ἴσχω

From LSJ
Revision as of 20:11, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσχω Medium diacritics: ἴσχω Low diacritics: ίσχω Capitals: ΙΣΧΩ
Transliteration A: íschō Transliteration B: ischō Transliteration C: ischo Beta Code: i)/sxw

English (LSJ)

redupl. form of ἔχω (only found in pres., and impf. Act. and Pass., Ep. inf. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν, Od.20.330, Il.17.501), but in Hom. and Hes. almost always with a limited sense, A keep back, restrain (v. infr. 11), δέος ἴσχει τινά Il.5.812,817, etc.; ἴ. τινὰ ἀνάγκῃ Od.4.558; θυμὸν ἴ. ἐν στήθεσσι Il.9.256; Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος Hes.Th.687; οὐδ' ἔτι σηκοὶ ἴσχουσι (the calves) Od.10.413; [πρὼν] ἴσχει ῥέεθρα Il.17.750; ἵππους ἴ. 15.456, etc.; ἶσχον βουλομένους τοὺς ἑπτὰ ἐς τὸ πρόσω παριέναι Hdt.3.77; μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Ar.V.1264; οὐδέποτέ γ' ἴσχει θύρα, prov. = the doors fly wide open, of those who keep open house, Eup.265; ἴσχε στόμα E.HF1244; ἴσχε δακὼν στόμα σόν S.Tr.976 (anap.); τὸ ἴσχον τὴν πορείαν X.An.6.5.13; χείμαρρον . . ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων keep it back, Il.5.90: c. gen., ξίφος ἴ. τινός to keep it from him, E.Hel.1656; ἴ. τῆς ῥοῆς, τοῦ ἰέναι, Pl.Cra.416b, 420e: followed by inf., ἴ. τινὰ μὴ πράσσειν E.IA661:—Pass., to be checked, Gal.UP15.3: also impers., ἐν τούτῳ ἴσχετο here the matter stopped, X.An.6.3.9. 2 abs., ἴσχε = hold, stay, stop! A.Ch.1052, S.Ichn.95; of ships, put in, v.l. in Th.2.91; Pol ταῖς πόλεσι Id.7.35, cf. A.R.2.390; of rivers, stop, Arr.An.5. 9.4:—in this sense Hom. uses Med. or Pass., ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od.24.54, cf. Il.3.82; ἴσχεο check thyself, be calm, 1.214, 2.247, Od.22.356, etc.; keep quiet, 11.251: c. gen., ἴσχεσθαί τινος desist from a thing, 18.347, 24.323. II hold fast, hold, once in Hom., [κανόνα] ἀγχόθι στήθεος Il.23.762, cf. S.Aj.575, Ph.1111 (lyr.): metaph., keep, maintain, εὐφημίαν Id.Tr.178; ἐλπίσιν ἴ. τι ib.138; γνώμαν Id.Ph.853 (lyr.); ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν Pl.Tht.198a; of outward matters, ὀδύνη ἴ. τὴν γαστέρα affects it, Hp.Nat.Mul.14; τὸν αἶσ' ἄπλατος ἴσχει S.Aj.256 (lyr.); αἱ ἄτομοι τὸν παλμὸν ἴσχουσι keep up, Epicur.Ep.1p.8U.:—Pass., φθόῃ ἴσχεσθαι Isoc.19.11 (s.v.l., σχόμενον Blass); also τὸ ἰσχόμενον κατὰ διαφοράν that which is permanent in distinction, Chrysipp.Stoic.2.128. III after Hom., hold or have in possession, v.l. in Hdt.3.39, Th.3.58; have a wife, Hdt.5.92.β'; of women, ἴ. ἐν γαστρί or simply ἴ. to be pregnant, Hp. Epid.2.2.18, etc.; μετὰ τοῦτον ἴ. Κλεόμβροτον conceives Cl., Hdt.5.41: generally, like ἔχω, ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν S.Aj.520; λῆστιν ἴ. to be forgetful, Id.OC584; ἄλγος ἴ. Id.OT1031; γνώμαν ἴ., = γνῶναι, Id.El. 214 (lyr.); ἴ. δοῦλον βίον Id.Tr.302; νοῦν Pl.Smp.181d; ἐπωνυμίαν Id.Prm.130e; χρώματα Hp.Prog.12; κακώσιας Id.Art.61; receive, [πεμπάδα] SIG57.35 (Milet., v B.C.); ἰσχέτω δίκην καὶ ὑπεχέτω ib. 286.15 (iv B.C.), cf. IG5(2).357.23 (Stymphalus, iii B.C.): c. dupl. acc., ἴ. τινὰ ξύνευνον S.Aj.1301; θεὸν οὐ λήξω προστάταν ἴσχων Id.OT882 (lyr.). 2 have in it, involve, ὄλβος ἴ. φθόνον Pi.P.11.29; μετάστασιν ἴ. to be susceptible, be capable of cure, Hp.Aph.5.7; ἀνάληψιν μετ' εὐπετείας Pl.Ti.83e; to be worth, dub. l. in Plb.5.26.13; v. ἰσχύω 3. 3 intr., to be, like ἔχω, ἀπολέμως ἴσχοντες Pl.Plt.307e; εὖ ἴ. τὸ σῶμα Id.R.411c; ὧδε Id.Phlb.38c; τοῖς πᾶσι χαλεπώτερον Th.7.50.

