τότε
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
Dor. τόκᾰ (q. v.) (both forms in Pi. (
A τότε P.2.89, τόκα O.6.66) and Theoc. (τότε 13.23, τόκα 7.154)); Aeol. τότᾰ Alc. Oxy.1789 Fr.1i12 (τόκα acc. to codd. of Theoc.29.39, cf. ποτα, ὄτα):—Adv. at that time, then, corresponding to Relat. ὅτε or ὁπότε (infr. 1.5), and to interrog. πότε; mostly of some point in past time, opp. νῦν, Il.15.724, etc.: c. gen., τ. τοῦ χειμῶνος Th.7.31: also of a future time, τότε κέν μιν . . πεπίθοιμεν Il. 1.100, cf. 4.182; λέξεις καὶ τότ' εἴσομαι S.OT1517 (troch.) (or of imagined circumstances, in that case (cf. νῦν 1.4), Pl.R. 334c); sts., then, next, πρῶτον μὲν... εἶτα... καὶ τ . . . D.24.48:—in Trag. and Att. also in indef. sense, formerly, καὶ νῦν θ' ὁμοίως καὶ τότ' ἐξεπίσταμαι S.El.907, cf. Ant.391, Aj.650, Ar.Pl.1117, Lys. 1023 (lyr.); ὃ δὴ καὶ τότε ἐλέγομεν just now, Pl.Tht.157a; τ. μὲν... νῦν δὲ . . A.Ag.799 (anap.), cf. E.Alc.915 (anap.); νῦν . . τότ' Id.Med.1402 (anap.); ὁμοῖοι καὶ τ. καὶ νῦν Th.1.86, cf. 3.40, D.6.12; also τότ' ἢ τόθ', ὅτε τὸ κύριον μόλῃ at one time or other, A.Ag.766 (lyr.); συμφοραὶ . . βροτοῖσιν ἢ τότ' ἦλθον ἢ τ. E.Andr.853. 2 joined with other Particles, καὶ τ. even then, or (at the beginning of a clause) and then, Il.16.691, Hes. Op.536, etc.; καὶ τ. δή Il.1.92, Od.8.299; καὶ τότ' ἔπειτα Il.1.426; καὶ τ. μέν 21.40; δὴ τ. Hes.Op. 417, Pi.O.3.25, A.Th.214 (lyr.), etc.; τ. δή ῥα Od.9.52; τ. γ' Il.3.224, Od.12.250; δὴ τ. γ' 15.228; τ. δ' ἤδη by that time, Il.2.699; ἀλλὰ τότ' ἤδη when that time comes, Hes.Op.588, cf. A.Pr.911, Lys. 12.66, etc.: repeated with emphasis, τότ' ἄρα τ. S.Ant. 1273 (lyr.); τ. δὴ τ. D.18.47. 3 with the Art., ἄνδρες οἱ τ. people then living, the men of that time, Il.9.559, etc.; οἱ τότ' ἐόντες ἀοιδοί Pi. I.4(3).27(45); ὁ τ. τυραννεύων Hdt.1.20; οἱ τ. ἄνθρωποι Id.8.8; ἡ τ. ἀρωγή A.Ag.73 (anap.); τῇ τόθ' ἡμέρᾳ S.El.1134; ὁ τ. κόσμος 2 Ep.Pet.3.6; ἐν τῷ τ. Th.1.92, Pl.Criti.110d; ἐν τῷ τ. χρόνῳ ib. 111e (χρόνῳ om. cod. A), Plt.270e; εἰς τὸν τ. χρόνον Id.Lg.740c. 4 εἰς τ. with fut., on the day, then (v. εἰς 11.2), ἔμπροσθεν τοῦ ἀγῶνος ἐμανθάνομεν . . ἂν μάχεσθαι... μιμούμενοι πάντα ἐκεῖνα ὁπόσοις ἐμέλλομεν εἰς τ. χρήσεσθαι ib.830b, cf. D.14.24, etc.; ἐκ τ. or ἔκτοτε (q. v.) from that time, Plu.Caes.48, Arr.An.1.26.4; so ἀπὸ τ. LXXPs. 92(93).2, Ev.Matt.4.17. 5 in apodosi, answering to ὅτε, S.OC 778, etc.; to ὅταν, A.Ag.971, Ar.Av.1116 (troch.); to ὁππότε, Il. 16.244, Od.23.257; to ὁππότε κεν or ὁπότ' ἂν δή, Il.9.702, 21.341; to ἀλλ' ὅτε δή, ib.451; to εἰ, 4.36; to ἐπεί κε, 11.192; to ἡνίκα, S.Aj.773: also after a part., like εἶτα, πάντα ἐάσαντες καὶ μόνον οὐχὶ συγκατασκευάσαντες αὐτῷ τ . . . ζητήσομεν; D.3.17, cf. 9.73 (interpol.), etc.: freq. joined with other Particles, δὴ τ. after η ος, Il.1.476; after αὐτὰρ ἐπεί, 12.17; after ὁππότε κεν, Od.10.294; also καὶ τ. δή after ἦμος, Il.8.69, Od.9.59; after ἀλλ' ὅτε δή, Il.22.209, Od.4.461; δή ῥα τ. after εὖτ' ἄν, Hes.Op.565; τότ' ἔπειτα after αὐτὰρ ἐπὴν δή, ib.616; καὶ τότ' ἔπειτα after ἦμος, Il. 1.478. II later for ὅτε, Nic.Al.422,595.
