φράσσω

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φράσσω Medium diacritics: φράσσω Low diacritics: φράσσω Capitals: ΦΡΑΣΣΩ
Transliteration A: phrássō Transliteration B: phrassō Transliteration C: frasso Beta Code: fra/ssw

English (LSJ)

Att. A φράττω X.Cyn.2.9, D.21.17, al.: fut. φράξω (δια-) IG 22.1668.63, etc.: aor. ἔφραξα, Ep. φράξα Il.12.263, Od.5.256, etc., Att. inf. φάρξαι IG12.371.20, part. δια-φάρξας ib.373.251: pf. πέφρᾰκα Ph.2.350, later πέφρᾰγα (περι-) Sch.Hes.Sc.298: plpf. ἐμ-πεφράκεσαν J.AJ12.8.5:—Med., v. φράγνυμι; fut. φράξομαι (ἐμ-) Luc.Tim.19: aor. ἐφραξάμην, Ep. φρ- Il.15.566:—Pass., fut. φραχθήσομαι (ἐμ-) Gal.5.616; φρᾰγήσομαι 2 Ep.Cor.11.10: aor. 1 ἐφράχθην Il.17.268, Pl.Ti.84d: aor. 2 ἐφράγην [ᾰ], subj. φρᾰγῇ Ep.Rom.3.19, part. φρᾰγείς Hero Spir.1.19: pf. πέφραγμαι E.Ph.733, etc.: plpf. ἐπεφράγμην Luc.Sat.11, 3sg. ἐπέφρακτο Hdt.7.142:—Hom. uses no tense but aor. Act., Pass., and Med. The Att. spellings πεφαργμένος and ἐφάρξαντο are given by Hdn.Gr.2.384, cf. IG12.ll.cc., and v. φαρκτός, ναύφαρκτος. [ᾰ by nature, for it does not become η in Ion.]:— fence in, hedge round, hence with collat. notion of defence, secure, fortify, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις having fenced the battlements with shields, Il.12.263; φράξε δέ μιν [τὴν σχεδίην] ῥίπεσσι he fenced it with mats, to keep out the water, Od.5.256; ἀρκύστατ' ἂν φράξειεν A.Ag.1376; φ. δέμας ὅπλοισι Id.Pers.456; ἔρνεσι φ. χεῖρα fill them full with wreaths of victory, Pi.I.1.66:—Med., φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ they fencedin their ships, Il.15.566, cf. A.Th.63; φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσι Hdt.8.51; πύλας . . ἐφραξάμεσθα προστάταις A.Th.798; but ἐφράξαντο τὸ τεῖχος they strengthened it, Hdt.9.70: abs., strengthen one's fortifications, Th.8.35; φ. πρὸς τὰς διαβάσεις Plu.Mar.23; φραξάμενοι in battle-array, Batr.166:—Pass., φραχθέντες σάκεσιν fenced with shields, Il.17.268, cf. E.IA826, etc.; ἡ ἀκρόπολις ῥηχῷ ἐπέφρακτο Hdt.7.142; of the Nile, to be embanked, Id.2.99: abs., πεφραγμένοι fortified, prepared for defence, Id.5.34, Th.1.82; of a person, armed, ἀσπιδίτης καὶ πεφρ. S.Fr.426: metaph., ἐλπίδος πεφραγμένος having the defence of hope, cj. in Id.Ant.235 (cod. Laur, πεπραγμένος, cett. and Sch. δεδραγμένος). II put up as a fence, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ joining spear close to spear, shield to shield, Il.13.130; φράξαντες τὰ γέρρα having put up the shields as a close, thick fence, Hdt.9.61:—Med. πάγας ὑπερκότους ἐφραξάμεσθα cj. in A.Ag.823. 2 σχάσασαι τὴν οὐρὰν καὶ φ., of dogs, X.Cyn.3.5. III stop up, block, τὴν ὁδόν Hdt.8.7; τοὺς ἔσπλους Th.4.13; τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., ὑπὸ ῥευμάτων φραχθείς [ὁ πλεύμων] Pl. l.c.; πεφραγμένων τῶν πόρων Arist.Pr.935b14. 2 metaph., bar, stop, τὸ ἡγεμονικόν Ath.4.157d:—Pass., ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ Ep.Rom.3.19; ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμέ 2 Ep.Cor. 11.10.