German (Pape)

[Seite 1274] verstärkte Form von ἔχω, nur praes. u. impf., halten, anhalten, zurückhalten, hemmen, Hom. u. Folgende; τινά τινος, Il. 5, 90; vgl. Eur. Hel. 1656; οὐδ' ἄρ' ἔτι Ζεὺς ἴσχεν ἑὸν μένος Hes. Th. 687; ἴσχειν δ' οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. Ant. 796; φθόνον, αἰετοῦ ῥόμβον, Pind. P. 9, 29 I. 3, 65; ἴσχε στόμα Eur. Herc. Fur. 1244; μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Ar. Vesp. 1264; ἴσχω τινὰ μή – Her. 1, 158; καὶ ἐμποδίζω Plat. Crat. 416 b; ὅ, τι τὸ ἴσχον εἴη, was das Hinderniß sei, Xen. An. 6, 3, 13; festhalten, halten, λαβὼν ἴσχε Soph. Ai. 574; ἐπιστήμην, im Gegensatz von ἀφιέναι, Plat.; – παῖδας, Kinder haben, bekommen, Her. 5, 41; ἐν γαστρὶ ἴσχειν, schwanger sein, Hippocr.; – das Schiff wohin halten, anlanden, Ap. Rh. 2, 389; Thuc. 7, 35. 2, 91. In den andern Bdtgn von ἔχω ist es selten gebraucht (s. ἔχω), z. B. εὖ ἴσχων τὸ σῶμα Plat. Rep. III, 411 c; πράγματα χαλεπώτερον ἴσχοντα Thuc. 7, 50. – Med. an sich halten, ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od. 24, 54, vgl. Il. 2, 247; ἴσχεσθε πτολέμου, lasset ab vom Kampf, Od. 24, 531. So auch act., sc. ἑαυτόν, ἴσχε Aesch. Ch. 1048, halte dich, bleibe; χειμῶνος ἴσχουσιν οἱ ποταμοὶ ὀλίγοι τε γίγνονται Arr. An. 5, 9, 8. – Pol. 5, 26, 13 τάλαντον ἴσχειν, halten, werth sein; – ἴσχετο ἐν τούτῳ, dabei blieb es, es blieb beim Alten, der Vertrag kam nicht zu Stande, Xen. An. 6, 1, 9.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἴσχον;
A. tr. I. tenir :
1 tenir fortement, tenir, acc.;
2 avoir, posséder : παῖδας HDT avoir des enfants ; fig. ἄλγος ἴσχειν SOPH éprouver de la douleur ; δέος ἴ. SOPH avoir de la crainte, craindre ; Pass. ἴσχεσθαι φθόῃ ISOCR être atteint de consomption, de phtisie;
II. retenir, arrêter, empêcher : ἵππους IL arrêter des chevaux ; θυμὸν ἴ. ἔνι στήθεσσιν IL contenir sa colère dans son cœur ; δέος ἴσχει τινά IL la crainte arrête qqn ; avec μή : ἴσχ. τινὰ μὴ πράσσειν EUR empêcher qqn de faire ; τὸ ἴσχον XÉN l'obstacle;
B. intr. 1 se tenir, se comporter : ἴ. χαλεπώτερον THC être dans une situation plus difficile;
2 se retenir, s'arrêter : ἴσχε ESCHL arrête-toi ! halte-là ! en parl. de navires être à l'ancre;
Moy. ἴσχομαι (impf. ἰσχόμην) s'arrêter : ἴσχεσθ’, Ἀργεῖοι OD arrêtez-vous, Grecs ! avec un gén. : ἴσχεσθαί τινος OD se désister de qch, cesser qch ; ἐν τούτῳ ἴσχετο (s.e. τὸ πράγμα) XÉN l'affaire en restait là (propr. s'arrêtait à ce point).
Étymologie: R. Σεχ, tenir ; ἴσχω = *σισέχω, cf. ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἴσχω: [intens. к ἔχω (только praes. и impf.)