German (Pape)
[Seite 1131] adv. der Zeit, dem Fragewort πότε entsprechendes Demonstrativ, damals, dann, da; eigentlich – a) in Beziehung auf einen Relativsatz, der entweder folgt, mit ὅτε oder ὁππότε, dann – wann, Od. 23, 257, oder ὁπότε κεν, Il. 9, 702. 18, 115. 22, 365, oder vorangeht, ὁπότ' ἂν δή – τότε, 21, 341, ὁπότε κεν – δὴ τότε, Od. 10, 294. – Daher auch übh. wie unser da, dann, als Partikel des Nachsatzes; nach ἀλλ' ὅτε δή –, Il. 21, 451; nach εἰ, 4, 36; nach εἴ κε, Il. 11, 112. 17, 83; nach ἐπεί κε, Il. 11, 192. 207. So nach ἦμος – δὴ τότε, Il. 1, 476 Od. 9, 59; – καὶ τότε δή, Il. 8, 69, wie ἀλλ' ὅτε δή – καὶ τότε δή, Od. 4, 461; αὐτὰρ ἐπεί – δὴ τότε, Il. 12, 17; εὖτ' ἄν – δή ῥα τότε, Hes. O. 567; ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι δοκῶ – κλαίω τότ' οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων, Aesch. Ag. 18, vgl. 744; ἐπεί – τότε, Soph. Trach. 791; ἡνίκα – τότε, Ai. 760. Vgl. noch Xen. An. 4, 1, 10, ἐπεί – τότε δή, wie Cyr. 3, 3, 22; – ἐπειδή – τότε, Plat. Prot. 310 c; ὅταν – τότε καί, Conv. 192 b. – b) ohne diese Beziehung, allein, dann, da, damals; Hom. u. Folgde überall; auch mit subst., ἡ τότε ἀρωγή, die damalige Hülfe, Aesch. Ag. 73; τῇ τόθ' ἡμέρᾳ, Soph. El. 1123; auch auf die Zukunft gehend, ἀρὰ Κρόνου τότ' ἤδη παντελῶς κρανθήσεται, Aesch. Prom. 913, wie Soph. Phil. 636 El. 1027 u. sonst; λέξεις, καὶ τότ' εἴσομαι, O. R. 1517; κήρυξ ἄριστος τῶν τότε, Xen. An. 2, 2, 20; τότε μέν – ὕστερον δή, 1, 3, 2; τῶν τότε ἄριστος, Plat. Phaed. 118 b; ἐν τοῖς τότε ἀνθρώποις, Prot. 343 c; in dem Falle, Il. 1, 100. 4, 182. 22, 108 u. sonst; von einer entweder im Vorhergehenden hinlänglich bestimmten oder auch an sich genugsam bekannten Zeit, τότε καί, Il. 5, 394, καὶ τότε δή, Il. 1, 92. 23, 822 Od. 8, 299. 12, 226, καὶ τότ' ἔπειτα, Il. 1, 426, καὶ τότε μέν, 20, 40, δὴ τότε γε, Od. 15, 228, τότε δή ῥα, 9, 52. – Mit dem Artikel substantivisch, οἱ τότε, die Damaligen, die damals lebten, Il. 9, 559. – Ἐκ τότε, seitdem, εἰς τότε, bis dahin, Plat. Polit. 262 a u. öfter; auch εἰς τὸν τότε χρόνον, Legg. V, 740 c. – c) absolut, von der vergangenen Zeit, sonst, vormals, einst; Soph. Ai. 636; ἡμέραν, ἐν ᾗ τότε πατέρα τὸν ἀμὸν ἐκ δόλου κατέκτανεν, El. 270, u. öfter; vgl. Ar. Th. 13 Plut. 1117; Plat. Gorg. 488 c Theaet. 156 e u. öfter; καὶ τότε καὶ νῦν, Phil. 60 b; τότε μέν – νῦν δέ, Rep. I, 329 a.
