only in ὥπλεον ζ 73. b) ὁπλίζω, -ομαι, aor. ὁπλίσ(σ)αι, -ασθαι, -σθῆναι, late perf. ὥπλικα, often w. prefix, e.g. ἐξ-, ἐφ-, καθ-, to prepare, a.o. of food a. drinks (Hom.), to arm, to equip (oneself) (Il.) with ὅπλ-ισις f., -ισμός m. arming, armament, equipment, equipage (Att.), -ισμα n. arm(s) (E., Pl.), ἐξοπλισ-ία f. equipment, position, muster, (military) review (X., Ain. Tact. a.o.; on the fomation Schwyzer 469), also ἐξοπλασία f. id. (Arist., inscr.; prob. after δοκιμασία, γυμνασία a.o.); ὁπλιστής, Dor. -τάς m. armed warrior, also attr. (Vett. Val., AP). c) ὅπλε-σθαι to prepare (δεῖπνον Τ 172, Ψ 159), formation after the themat. root-pres. (Schwyzer 722 f.), if not simply a mistake of the tradition for ὁπλεῖσθαι with Solmsen Unt. 90 (s. also Risch $ 97. Chantraine Gramm. hom. 1, 311 u. 351). -- On the use of ὅπλον and derivv. in Hom. s. Trümpy Fachausdrücke 81 ff.
Origin: IE [Indo-European] [909] *sep- care, prepare
Etymology: Greek formation with λ-suffix and ο-ablaut (Chantraine Form. 240) from old inherited ἕπω care for, perpetrate; s. v. w. lit.

Middle Liddell

ὅπλον, ου, τό,
a tool, implement, mostly in plural:
I. a ship's tackle, tackling, Od., Hes.: esp. ropes, Od., Hdt.:—in sg. a rope, Od.
II. tools, of smiths' tools, Hom.:—in sg., ὅπλον ἀρούρης a sickle, Anth.; δείπνων ὅπλον, of a wine-flask, Anth.
III. in plural, also, implements of war, arms, Il., etc.:—rarely in sg., a weapon, Hdt., Eur.
2. in attic, ὅπλον was the large shield, from which the men-at-arms took their name of ὁπλῖται, Ar., Thuc., etc.:—then, in plural, heavy arms, Hdt., attic; ὅπλων ἐπιστάτης = ὁπλίτης, Aesch.; whence,
3. ὅπλα, = ὁπλῖται, men-at-arms, Soph., Thuc., etc.
4. τὰ ὅπλα, also, the place of arms, camp, Hdt., Xen.; ἐκ τῶν ὅπλων προϊέναι Thuc.
5. phrases, ἐν ὅπλοισι εἶναι to be in arms, under arms, Hdt.; εἰς τὰ ὅπλα παραγγέλλειν Xen.; ἐφ' ὅπλοις or παρ' ὅπλοις ἧσθαι Eur.; μένειν ἐπὶ τοῖς ὅπλοις Xen.; ὅπλα τίθεσθαι, v. τίθημι A. 1. 7.

Frisk Etymology German

ὅπλον: {hóplon}
Forms: meist pl. ὅπλα
Grammar: n.
Meaning: ‘Gerät(e), Werkzeug, Schiffsgerate, bes. Takelwerk, (schwere) Waffe(n)’ (seit Il.).
Composita : Kompp., z.B. ὁπλομάχος der mit schweren Waffen kämpft, -έω, -ία (att. usw.). ἔνοπλος unter den Waffen, gewappnet (Tyrt., S., E. u.a.), mit ιο-Erweiterung ἐνόπλιος ib., auch subst. (sc. ῥυθμός) als Bez. einer kriegerischen Taktart (Pi. usw.); zu ὑπέροπλος s. bes.
Derivative: Ableitungen: 1. Demin. ὁπλάριον (hell. u. sp.). 2. Ὅπλητες pl., Gen. Ὀπλήθων N. er der vier ältesten ion. Phylen (Hdt., Miletos); -θ- nach πλῆθος oder durch Hauchversetzung? (Fraenkel Nom. ag. 2, 156 A. 1, Glotta 32,30). 3. ὁπλίτης dor. usw. -τας m. ‘schwerbewaffnet (er Krieger), Hoplit’ (Pi., ion. att. usw.), f. -τις (Poll.), mit -τικός, -τεύω, -τεία (att.). 4. ὁπλικός zu den Waffen gehörig (Vett. Val.). 5. ‘Ολεύς m. PN (Hes. Sc. u.a., Bosshardt 120: Kurzform für ‘Οπλομάχος od. ä.?). 6. ‘Οπλόσμιος m. Bein. d. Zeus in Arkadien (Arist., Inschr. IIIa), -σμία f. Bein. d. Hera in Elis usw. (Lyk.), -δμία f. N. einer Phyle in Mantinea (IVa); Bildung unklar, vgl. Schwyzer 208 m. Lit. und Fraenkel Nom. ag. 1, 96. 7. ὁπλίας· Λοκροὶ τοὺς τόπους, ἐν οἷς συνελαύνοντες ἀριθμοῦσι τὰ πρόβατα καὶ τὰ βοσκήματα H.; unklar. 8. ὁπλότερος, s. bes. — 9. Denominative Verba: a) ὁπλέω = ὁπλίζω nur in ὥπλεον ζ 73. b) ὁπλίζω, -ομαι, Aor. ὁπλίσ(σ)αι, -ασθαι, -σθῆναι, sp. Perf. ὥπλικα, oft m. Präfix, z.B. ἐξ-, ἐφ-, καθ-, zurüsten, zubereiten, u.a. von Speise u. Trank (Hom. u.a.), ausrüsten, bewaffnen, sich rüsten, waffnen (seit Il.) mit ὅπλισις f., -ισμός m. ‘das Aus- rüsten, Ausrüstung, Bewaffnung’ (att. usw.), -ισμα n. Bewaffnung, Waffe (E., Pl.), ἐξοπλισία f. ‘Ausrüstung, Auf- stellung, Musterung eines Heeres’ (X., Ain. Takt. u.a.; zur Bildung Schwyzer 469), auch ἐξοπλασία f. ib. (Arist., Inschr.; wohl nach δοκιμασία, γυμνασία u.a.); ὁπλιστής, dor. -τάς m. ausgerüsteter Krieger, auch attr. (Vett. Val., AP). c) ὅπλεσθαι sich zubereiten (δεῖπνον Τ 172, Ψ 159), Bildung nach den themat. Wurzelpräs. (Schwyzer 722 f.), wenn nicht einfach Überlieferungsfehler für ὁπλεῖσθαι mit Solmsen Unt. 90 (s. noch Risch ̨ 97. Chantraine Gramm. hom. 1, 311 u. 351). — Zum Gebrauch von ὅπλον und Ableitungen bei Hom. s. Trümpy Fachausdrücke 81 ff.
Etymology : Griech. Bildung mit λ-Suffix und ο-Abtönung (Chantraine Form. 240) vom altererbten ἕπω besorgen, betreiben; s. d. m. Lit.
Page 2,404-405