1 задерживать, сдерживать, останавливать (ἵππους Hom.): τὸν οὐχ ἕρκεα ἴσχει Hom. (разлившаяся река), которую не в состоянии сдержать (никакие) преграды; θυμὸν ἴ. ἐνὶ στήθεσσιν Hom. сдерживать гнев в (своей) груди; δέος ἴσχει τινά Hom. страх сковывает кого-л.; μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω Arph. пусть ничто нас не задерживает; ἴσχε στόμα Eur. молчи; ἴ. ξίφος τινός Eur. удержать (свой) меч от кого-л., т. е. воздержаться от убийства кого-л.;
2 удерживать, препятствовать, мешать: ἴσχει τι (sc. Ἀγαμέμνονα) μὴ στέλλειν στρατόν Eur. кое-что мешает Агамемнону отправить войско; ἴ. δ᾽ οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων Soph. я не могу дольше удержать слезы;
3 иметь, обладать (παῖδας Her.: ἐπιστήμην Plat.; τὸ χρῶμα μέλαν Arst.): λῆστιν ἴ. τι Soph. забывать о чем-л.; ἴσχεσθαι φθόῃ Isocr. страдать чахоткой;
4 испытывать, ощущать (ἄλγος, δέος, σπάνιν Soph.);
5 иметь цену, стоить (τάλαντον Polyb.);
6 иметь последствием, влечь за собой, порождать (φθόνον Pind.);
7 находиться в (том или ином) состоянии, обстоять (εὖ ἴ. Plat.; βέλτιον ἴ. Arst.): πράγματα χαλεπώτερον ἴσχοντα Thuc. ухудшающиеся дела;
8 тж. med. останавливаться, задерживаться: ἴσχεσθ᾽ Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Hom. остановитесь, аргивяне, не бегите; ἴσχε Aesch. стой, перестань; παρέπλεον, ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Thuc. (афиняне) плыли вдоль берега, останавливаясь у (попутных) городов; τὴν φωνὴν ἴσχεσθαι Plut. заикаться;
9 med. переставать, прекращать, кончать (πτολέμου, λώβης Hom.): ἐν τούτῳ ἴσχετο (sc. τὸ πρᾶγμα) Xen. тем дело и кончилось - см. тж. ἴσχον.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσχω: ἕτερος τύπος τοῦ ἔχω (ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ Παθ., Ἐπικ. ἀπαρ. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν, Ὀδ. Χ. 330, Ἰλ. Ρ. 501), ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μετὰ περιωρισμένης σημασίας, κωλύω, ἀναχαιτίζω, δὲν ἀφίνω τινὰ νὰ ἀπέλθῃ, κρατῶ ἐντός, περιορίζω (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ), ἢ νὺ σέ που δέος ἴσχει Ἰλ. Ε. 812, 817, κλπ.· Καλυψοῦς ἥ μιν ἀνάγκη ἴσχει Ὀδ. Δ. 558· θυμὸν ἴσχειν ἐν στήθεσσιν Ἰλ. Ι. 256· ἶσχεν ἑὸν μένος Ἡσ. Θ. 687. οὐδ’ ἔτι σηκοὶ ἴσχουσι (τοὺς μόσχους) Ὀδ. Κ. 413. πρὼν ποταμῶν... ῥέεθρα ἴσχει Ἰλ. Ρ.750. ἴσχειν ἵππους Ο. 456, κτλ.. οὕτω καὶ παρ’ Ἡρόδ. 3. 77, καὶ τοῖς Ἀττ.: - μετὰ γεν., χειμάρρου… τόν... οὔτ’ ἄρα ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων, τὸν ἐμποδίζει ἀπό..., Ἰλ. Ε. 90. ἀλλ’ ἴσχε μὲν σῆς συγγόνου... ξίφος, μὴ κτείνῃς αὐτήν, Εὐρ. Ἑλ. 1656. ἴσχ. τῆς ῥοῆς, τοῦ ἰέναι Πλάτ. Κρατ. 416Β, 420Ε. οὕτως, ἴσχ. τινὰ μὴ πράσσειν Εὐρ. Ι. Α. 661 πρβλ. ἔχω Α. ΙΙ. 8. ἴσχε δακὼν στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1244. τὸ ἴσχον, τὸ κωλῦον, θαυμάσας ὅ τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν Ξεν. Ἀν. 6. 3, 13. 2) ἀμεταβ., ἴσχε, «στάσου», ἴσχε, μὴ φοβοῦ, νικῶν πολὺ Αἰσχύλ. Χο. 1052· ἐπὶ πλοίων, εἶμαι ἠγκυροβολημένος, Θουκ. 2. 91, πρβλ. 7. 