German (Pape)

[Seite 1303] att. -ττω, umgeben, ein einschließen, verzäunen, umfriedigen, versperren, verwahren, gew. mit dem Nebenbegriffe der Vertheidigung, beschützen, befestigen; ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις Il. 12, 263; φράξαντες εὐχάλκοις δέμας ὅπλοισιν Aesch. Pers. 448; med., φράξαι πόλιν Spt. 63, vgl. 780; πέφρακται λαὸς ἅρμασι πέριξ Eur. Phoen. 740; ἀσπίσι I. A. 826; φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ, zur Vertheidigung Speer an Speer, Schild an Schild drängend, Il. 13, 130, wie φράξαντες τὰ γέῤῥα, die Schilder an einander drängend, Her. 9, 61; u. pass., φραχθέντες σάκεσι, durch Schilder geschützt, Il. 17, 268; vgl. Her. 5, 34. 9, 142; τείχεσι καὶ πύλαις φραχθέντες Plat. Legg. VI, 779 a; Xen. Cyr. 2, 4,25. – Auch von Schiffen, σχεδίην φράξε ῥίπεσσι, er verwahrte das Schiff mit Flechtwerk, gegen das Eindringen des Wassers, Od. 5, 256; auch Νεῖλον, eindämmen, Her. 2, 99. 8, 7; φράξαι τοὺς ἔςπλους Thuc. 4, 13. – Im med., φράξαντο νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ, sie verwahrten sich ihre Schiffe, Il. 15, 566; ἐφράξαντο τὸ τεῖχος Her. 9, 70; dah. sich schützen, sich hüten, Thuc. 8, 35. – Dicht machen, zusammenhäufen, wie πυκνόω, φράξαι χεῖρα ἔρνεσιν, die Hand dicht anfüllen, mit Siegeszweigen, Pind. I. 1, 66.

Greek (Liddell-Scott)