Chinese

原文音譯:Ópron 何普朗
詞類次數:名詞(6)
原文字根:器具 相當於: (פָּרַס‎) (צִנָּה‎)
字義溯源:器具*,用具,兵器;或源自(λέγω)X=忙碌)*
同源字:1) (καθοπλίζω)充分武裝 2) (ὁπλίζω)裝備 3) (ὅπλον)器具 4) (πανοπλία)全副盔甲
出現次數:總共(6);約(1);羅(3);林後(2)
譯字彙編
1) 兵器(4) 約18:3; 羅13:12; 林後6:7; 林後10:4;
2) 器具(2) 羅6:13; 羅6:13

Wikipedia EN

Hoplitodromos with aspis and full body armour depicted in a Greek vase dated to 550 BC.

An aspis (Ancient Greek: ἀσπίς, plural aspides, ἀσπίδες), sometimes also referred to as an hoplon (Greek: ὅπλον), was the heavy wooden shield used by the infantry in various periods of ancient Greece. An aspis was deeply dished and made primarily of wood. Some had a thin sheet of bronze on the outer face, often just around the rim. In some periods, the convention was to decorate the shield; in others, it was usually left plain. Probably the most famous aspis decoration is that of Sparta (Lacedaemon): a capital lambda (Λ), for Lacedaemon its alternative name (Λακεδαίμων). From the late 5th century BC, Athenian hoplites commonly used the little owl, while the shields of Theban hoplites were sometimes decorated with a sphinx, or the club of Heracles.

The aspis measured at least 0.9 metres (2 ft 11 in) in diameter and weighed about 7.3 kilograms (16 lb), and it was about 25–38 millimetres (0.98–1.50 in) thick. This large shield was made possible partly by its shape, which allowed it to be supported comfortably on the shoulder. The revolutionary part of the shield was, in fact, the grip. Known as an Argive grip, it placed the handle at the edge of the shield, and was supported by a leather fastening for the forearm at the centre. This allowed hoplites more mobility with the shield, as well as the ability to capitalize on their offensive capabilities and better support the phalanx. The shield rested on a man's shoulders, stretching down the knees. They were designed for a mass of hoplites to push forward into the opposing army, a move called othismos, and it was their most essential equipment. That the shield was convex made it possible for warriors to use it as a flotation device for crossing rivers, and its large, round shape allowed it to be used for hauling the bodies of the dead from the battlefield.

Such shields did not tend to survive the passage of time very well, and only one aspis has survived into modernity with sufficient preservation to allow us to determine the details of its construction: this shield is called the "Bomarzo" or "Vatican" shield, and it is currently located in the Vatican, within the Museo Gregoriano Etrusco. It was discovered in 1830 near Bomarzo in Lazio, central Italy.

Wikipedia DE

Als Hoplon (griechisch ὅπλον; Plural ὅπλα hopla „Waffe“), auch Aspis, bezeichnet man heutzutage den Schild der Hopliten im Alten Griechenland.