35. ἐπὶ ποταμῶν, «σταματῶ, ὀλιγοστεύω», Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· - ἀλλ’ ἐπὶ τῆς ἀμεταβ. ταύτης σημασ. παρ’ Ὁμ. εἶναι εὔχρηστον τὸ Μέσ. ἢ Παθ., ἴσχεσθ’ Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Ὀδ. Ω. 54, πρβλ. Ἰλ. Γ. 82· σὺ δὲ ἴσχεο, «κρατήσου», γενοῦ ἥρεμος, «παύου» (Σχόλ.), Α. 244· ἴσχεο, «πέπαυσο» (Σχόλ.), Β. 247, Ὀδ. Χ. 356, κτλ… ἡσυχάζω, μένω ἥσυχος, σιωπῶ, καὶ ἴσχεο μηδ’ ὀνομήνῃς λ. 251: - μετὰ γεν., ἴσχομαί τινος, ἀπέχομαι ἀπό τινος, ἀφίσταμαι, ἀπομακρύνομαι, λώβης ἴσχεσθαι Ὀδ. Σ. 347, Υ. 285, Ω 323, 531· ἀλλά, ἴσχετο ἐν τούτῳ, ἀπροσ., ἐδῶ ἐσταμάτησε, διεκόπη (ἡ διαπραγμάτευσις), Ξεν. Ἀν. 6. 3, 9. ΙΙ. κρατῶ κανόνα ἀγχόθι δ’ ἴσχ’, εὐφήμει, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 178. ἐλπίσιν ἴσχειν τι, ἐλπίζειν τι, αὐτόθι 138. εἰ ταύταν τούτῳ γνώμαν ἴσχεις, ἐὰν ἐξακολουθῇς νὰ ἔχῃς ταύτην τὴν γνώμην ἢ τοῦτον τὸν σκοπὸν περὶ τούτου τοῦ ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 853. ἐπιστήμην Πλάτ. Θεαίτ. 198Α· ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὀδύνη ἴσχει τὴν γαστέρα, κατέχει, κυριεύει,ταλαιπωρεῖ, Ἱππ. 567. 38. τὸν αἶσ’ ἄπλατος ἴσχει Σοφ. Αἴ. 256. - Παθ., φθόῃ ἴσχεσθαι Ἰσοκρ. 386D. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ὡς τὸ ἔχω,.ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, κατέχω ὡς κτῆμά μου, Ἡρόδ. 2.39, Θουκ. 3. 58. ἔχω γυναῖκα, σύζυγον, Ἡρόδ. 5. 92, 2· - ἐπὶ γυναικῶν, ἴσχ. ἐν γαστρί, ἢ ἁπλῶς ἴσχειν, κυοφορεῖν, ἐγκυμονεῖν, Ἱππ. 1014F, κτλ.· ὡσαύτως, μετὰ τοῦτον ἴσχει Κλεόμβροτον Ἡρόδ. 5. 41· ἀκολούθως ὡσαύτως, ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, ἔχε καὶ ἐμὲ εἰς τὴν μνήμην σου, Σοφ. Αἴ. 520· λῆστιν ἴσχεις ἐπιλανθάνει, λησμονεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 584· ἄλλος ἴ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1031· γνώμην ἴ. γνῶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 214· ἴ. δοῦλον βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 302. νοῦν Πλάτ. Συμ. 181D· ἐπωνυμίαν, θάρσος, δέος, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 130Ε, κτλ.· - μετὰ διπλῆς αἰτ., ἴσχ. τινὰ ξύνευνον Σοφ. Αἴ. 1031· θεὸν οὐ λήξω προστάταν ἴσχων ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 882. 2) περιέχω, περιλαμβάνω, ἐπιφέρω, φθόνον ἴσχει ὄλβος Πινδ. Π. 11. 45· - οὕτως, αἱ ψῆφοι τάλαντον ἴσχουσιν, ἰσοδυναμοῦσι πρός… Πολύβ. 5. 26, 13· ἡ δὲ μνᾶ ἴσχει λίτρας δύο καὶ ἥμισυ Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 1· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις: ἰσχύουσι, ἰσχύει, ἴδε ἰσχύω 3. 3) ἀμεταβ., ὡς τὸ ἔχω, ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν, Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. εὖ ἴσχ., εὖ ἔχειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 411 C. ὧδε ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 38 C· χαλεπώτερον Θουκ. 7. 50.