φράσσω: Ἀττ. -ττω Ξεν. Κυνηγ. 2, 9, Δημ. 520. 18, κ. ἀλλ. πρβλ. ἀποφράσσω, φράγνυμι· ― ἀόρ. ἔφραξα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρᾰγα (περι-) Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 298· ὑπερσ. ἐπεφράκεσαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 5· ― Μέσ., ἴδε φράγνυμι· μέλλ. φράξομαι (ἐμ-) Λουκ. Τίμ. 19· ἀόρ. ἐφραξάμην, Ἐπικ. φρ-, ἰδὲ κατωτ. ― Παθ. μέλλ. φραχθήσομαι, Γαλην. φρᾰγήσομαι, (κοινῶς φέρεται σφραγίσεται) Β΄ Ἐπισ. πρὸς Κορ. 10· ἀόρ. ἐφράχθην Ὅμ., Ἀττ.· ἐφράγην (ἐν-) Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 19· πρκμ. πέφραγμαι Ἀττ.· γ΄ ὑπερσ. ἐπέφρακτο Ἡρόδ. 9. 142· ― ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ ἀορ. ἐνεργ. παθ. καὶ μέσ.· ― παρ’ Ἀττ. ἡ λέξις ἐνίοτε πάσχει μετάθεσιν γραμμάτων, π. χ. φάρξασθαι ἀντὶ φράξασθαι, πέφαργμαι ἀντὶ πέφραγμαι, φαρκτὸς ἀντὶ φρακτός, κατάφαρκτος, ναύφαρκτος, Ἐτυμ. Μέγ. 667. 22, πρβλ. Dind. εἰς Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63, Σοφ. Ἀντ. 236, Ἀριστοφ. Ἀχ. 95, Σφ. 352, Meineke εἰς Εὐφορ. 83. Ἐκ τῆς √ΦΡΑΚ ἢ ΦΡΑΓ παράγονται καὶ τὰ ἑξῆς: φραγῆναι, φράγνυμι, φράγμός, φράγμα, φρακτός, δρύφρακτος· πρβλ. Λατ. farc-io, fartor, καὶ ἴσως τὸ frequens· Γοτθ. bairg-a (τηρῶ, φυλάσσω), bairg-a-hei (ἡ ὀρεινή), baúrg-s (πόλις)· Ἀρχ. Σκανδ. byrg-ja (περικλείω), borg· Ἀγγλο Σαξον. byrig-an (θάπτω, to bury), burh (πόλις, borougb)· Ἀρχ. Γερμ. bërc (Γερμ. berg, ἴσως συγγενὲς τῷ Ἀγγλ. burg)· Λιθ. bruk-ù (premere, comprimere) [ᾰ φύσει, διότι δὲν τρέπεται εἰς η ἐν τῇ Ἰωνικῇ διαλέκτῳ τοῦ Ἡροδ., Λοβεκ Παραλ. 401.] Περιφράττω, περικλείω διὰ φραγμοῦ καὶ μετὰ τῆς συνυπαρχούσης ἐννοίας τῆς προστασίας ἢ ἀσφαλείας, προστατεύω, ἀσφαλίζω, ὀχυρώνω, ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις, ὀχυρώσαντες, φράξαντες χάριν ἀσφαλείας δι’ ἀσπίδων, Ἰλ. Μ. 263· φράξε δέ μιν [τὴν σχεδίην] ῥίπεσσι, «πλέγμασι ψιαθώδεσιν» (Σχολ.), Ὀδ. Ε. 256· ἀρκύστατ’ ἂν φράξειεν (ἰδὲ ἀρκύστατος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1375· φρ. δέμας ὅπλοισιν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456· φρ. χεῖρα ἔρνεσι, «“στεφάνοις πληρώσας τὴν χεῖρα” ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει, ἀφ’ ἧς ὁ στέφανος» κτλ. (Σχόλ.), Πίνδ. Ι. 1. 95 (πρβλ. πυκνόω)· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ «διέφραξαν δὲ τὰς ναῦς σιδηρῷ περιφράγματι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ο. 566, πρβλ. Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 63· φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 8. 51· πύλας... ἐφραξάμεσθα προστάταις Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 798· ἀλλά, ἐφράξαντο τὸ τεῖχος 9. 70· οὕτω κ. ἀλλ. ἀπολ., ἐνισχύω τὰ ὀχυρώματά μου, Θουκ. 8. 35. ― Παθ. φραχθέντες σάκκεσιν περιφραχθέντες διὰ τῶν ἀσπίδων Ἰλ. Ρ. 268, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 142, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 826, κλπ. οὕτως ἀπολ. πεφραγμένοι, ὠχυρωμένοι, ὡπλισμένοι, παρεσκευασμένοι πρὸς ἄμυναν, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 1. 82· ἐπὶ προσώπου, ὡπλισμένος, ἔνοπλος, πεφρ. τοξεύμασιν Σοφ. Ἀποσπ. 376· ― μεταφ., ἐλπίδος πεφραγμένος, ἔχων τὴν πανοπλίαν τῆς ἐλπίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 235, (ἔνθα τὰ Σχόλια καί τινα Ἀντίγραφα ἔχουσι δεδραγμένος, ἀλλ’ ὁ κῶδιξ L. πεπραγμένος, τουτέστι πεφραγμένος) ΙΙ. ἐπὶ συνασπισμοῦ, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ, συνάψαντες δόρυ πρὸς δόρυ καὶ ἀσπίδα πρὸς ἀσπίδα (οὕτως ὥστε νὰ σχηματισθῇ φραγμός), Ἰλ. Ν. 130· φράξαντες τὰ γέρα, θέντες αὐτὰ οὕτως ὥστε ν’ ἀποτελῶσι φραγμόν, Ἡρόδ. 9. 61· ― περὶ τοῦ χωρίου ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 823, ἴδε ἐν λ. πάγη. 2) παρὰ Ξεν. Κυνηγ. 3, 5, λέγεται ἐπὶ κυνῶν καταβιβαζόντων τὴν οὐράν. ΙΙΙ. ἀποφράττω, κλείω, τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 8. 7· τοὺς ἔσπλους Θουκ. 4. 14· τὰ παρασκήνια Δημ 520. 19. ― Παθ. ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 99· ὑπὸ ῥευμάτων φραχθεὶς [ὁ πλεύμων] Πλάτ. Τίμ. 84D· πεφραγμένων τῶν πόρων Ἀριστ. Προβλ. 23. 37. 2) μεταφ. ἀποφράττω, ἐμποδίζω, παρακωλύω, δεσμεύω, αἱ βαρεῖαι αὗται τροφαὶ φράττουσι τὸ ἡγεμονικὸν καὶ οὐκ ἑῶσι τὴν φρόνησιν ἐν αὑτῇ εἶναί τι Ἀθήν. 157D. ― Παθ., ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. γ΄, 19, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορινθ. ια΄, 10. Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν τόμ. Α΄, σ. 163.