Greek (Liddell-Scott)
τότε: Δωρ. τόκᾰ (ἀμφότεροι οἱ τύποι παρὰ Πινδ. καὶ Θεοκρ.), Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἀνταποδιδόμενον εἰς τὸ ἀναφορ. ὅτε ἢ ὁπότε (ἴδε κατωτ. ΙΙ), καὶ εἰς τὸ ἐρωτημ. ποτε; ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπί τινος χρονικοῦ σημείου τοῦ παρελθόντος, ἀντίθετον τῷ νῦν, Ἰλ. Ο. 724, κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ χρονικοῦ σημείου τοῦ μέλλοντος, τότε κέν μιν... πεπίθοιμεν Α. 100, πρβλ. Δ. 182, Ὀδ. Ο. 228· λέξεις καὶ τότ’ εἴσομαι Σοφ. O. T. 1517· καὶ ἐνίοτε = εὐθὺς τότε, πρῶτον μέν..., εἶτα..., καὶ τότε... Δημ. 715. 25· - παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως ἐπὶ ἀορ. σημασίας, κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, πρότερον, καὶ νῦν θ’ ὁμοίως καὶ τότ’ ἐξεπίσταμαι Σοφ. Ἠλ. 907, πρβλ. 676, Ἀντ. 391, Αἴ. 650, Ἀριστοφ. Πλ. 1117, Λυσικρ. 1014, Πλάτ. Θεαίτ. 157Α· τότε μέν..., νῦν δέ... Αἰσχύλ. Ἀγ. 799, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 907, Εὐρ. Μήδ. 1402, Ἄλκ. 915· ὁμοῖοι καῖ τότε καὶ νῦν Θουκ. 1. 86, πρβλ. 3. 40, Δημ. 68. 28· ὡσαύτως, τότ’ ἢ τότε, κατά τινα χρόνον ἢ περίστασιν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 766· ξυμφοραί... βροτοῖσιν ἢ τότ’ ἦλθον ἢ τότε Εὐρ. Ἀνδρ. 852. 2) συνημμένον μετ’ ἄλλων μορίων, καὶ τότε ὅτε τὸ καὶ εἶναι ἐπιδοτικόν, ἀκόμη καὶ τότε ἢ (ἐν ἀρχῇ προτάσεως) ἁπλῶς συμπλεκτικόν, ὅς οἱ καὶ τότε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἀνῆκεν Ἰλ. Π. 691· καὶ τότε ἕσσασθαι ἔρυμα χροός... χλαῖνάν τε μαλακὴν καὶ τερμιόεντα χιτῶνα Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 534, κλπ.· καὶ τότε δὴ Ἰλ. Α. 92, Ὀδ. Θ. 299· καὶ τότ’ ἔπειτα Ἰλ. Α. 426· καὶ τότε μὲν Υ. 40· δὴ τότε Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 415, κλπ.· δὴ τότε γε Ὀδ. Ο. 228· τότε δή ῥα Ι. 52· τότε γ’ Ἰλ. Γ. 224, Ὀδ. Μ. 250· δὴ τότε γ’ Ο. 228· τότε δ’ ἤδη, τότε πλέον, Ἰλ. Β. 699· ἀλλὰ τότ’ ἤδη, τότε ἐπὶ τέλους, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 911, κλπ.· - ἐπαναλαμβάνεται δὲ μετ’ ἐμφάσεως, τότ’ ἄρα τότε Σοφ. Ἀντ. 1273· τότε δὴ τότε Δημ. 241. 21. 3) μετὰ τοῦ ἄρθρου, οἱ τότε, οἱ ἄνθρωποι οἱ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ζῶντες, Ἰλ. Ι. 559, κλπ.· οἱ τότ’ ἐόντες Πινδ. Ι. 3 (4). 46· ὁ τότε τυραννεύων Ἡρόδ. 1. 