English (Autenrieth)

(σισέχω, root σεχ, ἔχω), inf. ἰσχέμεναι, mid. ipf. ἴσχετο: hold in the simplest sense, then hold back, check, restrain, τινός, ‘fromsomething, Il. 5.90; mid., restrain oneself, stop, desist from (τινός), Od. 22.367, Od. 24.54.

English (Slater)

ἴσχω
   a have, bring with one ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον (P. 11.29) σοφίαν ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει (v.l. in codd. Stobaei: ἰσχύει v.l. Stob.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2.
   b restrain ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (v.l. ἰσχύει: v. ἀναπίτναμι) (I. 4.47)

Greek Monolingual

ἰσχῶ (Μ)
ισχύω, έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του ρ. ισχύω].
ἴσχω (Α)
1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾶς ἰσχέτω», Αριστοφ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῦ», Αισχύλ.
β. «ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.)
3. απομακρύνομαι
4. παθ. ἴσχομαι
αναχαιτίζομαι, εμποδίζομαι
5. (για πλοία) αγκυροβολώ, είμαι αγκυροβολημένος
6. (για ποταμούς) ελαττώνομαι, λιγοστεύω
7. κρατώ κάτι κοντά μου στερεά, σφιχτά («[κανόνα] ἀγχόθι ἴσχει στήθεος», Ομ. Ιλ.)
8. μτφ. φυλάω, κρατώ, διατηρώ («ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν», Πλάτ.)
9. (για εξωτερική επίδραση) διακατέχω, σφίγγωὀδύνη ἴσχει τὴν γαστέρα», Ιπποκρ.)
10. έχω κάτι στην κατοχή μου, κατέχω
11. παίρνω ή ἔχω γυναίκα για σύζυγο, παντρεύομαι («ταύτην ἴσχει Ἠετίων», Ηρόδ.)
12. (για γυναίκες) είμαι έγκυος, κυοφορώ, εγκυμονώ
13. μτφ. διατηρώ κάτι στη μνήμη μου («ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν» — έχε κι εμένα στη μνήμη σου, Σοφ.)
14. επιφέρω, προκαλώ
15. είμαι επιδεκτικός θεραπείας
16. ισοδυναμώ, αξίζω («αἱ ψῆφοι τάλαντον ἴσχουσιν», Πολ.)
17. (με επίρρ.) βρίσκομαι σε μια κατάσταση «ἀπολέμως ἴσχοντες», Πλάτ.)
18. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἴσχον
το εμπόδιο («θαυμάσας ὅ,τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν», Ξεν.)·19. φρ. «λῆστιν ἴσχεις» — επιλανθάνεσαι, λησμονείς (Σοφ.)
20. περιλαμβάνω, περιέχω («φθόνον ἴσχει ὄλβος», Πίνδ.)
21. μέσ. ησυχάζω, μένω ήσυχος, σιωπώ («καὶ ἴσχεο μηδ' ὀνομήνης», Ομ. Ιλ.)
22. (το μέσ. με γεν.) ἴσχομαί τινος
απέχω από κάτι, απομακρύνομαι, αφίσταμαι
23. (το μέσ. απρόσ.) διακόπτομαι, σταματώ («ἴσχετο ἐν τούτῳ» — διακόπηκε, σταμάτησε εδώ, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχω (Ι).
ΠΑΡ. ισχάδα(-άς)
αρχ.
ισχητήριος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ίσχαιμος
αρχ.
ισχέγαον, ισχέθυρον, ισχέπλινθον. (Β' συνθετικό) αρχ. αμπίσχω, ανίσχω, αντίσχω, απαμπίσχω, απίσχω, ενίσχω, εξανίσχω, εξίσχω, επαμπίσχω, επίσχω, καταΐσχω, καταμπίσχω, κατίσχω, μεταμπίσχω, μετίσχω, παραμπίσχω, παρανίσχω, παρίσχω, περιαμπίσχω, περιίσχω, προανίσχω, προΐσχω, προσαντίσχω, προσίσχω, συμμετίσχω, συναμπίσχω, συνανίσχω, συνίσχω, υπανίσχω, υπερανίσχω, υπερίσχω, υποΐσχω].