French (Bailly abrégé)

f. φράξω, ao. ἔφραξα, pf. inus, pqp. ἐπεφράκειν;
Pass. f. φραγήσομαι, ao. ἐφράχθην, postér. ao.2 ἐφράγην, pf. πέφραγμαι;
1 serrer l'un contre l'autre : δόρυ δουρί, σάκος σάκει IL lance contre lance, bouclier contre bouclier ; abs. φρ. τὰ γέρρα HDT presser les boucliers les uns contre les autres;
2 boucher, obstruer : Νεῖλον HDT le Nil ; τοὺς ἔσπλους THC l'accès de la navigation ; p. ext. couvrir, protéger : δέμας ὅπλοισι ESCHL le corps sous une armure ; ῥινοῖσι βοῶν ἐπάλξεις IL protéger les créneaux avec des peaux de bœuf;
Moy. φράσσομαι;
I. tr. 1 boucher sur soi : τὰ ὦτα κηρῷ LUC se boucher les oreilles avec de la cire;
2 enfermer pour soi ; protéger : νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ IL les vaisseaux avec un rempart d'airain, càd avec des gens armés ; munir, fortifier : τὸ τεῖχος HDT le rempart;
II. intr. se fortifier ; se défendre, se renfermer : πρός τι, πρός τινα contre qch ou contre qqn.
Étymologie: R. Φραγ, fermer ; cf. lat. farcio, confertus.

English (Autenrieth)

(cf. farcio), aor. φράξε, part. φράξαντες, mid. aor. φράξαντο, pass. aor. part. φραχθέντες: fence or hedge around; ἐπάλξεις ῥῖνοῖσι βοῶν, the wall with shields, Il. 12.263 ; σχεδίην ῥίπεσσι, ‘caulked' it (in the cracks between the planks), Od. 5.256; mid., νῆας ἕρκεϊ, ‘their’ ships, Il. 15.566.

English (Slater)

φράσσω fortify met. εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα (I. 1.66)

English (Strong)

apparently a strengthening form of the base of φρήν; to fence or inclose, i.e. (specially), to block up (figuratively, to silence): stop.

English (Thayer)

1st aorist ἔφραξα; passive, 2nd aorist subjunctive 3rd person singular φραγῇ; 2future 3rd person singular φραγήσεται (Rbez elz G L T Tr WH); (allied with Latin farcio, German Berg, English borough; cf. Vanicek, p. 614); from Homer down); to fence in, block up, stop up, close up (τά ὦτα τοῦ μή ἀκοῦσαι, τήν ὁδόν ἐν σκόλοψιν, πηγήν, στόματα λεόντων, ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται, this glorying shall not be stopped, i. e. no one shall get from my conduct an argument to prove that it is empty, st (σφραγίσεται) see σφραγίζω, at the beginning); tropically, to put to silence (A. V. stop): τό στόμα, Romans 3:19.

Greek Monolingual

(I)
Α
βλ. φράζω (Ι).
(II)
ΜΑ
βλ. φράζω (II).