Der historisch korrekte Name für einen Schild ist Aspis (ἀσπίς; Plural ἀσπίδες aspides), jedoch unterscheidet auch diese alte Bezeichnung nicht zwischen dem Rundschild der Hopliten und beispielsweise dem älteren Dipylonschild (=Böotischer Schild). Hoplon (ὅπλον) bezeichnet eine Waffe allgemein. Die Panoplia (πανοπλία) war somit z. B. die Gesamtheit der vom Hopliten selbst aufzubringenden Ausrüstung, je nach Epoche u. a. bestehend aus Helm, Brustpanzer, Beinschutz, Lanze, Schwert usw. Der irrige Name als Schild hat sich jedoch u. a. in Deutschland eingebürgert. In Griechenland steht das Wort Hoplo (ὅπλο) nach wie vor für eine Waffe, beschreibt aber heute normalerweise eine ballistische Handfeuerwaffe. Da der Unterschied zwischen Hoplon und Aspis in Griechenland bekannt ist, verwendet man z. B. aus Marketinggründen den Namen Aspis auch für den Namen einer Bank: Aspis Bank oder die Versicherung ASPIS PRONOIA Insurance. Das Wort suggeriert also gemäß seiner Wortherkunft, in Verbindung mit einer Bank oder Versicherung, Vertrauen und Stabilität. Das Wort Aspis, auch Aspida (Ασπίδα) genannt, steht nach wie vor für einen Schild, jedoch nicht für den Hoplitenschild im Speziellen.

Wikipedia FR

L’aspis (en grec ancien ἀσπίς / aspís, « bouclier ») est une arme défensive utilisée dans cette région durant l'Antiquité par l'infanterie et la cavalerie. Il connaît de nombreuses évolutions de matériau, de forme et de moyen de préhension, s'adaptant aux nouvelles armes offensives ayant un meilleur pouvoir de pénétration, aux techniques de fabrication et aux divers types de formations de combat pratiquées par les combattants.

Wikipedia ES

El aspis (griego antiguo ἄσπις, AFI) es el término genérico para la palabra escudo. El aspis fue llevado normalmente por la antigua infantería pesada en varios periodos de la historia de Grecia, desde la época minoica hasta el siglo IV a. C.

Wikipedia PT

El hoplon (τὸ ὅπλον,) era utilizado por la infantería pesada griega de hoplitas habitualmente y la caballería, entre los siglos VIII y siglo IV a. C.

Conoció numerosas evoluciones en el material, la forma y en el medio de aprehensión, adaptándose a las nuevas armas ofensivas que tenían un mayor poder de penetración, a las técnicas de fabricación y a los diversos tipos de formaciones de combate practicadas por los combatientes.

De forma circular, tenía aproximadamente entre 90 y 110 cm de diámetro y estaba formado por un gran cuenco y un borde muy reforzado casi plano. Se componía de láminas de madera encoladas entre sí. El interior se forraba de cuero fino, llevaba una abrazadera de bronce en el centro, que iba remachada, y una correa de cuero en el borde. El exterior del escudo podía ir cubierto de una lámina de bronce, o pintado y decorado. Llegaba a pesar entre 6 y 8 kg.

Áspide (em grego clássico: ἀσπίς; transl.: aspís , lit. "escudo"; pl. aspides; em latim: aspis) era um termo genérico grego para escudo comumente associada ao clípeo (em latim: clipeus) romano. O áspide utilizado pela infantaria grega, os hoplitas, por vários períodos, era chamado hóplon (em grego antigo: ὅπλον), mas nem todo áspide era um hóplon. Sua origem é incerta e as fontes clássicas divergem quanto ao tema, com algumas alegando tratar-se duma invenção autóctone, ao atribuírem o primeiro uso a Proteu e Acrísio de Argos, enquanto outras alegam tratar-se duma emulação egípcia.

Os áspides eram circulares com a parte interna convexa, tinham por volta de 90 centímetros de diâmetro, aproximadamente 13 kg de massa e eram feitos de madeira com um revestimento fino de bronze. Comumente carregados presos em dois pontos, no antebraço do usuário por uma faixa de bronze e na mão por uma corda, diferente de outras formas de escudo seguradas no centro somente com a mão. Eram eficientes na proteção contra golpes de lanças e espadas mas não contra flechas e lanças de arremesso. Os áspides eram comumente decorados.

Wikipedia RU

Гопло́н (др.-греч. ὅπλον), или аргивский щит — круглый выпуклый щит, являвшийся основной защитой греческих гоплитов, получивших своё наименование от слова — гоплон, что в переводе с греческого означает оружие. Это обозначение получило распространение в ряде стран. Исторически верное название щита, как в античной, так и в сегодняшней Греции — аспис (др.-греч. Άσπις) или аспида (Ασπίδα). Название гоплон ошибочно используется во многих языках, греки же различали гоплон и аспис.

Wikipedia TR

Aspis (Antik Yunanca: ἀσπίς), Kalkan anlamında kullanılan genel bir terim. Seçkin Yunan piyadeleri olan Hoplitler tarafından kullanıldıkları için zaman zaman hoplon (Antik Yunanca: ὅπλον) olarak da bilinirler.

English (Woodhouse)

arm, weapon

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)