20· οἱ τότε ἄνθρωποι ὁ αὐτ. 8. 8· ἡ τότε ἀρωγὴ Αἰσχύλ. Ἀγ. 73· τῇ τόθ’ ἡμέρᾳ Σοφ. Ἠλ. 1134· ἐν τῷ τότε (ἐξυπακ. χρόνῳ) Θουκ. 1. 92, Πλάτ. Κριτί. 110D, 111Ε· ἐν τῷ τότε χρόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270Ε· εἰς τὸν τότε χρόνον ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 470C. 4) εἰς τότε, ἕως τότε, αὐτόθι 830Β, Δημ. 184. 27, κλπ.· ἐκ τότε ἢ ἔκτοτε, ἀπὸ τότε, Ἀρρ. Ἀνάβ. 1. 26, 6, Πλουτ. Καῖσ. 48· οὕτως, ἀπὸ τότε Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞΒϳ, 2), κλπ. 5) ἐν ἀποδόσει, ὅτε ἀνταποδίδεται πρὸς τὸ ὅτε, Σοφ. Ο. Κ. 778, κλπ.· πρὸς τὸ ὁπότε, Ἰλ. Π. 244, Ὀδ. Ψ. 257· πρὸς τὸ ὁππότε κεν ἢ ὁπότ’ ἂν δή, Ἰλ. Ι. 702, Φ. 341, πρβλ. Ὀδ. Κ. 294· πρὸς τὸ ἀλλ’ ὅτε δή, Ἰλ. Φ. 451· πρὸς τὸ εἰ, Δ. 36· πρὸς τὸ ἐπεί κε, Λ. 192· πρὸς τὸ ἡνίκα, Σοφοκλ. Αἴ. 773· - οὕτω καὶ μετὰ μετοχῆς, ὡς τὸ εἶτα, ... πάντα ἐάσαντες καὶ μόνον οὐχὶ συγκατασκευάσαντες αὐτῷ τότε... ζητήσομεν; Δημ. 33. 5, πρβλ. 130. 1, κλπ.· - ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἄλλων μορίων, δὴ τότε μετὰ τὸ ἦμος, Ἰλ. Α. 476, Ὀδ. Ι. 59· μετὰ τὸ αὐτὰρ ἐπεί, Ἰλ. Μ. 17· ὡσαύτως καὶ τότε δὴ μετὰ τὸ ἦμος, Θ. 69· μετὰ τὸ ἀλλ’ ὅτε δή, Ὀδ. Δ. 461· δή ῥα τότε μετὰ τὸ εὖτ’ ἄν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 563· τότ’ ἔπειτα μετὰ τὸ αὐτὰρ ἐπὴν δή, αὐτόθι 614· ὡσαύτως καὶ τότ’ ἔπειτα μετὰ τὸ ἦμος, Ἰλ. Α. 478· ὡσαύτως παρ’ Ἀττικ. ἐν πολλαῖς φράσεσι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ ὅτε, Νικ. Ἀλεξιφ. 608.
French (Bailly abrégé)
adv. démonstr.
alors, à ce moment, en ce temps :
I. avec idée d’un temps précis : οἱ τότε ἄνθρωποι ou simpl. οἱ τότε les hommes d’alors, de ce temps-là ; ἡ τόθ’ ἡμέρα SOPH le jour d’alors ; τῷ τότ’ ἐν χρόνῳ ou simpl. ἐν τῷ τότε dans le temps d’alors ; ἐκ τότε depuis lors, depuis ce temps;
II. en gén.
1 en parl. d’un temps éloigné autrefois, jadis, auparavant, anciennement : ἡ τότε τύχη SOPH la fortune d’alors ; καὶ τότε καὶ νῦν THC et alors et aujourd’hui;
2 en parl. d’un passé plus rapproché tantôt, tout à l’heure, à ce moment-là, il y a peu de temps;
III. avec idée de succession immédiate;
1 ensuite, alors, puis : λέξεις καὶ τότ’ εἴσομαι SOPH tu le diras et alors je saurai;
2 alors, càd dans ce cas-là, dans l’autre cas.
Étymologie: th. dém. το-, cf. πότε.