Greek Monotonic

φράσσω: Αττ. -ττω, (√ΦΡΑΓ), αόρ. αʹ ἔφραξα, Μέσ. μέλ. φράξομαι — Παθ., μέλ. φρᾰγήσομαι, αόρ. αʹ ἐφράχθην, αόρ. βʹ ἐφράγην [ᾰ], παρακ. πέφραγμαι, γʹ υπερσ. ἐπέφρακτο·
I. σε Αττ. τα γράμματα μερικές φορές μετατίθενται, π.χ. φάρξασθαι αντί φράξασθαι, πέφραγμαι αντί πέφραγμαι, φαρκτός αντί φρακτός· περιφράζω, περικλείω, ιδίως για προστασία ή οχύρωση, φράζω, προστατεύω, ενισχύω, φράξε (τὴν σχεδίην) ῥίπεσσι, προστάτεψε τη σχεδία με πλέγμα, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., φράξαντο νῆας, έφραξαν τα πλοία τους, σε Ομήρ. Ιλ.· φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν, σε Ηρόδ.· αλλά, ἐφράξαντο τὸ τεῖχος, το ενίσχυσαν, στον ίδ.· απόλ., ενισχύω τα οχυρώματά μου, σε Θουκ.
II. 1. τοποθετώ μαζί για προστασία, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ, ενώνω δόρυ με δόρυ και ασπίδα με ασπίδα (για να φτιάξω περίφραξη), σε Ομήρ. Ιλ.· φράξαντες τὰ γέρρα, έχω τοποθετήσει τις ασπίδες όπως σε φτάχτη, σε Ηρόδ.
2. σε Ξεν., λέγεται για σκύλους, κατεβάζω την ουρά.
III. 1. αποφράττω, κλείνω, τὴν ὁδόν, σε Ηρόδ.· τοὺς ἔσπλους, σε Θουκ.
2. μεταφ., δεσμεύω, σταματώ — Παθ., ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φράσσω: атт. φράττω (pass.: aor. 1 ἐφράχθην, pf. πέφραγμαι) тж. med.
1) огораживать, укреплять (φράξασθαι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι, φράξασθαι τὸ τεῖχος Her.): προσφέρεσθαι πρὸς πεφραγμένους Her. наступать на укрепившихся (противников);
2) возводить укрепления: ὡς ἄμεινον φραξαμένων αὐτῶν ὑπὸ νύκτα Thuc. так как за ночь они улучшили свои укрепления;
3) прикрывать, защищать (φ. ἐπάλξεις ῥινοῖσι βοῶν Hom.): φραχθέντες σάκεσιν Hom. или ἀσπίδιν πεφραγμένοι Eur. прикрытые щитами; δέμας ὅπλοισιν φράξαντες Aesch. вооруженные с головы до ног; φράξασθαι νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ Hom. прикрыть корабли медной стеной, т. е. стать вокруг кораблей для их обороны;
4) снабжать гарнизоном: φράξασθαι πύλας προστάταις Aesch. расставить гарнизон у ворот;
5) заграждать, перегораживать, блокировать (τὴν ὁδόν Her.; τοὺς ἔσπλους Thuc.): ὁ ἀγκὼν τοῦ Νείλου φρασσόμενος Her. прегражденная плотиной излучина Нила; φράξαι τὰ περὶ Θερμοπύλας στενά Plut. отрезать (занять войсками) Фермопильские теснины; πλεύμων ὑπὸ ῥευμάτων φραχθείς Plat. легкое, заложенное (наполненное) слизью; οἱ πεφραγμένοι πόροι Arst. закупоренные каналы;
6) смыкать (δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ Hom.; τὰ γέρρα Her.);
7) расставлять (ἀρκύστατά τινι, πάγας Aesch.);
8) наполнять (χεῖρά τινι Pind.).

Middle Liddell

[Root !φραγ]
I. to fence in, hedge round, esp. for protection or defence, to fence, secure, fortify, φράξε [τὴν σχεδίην ῥίπεσσι he fenced the raft with mats, Od.:—Mid., φράξαντο νῆας they fenced in their ships, Il.; φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν Hdt.; but, ἐφράξαντο τὸ τεῖχος they strengthened it, Hdt.; absol. to strengthen one's fortifications, Thuc.:—Pass., φραχθέντες σάκεσιν fenced with shields, Il.; absol., πεφραγμένοι fenced, fortified, prepared for defence, Hdt., Thuc.
II. to put up as a fence, φράξαντες δόρυ δουρί, σάκος σάκεϊ joining spear close to spear, shield to shield (so as to make a fence), Il.; φράξαντες τὰ γέρρα having put up the shields as a fence, Hdt.
2. in Xen., of dogs, to put down the tail.
III. to stop up, block, τὴν ὁδόν Hdt.; τοὺς ἔσπλους Thuc.
2. metaph. to bar, stop: Pass., ἵνα πᾶν στόμα φραγῆι NTest.