Greek Monotonic

ἴσχω: τύπος του ἔχω που απαντά μόνο σε ενεστ. και Ενεργ. παρατ. ἴσχον· Επικ. απαρ. ἰσχέμεναι, ἰσχέμεν·
I. 1. κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, περιορίζω, σε Όμηρ.· με γεν., συγκρατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, ἴσχω τινὰ μὴ πράσσειν, στον ίδ.
2. αμτβ., ἴσχε, στάσου! σταμάτα!, σε Αισχύλ.· λέγεται για πλοία, είμαι αγκυροβολημένος, σε Θουκ.· ομοίως, με αμτβ. σημασία στην Παθ., ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχεο, σε Όμηρ.· με γεν., ἴσχεσθαί τινος, απέχω, απομακρύνομαι από κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχετο ἐντούτῳ, απρόσ., εδώ σταμάτησε, διακόπηκε (η διαπραγμάτευση).
II. 1. έχω στην κατοχή μου, διατηρώ, κρατώ, κατέχω, φυλάω σαν κτήμα μου, σε Ηρόδ., Αττ.· έχω γυναίκα, σύζυγο, σε Ηρόδ.· εγκυμονώ, κυοφορώ, στον ίδ.
2. αμτβ. όπως το ἔχω, με επίρρ. ή επίθ., ἴσχω χαλεπώτερον, σε Θουκ.

Middle Liddell

[a form of ἔχω only in pres. and impf.]
I. to hold, check, curb, keep back, restrain, Hom.:—c. gen. to keep from, Il., Eur., etc.; also, ἴσχ. τινὰ μὴ πράσσειν Eur.
2. intr., ἴσχε hold, stay, stop, Aesch.; of ships, to lie at anchor, Thuc.:—so in Pass., ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε Od.; ἴσχεο Hom.:—c. gen., ἴσχεσθαί τινος to desist from, Od.: ἴσχετο impers., here it stopped, Xen.
II. to hold fast, hold, maintain, Il., Soph.
III. like ἔχω, to hold or have in possession, to have, Hdt., attic: to have a wife, Hdt.: to have a child, Hdt.
2. intr., with an adv., to be so and so, Thuc.

Mantoulidis Etymological

Ἄλλος τύπος τοῦ ἔχω.
Παράγωγα: ἰσχνός, ἰσχνότης, ἰσχναίνω, ἴσχνανσις, ἰσχναντικός, ἰσχνασία, ἰσχνασμός, ἀπισχαντέον, ἰσχάνω (=ἐμποδίζω), ἰσχάς -άδος (=ξερό σύκο), ἰσχαλέος (=λεπτός), ἴσχαιμος (=αὐτός πού μπορεῖ νά σταματήσει τό αἷμα), ἰσχύς, ἰσχυρός καί γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.