English (Autenrieth)
at that time, then; freq. in apodosis, in phrases, καὶ τότε δή, ῥα, ἔπειτα.
English (Slater)
τότε
1 then, at that time
1 referring to past time,
a answering a previous temporal cl., introduced by
I ὁπότε: ὁπότ' ἐκάλεσε πατὴρ, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (O. 1.40) ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν κίονες fr. 33d. 5. ὁπότ' εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα. τότε βάλλεται, τότ ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16.
II ἁνίκα: (ἁνίκ v. 5) ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8. (ἁνίχ v. 35) τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων μέλλον ἔντειλεν χρέος (O. 7.39)
III ἐπεί ἀλλ ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν, τότ' ἔειπεν (P. 3.40)
IV εὖτε οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν, εὖτ ἂν δὲ κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (O. 6.70)
b answering a previous temporal word (πάλαι v. l.) ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις, νῦν δ (v. l. ποτ) (I. 2.6) (φάμα παλαιά v. 22) ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (I. 4.27) (ποτ) τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι (Pae. 6.137)
c referring to some otherwise unspecified time
I καὶ τότε καὶ τότε γνοὺς (P. 3.31) “καὶ τότ' ἐγὼ” fr. 168. 4, cf. τότε καὶ (O. 7.39)
II δὴ τότε δὴ τότ ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν (O. 3.25) cf. δὴ τότε fr. 33d. 5.
III τότε μέν, with no contrasting time expressed (Ἄδραστος) ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.11)
IV τότε γάρ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος νῦν γε μὲν” (P. 4.48), cf. 1. 2. 6, (O. 13.103)
2 referring to future τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές. νῦν δ (O. 13.103)
3 frag. ]ζοι τότ' ἀμφ[ fr. 140a. 50 (24).
English (Abbott-Smith)
τότε, demonstr. adv. of time, correlat. of ὅτε,
then, at that time;
(a)of concurrent events: Mt 2:17 3:5 and freq., Ro 6:21; seq. ptcp., Mt 2:16, Ga 4:8; opp. to νῦν, Ga 4:29, He 12:26; ὁ τ. κόσμος, II Pe 3:6;
(b)of consequent events, then, thereupon: Mt 2:7 3:5 4:1 and freq., Lk 11:26; τ. οὖν, Jo 11:14 19:1, 16 20:8; εὐθέως τ., Ac 17:14; ὅτε . . . τ., Mt 13:26 21:1, Jo 12:16; ἀπὸ τ., Mt 4:17 16:21 26:16, Lk 16:16;
(c)of things future: Mt 24:28, 40 25:1, 31ff.; opp. to ἄρτι, I Co 13:12; καὶ τ., Mt 7:23, Mk 13:21, Lk 21:27, I Co 4:5, al.; ὅταν . . . τ., Mt 9:15, Mk 2:20, Lk 5:35, I Th 5:3, al. (more freq. in Mt than in the rest of the NT).
English (Strong)
from (the neuter of) ὁ and ὅτε; the when, i.e. at the time that (of the past or future, also in consecution): that time, then.
English (Thayer)
demonstrative adverb of time (from the neuter article τό, and the enclitic τέ (which see); answering to the relative ὅτε (Kühner, § 506,2c.)), from Homer down, then; at that time;
a. then i. e. at the time when the things under consideration were taking place (of a concomitant event): τότε ἐπληρώθη); νῦν, ὁ τότε κόσμος, the world that then was, then i. e. when the thing under consideration had been said or done, thereupon; so in the historical writers (especially Matthew), by way of transition from one thing mentioned to another which could not take place before it (Winer s Grammar, 540 (503); Buttmann, § 151,31at the end): which having been done or heard: τότε οὖν, οὖν); εὐθέως τότε, τότε preceded by a more definite specification of time, as μετά τό ψωμίον, ὅτε ... τότε, etc., when ... then: ὡς ... τότε, etc., ἀπό τότε from that time on, see ἀπό, I:4b., p. 58{b}.
c. of things future; then (at length) when the thing under discussion takes place (or shall have taken place): τότε simply, ἄρτι, καί τότε, καί τότε preceded by πρῶτον, ὅταν (with a subjunctive present) ... τότε, etc. when ... then, etc. (Winer's Grammar, § 60,5), ὅταν (with an aorist subjunctive equivalent to Latin future perfect) ... τότε, etc., T WH omit; L Tr brackets τότε); τότε most frequently, ninety-one times (so Holtzmann, Syn. Evang., p. 293); rather, eighty-nine times according to R T, ninety times according to G L Tr WH); it is not found in (Ephesians , Philippians , Philemon , the Pastoral Epistles, the Epistles of John , James , Jude), Revelation.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α
1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ' εκείνο το χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος, σ' εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά μεγάλη», Ερωτόκρ.