Frisk Etymology German

φράσσω: {phrássō}
Forms: att. -ττω, auch φράγνυμι, Fut. φράξω (alles nachhom.), Aor. φράξαι, -ασθαι (ἐφάρξαντο Hdn. Gr.), φραχθῆναι (seit Il.), φραγῆναι (hell. u. sp.) mit φραγήσομαι neben φραχθήσομαι (sp.), Perf. Med. πέφραγμαι (E. usw.), πεφαργμένος (Hdn. Gr.), Plpf. ἐπέφρακτο (Hdt.), Akt. πέφρακα (Ph.), πέφραγα (Sch.);
Grammar: v.
Meaning: ‘umzäunen, umschanzen, verschanzen, (ein Schiff) mit Setzbord (gegen die Wellen) ausrüsten, (ein Pferd) mit Schuppenpanzern versehen, sperren’ (zu φράσσω als nautischem Fachausdruck Taillardat Rev. de phil. 3. sér. 39, 83 ff.).
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἀπο-, ἐν-, περι-, συν-,
Derivative: Ableitungen. 1. φράγμα (διά-, περι-, ἔμ- usw. mit verschiedenen Sinnfärbungen) n. Umzäunung, Schutz, Abwehr (ion. att.), φάρχμα n. ib. (Epid.IVa; < -κσμ-); διαφραγμάτιον n. kleine Scheidewand (Delos IIIa). 2. -μός (ἐμ-) m. das Einschließen, Umzäunung, Zaun (ion. att.) mit -μίτης Beiw. von θάμνος, κάλαμος in Zäunen wachsend (Redard 77, Strömberg Pfl. 117). 3. φράξις, vorw. mit ἀπο-, δια-, ἀντι-, ἐν-, συν- u.a., das Umzäunen (ion. att.). 4. κατα-, περιφράκτης m. Umzäuner (sp.), φράκτης Schleusentor (Prokop.). 5. φρακτός umzäunt, geschützt (Opp.) mit φρακτεύω umzingeln (Pap.IIIa); φαρκτός ib. (EM) mit φαρκτόομαι in φάρκτου φυλακὴν σκεύαζε H.; auch φάρκτεσθαι (für -οῦσθαι?)· τὸ φράττεσθαι H.; alt und gewöhnlich in Kompp., z.B. ἄφρακτος (ἄφαρκτος) unverzäunt, unbefestigt, ohne Setzbord, ohne Rüstung (att.), ναύφρακτος (-φαρκτος) von Schiffen beschirmt (στρατός u.dgl.; A. in lyr., E., Ar., att. Inschr.); zur Erklärung Taillardat a. O. 6. φρακτικός (παρα-, ἐκ-, ἐμ-) sperrend (Mediz. u.a.). —Zu δρύφακτος s. bes.
Etymology: Als gemeinsame Grundlage läßt sich in erster Hand φρακ- (woneben als schwundstufige Variante φαρκ- nach Schwyzer 342) ansetzen, da das spät belegte φραγῆναι Analogiebildung ist (Schw. 760), ebenso wie φράγνυμι (ἄξαι: ἄγνυμι, ῥῆξαι: ῥήγνυμι) u.a. Auch φράσσω (und πέφρακα) kann indessen zu φράξαι analogisch gebildet sein (πρᾶξαι: πράσσω u. a.; Schw. 715). weshalb auch φραγ- in Betracht kommt. — Eine überzeugende außergriech. Entsprechung fehlt. Seit alters wird damit lat. farciō stopfen, vollstopfen, mästen und frequēns gedrängt voll, häufig verbunden, so u.a. Curtius 302 (m. älterer Lit.). Dagegen mit guten Gründen WP. 2, 134 f.; zurückhaltend W.-Hofmann s.v. (m. reicher Lit.). — Zu φύρκος· τεῖχος H. s. πύργος m. Lit. — Vgl. φρήν.
Page 2,1038-1039

Chinese

原文音譯:fr£ssw 弗拉所
詞類次數:動詞(3)
原文字根:障礙 相當於: (אָטַם‎) (סוּךְ‎ / סָכַךְ‎ / סׄכֵךְ‎ / שָׂכַךְ‎) (סָתַם‎ / שָׂתַם‎) (שׂוּךְ‎)
字義溯源:阻隔,關閉,作圍籬,設防,保護,阻,阻擋,塞住,堵;源自(φρήν)*=心思,隔膜)
出現次數:總共(3);羅(1);林後(1);來(1)
譯字彙編
1) 堵了(1) 來11:33;
2) 阻(1) 林後11:10;
3) 塞住(1) 羅3:19