β. «όταν έλθει, τότε θα του μιλήσω ανοιχτά» γ. «νῡν σφε προσαυδᾷς, τότ' ἀπωσάμενος», Ευρ.
δ. «λέξεις καὶ τότε εἴσομαι», Σοφ.)
2. (ως συμπερ.) σε τέτοια περίπτωση, λοιπόν (α. «αφού δεν δέχεσαι, τότε θ' αλλάξω κι εγώ τακτική» β. «αν δεν μέ χρειάζεσαι, τότε να φύγω» γ. «ἀλλ' ὅμως δίκαιον τότε τούτοις, τοὺς μὲν πονηροὺς ὠφελεῑν, τοὺς δὲ ἀγαθοὺς βλάπτειν», Πλάτ.)
3. (με έναρθρο ουσ.) αυτός που ήταν εκείνον τον χρόνο, αυτός που υπήρχε εκείνη τη χρονική περίοδο ή στιγμή (α. «ο τότε πρωθυπουργός αρνήθηκε κατηγορηματικά» β. «ὁ τότε κόσμος», ΚΔ
γ. «οἱ τότ' ἐόντες ἀοιδοί», Πίνδ.)
4. (με τις προθέσεις εκ και από) έκτοτε, από τότε και ἔκτοτε ή ἐκ τότε και ἀπὸ τότε
από εκείνο το χρονικό σημείο και ύστερα, από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά
νεοελλ.
παροιμ. «ετότες ήταν οι καβούροι χλωροί» — λέγεται για ευτυχισμένη εποχή που έχει πλέον περάσει
Greek Monotonic
τότε: Δωρ. τόκᾰ,
1. επίρρ., κατ' εκείνο τον χρόνο, τότε, Λατ. tunc, ανάλογο του αναφορικού ὅτε ή ὁπότε, αντίθ. του νῦν, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με αόριστη σημασία, κατά τους χρόνους εκείνους, προηγουμένως, σε Σοφ. κ.λπ.· τότ' ἢ τότε, κατά κάποιο χρόνο ή περίσταση, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. σε συνδυασμό με άλλα μόρια, καὶ τότε δή, σε Όμηρ.· καὶ τότ' ἔπειτα, σε Ομήρ. Ιλ.· τότε δή ῥα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τότ' ἤδη, τότε επιτέλους, σε Ησίοδ.
3. με το άρθρο, οἱ τότε, οι άνθρωποι που ζούσαν εκείνον τον καιρό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ τότε ἄνθρωποι, σε Ηρόδ.· τῇ τόθ' ἡμέρᾳ, σε Σοφ.· ἐν τῷ τότε (ενν. χρόνῳ), σε Θουκ.
4. εἰς τότε, έως τότε, σε Δημ.· ἐκ τότε ή ἐκτότε, από τότε, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τότε: дор. τόκᾰ adv.
1) в то время, тогда: καὶ τ. καὶ νῦν Thuc. и тогда, и ныне; ἐκ τ. Plut. с того времени, с тех пор; οἱ τ. (ἄνθρωποι) Hom., Her., Xen., Plat. люди того времени; ἐν τῷ τ. (χρόνῳ) Thuc., Plat. в то время; εἰς τ. (τὸν χρόνον) Plat. до того времени, до тех пор; τῇ τόθ᾽ ἡμέρᾳ Soph. в тот день; τότ᾽ ἄρα τ. Soph., τ. δὴ τ. Dem. тогда-то, тогда именно; ὅταν …, τ. когда …, тогда;
2) раньше, прежде Arph.: νῦν τε καὶ τοτ᾽ ἐννέπω Soph. говорю теперь, как (сказал) и прежде;
3) тогда, в таком (этом) случае (ὥς ποτέ τις ἐρέει, τ. μοι χάνοι χθών Hom.): καὶ τ. Dem. даже в этом случае; ἢ τ. ἢ τ. Aesch., Eur. в том или в другом случае, рано или поздно.